Κυριακή, Οκτωβρίου 19, 2008


Η συμμορία της συγκίνησης
Δημήτρης Καπετανάκης
Εκδόσεις της Εστίας
Σελ. 525


Αναζητώντας την συγκίνηση…
Δε χωρεί αμφιβολία, «Η συμμορία της συγκίνησης» είναι ένα βιβλίο εξωστρεφές, που προσπαθεί να συμμετάσχει στον πολύ μεγάλο διάλογο που έχει ανοίξει (και) στο χώρο της λογοτεχνίας μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Δια της πλαγίας μεν, με ένα θεματικό εύρος κάπως φιλόδοξο, αλλά πάντως ευκόλως συμπτυσσόμενο στα ουσιώδη, αν κάποιος γίνει κοινωνός ενός μηνύματος που στο βιβλίο συνεχώς διαφεύγει, για να διατυπωθεί κρυστάλλινα στις τελευταίες σελίδες, το ευχολόγιο του συγγραφέα. Πέραν της καλής ροής, που είναι και το πιο δυνατό σημείο του βιβλίου (άσχετα με τις όποιες αβλεψίες που σε τέτοια εγχειρήματα έπονται των πραγματικών διακυβευμάτων), ο συγγραφέας μοιάζει να κρούει το καμπανάκι του κινδύνου στον τρομοκρατημένο άνθρωπο, τον άνθρωπο που φρόντισε να χαθεί στις εύκολες αφηγήσεις, στις εύκολες σχηματοποιήσεις και βολές, και τώρα ζητά απεγνωσμένα μίτους που θα τον οδηγήσουν στο σωστό δρόμο, ένα δρόμο πέρα από εύκολες εξηγήσεις για την πραγματικότητα και τη φύση της ζωής, ένα δρόμο απλό (όπως τον ορίζει ο συγγραφέας), το δρόμο της ανθρώπινης αυτοσυνειδησίας, δηλαδή της απλότητας. Δεν αρκείται στο ευαγγέλιο ενός άλλου δρόμου, πολιτικού, κοινωνικού ή οικονομικού. Αυτό άλλωστε δεν αφορά το εν λόγω βιβλίο του απ’ ότι φαίνεται. Εστιάζει σε μια βαθύτερη προϋπόθεση, που ο ίδιος την εγκλωβίζει (γιατί παίρνει σαφώς μεγαλύτερες διαστάσεις από τα τεκταινόμενα) στην έννοια της συγκίνησης, στο «είναι» αυτό, όπως θα το αποκαλούσαμε με μια χαϊντεγκεριανή προοπτική, αυτό που είναι μέσα μας, που δεν μορφοποιείται, δεν ονομάζεται, και δύναται να κινητοποιήσει, να αλλάξει, να ξεσηκώσει και να εμπνεύσει.

Θυμάται κανείς μοιραία κλείνοντας το βιβλίο τον Σελίν. «Εν αρχή ην η συγκίνηση!» είχε πει ο μεγάλος αιρετικός, και το βιβλίο αυτό επιτυγχάνει εν πολλοίς να εγγράψει το πλαίσιο της σημερινής απάθειας, προϊόν μιας καλοδουλεμένης αποχαύνωσης, μέσα από τα διυλιστήρια της επικοινωνίας και του αλλοιωμένου πολιτικού (όχι της πολιτικής) που έχει επιστρέψει στον πλέον ευθύβολο μακιαβελισμό (άλλαξε μήπως ποτέ;), που σαρώνει αξίες και προτάγματα, μέσα σε ένα πολιτισμό που δείχνει να ασφυκτιά μέσα στα επιτεύγματα, που είναι ταυτόχρονα και χίμαιρές του. Κοντολογίς, μοιάζει να λέει ο συγγραφέας, αν αλλάξει κάτι, θα πρέπει να αλλάξει από το σωστό σημείο εκκίνησης, ένα θεμέλιο γερό και σίγουρο, ένα θεμέλιο αλάνθαστο που θα προέρχεται από μια εσώτερη αυθυποβολή, που θα μοιάζει με σκληρό αγώνα, για να ανασυρθεί από τα έγκατα των συνειδήσεών μας ο άνθρωπος, που είναι ναρκωμένος, μολυσμένος, καθηλωμένος, και τελματωμένος σε ένα δρόμο που βγάζει στον καιάδα της αυτοκαταστροφής. Το ερώτημα από καιρό έχει μετατραπεί σε χίμαιρα. Ως πότε θα παρακολουθούμε την έκπτωση σε ζωντανή μετάδοση;

Οι διαπιστώσεις του συγγραφέα για την κατάσταση του σημερινού ατόμου, δε μπορούν παρά να μας βρίσκουν σύμφωνους. Ωστόσο ο contradictious αφηγητής Αμορί (που κυνηγά μια ομάδα «μουτζαχεντίν» της συγκίνησης και στο τέλος αποδεικνύεται ο διωκόμενος) δεν πείθει, καθώς δε γίνεται να είσαι και μπονβιβέρ, και κατατεμαχισμένη υπαρξιακή οντότητα, εκτός και αν είσαι μεταμοντέρνα «υπόσταση γραφής», οπότε μπορείς να παραθέτεις και κάποιες σελίδες εσωτερικής κατανάλωσης, εντελώς αδιάφορες. Ως μεταμοντέρνο κατασκεύασμα που κατατρώγει την ίδια του την υπόσταση, ως ένα μηχάνημα αντίρροπων δυνάμεων, εν τέλει ως μια σκόπιμη αμφισβήτηση του ίδιου του εγχειρήματος της γραφής, μάλλον έχει δρόμο ακόμη να διαβεί. Φαίνεται ότι ο συγγραφέας στην προσπάθειά του να τριγυρίσει σε πολλά χωράφια κάπου χάθηκε, και έδωσε το χέρι του (για να βοηθηθεί) στο πάντα απλωμένο χέρι της εύκολης συνθήκης των καιρών: της ρευστότητας και των πολλών αληθειών. Αν καταλήγεις μέσω της γραφής εκεί έχει καλώς, αν όμως είναι οδοδείκτης σου η θεωρία τότε προκύπτουν προβλήματα.

Η διάρρηξη της μανιχαϊκής προσέγγισης του κόσμου, η υπέρβαση του δίπολου Καλού και Κακού, μέσα από πλάγιες καταδίκες του θρησκευτικού φανατισμού και της μεγάλης απάτης της απομάγευσης ( για όλο τον κόσμο μιλώντας και όχι μόνο για την Ευρώπη) που ποτέ δε συντελέστηκε (ποιο είναι άραγε το αντίστοιχο του Διαφωτισμού στον μουσουλμανικό κόσμο;), καθώς επίσης και η αναγωγή της τρομολαγνείας σε ψυχοπαθολογική κατάσταση που προσομοιάζει με αέναη πτώση από γκρεμό, όλα αυτά εν τέλει, είναι θετικές αντιδράσεις από την πλευρά του λογοτέχνη, που η δύναμή του αρκείται σε αυτό: στην επισήμανση, στην καταδίκη, στην εγρήγορση, στην αλλαγή οπτικής γωνίας.

Το περίεργο με το βιβλίο του Καπετανάκη είναι η αυτοαναφορικότητά του, σε μια γενικότερη σύλληψή του. Αν ένα βιβλίο σκοπό έχει να προκαλέσει τη συγκίνηση, τι γίνεται με ένα βιβλίο που αρκείται στο να την περιγράψει; Εν ολίγοις πότε συγκινείς, όταν λες ότι θες να συγκινήσεις, ότι σκοπός σου είναι αυτός, ή όταν οδηγείς τον αναγνώστη σε εκείνη την υψηλή περιοχή της βιωματικής συμμετοχής, που αρχίζει να βλέπει τα αποτελέσματα των λέξεων απτά στο σώμα του, στο σφίξιμο του στομαχιού και στα μάτια του. Η απάντηση είναι προφανής, και είναι επίσης προφανές ότι ο Καπετανάκης δεν το πέτυχε αυτό σε ένα ομολογουμένως φιλόδοξο βιβλίο. Η ένσταση εδώ έχει να κάνει με την τολμηρή προσπάθειά του να εντάξει στην αφήγηση του βιβλίου και στοχασμούς για την αφήγησή του, τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος εργάζεται. Παρότι ελκυστικοί, αποδεικνύονται τελικά εδώ κάπως παράταιροι.

Ασάφεια καλύπτει τους αυτοαναφορικούς στοχασμούς του, και υπερέκθεση των θέσεών του, που από ένα σημείο και μετά αρχίζουν να μοιάζουν με επιφυλλίδα μιας κυριακάτικης εφημερίδας. Κοντολογίς, αν ένας συγγραφέας, έχει σκοπό να πει κάτι ξεκάθαρα, δεν είναι κακό, ούτε απολύτως καταδικαστέο από τη μεταμοντέρνα αισθητική, να το πράξει. Αλλά να το πράξει λογοτεχνικά, κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη. Οι δαίδαλοι έχουν γοητεία, αλλά από ένα σημείο και μετά αναζητάς και μια πυξίδα, έτσι για τα μάτια του κόσμου. Αυτό επισημαίνεται εδώ, γιατί ο συγγραφέας, θα μπορούσε να συρράψει τα στοχαστικά μέρη και να τα κάνει δοκίμιο, παρά να τα επενδύσει με μια ιλιγγιώδη πλοκή χωρίς λογοτεχνική ψίχα. Πολλοί ίσως απογοητευτούν και αφήσουν στα μισά το βιβλίο, αλλά είναι γεγονός ότι χρειάζεται το χρόνο του ο συγγραφέας να αποδώσει τα προσδοκώμενα, χωρίς όμως να απογειώνει στο τέλος μια σύλληψη (αρχικώς) φαντασμαγορική.

Η γλώσσα του κειμένου είναι άρτια, και διαβάζει κανείς ελκυστικά ελληνικά, όμως στα σημεία όπου ο αφηγητής εκφράζει την ερωτική του διάθεση, είναι ακριβώς στο μεταίχμιο του «ποιητικισμού».

Κλείνοντας το βιβλίο του Καπετανάκη, επανήλθε πιο βίαιο και ανατριχιαστικό το ερώτημα, που έθεσα κάποτε στον εαυτό μου, «διάολε πως καθόμαστε και τα βλέπουμε όλα αυτά έτσι φυσικά, εντελώς ψύχραιμα χωρίς να συνταρασσόμαστε;». Πώς βλέπαμε ανθρώπους να πέφτουν από τους δίδυμους πύργους σαν πάνινες κούκλες, πώς βλέπαμε τεμαχισμένα παιδιά στο Ιράκ, με το πιρούνι στο χέρι και το ποτό στο στόμα μπροστά από το μαγικό κουτί της τηλεόρασης μας. Ο κόσμος επανέρχεται ως απείκασμα στα μάτια μας, σε σημείο που να αναρωτιόμαστε (μαζί με τον Μποντριγιάρ) αν όντως υπάρχει…

Δεν υπάρχουν σχόλια: