Τρίτη, Μαΐου 06, 2008











Ελλήνων Πάσχα

Διήγημα

Σε ένα παράθυρο του συννεφένιου παλατιού, δύο τεμπέλικα αγγελάκια, ακαθόριστου φύλου όπως γνωρίζουμε και στην εφηβεία, με παρατημένες τις σάλπιγγες στη σιωπή, χαζεύουν τη γη.«Έχουν πολύ πλάκα» λέει το ένα και το άλλο κουνάει τη μια του φτερούγα συγκατανεύοντας. Το πρώτο συνεχίζει στην ίδια υπεροπτική θέαση των πραγμάτων, αλλά ποιος μπορεί να του προσάψει κακία, αφού εκ των πραγμάτων βρίσκεται ψηλότερα από τους ανθρώπους, στα ουράνια. «Δε μπορώ να καταλάβω μερικά πράγματα, γιατί, εφόσον γνωρίζουν ότι τα στομάχια τους δεν αντέχουν τόσο φαγητό, εξακολουθούν να τρώνε σαν τα ζώα;» αναρωτιέται συμπληρώνοντας, σε αυτό το σημείο, πώς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί καταντούν τραγελαφικοί, έτσι όπως κάθονται τώρα βυθισμένοι σε αναπαυτικές καρέκλες, χωνεύοντας τα ψημένα αμνοερίφια με δυνατές σόδες, τούτο το απόγευμα του Πάσχα. «Ειδικότερα σε εκείνη τη χώρα στο Νότο της Ευρώπης, που μοιάζει με σφήνα, τα πράγματα ξεφεύγουν μου φαίνεται»! Το δεύτερο που γνωρίζει τα της γης καλύτερα από το πρώτο, σπεύδει να υπερασπιστεί τους Ορθόδοξους. «Κοίτα, μπορεί να τρώνε τον ακατάπαυστο, αλλά κάνουν και ωραία γλέντια! Χθες βράδυ πολύ το διασκέδασα, με τα πυροτεχνήματα που πετούσαν, έφτασαν σχεδόν στις παρυφές του Παραδείσου, για να μη πω για τον εξαιρετικό συγχρονισμό τους στο «Χριστός Ανέστη». Το πρώτο, μειδιά και λέει πικρόχολα. «Αυτό τους έλειπε, να μη γνωρίζουν τη μεγαλύτερη επιτυχία, το πιο λαμπρό σουξέ της Μεγάλης Εβδομάδας! Πέραν τούτου όμως, πρέπει να ξέρεις ότι το τραγουδάνε επειδή δεν ξέρουν τίποτε άλλο σχετικό! Ούτε απολυτίκια, ούτε κοντάκια, ούτε ύμνους»… Το δεύτερο, με τη διαφωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, απαντά. «Είσαι εντελώς κατεδαφιστικός! Γιατί νομίζεις όμως ότι δημιουργήθηκαν οι ψάλτες, αριστεροί και δεξιοί, υψίφωνοι και παράφωνοι; Ξέρουν το «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε», λίγο από το «Η Ζωή εν τάφω» και κάτι από «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου», μην είσαι τόσο κακός με τους πιστούς, σε κάθε περίπτωση είναι πιο νορμάλ, ούτε σταυρώνονται όπως στις Φιλιππίνες, ούτε πολύ περισσότερο περνούν το Πάσχα όπως οι Καθολικοί και οι Προτεστάντες, λες και βολτάρουν σε κανένα μουσείο»…
Από μια πόρτα, συννεφένια εννοείται, βγαίνει ο Άγιος Πέτρος, και βρίσκει τα αγγελάκια, να ‘χουν αφήσει τα απαγγέλια προς δόξαν του κουτσομπολιού. Εμφανώς βαριεστημένος τα χαιρετά. «Μην κάθεστε έτσι, τι περιμένετε, σε λίγο θα καταφτάσουν οι πρώτοι»…
Τα αγγελάκια, ευθύς αμέσως, ανασυντάσσονται και τινάζουν τις φτερούγες τους. Το ένα, θέλοντας να κερδίσει την εύνοια του Αγίου, προσπαθεί να του πιάσει ψιλοκουβέντα.
«Άγιε, τι έχετε και είστε τόσο απογοητευμένος;»
«Απογοητευμένος δεν είμαι, απλά έχω βαρεθεί κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια, εκεί κάτω στη γη, βρε παιδί μου»…
«Δηλαδή;»
«Ε, να τι να δεις ας πούμε στην τηλεόραση! Τώρα ας πούμε στην περίοδο του Πάσχα των Ορθοδόξων… Τα ίδια και τα ίδια! Πενήντα Χριστοί, Παρθένες Μαρίες, Μαγδαληνές, Ιούδες, τι τα θέλετε ρουτίνα»…
«Τότε γιατί τα παρακολουθείται;»
«Για να μπω στο κλίμα της κατάνυξης. Ευτυχώς υπάρχει και ο Τζεφιρέλι, και περνάει η ώρα. Αλλά αυτό το πράγμα κάθε Πάσχα είναι αδιανόητο. Πετάνε στα μούτρα μας κάποιες βιβλικές ιστορίες, Αβραάμ, Σολομών, φύρδην μίγδην, όλοι μέσα στην ίδια πλέμπα και με τα ίδια μούσια, ένα στυλ και αυτό αντιαισθητικό, και μετά να σου και οι αρχαίες ρωμαϊκές δολοπλοκίες… Βλέπουμε από Κλεοπάτρα και Αντώνιο, μέχρι το φόνο του Καίσαρα. Να σου οι επτά πληγές του Φαραώ, και το αποκορύφωμα όλων είναι οι παραλλαγές του Μωϋσή… Και οι ίδιοι ακόμα αυτοί, που τους έχω ρωτήσει τόσες φορές, τα έχουν βαρεθεί. Συν τοις άλλοις δεν έχει γίνει τελευταία και καμιά παραγωγή της προκοπής, να έχει ένα κατιτί να κάτσεις να το δεις»…
«Ε, πώς άγιε» πετάγεται ένα από τα αγγελάκια «τη ταινία του Μέλ Γκίμπσον τα «Πάθη του Χριστού» δε την είδατε, μια χαρά μου φάνηκε»…
«Τι ξεστόμισες βρε αμαρτωλό πτηνό, μη φας καμία, και εκπέσεις και συ όπως ο Έξω-από-δω»! ταράχτηκε ο Άγιος.
«Έκοψε πολύ εισιτήριο, είναι η αλήθεια, Άγιε! Δύο ώρες και, βασανιστήριο βαρβάτο, όχι ψέματα, ούτε ευαισθησίες… Σκληρός ρεαλισμός, που εν προκειμένω, συντείνει στην κατάνυξη, διότι τα βλέπουν οι γριές και να σου μετά κάτι σταυροί, να εκτείνονται από το πίσω μέρος του κεφαλιού, μέχρι τα γόνατα» λέει στομφωδώς το άλλο αγγελάκι.
«Εδώ που τα λέμε», σοβαρεύει ο Άγιος, «πολλοί κατηγόρησαν το σκηνοθέτη, ότι έκανε ένα φιλμάκι για εύκολη συγκίνηση μέσω σοκαριστικών εικόνων… Άλλοι πάλι, μίλησαν για πρωτοποριακό έργο, σου λέει, μέχρι και η τελευταία ικμάδα αίματος φάνηκε στα κοντινά»…
«Έτσι είναι» κουνάν τα κεφάλια τα αγγελάκια.
«Σταματήστε όμως τώρα τη κουβέντα, γιατί όπως ξέρετε την ταινία αυτή την έχουν απαγορεύσει στον Παράδεισο, μετά και τον «Τελευταίο Πειρασμό»… Κυκλοφορεί ασυναίσθητα και ο Λουκάς, που να τον καταλάβεις, γιατί έχει αναλάβει εδώ χρέη αισθητικής αστυνομίας. Μάλιστα σκοπεύει να υπογράψει αφορισμό του Γκίμπσον από τώρα, και επιπλέον έπεισε, εμφανιζόμενος σε οράματα, κάποιους ανώτατους του Χόλυγουντ να καταστρέψουν και τον ηθοποιό και το σκηνοθέτη, ούτως ώστε να συνεχιστεί η παράδοση…ξέρετε τώρα εσείς… που ούτε εμείς δε μπορούμε να τους εντοπίσουμε πλέον αυτούς που ενσάρκωσαν τον Ιησού»…
Ένα τρίτο αγγελάκι, πιο παχουλό, καταφθάνει και διακόπτει τον ενδιαφέροντα αυτό διάλογο.
«Άγιε, ήλθε το πρώτο φορτίο!»
Ο Άγιος Πέτρος, άφησε δυο δυνατές ανάσες για να ακουστεί η αγανάκτησή του. «Άντε φέρτε τους, και γρήγορα, γιατί αύριο έρχονται οι άλλοι από τα πεδία των μαχών… Τι τα θες, όλα εγώ τα τραβάω»…
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ένας λόχος μικρών αγγέλων, πλαισίωναν ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, φυσιογνωμικά πάνω κάτω τα ίδια, όλοι τροφαντοί, που ερχόντουσαν για να κριθούν: ποιος θα περάσει τη Πύλη του Παραδείσου και ποιος θα ακολουθήσει δύο διαβόλους, που έστεκαν παραπέρα, αναμένοντας τους ανεπανόρθωτα αμαρτωλούς, και οι οποίοι είχαν λάβει εντολή από τον Ιούδα να ξεμπερδεύουν γρήγορα με δαύτους. Η δουλειά στην κόλαση έχει αυξηθεί κατακόρυφα.
Ένας άγγελος, επικεφαλής αυτής της φουρνιάς, δίνει έναν πάπυρο στον Πέτρο, του λέει ότι το λαπ-τοπ χάλασε ξαφνικά, και του σφυρίζει στ’ αυτί ότι οι τύποι που περιμένουν είναι Έλληνες.
«Μπείτε σε σειρά, να σας βλέπω ξεκάθαρα. Θα μου λέτε ένα σύντομο χρονικό της υπόθεσης του θανάτου σας και τσάκα τσάκα θα ξεμπερδεύουμε, γιατί βιάζονται και τα παιδιά» είπε ο Άγιος χαιρετώντας τους διαβόλους.
Ξεκίνησε η διαδικασία.
«Εσύ ο πρώτος, τι ακριβώς έπαθες;»
«Να Άγιε, μετέφερα ένα φορτίο με δυναμιτάκια και στρακαστρούκες μέσα σε μια τσάντα, ριχτή στον ώμο. Ξαφνικά, μάλλον τρίφτηκαν τα διαολεμένα …ζητώ συγγνώμη…τρίφτηκαν και έπιασαν τα φιτίλια μια τέτοια αστραπιαία φλόγα, που τα σωθικά μου τινάχτηκαν σε απόσταση εικοσιπέντε μέτρων»…
«Απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας» είπε ο Άγιος και συνέχισε.
«Εσύ μαντάμ;»
«Μαντάμ να πεις καμιά Αγία, Άγιε Πέτρο, εμένα που με βλέπεις δε με άγγιξε αντρικό χέρι ποτέ, δεσποινίς παρακαλώ»…
«Έστω» είπε ο Άγιος βλέποντας στον πάπυρο ότι η δεσποινίς ήταν 72 ετών. «Τι ακριβώς πάθατε εσείς;»
«Κοιτάξτε στην περιοχή μου, τη Μεγάλη Πέμπτη, το έθιμο επιβάλλει να καίμε κάποιες σαϊτες που είναι φουλ στο μπαρούτι. Τις ανάβουμε ανάποδα και τις κρατάμε με δύναμη στα χέρια, και έπειτα η φλόγα φεύγει προς τα πίσω με δύναμη, είναι τα λεγόμενα «χαλκούνια» δε ξέρω αν έχετε γνώση επ’αυτού;»
«Κάτι έχει πάρει το μάτι μου, είμαστε και ψηλά βλέπετε, η απόσταση»…
«Εν πάσει περιπτώσει, είχε πολλές σαϊτες μέσα σε ένα ωραιότατο δισάκι, της μάνας μου, φτιαγμένο στον αργαλειό, και τη στιγμή που πήγα να ανάψω μια καινούργια σαϊτα με τις τελευταίες σπίθες αυτής που είχα στα χέρια, έφυγε μια φλόγα, πήραν όλα φωτιά, και έγινα παρανάλωμα του πυρός»…
«Αρκεί» είπε ο Άγιος. «Απαλλάσσεσαι λόγω δισακίου, επειδή είμαι πολύ λαογραφικός τύπος». Ο λόγος της απαλλαγής είχε κι άλλες συνιστώσες. Απ’ ότι φαινόταν η γριά ήταν λίγο πολυλογού. Δεν υπήρχε αμφιβολία, πώς αν την έστελνε στους διαβόλους, εκείνοι δε θα την άντεχαν και θα την επέστρεφαν πάλι πίσω πακέτο! Απέλαση κανονική! Περνώντας τώρα η γριά στο Παράδεισο, θα αποφεύγανε και οι πάνω και οι κάτω διπλή δουλειά. Προνοητικός ο Άγιος.
«Εσύ ο νεαρός, τι έπαθες» συνέχισε ο Άγιος.
«Εγώ τι να σας πω, τζάμπα είμαι δω τέτοια ώρα! Είμαι από το χωριό Βροντάδο της Χίου, γνωστό μέρος παγκοσμίως για τον λεγόμενο «σαϊτοπόλεμο», και ήμουν άτυχος»…
«Α, σεις είστε που βάζετε στόχο τα καμπαναριά των ενοριών… Τι να σας πω βρε παιδιά, πολύ βάναυσο και πολύ βρώμικο σπορ… Δε πειράζει όμως, αφού αναπτύσσεται ο τουρισμός σας, χαλάλι. Τι έπαθες λοιπόν»;
«Ούτε και εγώ καλοκατάλαβα άγιε, συγγνώμη Άγιε, εκεί που ήμουν έτοιμος να ανάψω τις σαϊτες να πάνε να καρφωθούν στο καμπαναριό των άλλων απέναντι, έφυγε μια που… σαϊτα από κάποιον μάστορα διπλανό μου, της κακιάς ώρας, έστριψε περίεργα και πήγε και καρφώθηκε κάπου κοντά στη σπλήνα μου. Μετά, να σου κι άλλη μια φουριόζα με βρήκε στο δεξί κωλομέρι, συγγνώμη κιόλας για την ελευθεριότητα, και πριν προλάβουν να με πάνε στο νοσοκομείο, είχα ξεψυχήσει από αιμορραγία. Μετά έμαθα ότι όλα τα νοσοκομεία ήταν παντού κλειστά, επομένως συμβιβάστηκα πιο εύκολα με τον θάνατό μου. Η παράδοση βλέπεις»…
«Πω πω δράμα, βρε παιδί μου! Τι να πω, πέρνα πέρνα με συγκίνησες»…
Ακολούθησε μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση.
Ένας άγγελος, γνώστης των πραγμάτων, ενημέρωσε σχετικώς τον Άγιο, που κουράστηκε είναι αλήθεια μετά από τόση κρίση, και του είπε πως το επόμενο περιστατικό ήταν εκρηκτικό: ήταν μια γυναίκα εν μέσω δύο ανδρών σφόδρα ερωτευμένων.
«Ελάτε, τι ακριβώς έγινε και έρχεστε μαζί εσείς;»
Ο πρώτος, είχε μια μεγάλη τρύπα στο θώρακα και κρατούσε μια σούβλα. Ο δεύτερος είχε στο χέρι του ένα χασαπομάχαιρο, και είχε ένα βλοσυρό ύφος.
«Θα στα πω εγώ Άγιε, γιατί αυτός, είναι λέρα και φίδι του κερατά! Να τον στείλεις στην Κόλαση, εκεί του αξίζει να πάει»…
«Τι λες ρε κωλόπαιδο»…
Τα αγγελάκια θορυβήθηκαν. Οι δύο άντρες είχαν ξεφύγει. Τους μπαγλαρώσανε και τους παραμέρισαν. Το αγγελάκι που ήξερε τα καθέκαστα, ανέλαβε να τα πει όλα χαρτί και καλαμάρι στον Άγιο Πέτρο. Έτσι τα είπε.
«Άγιε, το πρωί του Πάσχα, ο πρώτος έχωσε τη σούβλα στο θώρακα του άλλου, και ο δεύτερος ανταπέδωσε με μια μαχαιριά στο λαιμό. Τα δελτία ειδήσεων ισχυρίζονται ότι ο πρώτος είναι παντρεμένος με την αδελφή του δεύτερου. Ο δεύτερος όμως, απ’ ότι λένε, συνουσιαζόταν κρυφά και για καιρό πολύ, με την αδελφή του πρώτου, που είναι ένα μπουμπούκι δεκαοκτώ χρονών. Όλα αποκαλύφθηκαν Μέγα Σάββατο, με το Άγιο Φως να λύνει το μυστήριο, και όπως καταλαβαίνετε Άγιε, το πρωί με τα αρνιά στη σούβλα ήταν έτοιμοι για τα φρικτά τους εγκλήματα. Μπάμ και κάτω το θέμα, μόλις δόθηκε αφορμή»…
«Είπες ότι αυτά λένε τα κανάλια;»
«Ναι ακριβώς»…
«Ωραία, απαλλάσσονται προσωρινά λόγω αμφιβολιών»…
Και τώρα η τελευταία περίπτωση, που ήγειρε ηθικό θέμα.
«Χαίρετε Άγιε» είπε ένας άντρας 210 κιλών «έφαγα τόσο που έσκασα στον ύπνο μου. Έτσι λένε όλοι οι ζηλιάρηδες, που ποτέ δεν θα φτάσουν το ανώτατο επίπεδο των γευσιγνωστικών μου ικανοτήτων. Το φαϊ δηλαδή με έφαγε κανονικά, έτσι λένε… Και τι είχα φάει Άγιέ μου τίποτα το ιδιαίτερο. Έγδαρα από σούβλας ένας κατσικάκι γάλακτος, τσίμπησα λίγο από κοκορέτσι και κοντοσούβλι, κανένα αυγουλάκι, τυρί, τσουρέκια, συνηθισμένα πράγματα. Και φυσικά τα απαραίτητα εορταστικά γεύματα, μεσημέρι και βράδυ, από ένα αρνάκι των δεκαπέντε κιλών και καμιά χωριάτικη. Αυτό ήταν»…
«Ανακατεύτηκα σταμάτα!» αναστέναξε ο Άγιος. «Τι να σε κάνω εσένα; Να θεωρήσω το θάνατό σου αυτοκτονία, τη στιγμή που ενώ είσαι 210 κιλά κατεβάζεις τον αγλέορα, ή να σε περάσω λόγω αδυναμίας; Άντε πέρνα, αν και η λαιμαργία είναι μέσα στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα»…
«Άγιε» πετάχτηκε ένα αγγελάκι «αυτά τα αμαρτήματα αφορούν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, όχι εμάς!»
«Αχ ναι μωρέ το ξέχασα! Τι κάνουμε τώρα; Άντε πέρνα, η αγκαλιά μας είναι τόσο μεγάλη που θα χωρέσει ακόμη κι εσένα»…
Ο Άγιος ίδρωσε εν τέλει.
«Τι έχουμε ακόμη;» ρώτησε ο Άγιος.
«Από δω και πέρα τα συνηθισμένα Άγιε, ξέρετε τα τροχαία και λοιπά»…
«Ωραία αυτά τα ξέρετε, τόσα χρόνια με τα ίδια ασχολείστε, το αφήνω πάνω σας»…
Η τελευταία κατηγορία, που θα έπαιρνε μια θέση στον Παράδεισο, λόγω κατανόησης, ότι δηλαδή κατανοεί ο Θεός πως το τροχαίο είναι ο πιο χαζός θάνατος, πέρασε σχετικά γρήγορα και μπουλουκιδόν. Ένεκα ο μεγάλος αριθμός.
Άνθρωποι με κομμένα χέρια ή πόδια, με πρόσωπα καταματωμένα, γεμάτα θραύσματα γυαλιών και σίδερων, άλλοι χωρίς σωθικά, άλλοι απανθρακωμένοι, άλλοι αγνώριστοι, άλλοι με τιμόνια περασμένα κολάρο στα κεφάλια τους, άλλοι εντελώς άσχετοι, οδηγοί, συνοδηγοί, τα πίσω καθίσματα, άντρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, μικρά παιδιά, αερόσακοι, τσαλακωμένες μούρες, αυτοκίνητα συμπιεσμένα στη μια κίνηση του ακορντεόν, σάρκες και αίμα να σύρονται σε αφιλόξενα οδοστρώματα…
Καλό Πάσχα…