Δευτέρα, Μαρτίου 31, 2008


Ορατών τε και αοράτων…
Διηγήματα του Μάνου ελευθερίου σε πρόζα ποιητική


Η Μελαγχολία της Πατρίδας Μετά τις Ειδήσεις των Οκτώ
Μάνος Ελευθερίου
Εκδόσεις Μεταίχμιο


Ο τίτλος αυτού του βιβλίου είναι εν μέρει παραπλανητικός. Θα μπορούσε να θεωρηθεί και διαφημιστικό τέχνασμα, «τυράκι» θα έλεγε κάποιος πιο δηκτικός, σε αυτή την περίοδο, που η τηλεόραση μονοπωλεί (αρνητικά) σχεδόν τους πολιτιστικούς δείκτες της χώρας. Ευτυχώς! Η τηλεόραση ανοιχτά υποτιμάται στο βιβλίο. Γενικότερα η πραγματικότητα συλλαμβάνεται ως παράγων διαβρωτικός της ανθρώπινης υπόστασης. Ο θάνατος δεν έχει καταταγεί (επακριβώς) κάπου στην κοσμοαντίληψη του συγγραφέα και γι’ αυτό οι μεταφυσικές ανησυχίες που τον συνοδεύουν, είναι μοιραία υπαρκτές, αλλά εμφανίζονται πολύ φυσιολογικές, μέρη της πεζής καθημερινότητας. Έτσι ξορκίζεται ο φόβος του θανάτου, με το να έρχεται πιο κοντά η πιθανότητά του, ως απλή βόλτα λόγου χάρη. Η Μελαγχολία Της πατρίδας Μετά Τις Ειδήσεις Των Οκτώ, τιτλοφορείται αυτή η συσσωμάτωση διηγημάτων του Μάνου Ελευθερίου, που αποτελείται από ιστορίες γραμμένες μέσα σε ένα διάστημα σαράντα ετών, από τα μέσα της δεκαετίας του 60’ μέχρι σήμερα. Το πρώτο σκέλος της πρότασης του τίτλου, αποτελεί και τη γενικότερη οπτική του συγγραφέα, ποιητή και στιχουργού, πάνω στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, όπως αυτός τη βίωσε, από τα μεταπολεμικά χρόνια και τον εμφύλιο, μέχρι τη δικτατορία και την ηρεμία των ύστερων μεταπολιτευτικών χρόνων. Μια μελαγχολία εσώτερη, υπόκωφη και αυτοοικτιρμική. Μια μελαγχολία που δείχνει να πηγάζει από μια εξομολογούμενη συναισθηματική μοναξιά. Που σκιαγραφείται, αλλά δεν γίνεται απόλυτα αντιληπτή.

Ο «ανυποψίαστος» αναγνώστης, ίσως νιώσει άβολα με αυτή την ιδιότυπη γραφή, που χαρακτηρίζει (την ποίηση κυρίως αλλά και) την πεζογραφία του Ελευθερίου. Αυτή την ελλειπτική, πολλές φορές ανοίκεια, και γεμάτη ποιητική πρόζα πεζογραφία, που ξεφεύγει από τα «ειωθότα» της πεζογραφίας, και ανυψώνεται σε δύσβατα, ακραιφνώς ποιητικά σε ορισμένες περιπτώσεις, ονειρικά και φανταστικά μονοπάτια. Δύσκολα γίνεται προσηνής ο λόγος αυτός, που λίγο διαφέρει από τις «ψυχοδιασπάσεις» ενός παραληρήματος, που παρά ταύτα καταφέρνει να διασώσει το φόντο του πραγματικού, έστω και διαθλασμένο.

Πολλά, ωραία (και γνωστά) ελληνικά τραγούδια του λαϊκού ρεπερτορίου φέρουν την υπογραφή του Μάνου Ελευθερίου, ο οποίος έχει συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες. Η στιχουργική του δεν απέχει πολύ από την ποίηση με την στενή της σημασία, και η πεζογραφία του υπάρχει μόνο σε εξάρτηση από την ποιητική του. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο Καιρός Των Χρυσανθέμων, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (2005). Ακολούθησε το 2006, Η Γυναίκα Που Πέθανε Δύο Φορές, χωρίς να ξεπεράσει τον ενθουσιασμό που δημιούργησε η πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά του στη πεζογραφία.

Αυτά τα διηγήματα φαίνεται να είναι η επικύρωση αυτής της στροφής του, (έστω μόνιμης) τα τελευταία χρόνια, σε ένα λόγο, απείρως πιο εύκολο (τον πεζογραφικό) αλλά που ο ίδιος έχει επιλέξει να τον «περιχαρακώσει» στις παρυφές της ποίησης, για να μη γίνει τελείως συμβατικός, και χάσει αυτή την δημιουργική ιδιαιτερότητα που έχει κατακτήσει. Με τις πραγματικά ταξιδιάρικες εξάρσεις του, την ωραία και αναγκαία νοσταλγία, αλλά και έναν ήπιο λυρισμό μερικές φορές, που αγγίζει έναν λανθάνων και εν πολλοίς ρευστό (πλην ελεγχόμενο) συμβολισμό, ο οποίος τείνει να καταστήσει τα συναισθήματα, μια αυστηρά μεν ιδιωτική υπόθεση, που όμως προσφέρεται προς θέαση από μια βιτρίνα σκονισμένη. Είναι γεγονός ότι αυτό το τομίδιο θα μπορούσε να υπάρξει και χωρίς μερικά διηγήματα, αλλά αν τα υποδεχθούμε, ως θραύσματα και κομματάκια ενός ψαθυρού ψυχισμού, που συμπληρώνουν την κατάθεση του συγγραφέα για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του (μιας και πολλά έχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία), τότε διαβάζονται, με απορία και αμηχανία μεν, αλλά συγκαταβατικά. Αλλά έτσι είναι γενικώς η γραφή του Ελευθερίου. Κρατά το χαμένο, και αντιστέκεται στην δολιοφθορά του παροντικού. Προτιμά το φασματικό, αυτό που από πουθενά δεν πιάνεται, και κατά συνέπεια, πουθενά δεν καταλήγει. Διακρίνεται πάντως για έναν εσωτερικό ρυθμό, μια μουσικότητα που πιθανότατα αναβλύζει από την ανάγκη του, κάποτε, να γράψει στίχους προς μελοποίηση. Το ότι δέχεται να συνυπάρξει με τα λείψανα και τα όνειρα του παρελθόντος, τα χαμένα και αγαπημένα σε φόντο βαρύ, είναι επιλογή του ξεκάθαρη, είναι επιλογή «ηρωική», μα ενέχει και την αναπόφευκτη συντροφιά σκιών που γίνονται ενίοτε και φαντάσματα. Αυτή η αίσθηση της ερμητικότητας, και της αυτοπαθούς δημιουργίας, που επιστρέφει στον ίδιο πριν καν διασπαρθεί, θα μπορούσε να εξεταστεί στα πλαίσια του νεοσυμβολισμού, αν θεωρήσουμε ένα μεγάλο μέρος των κειμένων αυτών, σαν μια πεζόμορφη ποίηση.

Μια σχηματική διάκριση των κειμένων, που θα είχε ως κριτήριο το ποσοστό κατάληψης του ξυπνητού από το ονειρικό, αλλού απροκάλυπτα, αλλού πιο συγκρατημένα, θα τα κατέτασσε: σε αυτά που προσεγγίζονται λόγω της υποτυπώδους αφηγηματικής τους λειτουργικότητας (πιο πεζογραφικά), και σε αυτά που δεν προσεγγίζονται κανονιστικά, λόγω της διολίσθησης της γλώσσας τους σε ασυνείδητους ενδεχομένως παράγοντες και ενοράσεις (πιο ποιητικά). Στην δεύτερη αυτή κατηγορία, ανήκει και το μεγαλύτερο διήγημα (ή νουβέλα κατά τους λάτρεις της ειδολογικής ακριβολογίας), το «Γλυκό Κυδώνι», το οποίο αποτελεί ουσιαστικά τον σκελετό ενός μυθιστορήματος, που υπέστη «κοπτικήν και ραπτικήν», όπως ο ίδιος ο συγγραφέας έχει πει σε συνεντεύξεις του. Είναι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της «εργασίας» του, στα πλαίσια της οποίας πεζογραφεί ποιητικά και αντιστοίχως, «ποιεί» πεζογραφικά, επιτείνοντας το λιώσιμο των πάγων ανάμεσα στα δύο αυτά είδη του λόγου. Μια αέναη διαδικασία, με κινηματογραφικά λόγια, «σβησίματος» εικόνων και συναισθημάτων σε φοντύ ανσαινέ, που φεύγουν δίχως να αφήσουν ίχνη. Μεταξύ άλλων, παρακολουθούμε πώς ο Εθνικός Κήπος γεμίζει πολύχρωμες γάτες, πώς λιμνάζει το φαρμάκι στην ελληνική επαρχία της ψευδεπίγραφης καλοσύνης, πώς ένα παιχνίδι καταντά πορεία θανατική (φέρνει στο νου συνειρμικά (και ενοραματικά γιατί γράφτηκε πριν πολλές δεκαετίες) την «υπόθεση Άλεξ» στη Βέροια), και πώς αντιμετωπίζει μια οικογένεια την ιδιαιτερότητα των παιδιών της, που περπατούν πάνω στη θάλασσα, και φέρουν τα σημάδια της σταύρωσης – μια ιστορία που φλερτάρει με ένα μαγικό ρεαλισμό, στην πιο «ελληνοχριστιανική» εκδοχή του… Επίσης, ποια είναι η διαφορά μιας κρύπτης, από ένα ισόγειο στη Κυψέλη και πώς τα σπίτια μαρτυρούν τα μυστικά και τα αισθήματα των ανθρώπων που τα κατοικούν ή τα κατοίκησαν;

Ο Μάνος Ελευθερίου έχει υφάνει τις λέξεις, τις έχει γαζώσει με λεπτή κλωστή στις πυκνογραμμένες σειρές της πεζογραφίας. Αυτές όμως δείχνουν να δυσφορούν, πασχίζουν να ξεφύγουν από αυτές, και επιθυμούν την επιστροφή τους στον ελεύθερο αέρα και την χωρική επάρκεια της ποιητικής γλώσσας. Ένας αγώνας είναι, των λέξεων που οριζοντιώθηκαν, να επιστρέψουν στην κάθετη μορφή τους. Είτε έτσι, είτε αλλιώς πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα δοκιμή πάνω στη φασματική διάσταση της γλώσσας, ένα ταυτόχρονο παιχνίδι βιωματικής αναδίπλωσης και διάχυσης της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: