Δευτέρα, Μαρτίου 31, 2008


Ο «παππούς» των ανθρώπων
Ένα ανθρωπιστικό παραμύθι, σεμινάριο αντιμετώπισης του ιστορείν

E. H. Gombrich
Μικρή ιστορία του κόσμου
Εκδόσεις Πατάκη

Η Μικρή ιστορία του κόσμου προήλθε από δύο ανάγκες, ενός από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς του εικοστού αιώνα, του Έρνστ Γκόμπριχ. Ήθελε, αφ’ ενός, να γράψει ένα δικό του ιστορικό βιβλίο για παιδιά (απογοητευμένος από ένα αντίστοιχο που κλήθηκε να μεταφράσει), και αφ’ ετέρου να μιλήσει απλά και κατανοητά, για την ιστορία, σε μια περίεργη μικρούλα, με την οποία αλληλογραφούσε. Το βιβλίο αυτό, πρωτοδημοσιεύθηκε στη Βιέννη το 1935, και αναθεωρήθηκε το 2001, από τον ίδιο τον συγγραφέα (του πιο γνωστού σε μας Χρονικού της Τέχνης) μετά το θάνατό του. Φέτος έτυχε μιας σημαντικής πρώτης έκδοσης του στα ελληνικά, από τον Πατάκη, σε μετάφραση της Έλενας Καμηλάρη. Ο Γκόμπριχ, μέσα σε ένα βιβλίο 350 σελίδων συμπίεσε επιτυχώς (όπως παραδέχονται ειδήμονες του πεδίου) την ανθρώπινη ιστορία, ξεκινώντας από την προϊστορία, και καταλήγοντας στη νευραλγική εποχή της ατομικής ενέργειας (που επανήλθε, τα τελευταία χρόνια έντονα, στο προσκήνιο).

Η προσφορά του βιβλίου στον αναγνώστη είναι λειτουργική και πολυεπίπεδη. Ταξινομεί τα γεγονότα, απαλλάσσοντάς μας από την ασάφεια ή την επιλεκτικότητα με την οποία βλέπουμε το παρελθόν. Μας παραθέτει τους συνεκτικούς δεσμούς, μέσω των οποίων μεταβαίνουμε ομαλά από την μια ιστορική περίοδο στην άλλη, αποκαθιστώντας, με τη γραμμικότητα ενός ιδιότυπου (πλην απλού στα μάτια μας) «παραμυθιού», την ενιαία και «πανοπτική» σύλληψη της ιστορίας-όσο το επιτρέπει η έκταση του εγχειρήματός του. Το σημαντικότερο όμως που επιτελεί, είναι ότι γράφει το βιβλίο, για τους πάσης φύσεως αναγνώστες, και όχι για τα μεγάλα ράφια των βιβλιοθηκών, όπου η σκόνη μόνο θα το συντρόφευε.

Η Μικρή (στο μάτι) ιστορία του κόσμου, είναι ένα βιβλίο ταγμένο να διαβαστεί απνευστί, και τα επιμέρους κεφάλαια να γίνουν τα ερεθίσματα για περαιτέρω προσωπική διερεύνηση της ιστορίας. Όταν λ.χ. αποκαθίσταται η «τιμή» του Μεσαίωνα, και το σχετικό κεφάλαιο τιτλοφορείται «Η έναστρη νύχτα», ο καθείς θα αναρωτηθεί για το έναστρο του πράγματος, και με λίγη παραπάνω ενημέρωση, δε θα ταυτίζει πλέον το σκοταδισμό, με μια σημαίνουσα, στα καθ’ ημάς ανθρώπινα, περίοδο πνευματικής έκρηξης, όπως υπήρξε ο Μεσαίωνας. Ο Γκόμπριχ ανατινάζει πολλές ιστορικές στερεοτυπίες (π.χ. η κατώτερη πνευματικά και άξεστη ανατολή) που πολλές φορές γκετοποιούν την ίδια την ιστορία. Διασώζει, εν ολίγοις, τη γοητεία της ιστορίας, με τις προσωπικότητες και τις συγκρούσεις που τη διαμόρφωσαν, έχοντας ως βασικό του όπλο τη ζωντανή και (περιεκτικά) γλαφυρή γλώσσα.

Τα κύρια χαρακτηριστικά του λόγου του, είναι βασικά δύο. Εν πρώτοις, η διατήρηση της δραστικότητας της αισώπειας γλώσσας, και των διδακτικών (όχι δασκαλίστικων) της υπονοημάτων. Κατά δεύτερον, η ενσωμάτωση των ιστορικών γεγονότων σε μια παλλόμενη, αφηγηματική τεχνική, επικών καταβολών, που μετατρέπει τον αναγνώστη, σε πραγματικό συνοδοιπόρο, σε αυτό το σύντομο, πλην γοητευτικό ταξίδι στο παρελθόν. Ο αφηγηματικός λόγος, χρησιμοποιείται διότι εκφράζει δύο θεμελιώδεις μηχανισμούς, που αφορούν την ανταλλαγή γνώσης και τη διαμόρφωση κοσμοαντίληψης στο καθημερινό κοινωνικό (παγκόσμιο ή τοπικό) γίγνεσθαι.

Είναι πρόδηλο, ότι ο Γκόμπριχ γράφει τη δική του ιστορία. Κάνει δηλαδή αυτό που διακαώς επιθυμούν να κάνουν οι περισσότεροι επιστήμονες ιστορικοί, να αφήσουν μια δική τους πινελιά να αγγίξει τον καμβά της ιστορίας. Να γράψουν μια ιστορία με (αποδεδειγμένα) καλούς και κακούς, χωρίς την ενοχλητική παρουσία των πολλών ημερομηνιών, που ρουφούν τη ζωτικότητα των λέξεων, φυτρώνοντας ακατάπαυστα στις σελίδες των βιβλίων. Χωρίς τις παραπομπές, που το μόνο που καταφέρνουν είναι να διασπάσουν το φανταστικό σύννεφο, μέσω του οποίου ταξιδεύουμε διαβάζοντας. Χωρίς το άπιαστο και ,εν τέλει ανέφικτο, αγαθό της απογυμνωμένης από τα πάθη, αντικειμενικότητας. Της μεγαλύτερης πλάνης που έχει κατασκευαστεί, και συνήθως η επίκλησή της συνεπάγεται την απουσία της. Με άλλα λόγια: πρόκειται για μια μη-ιστορία, με πρωτογενές υλικό το ιστορικό παρελθόν, γραμμένη όμως ενσυνείδητα και δομημένη, πάνω στην θελκτική λειτουργία της λογοτεχνίας.

Στο επίκεντρο του έργου βρίσκεται η αγάπη για τον άνθρωπο. Η ιστορία του συλλαμβάνεται ως «σκυταλοδρομία» προς την πρόοδο και την ευημερία, σε αυτό το μεγάλο ψηφιδωτό, που ονομάζεται Γη. Αυτή είναι η δική του οπτική γωνία, το μισογεμάτο δηλαδή ποτήρι, που αποπνέει μια αισιοδοξία, αν και η ιστορία είναι φύσει σκληρή, από ένα κομβικό σημείο και μετά. Ο Γκόμπριχ ξέρει ότι, οσάκις επιστρέφεις στο παρελθόν, δεν φυσά καθαρός αέρας, αλλά θρασομανά ο μανιχαϊσμός. Άλλωστε στην ιστορία δεν συγκρούονται γεγονότα συνήθως, αλλά ερμηνείες γεγονότων. Σε κάποια σημεία μάλιστα, παραδέχεται (και νιώθει) ότι ντρέπεται για το (ανθρώπινο) είδος του (κονκισταδόρες, Χίτλερ κτλ), επομένως αυτό το έντονο συναίσθημα συμπάθειας για το ανθρώπινο υποκείμενο και την αυτονομία του, είναι εμφανώς στρατηγικό στοιχείο του τρόπου θέασης και κατανόησης (που ο ίδιος προτείνει) του ιστορικού μας παρελθόντος.

Η ιστορία βρίσκεται ακατάπαυστα εν εξελίξει, και αυτό είναι κάτι που ξεχνιέται. Ο συγγραφέας την παρομοιάζει με ποτάμι, κατά το γνωστό παράδειγμα του Ηράκλειτου, στο οποίο είναι αδύνατο να μπούμε στο ίδιο ποτάμι, καθώς το νερό δεν είναι ποτέ το ίδιο. Εμείς πετάμε πάνω από το ποτάμι, αλλά ενδιάμεσα υπάρχει ένα σύννεφο, μέσω του οποίου βλέπουμε (ή δε βλέπουμε) τα πράγματα. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «αναθεωρητικό», καθώς ο Γκόμπριχ, έρχεται να διορθώσει τον εαυτό του, και να ανασκευάσει γνώμες προγενέστερες, που, προϊόντος του χρόνου, απεδείχθησαν είτε εσφαλμένες, είτε μονολιθικές. Ταυτόχρονα, είναι ένα είδος δοκιμιακού στοχασμού, πάνω στην ιστορία, και στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται: τι πρέπει οπωσδήποτε να αποκλείσουμε, και τι οφείλουμε να ανυψώσουμε, όταν μπλεχτούμε στα γοητευτικά της δίχτυα. Παραδόξως, στον πυρήνα των ιδεών του, θα συναντήσουμε τη λογική και μια σύνεση, που σήμερα είναι κάτι ζητούμενο. Ζητούμενο, εφόσον ο άνθρωπος αυτοκαταστρέφεται, χωρίς να συνειδητοποιεί (και να διαφυλάττει) ούτε καν το στοιχειώδες, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.

Ο συγγραφέας προτείνει κάτι που δεν ανάγεται στις ασάφειες του φιλελεύθερου ουμανισμού, ούτε προσεγγίζει το χριστιανικό «αγαπάτε αλλήλους». Η μαγική λέξη στο βιβλίο είναι η ανεκτικότητα, που είναι (φαινομενικά) πρακτικώς εφαρμόσιμη, αλλά δύσκολα αφομοιώσιμη. «Πρέπει (όλοι) να μάθουν από την ιστορία πόσο εύκολα μπορεί η υποδαύλιση του μίσους και η μισαλλοδοξία να μετατρέψουν τους ανθρώπους σε απάνθρωπα όντα» τονίζει ο Γκόμπριχ, χωρίς να χάνει την αισιοδοξία του. «Οι άνθρωποι ανέκαθεν ονειρεύονταν μια «χρυσή εποχή», και τώρα που το όνειρο αυτό έχει σχεδόν πραγματοποιηθεί για τόσους πολλούς ανθρώπους κανείς δε θέλει να το παραδεχτεί». Αλήθεια είναι, αν παραδεχτούμε ότι μαγικό ραβδί δεν υπάρχει, και ότι παράλληλα με τους ανθρώπους, αναπτύσσονται και συμφέροντα. Τα τελευταία, μάλλον, εμποδίζουν την πρακτική εφαρμογή της ανεκτικότητας. Άλλωστε οι αγνές προθέσεις δεν οδηγούν μόνο στον παράδεισο…

Τα παραμύθια των παππούδων, εισάγουν τα εγγόνια σε δίπολα, καλό και κακό, ωραίο και άσχημο, επωφελές ή επιζήμιο. Ο εκάστοτε παππούς προετοιμάζει το εγγόνι του, να αντιμετωπίσει (αρχικά) τον κοινωνικό του περίγυρο, επειδή το αγαπά. Ο Γκόμπριχ αγαπά τον άνθρωπο, έχει καθίσει στην πολυθρόνα του, δίπλα στο τζάκι, και μας περιμένει με ανοιχτή την Μικρή ιστορία του κόσμου, για να μας εισαγάγει στην κατανόηση του πολύπλοκου κόσμου μας. Θα αντισταθείτε στο μεγαλύτερο παραμύθι, του μεγαλύτερου παππού στον κόσμο;

Δεν υπάρχουν σχόλια: