Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 24, 2008

Δημόσιες σχέσεις

Διήγημα

Στην κηδεία του πήγε πολύς κόσμος. Πλούσιοι και φτωχοί. Γνωστοί και άγνωστοι. Απλοί και περίπλοκοι. Κλαίοντες και μη κλαίοντες. Αινιγματικοί και καθάριοι, σαν το νερό. Μαζί και τους κι εμείς. Η Σταυρούλα και εγώ, που ανήκαμε, και εξακολουθούμε να ανήκουμε, στην τελευταία κατηγορία που καταγράφηκε στις παραπάνω γραμμές. Ταλαιπωρηθήκαμε στην εθνική οδό, η γυναίκα μου έριξε και τρεις εμετούς στη διαδρομή, αλλά ήταν ανεπίτρεπτο από μέρους μας, να μην παρευρεθούμε στη στερνή πορεία του σε αυτό τον κόσμο. Μολονότι δεν τον ξέραμε καλά. Ή, για να είμαστε ακριβείς, τον ξέραμε εμμέσως, με όσα συνεπάγεται σέρνει αυτό πίσω του.
Εκείνο το μεσημέρι, που μπήκα στο σπίτι, και βρήκα τη Σταυρούλα με το ακουστικό του τηλεφώνου στο χέρι, με το φακιόλι να βαστάει τις ιδρωμένες τρίχες της, να φωνάζει κρίμα το παιδί κρίμα, νέος ήταν και απάντρευτος, ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει, φοβήθηκα. Λέω ποιος πέθανε νέος και μάλιστα κοντινός μας. Και φοβήθηκα διότι στο χωριό είχαμε, και συνεχίζουμε, μια παράδοση για την οποία είχαμε, και έχουμε, διχασμένα συναισθήματα. Είμαστε το μοναδικό χωριό, με δύο νεκροταφεία, ένα κανονικό, για τους ανθρώπους, και ένα για αυτοκίνητα, τα μηχανάκια, τα φορτηγά, όλα όσα, τέλος πάντων, είναι υπεύθυνα για το θάνατο των ανθρώπων, ή το αντίθετο, και που τώρα ακόμα σκουριάζουν από τον ήλιο και διαβρώνονται από τη βροχή και τον αέρα. Τα δύο αναπαυτήρια, το ένα δίπλα στο άλλο, στην άκρη του δρόμου, που τον κοσμούν μικρά εκκλησάκια και τσίγκινα καντήλια, μέσα στα χόρτα σαν φοβερές αρμαθιές, σε ανάμνηση εκείνων που άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή, αλλά και ως κώδων κινδύνου για όσους παίζουν ζάρια με το χάρο. Επιπλέον έχω και το Γιάννη, της αδελφής μου το παιδί, που κάνει σούζες με ένα σαράβαλο δίκυκλο, και έχει γδαρθεί κάμποσες φορές πέφτοντας. Δικαιολογημένος ο φόβος, λοιπόν.
Πέθανε ο αδελφός της Νένας μου λέει η γυναίκα μου, με το στόμα προς τα κάτω, και μάτια βουρκωμένα. Σκέφτηκα να την ρωτήσω που τον βρήκε η Νένα, γιατί δεν γνώριζα ότι είχε αδελφό. Το άφησα γιατί κινδύνευα να μπλεχτώ στα κλαδιά των οικογενειακών δέντρων που θα μου αράδιαζε με ταχύτητα πολυβόλου. Ήταν αρχές φθινοπώρου, όταν ο καιρός τρελαίνεται, και εκείνη την ημέρα είχε έναν απίστευτο πονοκέφαλο.
Ετοιμάσαμε το αυτοκίνητο το απόγευμα, ώστε το επόμενο πρωί να είναι έτοιμο για το ταξίδι. Από το χωριό στην πρωτεύουσα. Τέσσερις ώρες δρόμος, με το μοιρολόι της Σταυρούλας – για τη Νένα - να μεγαλώνει τα δευτερόλεπτα, να φουσκώνει τα λεπτά, να κάνει τις ώρες αργόσυρτες χελώνες, που οι λαγοί τις προσπερνούν, και πάλι, και πάλι, συνέχεια, και οι οποίοι εν τέλει δε χάνουν, γιατί πλέον το πάθημα έγινε μάθημα.
Κοιτούσε μονίμως έξω από το παράθυρο, και κουνιόταν πάνω κάτω, με τα χέρια διπλωμένα ανάμεσα στα μπούτια. Τι θα κάνει μωρέ τώρα, αναρωτιόταν. Που έφτασε τριάντα επτά χρονών, και ακόμα δε βρήκε άνδρα να παντρευτεί, τώρα τι θα κάνει, που πέθανε και ο αδελφός, που ήταν και πατέρας της, αμ η μάνα που δε μπορεί να κουνηθεί, και πληρώνει τα κέρατά της τα τράγια σε αποκλειστικές νοσοκόμες! Αδιέξοδο, σε αυτό κατέληγαν οι μελετημένες διαπιστώσεις της Σταυρούλας, για την οποία άρχισα να ανησυχώ. Ευτυχώς, κάποια στιγμή, σταμάτησε λες και την τσίμπησε μύγα, και μου απηύθυνε σοβαρή το λόγο, με στέρεα φωνή, της καθημερινότητας. Θυμήσου τη δόση του ψυγείου και της ηλεκτρικής σκούπας μου είπε, και εγώ για μια ακόμη φορά συμφώνησα με το σοφό εκείνο άνδρα που παρομοίασε το γάμο με θηλιά στο λαιμό. Από κείνη τη στιγμή και μετά τα ίδια, μόνο μοιρολόι και πάνω κάτω. Αφηρημένος όπως ήμουν, με τα χέρια μηχανικά πάνω στο τιμόνι, σκέφτηκα πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατηγορία για τις μύγες, πώς τσιμπάνε άραγε, κι αν το νιώθει κανείς αναρωτήθηκα, αλλά επειδή η μύγα έχει μερίδιο της λαϊκής σοφίας, όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται, έβγαλε από τη μύγα ξύγκι και τα λοιπά, το άφησα να χαθεί, με το κομματάκι της στάχτης που άφησα, χτυπώντας το τσιγάρο μου στη λαμαρίνα του ανοιχτού παραθύρου.
Όταν τελικά φτάσαμε στο σπίτι της οικογένειας που πενθούσε, δεν είδα δίπλα στην εξώπορτα το καπάκι του φέρετρου, πράγμα περίεργο, γιατί στα μέρη μας αυτό συμβαίνει. Κάποιοι μάλιστα μνημονεύουν την καλαισθησία των καπακιών, την ποιότητα του ξύλου, τη γυαλάδα τους, για πολύ καιρό μετά την κηδεία, μολονότι ξέρουν ότι η ομορφιά τους είναι πρόσκαιρη, όπως και η ζωή. Οι παπάδες, όταν πλέον έρθει η ώρα ο νεκρός να κατέλθει στα σκαμμένα σπλάχνα της γης, λένε στους νεκροθάφτες να ρίξουν στο καπάκι μια φτυαριά, να το σπάσουν, για να αναδειχθεί για μια ακόμη φορά η ματαιότητα των εγκοσμίων. Αφού πρώτα έχουν πασαλείψει το κίτρινο πρόσωπο του νεκρού με λάδι και χώμα, όπως προστάζει το εθιμικό. Εκεί ξεφεύγει και το τελευταίο σπάραγμα της μάνας, της αδελφής, του πατέρα, του γιου ή της κόρης, για τους αγαπημένους που δεν ξαναγυρίζουν. Από κει και πέρα τα συναισθήματα επιστρέφουν στα σώματα, και ξεκινά δουλειά το φτυάρι.
Ήταν ένα σπίτι με δύο πατώματα, κόκκινα κεραμίδια στη σκεπή, μέσα στα δέντρα, σε κάποιο προάστιο προς τα δυτικά. Ανεβήκαμε την εξωτερική σκάλα. Η πόρτα έχασκε ανοιχτή, και από μέσα αναδιδόταν μια μυρωδιά γνωστή, λιβάνι και πόνος. Το σπίτι ήταν στολισμένο όπως πρέπει σε αυτές τις περιπτώσεις. Οι καθρέφτες σκεπασμένοι με σεντόνια, και μαύρες κορδέλες παντού. Μπήκαμε με αργά βήματα στο σαλόνι, όπου διαπίστωσα ότι ο νεκρός απουσίαζε. Στο μικρό σαλόνι δεν ακουγόταν τίποτα, καμία ανάσα, κανένα κλάμα. Βρισκόταν η μάνα σε ένα αναπηρικό καροτσάκι, με κάποιες άσπρες σκόρπιες τούφες να καλύπτουν το κρανίο της, και η Νένα στο μικρό καναπέ, ανάμεσα σε δύο γυναίκες που τις κρατούσαν τα χέρια. Λίγος κόσμος σκέφτηκα. Φυσικά όλοι μέσα στα μαύρα. Σύνολο δέκα άτομα, το πολύ. Της οικογένειας κυρίως του πατέρα της Νένας που είχε πεθάνει εδώ και δεκαπέντε χρόνια, από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η μάνα της Νένας, παντρεύτηκε στην πρωτεύουσα και οι δεσμοί με τους συγγενείς χαλάρωσαν.
Τότε έφερα στο μυαλό μου αυτό που γίνεται στις δικές μας κηδείες, και ένιωσα κάπως έξω από τα νερά μου. Ούτε νεκρός, ούτε κόσμος αναρωτήθηκα, που πήγαν όλοι. Να τι γίνεται σε γενικές γραμμές. Συνωστισμός μαύρων φιγούρων στο δωμάτιο, όπου ο νεκρός κοιμάται τον τελευταίο ύπνο, βυθισμένος στα λουλούδια, και καρέκλες με κλαίουσες γυναίκες, στα μαύρα, να σκούζουν, να χτυπιούνται και να αναρωτιούνται γιατί. Οι γυναίκες, με χωμένα τα κεφάλια, σε λινά μαντήλια και οι άνδρες με μαύρες λουρίδες στα μπράτσα, ενδεικτικές του πένθους.
Αυτή είναι μια εξέχουσα στιγμή ισότητας στις κηδείες των χωριών, το κλάμα του νεκρού, ο θρήνος, γιατί το κλάμα είναι το ίδιο και για το νέο, και τη γριά που θα ακουμπούσε εν ζωή, παρά τρίχα, τα εκατό. Πέραν του κλάματος, που αυτό θα περίμενε κανείς να συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η ολονύκτια παρουσία σε μια κηδεία, επιφέρει και κάποιες σταθερές. Το κατάλαβα στην κηδεία του μακαρίτη του θείου Τάσου του ταξιτζή. Οι γυναίκες οφείλουν να συζητούν για ότι απασχολεί την κοινωνική ζωή, άλλοι το λένε κουτσομπολιό, συνοπτικά με μια λέξη, από την τελευταία ρεμούλα του δημάρχου μέχρι τα σκαρπίνια του πεθαμένου, η της γόβες της πεθαμένης. Οι άνδρες, ως περισσότερο σοβαροί, να στέκονται στο μπαλκόνι ή στην αυλή του σπιτιού, καπνίζοντας σαν φουγάρα, και να σχολιάζουν κι αυτοί. Χαμηλόφωνα και προσεκτικά. Άλλα θέματα, που αν είστε άνδρας τα καταλαβαίνετε, κι αν είστε γυναίκα, φτύνετε στο πάτωμα και λέτε ντροπή, δεν έχεις τσίπα πάνω σου.
Δε θα ήθελα να συμβεί αυτό στη κηδεία μου, αλλά ως γνωστόν είναι και δύσκολο να το αποτρέψω. Πάντως η κατάσταση που μόλις περιγράφηκε είναι ασφυκτική. Κάποια μέρα, θα σηκωθεί κανένας νεκρός από τη κασόνα, κάθιδρος, και θα πει, κάντε λιγάκι πέρα, να πάρουμε καμιά ανάσα, σκάσαμε. Ας μη φανεί παράξενο αυτό. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Ας ανατρέξουν οι άπιστοι στα παραδείγματα του Λαζάρου και, πόσο μάλλον, του Ιησού χριστού. Θα είχε κι άλλη χρησιμότητα μια ανάσταση τέτοιου είδους. Αφ’ ενός όλοι θα πρόσεχαν για να μην αρχίζουν να σηκώνονται από τα φέρετρα, παραπονούμενοι οι αποβιώσαντες, και αφ’ ετέρου θα ενδυναμωνόταν το προσδοκώ ανάσταση νεκρών. Όπως λέει και το δόγμα μας.
Η Σταυρούλα δε μίλησε. Ούτε εγώ, απλά ανακινήθηκα μέσα στο μαύρο γαμπριάτικο κοστούμι μου. Η Νένα, κατάλαβε την παρουσία μας, από τον ανεπαίσθητο ήχο των παπουτσιών μας στο χαλί. Σήκωσε τα μάτια, είδε τη Σταυρούλα, και παραδομένη, άρχισε να κλαίει δυνατά. Η γυναίκα μου, έσπευσε να την αγκαλιάσει, κάτι που φάνηκε να την ανακουφίζει κάπως. Ήταν κολλητές φίλες. Μαζί δημοτικό, μαζί γυμνάσιο, μαζί λύκειο, μαζί και στις εκδρομές της ενορίας, σε όλα τα μοναστήρια ανά τη χώρα. Στο γάμο μας η Νένα είχε γλεντήσει με την ψυχή της, χόρευε ξημερώματα ξυπόλυτη με τη Σταυρούλα, και μαζί έκλεισαν το μαγαζί, όπου έγινε ο γάμος. Φαινόταν ξεκάθαρα, αυτό που μου είχε πει εκείνο το μεσημέρι, είναι σαν αδελφή μου, δεν μπορώ να μη πάω. Μεσολάβησαν λόγια παρηγοριάς που δεν τα άκουσα. Έπειτα συλλυπήθηκα και εγώ τη μάνα και την κόρη. Άδεια πρόσωπα, άσπρα, λες και το αίμα είχε εξαφανιστεί από το κεφάλι τους. Να είστε καλά που ήρθατε, να είστε καλά, είπαν και οι δύο με τη σειρά. Και τότε, βλέποντας τη μάνα του νεκρού, είπα άξιζε η ταλαιπωρία, άξιζε να σταθείς στο συνάνθρωπο την ώρα ακριβώς που σε χρειάζεται. Τότε που, και εσύ θυμάσαι, πόσο ανεπανόρθωτα άνθρωπος είσαι. Τις ώρες της κοινής μοίρας. Άλλων τώρα, άλλων μετά. Μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι ίσοι.
Αφού μας προσέφεραν καφέ, κονιάκ, ούζο ή ό,τι άλλο θέλαμε, και το αρνηθήκαμε, ετοιμαστήκαμε να ακολουθήσουμε τον στενό οικογενειακό κύκλο της οικογένειας στο νεκροταφείο. Δε θα έλεγα ότι βαρέθηκα, γιατί είναι κακό, αλλά την επόμενη μέρα είχα φόρτο εργασίας στο γραφείο, και το ταξίδι της επιστροφής, θα επιδείνωνε την κατάσταση. Σε μια κολόνα του ηλεκτρικού, δίπλα από το παρκαρισμένο αυτοκίνητό μου, είδα το κηδειόχαρτο, που προηγουμένως δεν είχα εντοπίσει, και μου φάνηκε περίεργο. Μια ανατριχίλα διέτρεξε την σπονδυλική μου στήλη, ή απλά ξαφνιάστηκα, όταν διαπίστωσα ότι ο νεκρός αδελφός της Νένας είχε την ίδια ηλικία με μένα. Ήταν τριάντα πέντε χρονών. Ασυναίσθητα κοίταξα την φρεσκοβαλμένη βέρα στο δάχτυλό μου. Θα φοράει κι ο νεκρός, γαμπριάτικο και βέρα, είπα στον εαυτό μου. Κι αυτά όμως μιας χρήσης για εκείνον, όπως το φέρετρο. Το αυτοκίνητο της Νένας, με την ανήμπορη μάνα μέσα, προπορεύθηκε και οι υπόλοιποι ακολουθήσαμε.
Στην πορεία προς το νεκροταφείο, η Σταυρούλα με διαφώτισε σχετικά με τις απορίες που εξέφρασα παραπάνω, γύρω από το τελετουργικό. Μου είπε ότι ο νεκρός βρισκόταν, από τη κακή στιγμή και έπειτα, σε ένα πολυτελέστατο ψυγείο, και ότι θα ερχόταν στο παρεκκλήσι του νεκροταφείου, μισή ώρα νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα ταφής. Δε το ήξερα, ομολογώ αλλά παραδέχθηκα ότι αυτή ήταν η μοναδική λύση για τον προρρηθέντα συνωστισμό και τις συνέπειές του. Και αυτό για δύο λόγους, συνέχισε η Σταυρούλα. Πρώτον, η οικογένεια συνήθιζε την ιδέα της απουσίας από την πρώτη στιγμή, και επιπλέον δεν αναστάτωνε το σπίτι, κάτι που κυρίως δε θέλουν οι γυναίκες όταν θάβουν πεθερές, πεθερούς, και τις μητέρες των πεθερικών τους. Το τελευταίο σκέλος είναι δικό μου. Συνεχίζει η Σταυρούλα και πάλι. Δεύτερον, υπήρχαν καθαρά πρακτικοί λόγοι. Στα μεγάλα νεκροταφεία, συμβαίνει ότι και στις μεγάλες τράπεζες. Πληρώνεις αδρά και σου δείχνουν την έξοδο πριν καν μετρήσουν το τελευταίο χαρτονόμισμα. Οι νεκροί, κοντολογίς, πάνε στον άλλο κόσμο με τη σειρά, με χαρτάκι αν θέλετε, σε συγκεκριμένες ώρες, για να μπορούν να συντονίζονται οι ιερείς, οι νεκροθάφτες, οι μπάντες, και αυτοί που έχουν καφενεία στα νεκροταφεία, όπου σερβίρετε ελληνικός και παξιμάδια, σε κάτι επιμήκεις στρατιωτικές τάβλες. Όλοι αυτοί είναι εξαίρετοι επαγγελματίες, και θέλουν να εξυπηρετούν όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, νεκρούς και ζωντανούς. Επομένως θα ήταν άδικο να τους χαρακτηρίσουμε γραφειοκρατία.
Παρκάραμε όλοι ανεξαιρέτως τα αυτοκίνητά μας έξω από το μεγάλο τοίχο που περιστοίχιζε το νεκροταφείο. Η μαυρισμένη πέτρα ήταν ασβεστωμένη σε πολλά σημεία, με τις πρασινάδες που την σκαρφάλωναν, να έχουν μια μορφή εντελώς μαρμάρινη, σαν να ήταν προέκταση της πέτρας, ωχρές, και αιώνιες. Ο επιστάτης που καθόταν σε μια ψάθινη καρέκλα, σε ένα τσιμεντένιο φυλάκιο, μόλις μας είδε, κυρίως τις συντετριμμένες γυναίκες του νεκρού, σηκώθηκε και έβγαλε το ψαράδικο καπέλο του. Έδειξε, σηκώνοντας το δεξί του χέρι, προς το βάθος του κεντρικού δρόμου, όπου στεκόταν το μικρό παρεκκλήσι, απόμακρο και απαθές. Κόσμος απ’ έξω να περιμένει. Στη συνέχεια ο επιστάτης κοίταξε το ρολόι, σαν να έλεγε τελειώνετε υπάρχουν κι άλλοι που περιμένουν να ενταφιαστούν.
Περάσαμε τα άσπρα μνήματα που μας περικύκλωναν, και φτάσαμε στο παρεκκλήσι. Σταυροί και επιθανάτιες επιγραφές παντού. Παντού τσιμέντο, καθόλου χώμα. Η μία πλευρά του νεκροταφείου ήταν ζωσμένη από κυπαρίσσια, που κάλυπταν με το βαρύ τους ίσκιο, μεγάλο τμήμα του οικοπέδου. Μάνα και κόρη, μπήκαν στην εκκλησία με την ανάσα σταματημένη. Ο κόσμος γύρω τις συμπονούσε. Αλλά ήταν απόμακροι, είχαν περικυκλώσει το άσπρο φέρετρο του νεκρού, και με σταυρωμένα χέρια περίμεναν ο παπάς να αρχίσει την ακολουθία. Σαν να σέβονταν περισσότερο την στιγμή αυτή του ιδιωτικού θρήνου μου φάνηκε, γιατί και πάλι έφερα στο μυαλό μου την αντίστοιχη σκηνή στις δικές μας εκκλησίες και παραξενεύτηκα.
Σε μας είναι το φέρετρο ανοιχτό, με μια εικόνα της Ανάστασης πάνω στα διπλωμένα χέρια του νεκρού, και γύρω γύρω, μπηγμένες σε άσπρα και κόκκινα γαρύφαλλα, λαμπάδες που καίνε λυπημένες το προκαθορισμένο τους βίο. Όλος ο κόσμος με τη σειρά, περνά και προσκυνάει την εικόνα, φιλώντας τον νεκρό. Όλα αυτά σε περιπτώσεις που επιτρέπουν να δει κανείς το νεκρό, γιατί όταν μεσολαβεί, παραδείγματος χάριν, η σηψαιμία, που να τολμήσεις να βγάλεις τον νεκρό σε δημόσια θέα. Ποτέ δεν το κάνω αυτό, γιατί δε μ’ αρέσουν οι κηδείες. Με τρομάζουν και γι΄ αυτό όσο μπορώ τις αποφεύγω. Υπάρχουν όμως και άλλοι που πάνε στις κηδείες γι’ αυτόν το λόγο. Στέκονται και περιεργάζονται τον νεκρό, κοιτάνε τα ρουθούνια ή τα αυτιά, που συνήθως έχουν φραχτεί με βαμβάκι, κοιτάνε προσεκτικά τα μαλλιά και το χρώμα του προσώπου – κάτι που καθυστερεί τη σειρά. Κυρίως το κάνουν οι γέροι και οι γερόντισσες, ίσως για να συνηθίζουν ποιος ξέρει, αλλά ας μη βγάλει κανείς προφανή συμπεράσματα.
Τα παιδιά το κάνουν επίσης με μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Όποτε περνά η πομπή με τη νεκροφόρα, για το νεκροταφείο, βγαίνουν από τις τάξεις, και αρπάζουν τα κάγκελα, προσπαθώντας να διακρίνουν το πρόσωπο του νεκρού. Το σχολείο είναι πάνω στο μοναδικό δρόμο του χωριού προς τα θυμαράκια. Με μια απίστευτη δίψα κοιτάνε, ίσως και αθωότητα, που με εκπλήσσει. Μερικά βέβαια πετάνε και δυναμιτάκια, αλλά αυτή είναι μάλλον μια μικρή μειοψηφία, που συγκαταλέγεται στην κακή ανατροφή. Αυτά τις καθημερινές που γίνονται κηδείες, γιατί το σαββατοκύριακο, πηγαίνουν πρώτα πάνω από τον σκαμμένο λάκκο και παίρνουν θέση, σαν τους φωτογράφους. Και κοιτάνε επίμονα. Μετά, όταν ο νεκρός μπει για τα καλά στο χώμα, και αφού κάποιος συγγενής κάνει μια αποτυχημένη, κατά κανόνα, προσπάθεια να θαφτεί με τον αποβιώσαντα, γεμίζουν τις μικρές χούφτες τους με χώμα, και αποχαιρετούν το νεκρό. Εκεί συγκινούμαι και εγώ.
Εδώ τίποτα από όλα αυτά. Τα πάντα ήρεμα σε βαθμό τρομακτικό. Το φέρετρο στέκει κλειστό πάνω σε ένα χαμηλό επίμηκες τραπέζι, και η φωτογραφία του νεκρού, ένας άνδρας νέος με μούσι και κοντό μαύρο μαλλί χαμογελώντας μειλίχια, προσπαθεί να διασώσει κάτι από αυτό που ποτέ δεν επιστρέφει. Η μάνα φτάνει κοντά με το καροτσάκι που σέρνει η κόρη της, και ακουμπά το φέρετρο με τα ακροδάχτυλα, αναριγώντας, μέσα στη ζακέτα της. Όλοι πρέπει να το ένιωσαν αυτό, το στερνό άγγιγμα, γιατί τότε ξεκίνησαν τα πρώτα κλάματα, οι πρώτες υγιείς αντιδράσεις στην κατάσταση. Η Σταυρούλα μου έσφιξε το χέρι, και τότε είδα δύο δάκρυα να χαράζουν το πρόσωπό της.
Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα της μεγάλης πύλης του τέμπλου, και βγαίνει ο ιερέας. Εβδομήντα ετών με κλειστά μάτια, κάπως κυρτός και θλιμμένος, ό,τι πρέπει για κηδείες. Ο νεοκόρος τον περίμενε στα σκαλοπάτια του άμβωνα, ένα παλικαράκι φουλ στην ακμή, και του έδωσε ένα μικρό βιβλίο, αυτό που καταλήγει στο αιωνία η μνήμη, και ένα θυμιατό. Πριν προλάβει να τα πάρει στα χέρια του, ακούστηκε μέσα στην ησυχία, ο ήχος ενός κινητού. Το τη υπερμάχω στρατηγώ σε έναν γρήγορο ρυθμό. Ο ιερέας αναστατώθηκε, τίναξε μπροστά το πετραχήλι, και άρχισε να ψάχνει τις βαθιές τσέπες του. Αφού έβγαλε δύο κινητά, ένα απλό, και ένα με πορτάκι, που αποδείχθηκαν ήσυχα, έψαξε και σε μια τρίτη τσέπη. Έβγαλε το τρίτο κινητό, το ύψωσε για να απαλλαγεί από το μανίκι του ράσου του, και του έριξε τρεις ματιές, μέσα από τα μικρά γυαλιά του. Το ξανάβαλε στη θέση του, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Έδωσε σήμα στους ψαλτάδες και ξεκίνησαν τα δι γα βου, και τα κύριε ελέησον. Έντρομος κοίταξα τους γύρω μου, αλλά επειδή δε βρήκα πρόσωπο αρκετά ξαφνιασμένο όπως το δικό μου, το βούλωσα και σταύρωσα τα χέρια, πολλές απορίες έχεις σήμερα, παραδέχτηκα.
Η νεκρώσιμη ακολουθία ακολούθησε τη πεπατημένη συμβατική οδό, παρά το γεγονός ότι ο παπάς έδειχνε προχωρημένος. Όταν όλοι σχεδόν συλλυπήθηκαν τις δύο γυναίκες, που κάθισαν σε δυο καρέκλες δίπλα στο φέρετρο, ήρθε και η δική μας σειρά. Ήμασταν τελευταίοι, γιατί η Νένα, ήθελε δίπλα της την Σταυρούλα να της κρατά το χέρι. Την ίδια στιγμή, μπήκαν στο παρεκκλήσι, τέσσερις τύποι, με άσπρα πουκάμισα και μαύρα παπιγιόν. Ήταν οι μεταφορείς του γραφείου κηδειών στο οποίο είχε ανατεθεί το τελετουργικό. Τρεις μεσήλικες και ένας, το πολύ, εικοσιπέντε χρονών. Το παρεκκλήσι άδειασε, και ήμουν ο τελευταίος που βγήκε, πριν το φέρετρο και τις τρεις γυναίκες. Μια μπάντα, με μοβ κουστούμια και περίεργα πηλίκια, περίμενε παραταγμένη στο δρόμο. Για να οδηγήσει με σκοπούς στερνούς το νεκρό στην τελευταία του κατοικία.
Το πιο περίεργο με την μπάντα ήταν ότι το κλαρίνο το κρατούσε ένας μικρός τσιγγάνος, στο μέσο, των άλλων οργάνων. Στον μικρό προαύλιο χώρο, δεν είχες από πού να περάσεις. Ξαφνικά, το νεκροταφείο γέμισε κόσμο. Παντού, μέχρι και στους παράδρομους του κεντρικού δρόμου. Όλοι στα μαύρα, με ένα στεγνό πρόσωπο, και τον αέρα να τους παίρνει τα μαλλιά. Απλά, κάθισα και αφουγκράστηκα τη γενική διάθεση των παρευρισκομένων. Ήμουν ανελέητα περίεργος, όχι ως προς τα απόκρυφα του νεκρού, αν είχε, αλλά ως προς το μεδούλι των τοποθετήσεων.
Ένας άνθρωπος διαμάντι. Χωρίς πολλές λεπτομέρειες. Αυτά έλεγε ο κόσμος. Πράγμα περίεργο, καθώς σε τέτοιες περιπτώσεις, πάντα υπάρχουν κάποιοι να ρίξουν χολή, μαζί με το χώμα, μέσα στο λάκκο. Η συμφωνία ήταν τέτοια, σε τέτοιο βαθμό αρραγής και βέβαιη, που από αντίδραση έψαχνα κάποιον να κάνει το συνήγορο του διαβόλου, να πει, εντάξει καλός ήταν, αλλά έκανε και τα λάθη του, να σηκώσει τα φρύδια επιδεικτικά και να κουνήσει την παλάμη του, σαν να είχε μαζεμένες πίσω από τα δόντια του τρομερές αποκαλύψεις. Τις οποίες βεβαίως δε θα εκστόμιζε, για λόγους καθαρά ηθικούς, σεβασμού του πόνου της οικογένειας και ούτω κάθε εξής. Δε φάνηκε κανένας τέτοιος αιρετικός. Η σιωπηλή μελαγχολία στα μάτια τους, η ελεγχόμενη συντριβή, με ώθησε στο να δώσω και εγώ άφεση αμαρτιών στο συνομήλικο που χάθηκε τόσο πρόωρα, ό,τι και αν είχε κάνει, κρυφό ή φανερό, χωρίς να ζήσει τις χαρές της ζωής, να κάνει παιδιά, εγγόνια, και δισέγγονα.
Η πομπή έφτασε στο λάκκο. Ήταν ένα τσιμεντένιο άνοιγμα, το οποίο θα επικαλυπτόταν με μια εκπληκτική μαρμάρινη πλάκα, μετά τη ταφή. Ο ιερέας έψαλλε τα αιωνία σου η μνήμη, και οι νεκροθάφτες πέρασαν τα σχοινιά στο φέρετρο για να το κατεβάσουν. Έτσι και έγινε. Το είδα ξεκάθαρα, στη δεύτερη σειρά που καθόμουν, να παίρνει μια επιστροφή αγύριστη, τελεσίδικη, και τη μάνα να αφήνει το κεφάλι της να πέσει στα ροζιασμένα χέρια της.
Ξαφνικά είδα ένα χέρι, γυναικείο, να προσπαθεί να απαλλάξει τα οπίσθιά του σώματος, στο οποίο προφανώς ανήκε, και το οποίο καθόταν ακριβώς μπροστά μου, από μια στραβή πτύχωση του εσωρούχου. Κάτι που με συντάραξε, γιατί με πέταξε από μια διάθεση πλήρους καταστολής, σε ένα σκίρτημα, στο καβάλο του παντελονιού μου. Δεν την είχα προσέξει ακόμα, ήμουν πλήρως αφοσιωμένος στην παρουσία μου σε εκείνη την κηδεία, κάτι που μπορείτε να το καταλάβετε από τις παραπάνω γραμμές. Η γυναίκα φορούσε μίνι, και ένα απαλό καλσόν χάιδευε τα υπέροχα πόδια της. Δύο μέτρα, έστω με τακούνι. Γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω, αφήνοντας την ξανθιά κοτσίδα της να με μαγέψει. Τα χείλια της ήταν σαρκώδη και τα μάτια της τόσο πρόστυχα, που νόμιζα ότι ήμουν μέρους μιας αμερικάνικης ταινίας, εκείνη η μοιραία, και εγώ εκείνος που έψαχνε. Ξαναγύρισε μπροστά, κουνώντας τους υπέροχους ώμους της, σίγουρη πως εγώ την κάρφωνα με ένα βλέμμα συνεχές και έντονο. Μεσολάβησε ένα ψυχρό αεράκι, και στη συνέχεια είδα ένα καραφλό κεφάλι να περιστρέφεται και να με καρφώνει, αυτό τώρα, με το βλέμμα του. Ένα πρόσωπο κακοξυρισμένο, με σκουλαρίκια στα αυτιά, και μια χαρακιά, τόσο βαθιά και εμφανή, που εκτεινόταν από το σαγόνι μέχρι το μάτι του δεξιού προφίλ. Μαύρα γυαλιά ηλίου, μάλλον μετρίαζαν το κακό θέαμα. Άνοιξε το στόμα για λίγο, αλλά εγώ κατάλαβα τις λέξεις που ήθελε να πει. Κοίτα αλλού για να μη σου φάω τ’ άντερα. Προφανώς ο καραφλός άνδρας με τις τεράστιες πλάτες συνόδευε την ξανθιά, και προσπάθησε να με προειδοποιήσει. Έκλεισα το σακάκι μου, κρύωσα ξαφνικά, και άρχιζα να κοιτάω τον ουρανό, φοβισμένος, γιατί και η Σταυρούλα έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τις απιστίες μου, έστω αυτές, με τηλεπαθητικές ικανότητες. Παντρευτήκαμε βλέπετε…
Ο ήλιος έριξε τις ακτίνες του πάνω στο άσπρο φέρετρο, με αποτέλεσμα η αντανάκλαση να τυφλώσει για λίγο, όσους δεν προνόησαν να φορέσουν γυαλιά ηλίου, όπως εγώ. Τα πάντα σε λίγο θα τέλειωναν, και έτσι θα ξέφευγα και εγώ από μια πιθανή παρεξήγηση, που μέσα στο κεφάλι μου τη θεωρούσα δεδομένη. Θα γύριζε στο τέλος ο καραφλός μπρατσαράς και θα μου ζητούσε το λόγο. Τι να του πω, ότι τα καταραμένα μάτια μου, άθελά μου εντελώς, ακολούθησαν τα δάχτυλα της συνοδού του, όταν ίσιωνε το στριγκάκι της. Δε γλίτωνα τις μπουνιές. Το φανταζόμουν και έφριττα. Εκείνος θα μου χτυπούσε το κεφάλι στο καπό του αυτοκινήτου μου, και εκείνη θα φώναζε χλευάζοντας, πως μπόρεσες να πιστέψεις ότι μου αξίζεις ρε καράβλαχε. Η ένταση ανέβηκε, και έπρεπε οπωσδήποτε να εκτονωθώ. Κατουριόμουν.
«Καργιόλη, θα σε κυνηγήσουμε μέχρι την κόλαση!» ακούστηκε μια βραχνή φωνή, μέσα στο ανεπαίσθητο βουητό του κόσμου και τα μισόλογα του παπά. Τέσσερις άνδρες, μαυροντυμένοι κι αυτοί, αλλά με κουκούλες και σαρανταπεντάρια στα χέρια, έσπρωχναν τον κόσμο, που από το φόβο του παραμέρισε, και με υψωμένα τα όπλα έφτασαν πάνω από το λάκκο. Ο φόβος είχε κλείσει τα στόματα όλων. Άλλοι είχαν κρυφτεί, εν ριπή οφθαλμού, σε γειτονικούς τάφους, πίσω από σταυρούς και αγάλματα αγγέλων σε παρακλητική στάση, σαν να έλεγαν, μη πυροβολείτε προς τα δω.
Ένας από αυτούς, με ένα πέτσινο μπουφάν, σήκωσε το όπλο και άρχισε να γαζώνει το φέρετρο, που ήταν πλέον μέσα στο λάκκο. «Αυτά από τον Μπούτσερ, πεθαμένο αρχίδι του κερατά!» είπε όταν άδειασε το όπλο του. Κοίταξε τριγύρω, έκανε νόημα στους άλλους, που απειλούσαν τον κόσμο με τα όπλα, και εξαφανίστηκαν. Ένας από αυτούς στο δρόμο προς την έξοδο, πυροβόλησε το τύμπανο ενός χοντρού παιδιού της μπάντας, που το είχε αφήσει κάτω από μια ξεραμένη λεύκα, την ώρα που ξεκουραζόταν. Εκείνο λιποθύμησε από το φόβο του, και οι συνάδελφοί του προσπαθούσαν να το συνεφέρουν, όταν πλέον το μαύρο τζίπ των κουκουλοφόρων, χάθηκε μέσα σε στριγκλιές και μαρσαρίσματα.
Η κηδεία τινάχτηκε κυριολεκτικά στον αέρα. Όλοι προσπαθούσαν να βρουν το δρόμο προς την έξοδο, μια διαφυγή, ακόμη κι αν πατούσαν πάνω στα μνήματα για να κόψουν δρόμο. Έγινε το έλα να δεις, το πατείς με πατώ σε, και της πουτάνας το κάγκελο. Γυναικεία ουρλιαχτά, ανδρικές φωνές εκστόμιζαν κάτι ακαταλαβίστικα βρισίδια, ο παπάς λάκισε προς το ναό, και έτσι όπως φούσκωνε ο αέρας τα άμφια στο ποδοβολητό, έμοιαζε με χρωματιστή πεταλούδα. Ο νεοκόρος προσπαθούσε να πηδήξει το τοίχο, με το θυμιατό στα χέρια. Κοντολογίς, μια κακή παραφωνία, σαν να άρχισε η μπάντα να παίζει, και ο καθένας έκανε το κομμάτι του.
Σκουντουφλώντας από δω και από κει, έφτασα τη Σταυρούλα, που την έπιασα από τα μαλλιά και την έσυρα προς την έξοδο. Ήταν η πρώτη φορά που φέρθηκα σαν σύζυγος, και ακόμα και τώρα που το σκέφτομαι, παρότι λίγο άγαρμπος, ήμουν καλός. Τρέχοντας, και σκυμμένοι καθώς ήμασταν, μη μας βρει καμία σφαίρα, μάλλον μηχανικά και επειδή έτσι συμβαίνει στα γουέστερν, φτάναμε την έξοδο του νεκροταφείου, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τη Νένα και τη μάνα της. Απαράδεκτο, αλλά κι άλλος νεκρός την ίδια μέρα και μάλιστα σε μια κηδεία πάει πολύ.
Είδα με την άκρη του ματιού μου, μέσα στο πανικό, τον καραφλό και την ξανθιά να μας προσπερνούν. Έτσι όπως έτρεχε ο καραφλός, πατώντας στη γη σα γίγαντας, φάνηκε στη ζώνη του παντελονιού του, να είναι χωμένο ένα πιστόλι. Το κατάλαβε ότι του ξέφυγε, και στη συνέχεια έτρεξε με τα χέρια να κρατούν το σακάκι. Ήταν λες και έτρεχε με ζουρλομανδύα. Ο επιστάτης με το ψαράδικο καπέλο, ατάραχος, έβγαλε το καπέλο στο προπορευόμενο ζευγάρι, σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Σκέφτηκα να σταματήσω και να τον φτύσω, αλλά ήδη έχανα χρόνο, και έπρεπε να εξαφανιστώ μαζί με τη γυναίκα μου. Έπρεπε να ξεφύγουμε από αυτήν την κατάσταση, με τις κηδείες και τα όπλα.
Στην εθνική πλέον, στο δρόμο της επιστροφής, με την ανάσα να προσπαθεί να βρει τους κανονικούς της ρυθμούς, ρωτάω ύστερα από πολύ ώρα σιωπής τη γυναίκα μου, κάτι που δεν είχα ρωτήσει. Τι δουλειά έκανε ο αδελφός της Νένας λατρεία μου, και η Σταυρούλα, με σηκωμένα φρύδια, μου απάντησε. Τι να σου πω, τρία χρόνια πριν που το συζήτησα με τη Νένα, μου είπε ότι ήταν υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων σε εταιρείες. Αυτό, και γούρλωσε τα μάτια, σαν κάποιος να της έκαψε τα μαλλιά με φλογοβόλο. Τι έπαθες την ρωτάω, ξέχασα τα σκουλαρίκια μου στο σπίτι της Νένας μου λέει…
Πατάω το γκάζι μέχρι να με πονέσει το πόδι. Γρήγορα πίσω, στη βαρετή ζωή μας!




Δεν υπάρχουν σχόλια: