Παρασκευή, Απριλίου 11, 2008


Ο ντοπαρισμένος καπιταλισμός
Περί νεοφιλελευθερισμού ο λόγος. Αφορμή στάθηκε το άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη στην Καθημερινή, της 11ης Απριλίου του 2008, με τίτλο «Ανύπαρκτος αλλά ένοχος». Ο αρθρογράφος της εφημερίδας, έγραψε ένα κείμενο, δομημένο πάνω σε ένα επιχείρημα που αποτυπώνει ο τίτλος, και ένα τεκμήριο της Eurostat. Υποστηρίζει ότι ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός κατέρρευσε μετά το 89’, και απαντά στο τι είναι ο νεοφιλελευθερισμός, έχοντας στην προοπτική της απάντησής του, μόνο σκληροπυρηνικούς κομμουνιστές. Όντως το τεκμήριο δεν αμφισβητείται, είναι της Eurostat, αλλά αυτό δε σημαίνει και πολλά πράγματα. Η στατιστική ευτυχώς, όπως και η γλώσσα πολλές φορές, δεν ανταποκρίνεται απαραίτητα στην αλήθεια. Το ότι αυξήθηκε το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι δεδομένο, αλλά δεν αυξήθηκε εν κενώ, προφανώς αναπροσαρμόσθηκαν οι ανάγκες και τα οικονομικά μεγέθη και δεδομένα. Επίσης αυτή η άφοβη συνταύτιση των ελληνικών με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, μάλλον είναι γενικευτική, και επικίνδυνη. Αλλά ακόμη χειρότερη είναι η αίσθηση που δημιουργεί ο αρθρογράφος πολλές φορές ότι ο κόσμος είναι περιορισμένος από την Ιβηρική μέχρι την ενσωματωμένη Ανατολική Ευρώπη, μολονότι πιστεύει, όπως και ο Τόμας Φρίντμαν, ότι ο κόσμος είναι επίπεδος. Η συζήτηση περί παγκοσμιοποίησης είναι επίσης σημαντική αλλά παραλείπεται εδώ εσκεμμένα. Αρκεί να σημειωθεί ότι το επίπεδο μπορεί να ταυτιστεί ενίοτε και με το τέλμα.
Ομολογουμένως, κινούμαστε στα άκρα, όταν λέμε ότι το κράτος οφείλει να παράγει τις πινέζες και τα χαρτιά υγείας. Αντιστοίχως κινούμαστε στα άκρα, όταν άφοβα αφήνουμε σημαντικά δικαιώματα, σε μια απορρυθμισμένη αγορά, τον κατεξοχήν παγκοσμιοποιητικό φορέα. Παραδείγματος χάριν, την κρατική κοινωνική ασφάλιση, τη δημόσια υγεία και εκπαίδευση, τις αξιοπρεπείς συντάξεις. Όλα αυτά, που βρίσκονται υπ’ ατμόν, και πολλά έχουν ήδη περάσει στην ιδιωτική πρωτοβουλία (υπενθυμίζω ότι κάθε σοβαρός επιχειρηματίας οφείλει να έχει κέρδη και το σοβαρό κράτος να προστατεύει τους πολίτες του), είναι πολιτισμικά αγαθά, του δυτικού κόσμου. Εκτός κι αν αυτό που βολεύει μόνο, είναι κάποια κατάλοιπα του φιλελεύθερου ουμανισμού (καλά κι αυτά), αλλά που δεν έχουν ακόμη τη δυνατότητα να αποκτήσουν ανταλλακτική αξία.
Διότι, προφανώς, η παγκοσμιοποίηση είναι πετυχημένη, μόνον κατά το οικονομικό της σκέλος, και όχι το πολιτικό. Τα κράτη όμως, που φέρουν το άχθος των εξοπλισμών, ακόμη πληρώνουν τα κέρατά τους τα τράγια, σε εξοπλισμούς, για παράδειγμα. Ο φονταμενταλισμός της αγοράς, δηλαδή ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, είναι απλά ο πιο σκληρός καπιταλισμός από την Βιομηχανική Επανάσταση. Για να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις, ας μη μπούμε σε μια ιδεολογική συζήτηση για την ουσία του νεοφιλελευθερισμού- δεν υπάρχει. Είναι η νέα εκδοχή, που τυγχάνει να ταυτίζεται με το πλέον σκληρό πρόσωπο των πολυεθνικών, που κινούν τα οικονομικά νήματα. Οι επιπτώσεις είναι γενικότερες, αρκεί να κοιτάξουμε λίγο μακρύτερα από τη μύτη μας, σε εκείνους που περιμένουν από μια σαθρή αγορά, των hedge funds, του υψηλού ρίσκου και των χρημάτων που είναι φαντάσματα, να καταπολεμήσει τη φτώχεια, να δώσει ψωμί κτλ. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ρίξει από το τραπέζι της, κάποια ψίχουλα, αλλά στο σημείο που έχει φτάσει ο κόσμος ακόμη και με αυτό ευχαριστιόμαστε.
Δεν υπάρχει σήμερα παγκόσμιος έλεγχος στις οικονομικές επεκτάσεις. Το να θεωρούμε δεδομένο ότι ο καπιταλισμός θα λειτουργήσει σωστά από μόνος του, ουσιοκρατικά, σε ένα πρακτικό επίπεδο, είναι εξίσου ουτοπικό με τα κοινόβια του Σαιν Σιμόν, του φιλελεύθερου σοσιαλισμού.
Ερώτηση. Αφού πρέπει να λειτουργεί καλά ο καπιταλισμός, γιατί η Northern Rock στη Βρετανία δεν κατέρρευσε, εφόσον πήρε το ρίσκο και έχασε; Απάντηση. Την έσωσε η κρατικοποίησή της, από τον Γκόρντον Μπράουν, του σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος που κυβερνά. Ας άφηναν την Northern Rock να λουστεί τις συνέπειες. Τι έγινε με τη Societe Generale στη Γαλλία, κάτι παρόμοιο. Τι γίνεται σε θεωρητικό επίπεδο πλέον. Ξανακοιτάζουν τον Μάρξ και τον Κέϊνς, να ανοίξουν τα στραβά τους. Αν ο κομμουνισμός κατέρρευσε ως ιδεολογία, ήταν γιατί δεν είχε θεωρητικά ερείσματα. Ο νεοφιλελευθερισμός πορεύεται άλογα, σαν κάποιον που βλέπει μακριά ένα ευωδιαστό φαγητό, αλλά έχει ξεχάσει να δει, ότι μεσολαβούν δεκάδες τρύπες. Αυτού του είδους ο καπιταλισμός, τίναξε στον αέρα την φτώχεια στην Ευρώπη, και ανάγκασε τους Αργεντίνους να σφάζουν μοσχάρια στο Μπουένος Άϊρες, κλέβοντας τα από φορτηγά, μόνο και μόνο για να φάνε. Θυμίζω Πινοσέτ και τώρα Ουρίμπε (Κολομβία). Αυτού του είδους ο καπιταλισμός, ο ανήθικος καπιταλισμός, δε θα μπορεί να δώσει ψωμί και νερό σε λίγα χρόνια. Και για να πετάξουμε από πάνω μας τη ρετσινιά της κινδυνολογίας, που τη βλέπουμε να έρχεται, ας πούμε στους διαφωνούντες να δουν τι γίνεται στην Κίνα, τη Βραζιλία και την Ινδία. Ακούμε συνεχώς για τα τέρατα της οικονομίας, που αναπτύσσονται ραγδαίως. Αναπτύσσεται ραγδαία η οικονομία, που είναι αποκομμένη από την κοινωνική βάση. Να συμφωνήσουμε ότι επί Μάο οι Κινέζοι ήταν ένα μαύρο χάλι, αλλά τώρα μήπως έχει αλλάξει κάτι; Μη ξεχνάτε ότι η Κίνα εφαρμόζει τον κρατικονεοφιλελευθερισμό (ελεγχόμενο καπιταλισμό, χμμ κι αν πετύχει τι γίνεται;) στην οικονομία, και τη δικτατορία στην κοινωνικοπολιτική της υπόσταση.
Το γεγονός ότι επικαλούνται πολλοί, ως επιχειρήματα, είτε το ένα είτε το άλλο, έτσι απροκάλυπτα αποσυνδεδεμένα, αποδεικνύει αυτό που προαναφέρθηκε. Ότι ο νεοφιλελευθερισμός αφορά τα χρηματιστήρια, τις πολυεθνικές και την πρώτη δύναμη που κυβερνά τον κόσμο, την οικονομική. Όχι τους πολίτες( ή καλύτερα τους καταναλωτές). Επιτέλους ως πότε το ρίσκο θα είναι ιδιωτικό και οι συνέπειες κοινωνικές; Πρόσφατα ο Ιγνάσιο Ραμονέ, είπε στην Αθήνα, ότι σήμερα είναι προτιμότερο να γεννηθείς ευρωπαία αγελάδα, παρά αφρικανός (μεγαλύτερη η χρηματοδότηση του ζώου από το μεροκάματο του ανθρώπου). Έτσι είναι, σήμερα αγωνίζεσαι για να αποδείξεις κυριολεκτικά ότι δεν είσαι ελέφαντας, ότι δεν είσαι ζώο…
Κι αν πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, οφείλουμε να πούμε ότι ο κόσμος εξελισσόμενος, δεν πάει πάντα προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι θέμα προοπτικής. Να προσδιορίζεις τη θέση σου και να ξέρεις την οντολογία σου. Αν κοιτάξεις πίσω, θα δεις τα χειρότερα. Αν κοιτάξεις μπροστά θα δεις θολό τοπίο. Ποιος άραγε το έχει συνδέσει με κάτι αποκλειστικά θετικό. Ο Νίτσε το είπε, «είναι νύχτα, και όλο θα νυχτώνει», αν δεν καταλάβουμε ότι οι αριθμοί και το χρήμα, δεν υποκαθιστούν τον άνθρωπο.
Ο νεοφιλελευθερισμός, ο ντοπαρισμένος καπιταλισμός, με τα κράτη αφυδατωμένα, θα ρουφήξει τα πάντα. Τα σημάδια είναι προφανή. Πολλοί δε θα έχουν την ευκαιρία να καταλάβουν τον άκρατη αισιοδοξία τους, θα τους έχουν φάει τα βαμπίρ. Επιτέλους αυτός ο προκλητικός καπιταλισμός, δεν αφορά μόνο τον Μίλτον Φρίντμαν ή τον συγκεντρωτικό κρατισμό του Λένιν!

Πέμπτη, Απριλίου 10, 2008

Το κουσούρι
Διήγημα
Την θαυμάζω είναι η αλήθεια. Έχει κατορθώσει να καταστήσει τα βλέμματα απλά βλέμματα. Τίποτα από εκείνες τις ματιές δε μένει πάνω της. Κι ούτε καν τις φυσά να ξεκολλήσουν. Οι ματιές, την βλέπουν και αλλάζουν πορεία στον αέρα. Αποσυντίθενται. Ξέρουν ότι δεν έχουν καμία ελπίδα να την επηρεάσουν.
Μοιάζει παράταιρη, μέσα σ’ αυτό το κοπάδι των υποκριτών. Που είναι ίδιοι. Άνδρες και γυναίκες. Προσπαθούν να την αποφύγουν (αυτό το διακρίνει κανείς εύκολα από μακριά), και αποφασίζουν, τάχα, να αλλάξουν κατεύθυνση τη τελευταία στιγμή. Βλέπουν ότι μπορεί να περάσουν από δίπλα της, και φοβούμενοι μη κολλήσουν τίποτα, άγνωστο τι, συμπεριφέρονται σαν μαριονέτες, χωρίς να ξέρουν που να πατήσουν και πώς να φερθούν. Τιποτένιοι!
Κάποιοι θυμούνται ότι είναι άνθρωποι, ότι μπορεί η τύχη να μη τους χτύπησε άσχημα ακόμα, και αναδιπλώνονται για λίγα δευτερόλεπτα. Στραβώνουν τις κόρες των ματιών τους για να την κοιτάξουν, είναι τόσο δειλοί που δεν μπορούν να την αντικρίσουν πρόσωπο με πρόσωπο. Πιθανότατα φοβούνται. Αυτό είναι. Από την άλλη έχουν και ένα δίκιο. Μπορεί εκείνη να τους ξεφτιλίσει, να τους πει «τι κοιτάτε ρε», αλλά ούτε και αυτό δεν είναι σε θέση να αντέξουν.
Στην πραγματικότητα, εκείνη ούτε που τους λογαριάζει. Διακρίνει από μακριά την ειλικρίνεια, και αυτό είναι ένα από τα λίγα θετικά, που απορρέουν από την κατάστασή της. Δύο μπαστούνια και προσπάθεια.
Πολλές φορές φωνάζει «μπορείτε να με βοηθήσετε», τους εγκλωβίζει μέσα στον ίδιο τους τον οίκτο, τους κάνει χώμα. Αυτοί, όταν πλέον ολοκληρώσουν αυτή την αποστολή, που τους επιβάλλει ο στοιχειώδης πολιτισμός και η εγωιστική τους ψυχούλα, απομακρύνονται με την ψευδαίσθηση ότι υπήρξαν, για λίγο, καλοί άνθρωποι, και ευσυγκίνητοι συνάνθρωποι.
Το να διασχίσεις τον προαύλιο χώρο και να ανέβεις τα σκαλιά για να φτάσεις στις αίθουσες διδασκαλίας μοιάζει απλό. Όσοι τη βλέπουν από μακριά, δε συνειδητοποιούν, ότι εκείνη σκέφτεται το ίδιο. Ναι το ίδιο σκέφτεται, δεν έχει πρόβλημα, ο εγκέφαλός της είναι τόσο ακέραιος, όσο και ο δικός τους. Ίσως να προέκυψε σ’ αυτήν μια πρόωρη ωρίμανση, επίκτητη, δύσκολη. Ναι μπορεί να το σκέφτεται, αλλά δεν είναι σε θέση να το πράξει κιόλας. Η πορεία της είναι προσχεδιασμένη, που θα σταθεί, πώς θα ρυθμίσει τις ανάσες τις, πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να βρίσκεται πάνω στην ώρα της, όπως όλοι.
Όταν οι καταστάσεις φέρνουν τα πράγματα σε ισορροπία, τους ισοπεδώνει όλους. Τους έχει αναγκάσει να την κοιτούν, ή τουλάχιστον, να την ακούνε με προσοχή. Όταν όλοι βρίσκονται καθισμένοι στις χαλασμένες καρέκλες της αίθουσας, τότε όλα ξεκινούν από το μηδέν. Κανείς δεν ξεκινά πρόωρα την κούρσα, χωρίς ο κριτής να πυροβολήσει δύο φορές τον ουρανό. Να σημάνει την παράβαση. Την πουστιά.
Οι απόψεις τις είναι καθαρές, κοφτές και προκλητικές. Δύσκολα διαφωνεί κάποιος μαζί της. Το στόμα της είναι ένας οδοστρωτήρας των δεδομένων, ένας δυναμίτης των αυτονόητων. Και οι άλλοι μπαίνουν για λίγο στη θέση της. Νιώθουν ακίνητοι και σαστισμένοι. Εγκεφαλική και πνευματική δυσκαμψία. Αυτό ισοσταθμίζει τον ανταγωνισμό. Τον ουσιαστικό ανταγωνισμό. Αυτόν που διαδραματίζεται μέσα στα κεφάλια, και όχι στις κινήσεις ποδιών ή των χεριών.
Νιώθει καλά. Τότε βιώνει την πραγματική ισότητα, γιατί η μερική παραλυσία της είναι εδώ, δεν μπορεί να την αγνοήσει. Είπαμε δυσκολεύεται, αλλά έχει επίγνωση της κατάστασης. Παραέξω διαπραγματεύεται τη θέση της διαφορετικά. Οι κρυφές της συζητήσεις με τον εαυτό της είναι πιο ειλικρινείς. Αλλά και εκεί, τίθενται κόκκινες γραμμές. Το κατώφλι, για να σε χαρακώνει ο οίκτος των άλλων, είναι το να παραδώσεις την αυτοεκτίμησή σου σε έναν κενό αυτοοικτιρμό.
Αυτά τα χέρια της, τα θαυμάζω. Όχι δεν είναι μούσκουλα, γεμάτα κρέας και τοξίνες, είναι λεπτά χέρια, χέρια κανονικά με κόκαλα και φλέβες. Χέρια που σηκώνουν το βάρος των ποδιών. Χέρια που είναι καθαρά, χέρια που είναι ταγμένα να κάνουν μόνο σοβαρά πράγματα. Χέρια που σφίγγουν αυτά τα μεταλλικά μπαστούνια, και τα χώνουν στο τσιμέντο, και έχουν φθαρεί τα πλαστικά παπούτσια τους. Δύσκολη η κίνησή της. Σε μένα μοιάζει μαρτυρική, όταν για λίγο, ο δειλός εγώ, βάζω τη θέση μου στη θέση της. Για εκείνη είναι ελευθερία, αέρας, ανάταση.
Κι όμως πολλοί έχουν βαλθεί να την νικήσουν. Ποιοι είναι αυτοί, θα ρωτήσετε, με βλέμμα γεμάτο αγανάκτηση. Η γραφειοκρατία θα σας απαντήσω. Δηλαδή, θα ζητήσετε ονόματα. Και θα σας πω, μη τη ψάχνετε κύριοι, η γραφειοκρατία δεν είναι εντοπίσιμη. Φτιάχνεται εύκολα, όλοι βάζουμε δυο τζούρες αδιαφορία, και πολλά κιλά, από τον πλεονάζων εαυτούλη μας. Τι την ψάχνετε λοιπόν;
Και φεύγετε γιατί πιστεύετε ότι λέω μαλακίες. Στο καλό, και να μη μου γράψετε. Τόσα γράφετε καθημερινά στα παλιά σας τα παπούτσια. Θα μείνω εδώ να την παρατηρήσω.
Είμαι σε ένα σκαμπό, μιας γωνιακής καφετέριας, και παρακολουθώ το θαύμα. Ένας φουσκωτός περνά με μια μηχανή, τι μηχανή αυτό είναι άλλο πράγμα άλογο μάλλον του μέλλοντος, και μου χώνει μια πυρακτωμένη ράβδο στον εγκέφαλο- η εξάτμιση θα είναι. Τον μισώ, και τον βρίζω. Από μέσα μου φυσικά, είπαμε είναι φουσκωτός. Αλλά από την άλλη, αφήνω λίγο τη σκέψη μου, να φύγει από το στόχο. Αυτός ο φουσκωτός έχει υποκατάστατα, όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι, δηλαδή οι κατεστραμμένοι. Έχει καταστήσει το γκάζι σεξουαλικό φετίχ, πιθανότατα το θεωρεί βυζί της γυναίκας που πρέπει να απομυζήσει, αλλά το βυζί δε φωνάζει, ή ακόμη καλύτερα νιώθει το πέος του, όταν γκαζώνει. Σιωπή! Ένας γδούπος! Ωραία τράκαρε…
Επιστροφή στο θέμα, το θαύμα, που κινείται ακόμη, έχει τη δύναμη. Όσο κι αν προσπαθούν να την εκπαραθυρώσουν από ένα μπαλκόνι, που μόνη το κατέκτησε, χωρίς ασανσέρ, δε τα καταφέρνουν. Η μάχη είναι ορατή σε μένα, άδικη και όπλα έχουν οι πολλοί, η γραφειοκρατία. Αν τους ρωτήσεις θα σου πουν, εμείς δε ξέρουμε τίποτα, που τα είδατε αυτά, αλλά μη μασάτε, το κάνουν. Κι αν δεν το καταλαβαίνουν το κάνουν, με τη συνήθεια της αδικίας, το κάνουν παρότι έχουν το θέμα, μπροστά στη μύτη τους.
Είναι άφθαρτη. Περνούν και την προσπερνούν πολλοί. Κάποια κεφάλια, με τρεις στρώσεις μακιγιάζ, μόνο βλεφαρίδες τεντωμένες χωρίς μάτια, κάτι παπουτσάκια περίεργα, άλλα με τακούνι, άλλα χωρίς. Και μέσες λυγιστές, και ώμοι ξεσκέπαστοι (ωραία πράγματα εδώ που τα λέμε!), και όλες λένε ευτυχώς που γεννηθήκαμε όμορφες και έξυπνες. Και κάποια άλλα κεφάλια την προσπερνούν. Αυτά κι αν αηδιάζουν. Έχουν τρίχες στα μάγουλα και μεγάλα γυαλιά ηλίου, μάτια της μύγας. Έχουν ανοιχτά τα ραντάρ και οι δύο αυτές φυλές που την προσπερνούν και την περνούν. Επικοινωνούν τα υπερυψωμένα πουλιά με τα αναθυμιάζοντα μουνιά. Έχουν καιρό για το πνεύμα, την περίοδο της παρακμής, κάτι να έχουν οξύ και κοφτερό, στα βαθιά τους γεράματα. Και λες αναγνώστη, που παρακολουθείς με ενδιαφέρον και ρωτάς. Πώς είναι δυνατόν να σπείρεις πάνω σε κοφτερές πέτρες, σε βράχους κυνικούς; Δεν έχω απάντηση, και γι’ αυτό προχωρώ.
Και οι δάσκαλοι, οι κύριοι της πραγματικότητας, έχουν διάθεση να συναναστραφούν μαζί τους. Τείνουν και χέρια, και η πένα γλιστρά, και πάλι από οίκτο, σε αύξοντες αριθμούς. Κάτι παραπάνω, έτσι, για την ήσυχη συνείδηση. Όμως έχουν και δουλειές, να πάνε σε εκδηλώσεις και μαζώξεις, να πούνε ότι δεν είναι δυνατόν τυφλά παιδιά, να επιλέγουν μάθημα κινηματογραφικό ή οπτικά μέσα σε σχολές επικοινωνίας ακοινώνητες. Ξέρουν άραγε ότι οι άλλες αισθήσεις είναι πιο ανεπτυγμένες σε αυτούς τους τυφλούς, και ότι μπορούν να ακούσουν πράγματα που εμείς δεν ακούμε, και να ακουμπήσουν πράγματα που εμείς δε μπορούμε, και να τα γευτούν, όπως εμείς δε θα το καταφέρουμε ποτέ; Αυτά για τους τυφλούς, ή εκείνους που έχουν προβλήματα όρασης. Υπάρχουν κι αυτοί, κι ας έχω στρέψει το βλέμμα στην κοπέλα με τα μπαστούνια.

Ο ήλιος πέφτει πάνω στα μαύρα μαλλιά της. Κάτοπτρο είναι, και τις ξεφορτώνεται γρήγορα τις ακτίνες, να πέσει το άσπρο φως πάνω σε μάτια κοιμισμένα, να δουν τι γίνεται. Αλλά που τέτοια τύχη…

Την θαυμάζω είναι η αλήθεια γιατί γελά με όλα μας τα κουσούρια, παρότι δεν φαίνονται στην επιφάνεια, την παραλυσία, την τυφλότητα, την γλώσσα μας με τις ίδιες γεύσεις. Γελά και ξεκαρδίζεται. Αυτή με το φανερό κουσούρι. Έχει πλήρη συναίσθηση του εαυτού της. Και γελά με κάποιους που ζουν, λέει, στα όρια. Καλά κάνει και γελά, αυτή τα έχει ξεπεράσει.
Υπάρχει μεγάλη φασαρία σήμερα. Φοιτητικές εκλογές. Πρόβατα, πράσινα, γαλάζια, κόκκινα, κουτάβια, κότες, μοβ, κόκορες, φασματικά, ύαινες, γύπες, άχρωμα, χρωματισμένα, μαύρα και απελπισμένα τα πράγματα. Βόθρος με άρωμα Gucci, που καλύπτεται με τεντόπανο Versace. Τραγούδια. Οι ήχοι οι επαναστατικοί συναντούν στον αέρα την επιούσια φτήνια. Κλαγγές χωρίς σπαθιά. Το παράδοξο τώρα: η δική της ψήφος είναι ισοδύναμη με όλων των άλλων. Κανείς όμως δεν της τh ζητά. Λένε άστη μωρέ, που να ανεβαίνει τώρα, και επιστρέφουν πάνω από τις σακούλες τους, μαζεύουν κουκιά καθώς γνωρίζουμε. Το να περιγράψω το αντίθετο, δηλαδή όλους να έχουν προβλήματα κινητικά, και αυτή να είναι η φυσιολογική, δεν έχει σημασία. Θα πουν τότε, εντυπωσιασμοί και φούσκες. Αφήστε τους, καλύτερα να είσαι δύσκαμπτος εσωτερικά, δε φαίνεται. Που να αντέχαμε τόσες δυστυχίες; Και που ξέρουμε αν και ο φυσιολογικός, στο υποτιθέμενο σενάριο, θα περνούσε καλά; Θα ένιωθε μια μειονεξία, ναι, στα σίγουρα! Αφήνουμε την τάξη των πραγμάτων άθικτη τελικά, δεν εξάπτουμε τα πάθη.

Ο κάθε κόσμος έχει την ουσία του, και τούτος εδώ έχει δομηθεί μοριακά πάνω στο άδικο και το ακατανόητο. Ίσως να είναι το περίβλημα η απόδειξη της εσωτερικής σκουριάς. Αυτό διδάσκει η φύση, και μπορεί να μη χρειαστεί επιστημονική επικύρωση.
Είναι ένα πορτοκάλι, ευωδιαστό και ζουμερό, που έχει αναγκαστεί να ζει, με τόσα σάπια, πράσινα με ξινούς τους χυμούς και σκουλήκια να σκάβουν τη φλούδα. Όμως δε θα σαπίσει, όπως μοιραία συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Έχει πλαστικό περίβλημα, μια σακούλα σουπερμάρκετ. Τώρα τη χρησιμοποιεί κι αυτή.

Αυτή που όλοι βλέπουν, και γελά γελά γελά…
Σαπίστε…
Αναμνήσεις πριν τις καινούργιες
Διήγημα
Με σταθερό ρυθμό, ο ήλιος αγκάλιαζε σταδιακά όλα τα σπίτια, προσφέροντάς τους το πρώτο φως της ημέρας. Παραμερίζοντας με σχετική ευκολία τα σύννεφα που προκάλεσαν, τη προηγούμενη μέρα, μια αναπάντεχη νεροποντή στη μικρή επαρχιακή μας πόλη, άφησε τις ακτίνες του να γεμίσουν τα σοκάκια, να χαϊδέψουν τα δέντρα, και να διαπεράσουν με επιδεξιότητα τις σκούρες κουρτίνες στο μικρό δωμάτιο της Ελεονόρας. Ήταν η πρώτη φορά που τις περίμενε. Τις επιζητούσε. Με τα χέρια της να αγκαλιάζουν το προσκεφάλι της, σε μια αμυντική στάση, αλλά όχι φοβική, βγήκε από μέσα της το «καιρός ήταν»… Τινάζοντας ταυτόχρονα τα σκεπάσματα, βρέθηκε μέσα σε δευτερόλεπτα, μπροστά από το παράθυρο του ανατολικού δωματίου, που την φιλοξενούσε από τα επτά της χρόνια. Με μια κίνηση αποφασιστική τράβηξε την –χρώματος μπλε σκούρο- κουρτίνα της, και ένιωσε την αμείλικτη βιαιότητα που βιώνουν τα βλέφαρα μας όταν έρχονται σε επαφή με τον πρωινό ήλιο. Παράξενο, αφού δεν είχε κοιμηθεί αρκετά! Εδώ και τρεις ώρες, πριν την ανατολή, στριφογύριζε με δυσθυμία ανάμεσα στα σεντόνια, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί δε μπορούσε να κοιμηθεί, και χλευάζοντας την ίδια στιγμή τις αλχημείες με τα προβατάκια, και την αντίστροφη καταμέτρησή τους, που δεν απέφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Δε θέλησε –παρότι το σκοτάδι δεν είναι και ο καλύτερος φίλος της- να ανάψει τα φώτα, γιατί αυτό θα την ανάγκαζε να σηκωθεί. Ίσως, ακόμα, να κάνει μια ανούσια επιδρομή στο ψυγείο, όπου θα έριχνε απλώς μια διερευνητική ματιά για τυχόν παστάκια που την ξετρέλαιναν, ή απλώς να μπει για λίγο στην τουαλέτα, να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της, και σαρκαστικά να φτύσει (για να μη ματιάσει) τις χαραματιές που δημιουργούν οι διπλώσεις των σκεπασμάτων στο πρόσωπό της. Αποφάσισε να παραμείνει στο δωμάτιο της –δεν ήθελε να ξυπνήσει και τους γονείς της- και να ανοίξει τη ντουλάπα της. Μια ωραία μυρωδιά μαλακτικού, γέμισε τους πνεύμονές της, αλλά συνειδητοποιώντας το πλήθος των επιλογών που είχε (για τη σημερινή της έξοδο) επανήλθε στην ανιαρή πραγματικότητα. Όχι δεν αναλωνόταν σε τέτοιου είδους διλήμματα. Θα πιστοποιούσε μάλιστα η ίδια, ότι είχε φροντίσει να μειώσει τις επιλογές της –φορώντας συνεχώς τα ίδια και τα ίδια και ακυρώνοντας άλλα που έφεραν την ταμπέλα του μητρικού γούστου-σε δύο αγαπημένα τζιν, δύο κίτρινα μπλουζάκια, και ένα ζευγάρι σπορτέξ, με ιδιόρρυθμη χρωματική κατανομή. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Κυρίως δεν είχε χρόνο να εμπλακεί σε αμφιταλαντεύσεις. Τουλάχιστον τα δύο τελευταία, πολύ ψυχοφθόρα, χρόνια της ζωής της.
Μπήγοντας τα χέρια της στα κατσαρά καστανόξανθα μαλλιά της, έσκυψε και τα τίναξε. Χωρίς χρονοτριβή, έβγαλε το νυχτικό της – που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συντηρητικό- και φόρεσε ένα εφαρμοστό τζιν, αντιμετωπίζοντας όμως δυσκολίες στο κούμπωμα. «Γαμώτο, φαιές ουσίες και μαλακίες» είπε με δυσκολία, προσπαθώντας να κλείσει το κουμπί. Οι αιτιάσεις της μητέρας της, να τρώει πολλά γλυκά για να ανανεώνονται – λέει – τα νεκρά εγκεφαλικά κύτταρα, κατά τη διάρκεια των εξετάσεων, την ευχαρίστησε πρόσκαιρα. Σήμερα που θα πήγαινε στο λύκειο για να δει τις βάσεις, σήμερα που επισήμως θα έκλεινε όποιους λογαριασμούς είχε με αυτό που ή ίδια ονόμαζε «τρώγλη», αντιλαμβανόταν τα αποτελέσματα που επέφεραν οι δίσκοι, γεμάτοι κρουασάν, σοκολατάκια και φυσικά παστάκια, τα οποία με σχολαστικότητα άφηνε η μάνα της πάνω στο κρεβάτι, και τα οποία γευόταν χωρίς να σκέφτεται το κόστος στην περιφέρεια της, τους γλουτούς της, και φυσικά σε αυτό που ονομάζεται σαμπρελίτσα –πλέον- γι αυτή και όχι απλώς κοιλιά. Φόρεσε το μπλουζάκι που τόνιζε το αρκετά μεγάλο στήθος της, και τα αθλητικά, που είχαν σχεδόν φθαρεί από το φόρεμα σε αυτά τα δύο χρόνια, στις μονότονες διαδρομές μεταξύ σχολείου και φροντιστηρίου. Την τελική σύνθεση συμπλήρωσε ένα επίσης τζιν τζάκετ, και μια κάζουαλ τσάντα, που την φορούσε όποτε θυμόταν. Τα λεφτά και τα κλειδιά τα έβαζε πάντα στις μπροστινές τσέπες, φοβούμενη, μη βρεθεί «κανένας μαλάκας» και την ενοχλήσει.
Ήταν έτοιμη. Έριξε μια θανατηφόρα ματιά στην στοίβα των βιβλίων, που είχαν απορροφήσει ατέλειωτες ώρες από την προσοχή της, και με τρία μεγάλα βήματα βρέθηκε στη σκάλα που θα την οδηγούσε στον κάτω όροφο. Περπατώντας στο διάδρομο διέκρινε φώτα από την κουζίνα, και άκουσε το μπρίκι –μέσα στην ησυχία- να κοχλάζει. Πλησιάζοντας έπιασε με τη μύτη της τη μυρωδιά του καφέ, και κατάλαβε ότι οι γονείς είχαν ξυπνήσει.
«Καλημέρα παιδί μου» ακούστηκε ο πατέρας της, χωρίς όμως να σηκώσει το κεφάλι από τα έγγραφα που τον απασχολούσαν. Η μητέρα της, βάζοντας το γκαζάκι στο ντουλάπι, καλημέρισε κι αυτή με τη σειρά της, προσκαλώντας ταυτόχρονα τη κόρη της να πάρει το πρωινό της. Εξακολουθούσε να το απαιτεί, παρά το γεγονός ότι γνώριζε πως το πρωί, η Ελεονόρα, δεν ήταν διατεθειμένη να ανακατέψει το στομάχι της.
«Τουλάχιστον λίγο καφέ με μπόλικο γάλα βρε παιδάκι μου…»
«Άσε μάνα, αν θέλω θα βρω καφέ, χωρίς συμπληρώματα...»!
« Πώς και τόσο νωρίς;» ρώτησε ο πατέρας της, ελέγχοντας αν τα γυαλιά του ήταν ακριβώς στο μέσον της τεράστιας μύτης του.
«Πάω για να ξεμπερδεύω!».
Κι όντως έτσι το έβλεπε. Σαν ξεκαθάρισμα βεβαρημένων λογαριασμών. Αφού έδωσε το καθιερωμένο φιλί στους γονείς της, χαιρέτησε και έκλεισε με νωθρότητα πίσω της, την πόρτα του σπιτιού της.
Βγήκε στο κατώφλι, πήρε μια βαθιά ανάσα, και αντίκρισε τον ήλιο, που τσακωνόταν με τα εναπομείναντα σύννεφα, της χθεσινής βροχής. Η διαδρομή για το σημερινό προορισμό, γνωστή και εν πολλοίς μηχανική. Ήταν πολλά πράγματα, που διέκρινε σήμερα στο δρόμο για το λύκειο. Πρώτη φορά. Και της φάνηκε τόσο περίεργο. Τελικά η διάθεση είναι αυτή που καθορίζει όχι μόνο τι κάνεις, αλλά τι βλέπεις, και πώς το αντιμετωπίζεις κάθε φορά.
Φτάνοντας όμως, έξω από το κτίριο που πέρασε τρία χρόνια από την εφηβεία της, δε χρειάστηκε να εντείνει την προσοχή της –μήπως και της είχε ξεφύγει (κι εκεί) κάτι. Ήταν σίγουρη για την αθλιότητα, που βρισκόταν πίσω από τα σκουριασμένα κάγκελα. Ήταν ένα σκελετωμένο κτίριο, που μόνο η ταμπέλα του παρέπεμπε σε χώρο μάθησης. Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς εκείνο το κτίριο συμπαθητικό, για τα δεδομένα τούτης της χώρας. Οι μαθητές όμως, που γνώριζαν την εσωτερική κατάσταση, και την είχαν αποδεχτεί, ήταν εντελώς έτοιμοι να αντιμετωπίσουν όλες τις παθογένειές του. Διήνυσε σχετικά γρήγορα το τεράστιο προαύλιο, με τις διάσπαρτες λακούβες, και τις γόπες που συναγωνίζονταν σε αριθμό τα χαλίκια. Ερημιά. Ησυχία. Ξαναζωντάνευαν μπροστά στα μάτια της, όλα όσα απάρτιζαν την σχολική κοινότητα. Αγόρια σε παρέες, αγουροξυπνημένα με ένα καφέ στο χέρι και ένα τσιγάρο στο στόμα. Κορίτσια, με το μαλλί και την εμφάνιση στην τρίχα, παρά την πρωινή αγγαρεία, να χαχανίζουν κοιτάζοντας στην πλευρά των αγοριών. Μηχανάκια και βέσπες παρκαρισμένα κάτω από ένα προχειροφτιαγμένο υπόστεγο, που λόγω και της θέσης του στο συγκρότημα – δύσκολα ελεγχόταν από καθηγητές – αποτελούσε το άβατο, περίεργων συναλλαγών και εκρηκτικών καταστάσεων. Ζευγαράκια πίσω από φθαρμένες τσιμεντένιες κολώνες, στα πρόθυρα της ερωτικής συνεύρεσης, με φιλιά και χαϊδέματα, προκαλούσαν τους πουριτανούς καθηγητές που τα προσπερνούσαν, στηλιτεύοντάς τα πίσω από τα δόντια τους, με έκπληξη, λες και η δική τους εποχή ήταν καθαγιασμένη από αυτά. Οι φωνές την προσγείωσαν στην πραγματικότητα. Διέκρινε μια παρέα κοριστιών, που βαρύθυμα κάθονταν σε ένα παγκάκι είκοσι μέτρα περίπου, από το σημείο αιχμής. Ξαφνικά, μία από αυτές ξέσπασε σε ένα ανεξέλεγκτο χαχάνισμα-τι το ήθελε όμως, οι βάσεις, που την έθεταν εκτός ανωτάτων ιδρυμάτων, την ανάγκασαν (λίγο αργότερα) να παραδεχτεί πως της βγήκε ξινό. Είχε φτάσει έξω από την κεντρική είσοδο.
Ο καθηγητής Παρασκευόπουλος, είχε επωμιστεί το δύσκολο έργο της ανάρτησης των αποτελεσμάτων των βάσεων, που προέκυψαν από τις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις. Και ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο γι αυτόν, λόγω του ύψους του (έφτανε δεν έφτανε το 1,60μ με τα χέρια στην ανάταση) αλλά και της τεράστιας επιφάνειας όπου θα φιλοξενούνταν τα πορίσματα εκατοντάδων προσπαθειών. Εσύ πέτυχες, εσύ όχι. Εσύ ετοίμαζε βαλίτσες, εσύ ξαναέλα του χρόνου να μας τα πεις καλύτερα. Τόσο απλά, καταγραφόταν το μέλλον αρκετών μισανθρώπων-γιατί έτσι κατέληγαν όσοι στοιχειωδώς έπαιρναν στα σοβαρά τη διαδικασία. Αλλά η Ελεονόρα δε το έβλεπε έτσι. Είχε καταρριφθεί μέσα της, πλέον, ο μύθος του καθορισμού μιας ανθρώπινης ζωής από μια ξέπνοη διαδικασία. Παρότι γνώριζε ότι λίγο πολύ θα πετύχαινε την πρώτη της επιλογή, είχε πορευθεί δύο χρόνια τώρα, μέσα από ένα εντελώς διαφορετικό δρόμο. Της παράξενης ταύτισης με την αγωνία, για ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα. Της ψεύτικης προσμονής, που επιβεβαιώνεται ή εξοβελίζεται από κάποιους μαύρους αριθμούς πάνω σε λευκό χαρτί. Της συμπάθειας απέναντι σε αυτούς που δεν είχαν καν προσπαθήσει, επειδή πίστευε ότι τα κριτήρια που έθετε το σύστημα, ήταν ακατανόητα. Μα πως είναι δυνατόν να πιστεύουν πως ένα παιδί που δε γράφει τώρα ικανοποιητικά, είναι ανίκανο σε βάθος χρόνου να γίνει γιατρός ή ότι άλλο ήθελε σε τελική ανάλυση; Ποιοι είναι αυτοί που αποφασίζουν, για το ποια θέση θα καταλάβει ο καθένας σε αυτό που χαρακτηρίζεται κοινωνία; Ήταν αυτές οι σκέψεις που διαπερνούσαν το μυαλό της, κάθε φορά που ένας καθηγητής, ερχόταν φορτωμένος με κόλλες, για να τεστάρει αν «τα παιδιά ξέρουν το μάθημά τους». Πώς ζητούσαν να το ξέρουν το «μάθημα», τη στιγμή που κατέβαλαν όσες προσπάθειες μπορούσαν για να το κάνουν αηδιαστικό, φορτικό, αδιάφορο. Γρήγορα όμως τις έδιωχνε, αφού εμφανιζόταν ο πατέρας της σε ένα σύννεφο πάνω από το κεφάλι της και της έλεγε: «αν νομίζεις ότι θα αλλάξεις τον κόσμο, καλύτερα να το ξεχάσεις»! Δεν κατανοούσε απόλυτα τον κυνισμό του πατέρα της, αλλά σκοπός της ήταν να αλλάξει η ίδια και όχι ο κόσμος. Πίστευε ότι ήταν σε καλό δρόμο.
Βέβαια ο Παρασκευόπουλος, ενδεικτικό παράδειγμα της γυναικείας καταπίεσης, δεν ήταν της ίδιας κατηγορίας, με τους άλλους «βολεμένους» και τους αδιάφορους. Η Ελεονόρα, και για λόγους προσωπικής συμπάθειας, τον είχε απαλλάξει από αυτόν το συμψηφισμό, που οπωσδήποτε αδικούσε κι άλλους. Ο ίδιος κατέβαλε προσπάθεια να αναστήσει το χαμένο ενδιαφέρον των μαθητών του, με φόρμουλες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από αντιπαιδαγωγικές έως αντισυμβατικές. Μέχρι και αθλητική εφημερίδα είχε επιστρατεύσει στην τάξη για να προκαλέσει το ενδιαφέρον. Βεβαίως σκοπός του ήταν να παραπλανήσει για κάνα δεκάλεπτο την προσοχή των αγοριών – γιατί αυτά ήταν που αρχικά έδιναν το σύνθημα της μπαχαλοποίησης του μαθήματος- και μετά να τους εισάγει ευμενώς στη Νεότερη Ιστορία.
Οι προσπάθειες αποτύγχαναν παταγωδώς. Ούτως η άλλως οι μαθητές του, κάτω από τα θρανία, φρόντιζαν καθημερινά να έχουν εφημερίδες, και πορνοπεριοδικά. Σκοπός τους να σκανδαλίζουν τις θεούσες των αιθουσών, δείχνοντάς τους ανδρικά μόρια. Κατά βάθος το έκαναν για άλλο λόγο. Στην πραγματικότητα τους άρεσε η ψεύτικη ντροπή που επιδείκνυαν οι θεούσες, προσποιούμενες – βάζοντας έντρομες τα χέρια μπροστά τα μάτια τους- ότι έβλεπαν ψωλή για πρώτη φορά στη ζωή τους. Υπήρχαν και αληθινές θεούσες, αλλά ήταν μικρή, πολύ μικρή και σιωπηρή μειοψηφία…
Τη στιγμή που ο Προκόπης Παρασκευόπουλος ετοιμαζόταν να κατέβει από ένα πλαστικό σκαμπό, που τον βοηθούσε να φτάνει ψηλά, άνοιξε η μεγάλη πόρτα του λυκείου ( με χαλασμένο χερούλι και ένα σπάσιμο στην άκρη που καλύπτονταν με ζελοτέιπ ) και βγήκε η Κοντοπάνου.
«Πάκη, μη κατεβαίνεις, έχω και μία τελευταία κόλα προς ανάρτηση…»
«Πάκης; Μπράβο παρατσούκλι!» επιδοκίμασε η Ελεονόρα. Πρώτη φορά άκουγε το υποκοριστικό του Προκόπη. Και τι οικειότητα! Τι σκέρτσο, τι ευγένεια η κοντούλα! Στην αρχή σκέφτηκε κάτι πονηρό, αλλά γρήγορα το πέταξε στο κάδο των αχρήστων του εγκεφάλου της. Δε ήταν και ότι καλύτερο η υποχρεωτική συναναστροφή της Ελεονόρας με τη Θεοφανεία Κοντοπάνου, καθηγήτρια Φυσικής και Χημείας ταυτόχρονα, αφού καθηγητής δεν είχε έλθει ακόμα από το υπουργείο. Εδώ και τρία χρόνια δηλαδή. Η Κοντοπάνου ήταν διακριτός ανθρωπολογικός τύπος. Κουτσομπόλα ολκής, που εύκολα ταράζονταν τα ήθη της. Είχε εντυπωθεί στις μνήμες των μαθητών, λόγω του λαχανί ταγέρ που φορούσε σε κάθε αρχή σχολικού έτους, γιορτές, και παρελάσεις. Τα μαλλιά της ήταν κοντοκουρεμένα, σε ένα εξεζητημένο καρέ, που παρέπεμπε στα πλέιμομπιλ.
Ωστόσο, κορωνίδα της εκκεντρικότητάς της ήταν το έντονο μακιγιάζ της, που παρέπεμπε σε πορσελάνινη ιαπωνική κούκλα. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι το ρούζ που επέλεγε να βάφει τη μουτσούνα της, ήταν σα να την είχαν ταράξει στις μπουνιές. Κατηγορούσε τις μεσημεριανές εκπομπές, αλλά στο σπίτι της ήταν φανατική τους θαυμάστρια. Απέτυχε να σταδιοδρομήσει ακαδημαϊκά, και από τότε σταμάτησε να είναι θιασώτης του «γηράσκω αεί διδασκόμενος». Έκαστε στα αυγά της και περίμενε τη σύνταξη που θα την έσωζε από ένα τριτοκοσμικό σχολείο με μαθητές άξεστα θηρία. Εντασσόταν σε μια κατηγορία, φοβικών ανθρώπων, που τους αρέσει να εκπλήσσονται με πράγματα που όλοι τα αντιλαμβάνονται εκτός από την τηλεόραση, που της απέδιδε την πιστή απεικόνιση των πάντων. Πώς αλλιώς να την χαρακτηρίσει κάποιος, όταν μια μέρα ξεσήκωσε όλους τους καθηγητές από τις αίθουσες που δίδασκαν, για έναν αμελητέο λόγο;
Η Θεοφανεία που διαλαλούσε το πρόβλημα της συχνοουρίας της, σταμάτησε το μάθημα μια μέρα, και επικαλούμενη λόγους που δεν επιδέχονται αναβολής, κατέβηκε από τον πρώτο όροφο του σχολείου, και πήγε στις τουαλέτες του ισογείου-ανδρικές και γυναικείες χωρίζονταν μόνο από ένα λεπτό τοίχο. Μπήκε, έκανε την ανάγκη της, και πήγε να βρει λίγο σαπουνάκι στους νιπτήρες, για να πλύνει τα χέρια της. Φυσικά αντί για σαπουνάκι στα ειδικά δοχεία, βρήκε σβησμένα τσιγάρα. Και τη στιγμή που κατηγορούσε το μυαλό της, που είχε ξεχάσει τα μαντηλάκια καθαρισμού που έπαιρνε με το κιλό από τα Hondos Center της γειτονιάς της, άκουσε κάτι τριξίματα της πόρτας στην πλευρά των ανδρών. Έστησε καλύτερα το αφτί της, που χρόνια το εξασκούσε στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες των συναδέλφων της, και διέκρινε γρήγορες ανάσες και φωνήματα που έβγαιναν με δυσκολία μεν, από ένα στόμα, αλλά με προφανή τη διάθεση της ευχαρίστησης. Φυσικά η Κοντοπάνου δεν αρκέστηκε στο να ικανοποιήσει τα αυτιά της μόνο, αλλά έσπευσε με προσοχή να χορτάσει τα μάτια της. Υποψιασμένη για το τι μπορούσε να συμβαίνει στην ανδρική πλευρά, αλλά ταυτόχρονα υπέρμετρα βουλιμική εξαιτίας της περιέργειάς της, ανασηκώθηκε και με μικρά βηματάκια στις μύτες των παπουτσιών της (37 νούμερο), πέρασε το διαχωριστικό τοιχίο, και βρέθηκε στην πόρτα. Έλεγξε με προσοχή εάν το πεδίο ήταν καθαρό, και αφού έκανε με το δείκτη της ησυχία στο είδωλο του εαυτού της, στους καθρέπτες που ήταν ακριβώς απέναντι από τις πέντε πόρτες των επιμέρους αποχωρητηρίων, ετοιμάστηκε με μια ανάσα, να ανακαλύψει τι ήταν αυτό που θα την μετέτρεπε επί της ουσίας σε «μπανιστιρτζού».
Ο Φώτης, ένα φρικιό με ξυρισμένο κεφάλι και οκτώ σκουλαρίκια και στα δύο αυτιά, είχε ρίξει στα τέσσερα την Βίκυ και με γρήγορες παλινδρομικές κινήσεις – βίαιες θα έλεγε κανείς λόγω της στενότητας χώρου και χρόνου – της εξηγούσε ένα θεώρημα για την ισχύ που προφανώς η Κοντοπάνου δεν είχε προλάβει να της το εμπεδώσει στην αίθουσα. Η Βίκυ είχε βάλει τα χέρια της ακριβώς πάνω από το μπιντέ, και το φρικιό κρατούσε τη χαλασμένη πόρτα – εξού και το τρίξιμο- για να μη μπει κανένας αιφνιδιάζοντάς τους. Θα έλεγε κανείς ότι τον βόλευε στις παλινδρομικές του κινήσεις. Από την μικρή σχισμή που παρακολουθούσε η έντρομη καθηγήτρια, ένιωσε μια μικρή ανατριχίλα, βλέποντας ότι οι φιλότιμες προσπάθειες του Φώτη ευχαριστούσαν τη Βίκυ- εκείνη στριφογυρνούσε με λαγνεία το κεφάλι της, με τα ξανθά μαλλιά της να έχουν μετατραπεί σε χαλινάρι για το δεξί – γεμάτο τατουάζ- χέρι του επιβήτορά της. Μη ξεχνάτε ότι το αριστερό κρατούσε την πόρτα, έτσι νόμιζε το φρικιό…Προς στιγμήν η Κοντοπάνου παρασύρθηκε, δαγκώνοντας τα χείλη της. Πιθανώς να σκέφτηκε πώς θα ήταν αν η ίδια ήταν η Βίκυ. Πιθανώς να σκέφτηκε «άντε να χαθούν τα παλιόπαιδα με κόλασαν», πιθανώς να αυξήθηκαν οι χτύποι της καρδιάς της. Τίποτα, όμως, δε μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά. Το γεγονός πάντως ότι επέλεξε την βολιδοσκόπηση ( ή μπανιστήρι) και όχι τον άμεσο αιφνιδιασμό κάτι σημαίνει. Η ηθική όμως, ξεκουλουριάστηκε τάχιστα από μέσα της, και την τσίμπησε, επαναφέροντάς τη στην πραγματικότητα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, και τράβηξε με δύναμη την πόρτα, στην οποία αναγραφόταν ένα πόνημα με αξιοπρόσεχτη ομοιοκαταληξία, γραμμένο προφανώς από κάποιον φίλο του φρικιού: « το μουνί σου φλόγες βγάζει/ λες και είναι πετρογκάζι». Το πόνημα ήταν προειδοποιητικό και δηλωτικό της ατμόσφαιρας που επικρατούσε πάνω από τη χέστρα. Ήταν έντονα γραμμένο με μαύρο μαρκαδόρο και το πετρογκάζι γραμμένο «πετρογγάζη». Η Κοντοπάνου όμως, δεν το έλαβε υπ’ όψιν (ούτε καν το χλεύασε) και έκανε αυτό που τις επέβαλε η ναρκωμένη για λίγο, ηθική της. Διέκοψε το ζευγάρι τη στιγμή της κορύφωσης, εκεί ,που η Βίκυ επιζητούσε κι άλλο, κι άλλο…
«Τι κάνετε βρε παλιόπαιδα εδώ πέρα;» ρώτησε η Θεοφανεία, κουνώντας δασκαλίστικα το χέρι. Το φρικιό ήταν έτοιμο να της επισημάνει το προφανές, αλλά η Βίκυ που κρατούσε μέσα στην τάξη τουλάχιστον τα προσχήματα, έσπευσε να πει την καθιερωμένη βλακεία «δεν είναι αυτό που νομίζετε». Η Θεοφανεία, όμως, που πολύ θα ήθελε να κάνει επίδειξη πνεύματος και να της πει «τι λες βρε τσουλίτσα, ότι άπλωνες τραχανά;», κατέπνιξε αυτή την επιθυμία, και πριν προλάβουν να ξεμπλοκάρουν οι εραστές, είχε ήδη βγει έξω και καλούσε συναδέλφους και διευθυντή για να τη βοηθήσουν στη διαπόμπευση της αμαρτωλής και του αμαρτωλού.
Φοβισμένοι οι καθηγητές μήπως έχασε κανένας μαθητής τις αισθήσεις του – κάτι που ήταν σύνηθες φαινόμενο- βγήκαν γρήγορα από τις αίθουσες, ενώ ο διευθυντής κατέβηκε το ίδιο γρήγορα από το γραφείο του στον ημιώροφο-μια τρύπα που όμως ήταν η μοναδική με σταθερή θέρμανση και μια μικρή τηλεόραση.
Βρήκαν μια Κοντοπάνου αναψοκοκκινισμένη, γεμάτη ταραχή να κάνει επιδεικτικά αέρα στα μάτια της, που τόσο βάναυσα είχαν πληγεί πριν μερικά δευτερόλεπτα. Επιπλέον το καλσόν της, είχε χάσει δεκάδες πόντους, είχε φτάσει σε όρια αχρήστευσης.
«Τι συνέβη κυρία Κοντοπάνου και δημιουργείτε αναταραχή;»
Εκείνη που ήταν έξω φρενών, αλλά είχε και το νου της μη τη σχολιάσει κανείς για το καλσόν, άρχισε να εξηγείται, τραβώντας ταυτόχρονα την φούστα της.«Τι έγινε, τολμάτε και με ρωτάτε τι έγινε; Παιδί έγινε και εσείς κοιμάστε τον ύπνο του δικαίου ακόμα…» φώναξε σαλιώνοντας το σημείο εκκίνησης του ξεχειλώματος.
Απορημένος ο διευθυντής, που ήταν ένας άνθρωπος της πιάτσας, κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται. Κοίταξε την Κοντοπάνου, που προσπαθούσε να καταπιεί, και του έδειχνε με επιμονή τις τουαλέτες. Εκείνος κατευθύνθηκε γρήγορα προς αυτές, αλλά η είσοδός του συνέπεσε με την έξοδο του φρικιού και της Βίκυς. Ο Φώτης προσπαθούσε να κλείσει το φερμουάρ που είχε μπλεχτεί στο μποξεράκι με τις νεκροκεφαλές, και είχε σκαλώσει άτιμα. Η Βίκυ με σπασμωδικές κινήσεις , είχε φτάσει πλέον στο τελευταίο κουμπί του πουκαμίσου της, και ταυτόχρονα προσπαθούσε να ισιώσει το μαλλί που είχε γίνει κατσαρό από το ροντέο του φρικιού.
«Τι κάνατε ρε παιδιά, με σκοτώνετε, ποιος την ακούει τώρα! Θα μας βγάλει στα κανάλια και θα τρέχουμε…» είπε χαμηλώνοντας την ένταση της φωνής του σε έναν πιο προσωπικό τόνο.
Η Κοντοπάνου που είχε πάρει στο κατόπι τον διευθυντή για να είναι παρών στην ετυμηγορία της ενοχής, μόλις το άκουσε έβγαλε καπνούς από τα ρουθούνια της. «Αυτό έχετε να πείτε κύριε διευθυντά, εδώ σε λίγο θα τους δίνουμε άδειες μητρότητας!»
«Μην υπερβάλετε σας παρακαλώ!» είπε εκείνος βάζοντας τη μάσκα της άγνοιας. Ο διευθυντής παίρνοντας σοβαρό ύφος προσπάθησε να υποβαθμίσει ένα γεγονός μείζονος σημασία για τη καθηγήτρια, που είχε γεννηθεί στο Κοπανάκι Τριφυλίας, και δε τα σήκωνε αυτά. «Ήτο μια άτυχη στιγμή, παρορμητική που δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Παρακαλώ ας δώσουμε τόπον εις την οργήν, και να μη χαλάσουμε το κλίμα ηρεμίας με το οποίο πορευόμεθα εις τας εισαγωγικάς εξετάσεις…»
«Τι λέτε τώρα, σοβαρολογείτε» ωρυόταν η Κοντοπάνου, γουρλώνοντας τα μάτια που κόντευαν να πεταχτούν έξω, από την ηρεμία και την ψυχραιμία που επιδείκνυε ο διευθυντής. Το φρικιό και η Βίκυ σαν τα κουτάβια ένευαν καταφατικά, προσπαθώντας να πείσουν την Κοντοπάνου να συναινέσει στην απαλλαγή των κατηγοριών, που η ίδια ξεστόμιζε.
Ο διευθυντής, την πήρε μαζί του λίγο πιο πέρα και προσπάθησε να την ηρεμήσει, εξηγώντας της, πώς αν το θέμα έπαιρνε διαστάσεις θα έπληττε και την ίδια. «Σκεφτείτε» της είπε «τι θα πει ο κόσμος. Ότι στο σχολείο που διδάσκει η Κοντοπάνου γίνονται όργια και ασχήμιες! Θα αφήσετε μια τέτοια διαβολή να αμαυρώσει την εικόνα του σχολείου μας;». Η Κοντοπάνου, που δεν τα είχε χάσει εντελώς, ήταν έτοιμη να του πει ότι ήταν διευθυντής στο χειρότερο λύκειο της πόλης, αλλά επειδή η κοινωνία ήταν μικρή αποφάσισε να μαζευτεί. Στην πραγματικότητα ο διευθυντής, που λίγο νωρίτερα απομάκρυνε με νοήματα τους άλλους καθηγητές που πλησίαζαν, την παγίδευσε. Την έκανε να πιστέψει ότι η σιωπή της ήταν το τελευταίο πράγμα, από το οποίο κρεμόταν η υπόληψη όλων, πριν βαλτώσει στις συκοφαντίες. Την έκανε δηλαδή θεματοφύλακα ενός μυστικού που δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί.
Μολαταύτα, όλοι ήξεραν ότι οι τουαλέτες ήταν πρώτης τάξεως…μοτέλ, εκτός από αυτή, η οποία παρότι άκουγε για τέτοια φαινόμενα στην τηλεόραση, δε πίστευε ότι θα έπλητταν και το δικό της χώρο. Πείστηκε οριστικά και γι αυτό, αλλά και για την ανεκτικότητα του διευθυντή του λυκείου, όταν λίγες μέρες αργότερα συγκλήθηκε συνέλευση των καθηγητών για ένα περίεργο θέμα. Ένας μαθητής, λίγο χοντρούλης, με φαρδιά βρακιά, όπως η Θεοφανεία αποκαλούσε τη μόδα hip-hop, κατηγορούταν ότι αυνανίστηκε στο τελευταίο θρανίο, την ώρα των Αγγλικών. Όταν ο μαθητής ενώπιον των καθηγητών του ρωτήθηκε γιατί το έκανε, εκείνος παρέπεμψε για την απάντηση στην καθηγήτρια των Αγγλικών, που εκείνη τη μέρα φορούσε ένα μπλουζάκι που τόνιζε το μπούστο της, και ένα λευκό λινό παντελόνι που τόνιζε την παρουσία ενός τάνγκα εσωρούχου, χρώματος μαύρου, στα τουρλωμένα και ομολογουμένως σφιχτά οπίσθιά της.
«Εγώ φταίω κύριε διευθυντά;» διερωτήθηκε ο χιπχοπάς, παίρνοντας ένα βλέμμα αθώας περιστεράς.
Η απάντηση λοιπόν δόθηκε και η πλειοψηφία των καθηγητών- που ήταν άνδρες- απεφάνθη ότι τίποτα δεν γίνεται χωρίς καμία αιτία. Απάλλαξαν το χοντρούλη και τις ορέξεις του από την κατηγορία – που είχε εντείνει και πάλι η Κοντοπάνου – και συνέστησαν στην αγγλομαθή καθηγήτρια να προσεταιριστεί το συντηρητισμό του λαού, του οποίου τη γλώσσα πάσχιζε να διδάξει στους μαθητές της. Η Θεοφανεία, σφίγγοντας με θυμό τα χείλια, είπε στον εαυτό της: «τι να σου κάνω ρε χοντρέ, έπρεπε να ήμουν εγώ κυρία των αποφάσεων! Θα σε ανάγκαζα να βάλλεις το μισό σου κώλο και πάλι μέσα στα πεσμένα βρακιά σου…». Φεύγοντας από την αίθουσα, η καθηγήτρια είπε στη συνάδελφό της, ότι θα ήταν προτιμότερο να φοράει και κανένα ταγεράκι που και που. «Εμείς δηλαδή που σκάμε κάθε τόσο, γιατί δε βγάζουμε έξω τους ώμους μας;». Η «Αγγλίδα», που ήταν φιλελεύθερων πεποιθήσεων, άνοιξε το στόμα για να της πει ότι η εξωτερική εμφάνιση του καθένα, είναι πρώτον θέμα προσωπικών επιλογών, και πώς, δεύτερον, δε θα την εμπόδιζε κανείς, να βγάλει έξω και τους δικούς της ώμους ή ότι άλλο ήθελε. Όμως, την πρόλαβε, ο διευθυντής. Έβαλε τους αντίχειρες πίσω από τις κόκκινες τιράντες του, και σκύβοντας ελαφρά πάνω από το κεφάλι της «αγγλίδας» της είπε ψιθυριστά: « Κι όταν λέμε να αλλάξατε την τακτικήν σας, δεν εννοούμε να πάτε εις το άλλον άκρο, αυτό του μοναχισμού…». Σήκωσε τα μάτια από το ντεκολτέ, πήρε το σοβαροφανές ύφος του, και επέστρεψε με επιδεικτικό βηματισμό προς την τρύπα του.




Ήταν γι’ αυτή, παραδείγματα προς αποφυγή. Από τη μια ο Πάκης, η προσωποποίηση της υποταγής, των μικρών και σίγουρων οριζόντων, του συμβιβασμού. Από την άλλη η Κοντοπάνου. Η παράδοση της ζωής και της πραγματικότητας, σε μαύρα κουτιά, που είχαν ως κέρατα διαβολικά, τις κεραίες τους. Η δαιμονοποίηση του διαφορετικού, η απόρριψή του, και ο χλευασμός του. Τους έδινε, ωστόσο, πάντα σημασία. Είχαν κάτι περίεργο, κάτι που σε ανάγκαζε να επινοείς τη συνέχεια των ζωών τους, μετά την αίθουσα διδασκαλίας. Να αναπλάθεις έτσι αλόγιστα το παρελθόν τους, και να καθορίζεις το μέλλον τους. Η Ελεονόρα, γι’ αυτό το λόγο, ήταν από κείνους που τους πρόσεχε μέσα στην τάξη. Τους ακτινογραφούσε, έμπαινε μέσα στο κεφάλι τους και ξεμπρόστιαζε τις σκέψεις τους, την ώρα που άλλοι έπαιζαν φιδάκι με το κινητό τους, ή έβαφαν τα νύχια τους. Ήθελε να βλέπει όσα κρύβονταν. Ακόμη κι αν δε το κατάφερνε, τις αρκούσε που μέσω τις φαντασίας της ήλεγχε τον Πάκη και την Θεοφανεία. Είχαν ενδιαφέρον, σε σχέση με τους άλλους- καθηγητές και συμμαθητές. Άνθρωποι συνηθισμένοι ήταν οι υπόλοιποι. Απελπιστικά ίδιοι. Συμβατικές κοκεταρίες και αδιάφοροι καζανόβες. Οι προσπάθειες της, δεν κατέληξαν πουθενά. Τέλειωσε το λύκειο πιστεύοντας ότι ο τράχηλος του Παρασκευόπουλου υπέμενε την παντόφλα της γυναίκας του, και ότι την Κοντοπάνου είχε σταματήσει να την πηδάει ο άνδρας της. Είναι αλήθεια ότι περίμενε σημαντικότερα αποτελέσματα μετά από τόσο καιρό επιμελούς παρατήρησης, αλλά πλέον δε την ένοιαζε. Της αρκούσε που είχε βρει τρόπο να εξαφανίζει για λίγο την πλήξη της.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια, για να σκορπίσει στον αέρα, το σύννεφο (ναι καλά θυμάστε αυτό που χρησιμοποιούσε ενίοτε και ο πατέρας της) που τις χρησίμευσε στις γρήγορες αναδρομές της. Οι μαθήτριες – που εν τω μεταξύ είχαν συγκεντρωθεί – είχαν βάλει τον Παρασκευόπουλο κάτω από τα τακούνια τους, προκειμένου να εντοπίσουν τα ονόματά τους σε εκείνα των επιτυχόντων. Εκείνος κατόρθωσε να απεγκλωβιστεί, περνώντας ενδιάμεσα από κάτι γοφούς, αλλά όταν διαπίστωσε ότι έλειπαν τα γυαλιά του ήταν αργά. Είχαν γίνει θρύψαλα από την πατούσα της Πηνελόπης. Της νταρντανοκοπέλας της Χριστιανικής Ένωσης, που από το νηπιαγωγείο ακόμα έτρωγε τις μπαγκέτες που σήμερα μετά κόπων και βασάνων έτρωγαν μέσα σε μία ώρα δύο «ακρίδες». Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, «ακρίδες» χαρακτηρίζονταν από την Πηνελόπη οι αδυνατούλες του σχολείου. Όταν κάποτε κάποιος εξυπνάκιας ρώτησε την Πηνελόπη αν ο Θεός επέτρεπε να μιλάμε έτσι για τον πλησίον μας, με εμφανή τα σημάδια μιας επιφανειακής ειρωνείας, εκείνη τον αποστόμωσε: «Γιατί δηλαδή ποιο είναι το πρόβλημά σου με τις ακρίδες; Κι αυτές πλάσματα του Κυρίου είναι!».
Τη στιγμή ακριβώς που διέκρινε την αγανάκτηση του Πάκη, ένιωσε δύο χέρια να καλύπτουν τα μάτια της. Ψηλαφώντας τα, ένιωσε την παρουσία της Βίκυς.
«Βίκυ!»
«Αναρωτιέμαι γιατί το κάνω, αφού πλέον έχεις μάθεις ακόμη και τη γραμμή του θανάτου στην παλάμη μου», απογοητεύτηκε για μια ακόμη φορά.
«Συνήθεια».
«Έχεις δει τα αποτελέσματα;»
«Όχι ακόμα. Περιμένω να ξεψυχήσει ο Παρασκευόπουλος πρώτα»…
Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν η μία στην άλλη. Με δύο βήματα, βρέθηκαν στο σβέρκο των άλλων κοριτσιών, που εναγωνίως προσπαθούσαν να εντοπίσουν το όνομά τους. Πολλές από αυτές, τα προσπερνούσαν, χωρίς να τα δουν, εξ’ αιτίας του άγχους τους. Η Ελεονόρα, σαρώνοντας, όπως ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής τα αρχεία του, τα ονόματα, εντόπισε το δικό της.
«ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ». Αυτό ήταν δίπλα στο όνομά της. Είχε πέσει λίγο έξω. Προδιέγραψε την είσοδο της στο αντίστοιχο τμήμα της Θεσσαλονίκης, αλλά οι βάσεις υπήρξαν αμείλικτες. Σκεπτόμενη την απόσταση που την χώριζε από την συμπρωτεύουσα, σκέφτηκε: «όσο πιο μακριά, τόσο πιο ανεξάρτητα!».
Την σκέψη της διέκοψε η τσιρίδα της Βίκυς.
«Ρε μαλάκα, μπήκα στο Μαθηματικό Ιωαννίνων!»
«Αλήθεια; Την έκατσες. Θα κουραστώ να βλέπω τα μούτρα σου. Ιστορικό στην ίδια πόλη!»
Είχαν εξαφανιστεί οι υπόλοιποι από γύρω τους. Δεν τις ένοιαζαν ούτε κλάματα αποτυχίας, ούτε κραυγές επιτυχίας. Αγκαλιάστηκαν, χοροπηδώντας επί τόπου. Τελειώνοντας το παρατεταμένο σφίξιμο που τις κούρασε, άκουσαν την Πηνελόπη. «Είναι βέβαιο ότι κάποιος μου έκοψε μονάδες. Ποιος διορθωτής του σατανά, το έκανε αυτό!». Εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι η Πηνελόπη περνούσε στην Νομική Αθηνών. Απλώς γκρίνιαζε επειδή μια άλλη στο φροντιστήριό της, την είχε ξεπεράσει κατά 30 μόρια.
«Πάμε να φύγουμε!»
«Και να μη ξαναγυρίσουμε!» είπε η Ελεονόρα.
Με αστραπιαίες κινήσεις, γύρισαν την πλάτη στις άλλες, που αν τις παρατηρούσες από μακριά, διαπίστωνες ότι λίγο διέφεραν από τις κότες, που η μία τσιμπά το κεφάλι της άλλης, για να πάρει καλύτερη θέση στο σιδερένιο πιάτο που γεμίζει καλαμπόκι, στα οργανωμένα κοτέτσια. Πιάστηκαν αγκαζέ, κουνώντας περιπαικτικά τους πισινούς τους, κοροϊδεύοντας τις κότες, που είχαν έλθει με τσάντες και με επισημοφανή ρούχα, να δουν σε ποια πόλη, μελλοντικά, θα μπορούσαν να βγάζουν τα μάτια τους, χωρίς να ίπταται το φραγγέλιο της οικογενειακής τιμής πάνω από το κεφάλι τους, σαν άλλη δαμόκλειος σπάθη. Είχαν απομακρυνθεί αρκετά. Στάθηκαν στο πεζοδρόμιο, συζητώντας τον τρόπο με τον οποίο θα έφευγαν.
Ξαφνικά ακούστηκε ένας ήχος βασανιστικός, αλλά που θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει η Βίκυ, ανάμεσα σε χίλιους άλλους. Ενέτειναν τα βλέμματά τους, προς την κάθοδο του δρόμου. Διέκριναν ένα ταξί, που γρήγορα τις προσπέρασε. Πίσω ερχόταν το Φίατ του φρικιού, που ανήγγειλε την έλευση του με μια διαπεραστική κόρνα –λες και δεν έφτανε η τεμαχισμένη εξάτμισή του. Είχε ένα ξεθωριασμένο κόκκινο χρώμα, διαφορετικές ζάντες σε κάθε λάστιχο, και ένα μεγάλο ράγισμα στο παρμπρίζ. Μαρσάροντας, και διαγράφοντας ελιγμούς, σταμάτησε απότομα μπροστά τους. Ο Φώτης βγήκε, και χωρίς να πει τίποτα έχωσε τη γλώσσα του, μέσα στο στόμα της Βίκυς.
«Σιγά ρε, θα πνιγείς!» είπε η Ελεονόρα
Η Βίκυ, αφού απαλλάχτηκε από τη μανία του φρικιού, είπε με ρουφηγμένα και κατακόκκινα χείλη:
«Πάμε στου Θανάση, για κανά καφέ;»
«Ωραία ιδέα» συμφώνησε το φρικιό, στρέφοντας το βλέμμα προς τη φίλη της φίλης του.
«Αν μου δείξεις, πότε πέρασες τελευταία φορά ΚΤΕΟ, ίσως και να με πείσεις!» ειρωνεύτηκε η Ελεονόρα.
«Έλα τώρα ρε Έλινορ μη μου τη σπάς! Άλλωστε το Φιατάκι το χω για μικρές διαδρομές εντός και εκτός πόλης. Ο γέρος μου, δε μου δίνει το καινούργιο, γιατί πιστεύει ότι ακόμη είμαι άσχετος»…
«Δηλαδή δεν είσαι;»
«Γιατί με χτυπάς εκεί που πονάω! ΟΚ. Το στόκαρα σε δύο μαντρότειχους. Μια φορά γιατί εκπαιδευόμουν στην όπισθεν, και μια γιατί μου είχαν κάνει το κεφάλι κουδουνίστρα κάτι τσίπουρα που έπινα στου Θανάση»…
«Κάνε Χο!» απαίτησε η Έλινορ – όπως την προσφωνούσε το φρικιό προς μεγάλη της ενόχληση – ανοίγοντας το στόμα σαν να επρόκειτο να περάσει από αλκοτέστ.
«Σοβαρολογείς μωρέ! Είμαι καθαρός, πριν από λίγο ξύπνησα…»
Ξέσπασαν σε γέλια, και επιβιβάστηκαν στο Φιατάκι. Η Ελεονόρα βολεύτηκε πίσω. Ένιωσε κάτι αιχμηρό στο σημείο που βούλιαξε – μιας και στα καθίσματα είχαν δημιουργηθεί βαθουλώματα από κάτι φίλους του οδηγού, που προφανώς έτρεφαν καλά τους πισινούς τους. Ανασηκώθηκε, και διαπίστωσε ότι είχε πλακώσει ένα κουτί πίτσας. «Καλά ρε ούτε αυτό δεν πέταξες. Θα εμφανιστούν σκουλήκια σε λίγο!» υπερέβαλε η Ελεονόρα.
Το φρικιό, έβγαλε μια βαριά ανάσα, επειδή δεν μπορούσε – και δεν είχε όρεξη – να ανοίξει διάλογο μαζί της. «Ρε συ τον έπρηξες!» τον υπερασπίστηκε η Βίκυ. «Κοίτα μη βρεις κανένα τσόπ στίκ στο κώλο σου, και μετά θα σου πω εγώ!» απάντησε εκείνη. Το φρικιό, άνοιξε το στόμα, και τους έκανε την τιμή να μιλήσει –είχε ήδη πει πολλά πριν και είχε κουραστεί… « Δε μου αρέσουν τα φαγητά των μικροτσούτσουνων ούτε των Γιαπωνέζων…»
Και για να την εκδικηθεί, που του τάραξε τη νιρβάνα του εγκεφάλου του, έβαλε μπροστά εν ριπή οφθαλμού στο Φίατ, και σπινάρισε , για να την ταράξει, με την κρυφή ελπίδα ότι θα σταματήσει να τον πειράζει πρωινιάτικα. Ήταν κάτι που γινόταν κάθε τόσο, αλλά δεν πείραζε καθόλου το φρικιό, γιατί είχε αντισώματα από παλαιότερες ειρωνικές επιθέσεις της Ελεονόρας. Ήταν βέβαιος ότι τον συμπαθούσε, και υπέμενε τα πάντα.
«Σιγά ρε γλόμπο!» τσίριξε η Ελινορ, πέφτοντας και πάλι στα βαθουλωμένα καθίσματα. Είχε μπει προηγουμένως ανάμεσα στα δύο μπροστινά καθίσματα, για να την ακούν καλύτερα, ακριβώς πάνω από το ενσωματωμένη σταχτοθήκη, που φυσικά άρχιζε να ξεχειλίζει από τα αποτσίγαρα.
«Επιτέλους!» ακούστηκε η Βίκυ.
Στρέφοντας το κεφάλι προς το τζάμι, δημιούργησε μια μικρή τρύπα στο σκονισμένο τζάμι, για να μπορεί να βλέπει τα δέντρα και τους ανθρώπους, που κινούνταν σε αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν κάτι που από μικρή την ενθουσίαζε- άγνωστο γιατί. Η Βίκυ έσκυψε για να βρει τον αναπτήρα που είχε πέσει ανάμεσα στα πόδια του φρικιού, ανάμεσα στο γκάζι και το φρένο.
«Εεε! Υπάρχουν και ανήλικα εδώ μέσα, προσέξτε!»
Η Βίκυ γύρισε, την κοίταξε με ένα εύγλωττο, γεμάτο αγανάκτηση βλέμμα, και της είπε: «Τι να σου πω μωρέ κακέκτυπο της Κοντοπάνου. Το νου σου στη διαστροφή!»Ξέσπασαν όλοι σε γέλια.
Ο αρχαίος τάφος

Διήγημα
Κοιμήθηκε μόνο μισή ώρα. Δεν την άφηνε ο Βασίλης, που ερχόταν τα βράδια για παρέα, επειδή ακόμη και στον κάτω κόσμο ήταν απόκοσμος. Έβγαινε, ξεγελώντας τον Κέρβερο και τις παρείσακτες σκιές καταλήγοντας στο σπίτι του, όπου η γυναίκα του, περίμενε τα λυτρωτικά στερνά της. Με ανοιχτά μάτια η Κωνσταντούλα, περίμενε κάθε βράδυ υπομονετικά, το σημάδι της άφιξης. Ένα μικρό αεράκι, ζεστό κι πνιγηρό, που την κύκλωνε, σκεπάζοντας μια κουβέρτα γεμάτη τρύπες και λαδιές, που κουτσοκάλυπτε το κουφάρι της. Έμπαινε, χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Έσπρωχνε την λεπτή τζαμαρία, ξεμανταλώνοντας πρώτα τα ετοιμόρροπα παραθυρόφυλλα. Οι λαδιές του κουρελιού της χρόνιες, αποτελέσματα απροσεξίας, και οι φόλες που την σκέπαζαν σημάδια των κατοπινών της φίλων. Κάποιων αρουραίων που δε μπορούσε να εκτιμήσει τον αριθμό τους, αλλά που αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Προς το παρόν αρέσκονταν, μάλλον αρκούνταν σε παλιόρουχα, αλλά κανείς δε μπορούσε να προβλέψει τις μελλοντικές τους διαθέσεις. Το καταλάβαινε από τις πολλές ουρές που έβλεπε να μπαινοβγαίνουν από τις τρύπες των παλιωμένων τούβλων που απάρτιζαν το ζωντανό της τάφο. Μόνο τις ουρές όμως, γιατί τα μάτια κινούνταν αργά, και οι υποχθόνιοι συγκάτοικοι έβρισκαν το χρόνο να κρύψουν την τρομακτική τους μορφή.
«Καλώς τον» ξεστόμιζε συνέχεια και σηκωνόταν από το νοτισμένο στρώμα με βογκητά, που επέτειναν το πόνο της ξεχαρβαλωμένης της μέσης. Ο αγαπημένος της άνδρας, παρότι είχε στο χώμα σχεδόν τρία χρόνια, εξακολουθούσε να είναι απαιτητικός. Ζυμωτό ψωμί και ένα κομμάτι τυρί πνιγμένο στο λάδι ήταν το γεύμα του. Κάθε βράδυ, εδώ και τρία χρόνια, δύσκολα και μοναχικά τις μέρες, κουραστικά και νοσταλγικά τα βράδια, η Κωνσταντούλα τα έλεγε με τον άνδρα της και ξεθύμαινε. Για την ακρίβεια, εκείνη τα έλεγε, κι αυτός, συγκατανεύοντας δε σηκωνόταν ρούπι από το πιάτο. «Ποιος ξέρει καημένε, τι βρωμιές σας ταϊζουν εκεί κάτω» αναρωτιόταν και κουνούσε απογοητευμένη το κεφάλι.
Το σπίτι της γριάς ήταν ένα ερείπιο ανάμεσα στα άλλα, με τη διαφορά ότι τα υπόλοιπα δεν κατοικούνταν εδώ και τουλάχιστον τριανταπέντε χρόνια. Η Κωνσταντούλα δε δέχθηκε να ξεσπιτωθεί, μετά την απελευθέρωση, (και τους βομβαρδισμούς που έπληξαν τα σπίτια στη διάρκεια του πολέμου αλλά και τις ρουκέτες του εμφυλίου), για να κατέβει στον κάμπο και να διεκδικήσει ένα κομμάτι γης, με κλήρο, όπως αποφάσισαν οι συνταγματάρχες στα χρόνια της δικτατορίας. Είχε ριζώσει στο λόφο της, όπου λογιζόταν για βασίλισσα. Ήταν μεγάλο προνόμιο να βλέπεις την πούλια και τον αυγερινό από πρώτο χέρι. Δε τη δελέασε ούτε η προοπτική ενός καμπινέ, κοντά στα σπίτια, που τότε οι χωριανοί της είχαν να το λένε. «Μαζί με το πουλί τ’ Απρίλη, γινήκαμε άνθρωποι, θα χέζουμε χωρίς να μας τρώνε τα κωλομέρια οι τσουκνίδες» αναφωνούσαν τότε. Ενδεχομένως αυτό το επιχείρημα να συντηρείται δυνατό, ακόμη και τώρα στην περιοχή, όπως και η πλάνη ότι οι συνταγματάρχες, ήταν ανοικοδομητές της νεοσύστατης (τότε) χέστρας αλλά και της πατρίδας. Μέσα στην απλότητα ήθελε να ξοφλήσει τα τελευταία γραμμάτια της ζωής, με ένα μπουκωμένο τζάκι που δε κατάπινε σωστά τα καυσόξυλα, και τρεις εικόνες της Παναγίας, να της δίνουν κουράγιο. Καντήλι δεν είχε. Το τελευταίο το έσπασε ένα τρωκτικό, με αποτέλεσμα να ανάβει ένα κερί, για όση ώρα διαρκούσε η προσευχή της, και μετά να το σβήνει. «Καλύτερα έτσι» έλεγε, «από το να σπάσει ο διάολος το ποδάρι του, και φύγει καμιά φλόγα και με κάψει»…
Μπορεί να είχε συμβιβαστεί με την αδυναμία της να αφήσει την αθλιότητά της, αλλά το θάνατο τον ήθελε αξιοπρεπή. «Ακόμη κι αν αρχίζω να σαπίζω στα σεντόνια μου, κάποιος χριστιανός θα μυρίσει τη βρώμα απ’ το κουφάρι μου, και θα με πετάξει στο τάφο, μαζί με το Βασίλη» συλλογιόταν, έτσι, χωρίς να νοιάζεται ακόμη και αν την επόμενη στιγμή, ερχόταν ο Χάρος επίσκεψη. Το πίστευε καθώς το σπίτι της ήταν στην άκρη του δρόμου, που οδηγούσε στα λιοστάσια. Καμιά φορά όταν την έβλεπαν να σκαλίζει τον κήπο της, που ήταν ουσιαστικά και ο χώρος κύριας δράσης της εκτός σπιτιού, κάποιοι με τα αγροτικά, της πατούσαν κόρνες, για να τη χαιρετήσουν. Αν για πολύ καιρό, έβλεπαν την καμινάδα ανενεργή θα έβαζαν το κακό με το μυαλό τους και θα βοηθούσαν, έτσι προεξοφλούσε. Λίγοι βέβαια κι αυτοί, αλλά με τίμια καρδιά. Όπως ο Αλέξανδρος ο ταχυδρόμος, που την ανακάλυψε κάποτε με το πόδι πρησμένο, πεσμένη κάτω και βρώμικη. Είχε στραμπουλίξει το πόδι της στα βράχια που περνιόταν για σκαλιά του σπιτιού της, καθώς ήταν χτισμένο στους πρόποδες του μεγάλου λόφου, που ήταν και το μπαλκόνι του κάμπου. Ο ταχυδρόμος κατ’ εξαίρεση ανέβαινε στο «Παλιό Χωριό», όπως βαπτίστηκε η κατεστραμμένη συνοικία των πολέμων, για να δίνει τα ψίχουλα στη γριά, που τα χαρακτήριζε σύνταξη ικανοποιητική, μέσα στον κόσμο αυτάρκειας που είχε στήσει, καιρό πριν, όχι μόνο τώρα την περίοδο της μοναξιάς της. Σε αυτό είχε βοηθήσει και ο άντρας της, που είχε την τσιγκουνιά στο αίμα του. Προτιμούσε να ζει πρωτόγονα, και να τα κρατάει σε απίστευτες φυσικές κρυψώνες, παρά να τα δίνει από δω και από κει. Πίστευε ότι θα αυγάτιζαν από μόνα τους, όπως τα γαϊδουράγκαθα.
Με δυσκολία έφτανε το τρίκυκλο του ταχυδρόμου, στο σπίτι του μακαρίτη του Βασίλη. Ο δρόμος ήταν γεμάτος κροκάλα ποταμίσια, καθώς όπως λένε οι γραμματισμένοι, στα αρχαία χρόνια, την ευρύτερη περιοχή κάλυπτε μια θάλασσα φοβερή που είχε καταπιεί κάμποσα πλοία και είχε ξεβράσει στις ακτές της πολλούς ναυτικούς.
Η απόφαση του ταχυδρόμου να ζορίζει το σαράβαλό του, σε δύσβατες ανηφόρες, προκειμένου να παραδίδει κάθε αρχή του μήνα τα λεφτά στην Κωνσταντούλα δεν ήλθε αμέσως, ούτε προήλθε από αγνά και ειλικρινή αισθήματα φιλανθρωπίας. Η γριά, μια μέρα, με κίνδυνο να πέσει και να τσακιστεί στους ύπουλους χωματόδρομους, που οδηγούσαν στο νέο χωριό, στον κάμπο, επειδή δε μπορούσε να πατήσει και φρένο σε ένα ενδεχόμενο κατρακύλισμα, αποφάσισε να λαδώσει τον Αλέξανδρο για να της κάνει τα λεφτά κατ’ οίκον (ο θεός να το κάνει) διανομή . Μια μέρα, πρώτη του Νοέμβρη, φόρεσε την κάπα την χνουδωτή του Βασίλη, έσφιξε μια αυτοσχέδια γκλίτσα από ξύλο μουριάς στο δεξί χέρι, και έφτασε στην πλατεία του χωριού. Στο καφενείο του Σουλιώτη του Φραγκοφονιά, που διατηρούσε τετράδιο για βερεσέδια, ακόμη και για τους πικροελληνικούς που σερβίριζε. Κάθε ελιά που συνόδευε τα ούζα ή τα τσίπουρα χρεωνόταν κανονικά και με τον (κερδοσκοπικό) νόμο. Συνήθεια κατοχική, που δεν άλλαξε, παρότι και καλό μέρος του ‘λαχε στο κλήρο της γης, και φίνο μαγαζάκι έστησε στο νεοσύστατο χωριό. Η Κωνσταντούλα πλησίαζε. Ένας πελάτης, σήκωσε το βλέμμα από τις φουσκάλες του καφέ, και διέκρινε πίσω από το στρώμα πηχτού καπνού, που δημιουργούσαν τα άφιλτρα τσιγάρα, μια γερμένη μαύρη σκιά, που μετά βίας κινούταν. Ρώτησε ποιος ή ποια ήταν, και του απάντησαν, ότι ήταν η γυναίκα του μακαρίτη του Βασίλη του επιστάτη.
«Από το πολύ σκύψιμο η καημένη η γριά, σε λίγο θα μπει πριν την ώρα της στο χώμα» είπε πικρόχολα ο Σουλιώτης.
«Έτσι όπως κατάντησε…Νεκρός ο άντρας, φευγάτο το μοναχοπαίδι, τι την θέλει τη ζωή;» είπε ένας άλλος, συνεχίζοντας αυτό το μείγμα άπονης συμπάθειας.
Η Κωνσταντούλα, κόλλησε το πρόσωπο στη τζαμαρία, και έκανε νόημα στον ταχυδρόμο να βγει έξω. Εκείνος σηκώθηκε από το ένα γωνιακό τραπέζι, τακτοποίησε λίγο τα χαρτιά του, αλλά το σακούλι με τα λεφτά τα έβαλε κάτω από τη μασχάλη – εμπιστοσύνη δεν έβαζε σε κανέναν, ούτε στη μαϊμού του Φραγκοφονιά, μολονότι είχε ημερέψει και είχε και μια αλυσίδα περασμένη στο λαιμό.
Ήταν η μέρα που όλη η τρίτη ηλικία, μαζευόταν στο καφενείο, να πάρει τα λεφτά του μήνα, και έπειτα να χάσει, εν ριπή οφθαλμού, ένα μέρος αυτών στην πρέφα και το «Θανάση».
Ο ταχυδρόμος τα συμφώνησε με τη γριά. Από τότε θα κατέβαινε από το ησυχαστήριό της, μόνο για δύο λόγους. Τον μπακάλη, γιατί δε λογάριαζε από ψυχοπαίδια και ευσυνειδησία εμπόρων, και το νεκροταφείο, που το εξόρισαν αρκετά μακριά για τα κυβικά της. Πείραζε τον εαυτό της, και έλεγε «μόνο μια φορά θα πάω γρήγορα στο νεκροταφείο, όταν θα με πάνε τέσσερις στα χέρια, με παπά και με πικρά κατευόδια»…




Ο τόπος της ίδιος, χειμώνα και καλοκαίρι. Μικρός και ανυπόφορος. Η αυλή ερείπιο κι αυτή. Μια ελιά αιωνόβια, που γλίτωσε την πυρά, έστεκε τρομακτική απέναντι ακριβώς από το παράθυρο. Παλιά κρεμούσε ανάποδα στα κλαδιά της τη ρίγανη, που τις έφερνε ο άντρας της, όταν ανέβαινε στο βουνό. Είχε βαριά σκιά η ελιά, πυκνά φύλλα, και μπόλικη μαγεία – για λιόδεντρο που ήτανε. Έτσι μονολογούσε μόνη, όταν ξαπόσταινε στις ρίζες της. «Όλοι φεύγουν μα εσείς εδώ, το θάνατο του χεριού σας τον έχετε, συμφωνημένα μου φαίνεται πώς είναι όλα» συμπέραινε, κάθε φορά που έβλεπε τα κομμένα κλαδιά τους, να ξαναφυτρώνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας. Από την άλλη τα θαύμαζε, γιατί η γιατρειά τους ήταν εύκολη, ούτε νοσοκομεία, ούτε φάρμακα, μόνα, δειλά στην αρχή, και έπειτα με ρυθμό επιθετικό, να στυλώνονται, να μεγαλώνουν, για να ξαναπέσουν από το δρεπάνι του ανθρώπου.
Ένα τετράγωνο στραβό, όλος της ο κόσμος. Οι λάσπες περισσότερες από χώμα διαβατό. Γούρνες βρώμικες, γεμάτες με ζωύφια αρχαία και πνιγμένα βατράχια. ‘Ένα κοτέτσι μπορντέλο, και ένα σκυλί, ξάδερφος του κόπρου του Οδυσσέα. Έγλυφε - όσο μπορούσε – το ψωριασμένο του κορμί, μετρώντας πιθανότατα και τα κόκαλά του, που σιγά σιγά θρυμματίζονταν από την ακινησία. Ξεχάσαμε να πούμε, πώς είχε μόνο τρία πόδια, το τέταρτο του το είχε κόψει ο μακαρίτης, για να είναι ευσυνείδητος φύλακας, και να μη το σκάει τις νύχτες, κάνοντας τρέλες με σκύλες ξεστρατισμένες. Τοιουτοτρόπως, και αποκρουστικός γαμπρός γινόταν (μολονότι το πουλί εξακολουθούσε να κρέμεται μαραζωμένο) και πολύ μακριά ήταν αδύνατο να πάει, λόγω της επίκτητης αναπηρίας που του επεφύλαξε πριν μπει στο τάφο, ο Βασίλης ο επιστάτης, άρχοντας των καμπαναριών και των καντηλιών της εκκλησιάς του Αγίου Συμεών.
Η απουσία του άνδρα της, σήμανε και τη δική της παράδοση στη ρημαγμένη ζωή. Όπως ξέχασε να προστατεύσει το κοτέτσι της, έτσι ξέχασε και να φυλαχτεί, από τις συνέπειες που κυνηγούν μια γυναίκα μόνη, σε μια μεριά απόμερη, που έμοιαζε να είναι έξω από την πραγματικότητα. Σκεφτείτε το, μια γυναίκα αδύναμη, έτοιμη για το μοιραίο και συμβιβασμένη, ήταν το ιδανικό θύμα. Οι κρυψώνες των λιγοστών χρημάτων της άλλαζαν συνεχώς, και η αβεβαιότητα μεγάλωνε χωρίς την ανδρική προστασία. Στην αρχή ήταν μια λαξευμένη στο βράχο θέση, στο πάτωμα, καθώς το βουνό είχε θεμελιώσει το σπιτικό της. Μια παλιά κουρελού, καλύπτρα, απεδείχθη ανίκανη να παραπλανήσει τα μάτια των σκιών που έμπαιναν στο σπίτι της, και δημιουργούσαν ακαταστασία, στην ήδη μπερδεμένη καθημερινότητά της. Έμπαιναν από όποια τρύπα έβρισκαν, άφηναν τις γρήγορες ανάσες τους να τρομοκρατήσουν τη γριά, χτυπούσαν με δύναμη τους τείχους, πιθανότατα με παλούκια και μαχαίρια, και έστελναν φρουρό δίπλα στο κρεβάτι της ανήμπορης, ένα σκυλί λυσσασμένο, με βρυχηθμούς που έβγαιναν από τα έγκατα της κολάσεως, για να την επιτηρεί την ώρα που θα έβρισκαν τη νέα γωνιά που φύλαγε τα λιγοστά της χρήματα. Ούτε το μισό σακί αλεύρι, που τα έχωνε, ούτε το εικονοστάσι, και συγκεκριμένα ο άγιος Νικόλαος πίσω από τον οποίο τα τοποθετούσε, ήταν μέρη ικανά να παραπλανήσουν τις σκιές Στην αρχή ήταν σκιές, έτσι νόμιζε, αλλά γρήγορα έπαιρναν σάρκα και οστά. «Μη βγάλεις μιλιά» τις είπε κάποτε μια σκιά, «γιατί θα πάς να βρεις τον άντρα σου τώρα»… Μια άλλη σκιά, προδόθηκε κάποτε από τις βιολογικές τις ανάγκες, αφήνοντας ανεξέλεγκτα, τα προερχόμενα από τον πισινό της, αέρια, να αναμειχθούν και να εκτοπίσουν τις άλλες μυρωδιές που μονοπωλούσαν τον σπιτικό αέρα, της ναφθαλίνης, και του αποξηραμένου χαμομηλιού. Όλο και κάποιος άτιμος, θα είχε ακούσει ότι ψηλά στο βουνό υπήρχε μια ανήμπορη γριά, που εξακολουθούσε βλακωδώς, να κρύβει τα λεφτά της μέσα σε ένα σπίτι εντελώς ξέμπαρκο. Τι περίμενε δα η Κωνσταντούλα, την προστασία των αδυνάτων; Η πόρτα, μάλιστα κλειδωνόταν με μια αυτοσχέδια αλυσίδα, φτιαγμένη από φλούδες φρεσκοκομμένων κλαδιών, και την αντίσταση συμπλήρωνε, χαμηλά, μια κοτρόνα, που για να την μετακινήσει επιδείνωνε το ξεχαρβάλωμα της μέσης της- που λέγαμε. Δε σέβονταν οι σκιές οι λαίμαργες, ούτε το γεύμα του Βασίλη, που αν το έβρισκαν εκτεθειμένο, το κατασπάραζαν. Και ερχόταν η απορία στο στόμα της. «Μα ούτε αυτούς του κάτω κόσμου δε σέβονται»! Ο Άγιος Νικόλαος ένευε από το εικονοστάσι θλιμμένος. «Τι να σε κάνω τώρα;» του αποκρίθηκε, μια νύχτα, με θυμό «αν ήσουν καλός και εσύ, θα τους μαρμάρωνες την ώρα που έβαζαν χέρι στο…παγκάρι»!
Ο Βασίλης, τις νύχτες εκείνες, ερχόταν κατόπιν εορτής. Είχε, μάλιστα, και την απαίτηση για φαγητό! Ο χέστης…

Τρίτη, Απριλίου 08, 2008


Η ανεξάρτητη
Διήγημα
Η ώρα είναι δύο το μεσημέρι και η Βέρα έχει κολλήσει σε μια διασταύρωση, με το αυτοκίνητό της, ένα παλιό μοντέλο Hundai ( ξέρετε από εκείνα που η μούρη τους δεν ξεπερνά την ανθεκτικότητα ενός τσιγαρόχαρτου) και περιμένει τον Γρηγόρη του φαναριού. Το μυαλό της είναι χαμένο, και σε αυτό βοηθά ο ήλιος, που έχει κατακάψει τη λαμαρίνα και έχει τρυπώσει στα πιο ευαίσθητα σημεία του πληθωρικού σώματός της. Αυτά που εύκολα εκκρίνουν σωματικά υγρά, μόλις η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας ξεπεράσει την αντίστοιχη του σώματος. Μουσική δεν υπάρχει. Χάλασε το cd player. Αναγκάζεται και ακούει ενημερωτικές εκπομπές. Σχόλια για την τρέχουσα κατάντια του τόπου, την ακρίβεια, και τη ρεμούλα. Κάποιοι βιάζουν τα μικρόφωνα του ραδιοφώνου, μπουκώνοντάς τα με τις σπασμένες φωνές τους, και ενδεχομένως με τις στάλες σάλιου που εκστομίζουν, θεωρώντας ότι με το γκάρισμα αντισταθμίζουν τα χαζά επιχειρήματά τους. Σκέφτεται ότι πρόκειται για πουριτανικές μαλακίες.

Φοράει μια στενή σχετικά φούστα, κάτι που δεν της επιτρέπει να ανοίγει τα πόδια – ευτυχώς που μπορεί να κινεί γρήγορα τα πόδια στα πεντάλ! Πριν δύο ακριβώς χρόνια, το τζιν είχε γίνει δεύτερο δέρμα της. Τώρα τα καλσόν την περιορίζουν. Οι γόβες συμπιέζουν τα άκρα της. Οι μπότες με το εφαρμοσμένο σίδερο μπροστά, αυτές που ξύνονται λίγο στη μύτη, για το καλό της εμφάνισης, έχουν καταχωνιαστεί σε ένα κουτί, κάτω από το κρεβάτι της. Είχαν σακατέψει πολλά αρχίδια, απίθανων τύπων, που νόμιζαν ότι μπορούν να την πειράζουν σε σκοτεινά δρομάκια, στην επιστροφή για το σπίτι, περασμένες ώρες. Το μακιγιάζ της, είναι αδιάβροχο, αλλά η καύτρα του ήλιου το αναμιγνύει με τον ιδρώτα και νιώθει μια δυσφορία. Το σουτιέν είναι κάπως στενό, και το πουκάμισο, ότι πρέπει για τη δουλειά της, σφιχτό μπροστά, έτσι που τα στήθη να ασφυκτιούν, και να ψάχνουν διέξοδο προς την ελευθερία. Ο Σταμάτης του φαναριού ακόμη να ξεκουμπιστεί. Παραείναι αργός τελικά. Μία κόρνα διακόπτει αυτή τη μαστούρα του μεσημεριού, που γίνεται εντονότερη, μετά από τις δύο μεγάλες γουλιές από το κουτάκι της μπύρας, στην άδεια θέση του συνοδηγού. Ο Σταμάτης έφυγε! Πότε; Τα κορναρίσματα πολλαπλασιάζονται, αλλά τώρα ακούει το έκτο. Ανοιγοκλείνει τα μάτια γρήγορα. Όπως ένας τυφλός που ξαναβρίσκει το φως του. Το ότι το τσιγάρο περιέχει δύο φυλλαράκια χασίς, δε λέει τίποτα. Άλλωστε επέστρεφε από τη δουλειά.
«Άντε μωρή ξεκαβάλα, δε το βλέπεις το πράσινο τόση ώρα;» ακούγεται μια φωνή από το αμέσως επόμενο αυτοκίνητο της σειράς, από ένα χοντρό κεφάλι με ξεχειλωμένα μάγουλα.
Η Βέρα κατεβαίνει με σφιγμένα τα χείλια από το αυτοκίνητό της, σαν έτοιμη από καιρό, και δίνει μια πολύ δυνατή σπρωξιά στην πόρτα. Με μεγάλα βήματα (σκίστηκε η φούστα!) φτάνει κοντά στο ανοικτό παράθυρο του άσπρου βάν, βγάζοντας ταυτόχρονα τα παπούτσια της, για να περπατήσει γρηγορότερα, με δώδεκα εκατοστά τακούνι έκαστο. Σηκώνει το κάπως κατεβασμένο καπέλο του οδηγού του, και τον κοιτάει στα μάτια.
«Το βλέπεις αυτό μεγάλε;» ρωτά ήρεμα, αλλά με την ένταση να την τσιγκλάει.
«Τι θα γίνει θα πάρεις τα βυζιά σου να φύγεις έχουμε και δουλειές!» λέει αυτός, χωρίς να την κοιτάει, υποτιμώντας την.
«Γιατί είσαι τόσο εριστικός ρε μπούλη;» ρώτησε με ένα βλέμμα γεμάτο ειρωνική απορία, αλλά χωρίς θυμό. Ο τελευταίος ανέβαινε με το αίμα στον εγκέφαλο, σιγά αλλά σταθερά.
«Τέλειωνε γιατί θα κατέβω κάτω και θα φορτώσω και σένα και το κοφίνι σου!» είπε ο ευτραφής κύριος, με το διπλό σαγόνι, και τη μεγάλη μπλούζα με μια τεράστια τρύπα στο μέρος των πλευρών του. Δύο τεράστιες άσπρες κηλίδες, παράταιρες, μαρτυρούσαν ότι η χλωρίνη είχε επέμβει στο χρώμα. Ο φραπές του, μέσα σε ένα γυάλινο ποτήρι, στην ειδική θέση του, άρχιζε να πιάνει αυτή την πολύ αποκρουστική κρούστα, που αναδεικνύει το μαραμένο αφρό, και κολλάει απίστευτα στα χέρια και το στόμα. Αυτή η πέτσα, με φόντο το πολύ βρώμικο παρμπρίζ, μαρτυρούσαν ότι ήταν λίγο βρομιάρης.
«Αυτό λέγεται γόβα» είπε δείχνοντας το πέλμα του παπουτσιού «και αυτό που εξέχει σαν καρφί λέγεται τακούνι, και πρόσεχε μη σου κάνω λιποαναρρόφηση με αυτό χοντρέ!».
Εκείνος αιφνιδιάστηκε τόσο από την επιθετικότητά της, που άλλαξε τακτική. Σκέφτηκε ότι μπορεί να είναι από εκείνες τις λυσσασμένες τριαντάρες, που δοκιμάζουν ότι κινείται μπροστά τους. Η μορφή της δεν απείχε από αυτή την κατηγορία, εκείνο το μεσημέρι. Μερικές είναι τόσο κυκλοθυμικές, που μπορεί και να πέσουν ευκολότερα, σκέφτεται ο οδηγός με τα πλαδαρά μπράτσα.
«Τι θα έλεγες να μου δώσεις το τηλέφωνό σου, να τα πούμε κάπου πιο ήσυχα και εκεί κάνε μου ότι θες, ακόμη και μασάζ!»
« Που ζεις ρε; Εγώ πριν έσπαγα μπάτσους στο ξύλο, στα «ντού» που κάναμε στο Ελληνικό σε συναυλίες με χοντρά ναρκωτικά, είχα όποιο γκόμενο γούσταρα με τρία πτυχία (αλλά άφραγκους), και εσύ με αυτή τη μούρη μου τα ρίχνεις;»
Ο οδηγός δε κατάλαβε αρχικά τι σκατά ήθελε να πει και γιατί του απάντησε όπως του απάντησε. Ακάθεκτος όμως συνέχισε, σηκώνοντας ερωτιάρικα το δεξί του φρύδι.
«Γιατί όχι. Στο κρεβάτι όλες άλλα ζητάτε»…
«Πάς καλά ρε απολειφάδι των μαμούθ;» ρώτησε σηκώνοντας το χέρι της σε στάση απειλητική και δείχνοντας το πρόσωπό του, το οποίο είχε μεγαλώσει από το θράσος.
«Καλά! Άντε πήγαινε… Να φύγουμε καμιά ώρα, περιμένουν νοικοκύρηδες τα πράγματά τους» είπε και έδειξε με τον αντίχειρά του προς τα πίσω, τον αποθηκευτικό χώρο, όπου συντηρούνταν γαλακτοκομικά προϊόντα.
«Χέστηκα ρε για τους νοικοκύρηδες! Αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που άφησα τη σιδερογροθιά στο σπίτι, αφού ξέρω ότι πέφτω πάντα πάνω σε μαλάκες»…
Μέσα σε ένα κυκεώνα ύβρεων, έξυπνων και μη, η Βέρα άφησε πίσω της τον οδηγό του βάν, και μπήκε στο αυτοκίνητό της. Αναθεμάτισε την ώρα που αναγκάστηκε να υποστεί μια συναναστροφή εντελώς κατινίστικου επιπέδου. Όμως, τι να γίνει, πρέπει τα αποθέματα θυμού, κάπου να διοχετεύονται, γιατί σε περίπτωση που συμπιεστούν περαιτέρω σε χώρο πλήρη, τότε η έκρηξη είναι αναπόφευκτη. Το σπίτι της είχε γεμίσει από τα θραύσματα των εκρήξεών της, σε κάθε γωνιά, όταν ανυπόφοροι διάλογοι με τη μάνα της κατέληγαν στα ίδια και τα ίδια αποτελέσματα.
Ανεβάζοντας τις ταχύτητες, γιατί ένιωθε ότι έπρεπε να ξεσπάσει στο γκάζι, σκεφτόταν πώς δύσκολα θα την αντιμετώπιζε έτσι ο τύπος, αν την έβλεπε πριν από δύο χρόνια. Με πέτσινο μπουφάν, έντονο και εκφοβιστικό μακιγιάζ, μαύρα νύχια και χείλια, εξεζητημένα σκουλαρίκια φτιαγμένα από βρώμικο τσίγκο, και τρυπημένο τζιν σε εκατό σημεία, δύο από αυτά κάτω από τους μηρούς της. Και μέσα στην κωλότσεπη, ένα μικρό, αλλά κοφτερό ξυράφι, για τις πιο δύσκολες ανάγκες.


Στο κέντρο της πόλης η κυκλοφορία ήταν αδυσώπητη, και δε μπορούσε να αφεθεί σε σκέψεις. Τα μάτια της πολλαπλασιάστηκαν, για να ελέγχουν τους καθρέφτες. Είναι συνηθισμένο το φαινόμενο να εντοπίζεις γρατσουνιές στις πόρτες του αυτοκινήτου σου, μετά από ώρες, μέρες ή εβδομάδες, και να αναζητάς, κατόπιν εορτής, το δράστη. Έφτασε στο τετράγωνο που βρισκόταν το σχολείο του Πέτρου, μετά από κάμποσες βρισιές, σταματώντας και ξεκινώντας αμέτρητες φορές. Πάρκαρε σε ένα κενό ανάμεσα σε ένα ταχυδρομικό κουτί και ένα κάδο απορριμάτων. Ο μικρός είχε καθίσει στα υγρά σκαλοπάτια, με τα χέρια του να υποβαστάζουν ένα κεφάλι γεμάτο με γνώσεις άχρηστες, επειδή ποτέ δεν είναι κανείς σε θέση να εκτιμήσει αυτά που μαθαίνει τη στιγμή που τα ακούει. Αυτά πάντα γίνονται εκ των υστέρων. Ήδη είχε αφήσει στη λήθη τα αιμοπετάλια και τα ερυθρά αιμοσφαίρια της Βιολογίας. Δεν κατάλαβε ποτέ γιατί στην τάξη του είχαν σταματήσει τις χειροτεχνίες και τη ζωγραφική. Ο δάσκαλος είχε πει ότι ήταν καλύτερο να κάνουν πέντε ώρες Γλώσσα την εβδομάδα, και έτσι τα «καλλιτεχνικά» μαθήματα πέρασαν στο περιθώριο.
Μέσα από τα πορτοκαλί κάγκελα του σχολείου, φωνές αναμειγνύονταν, φτιάχνοντας αυτό το απίστευτο ηχητικό κουβάρι, που ονομάζεται σχολική αυλή. Παιδιά φορτωμένα σαν τα γαϊδούρια, με κάτι τσάντες που μοιάζουν με ταξιδιωτικές βαλίτσες, πιέζονται άσχημα στις πλάτες, με αποτέλεσμα η σκωλίωση να αυξάνεται γρηγορότερα σ’ αυτά, απ’ ότι η καμπούρα στην τρίτη ηλικία. Παιδιά με μισοτελειωμένες τυρόπιτες στα χέρια, επειδή σιχαίνονται τα φασολάκια που τους περιμένουν στα σπιτικά πιάτα, και κρυμμένα τσιγάρα στα χέρια, να επικυρώνουν την ανωτερότητα των πρώιμων καπνιστών, είναι έτοιμα για το σπίτι, και μετά για το φροντιστήριο, και μετά για την τηλεόραση, τα βράδια, που ολοκληρώνει το έργο της αποχαύνωσης. Στα σχολεία αυτό ακόμη ονομάζεται μαγκιά. Το να καπνίζεις δηλαδή, χωρίς να καταλαβαίνεις απαραίτητα το λόγο. Ψυχολόγοι διατείνονται ότι το τσιγάρο, που μεταφέρεται από χέρι σε χέρι, από στόμα σε στόμα για κοφτές τζούρες, είναι φορέας κοινωνικοποίησης. Δεν έχουν και πολύ άδικο. Οι γονείς όμως, το θεωρούν κατάπτυστο το τσιγάρο για τους νέους. Όταν όμως τα μικρά παιδιά, αυτοί οι διάολοι με τις μεγάλες γλώσσες, τους ρωτήσουν πότε άρχισαν εκείνοι το κάπνισμα, απαντούν με ανασκουμπωμένη ηθική, ότι το άρχισαν, υπό πίεση, στο στρατό οι άνδρες, και όταν απογοητεύτηκαν ερωτικά, οι γυναίκες. Το κακό με τα ψέματα είναι ότι λέγονται με το στόμα, αλλά προδίδονται με τα μάτια.
Ο Πέτρος, έσυρε με το χέρι του την ξανθιά φράντζα, αποκαλύπτοντας τα ωραία γαλαζοπράσινα μάτια του. Την είδε από μακριά που ερχόταν, και σηκώθηκε για να κατευθυνθεί προς το μέρος της. Έτσι και οι δύο θα έκαναν το μισό δρόμο. Τον ακούμπησε στο κεφάλι, αλλά εκείνος δεν αντέδρασε. Μπήκαν στο αυτοκίνητο.
«Έφαγες κάτι;» ρώτησε η Βέρα, αλλά ο Πέτρος, αμίλητος, κοιτούσε τα παιδιά που έφευγαν με τους γονείς τους, ή τα μεγαλύτερα αγόρια με τις γκόμενές τους. Δεν του έκανε καθόλου εντύπωση, ότι σε πολλές περιπτώσεις η γκόμενα έριχνε τρία κεφάλια στο γκόμενο. Φαινόμενο των καιρών, αλλά και η απάντηση έτοιμη: τα ακριβά αρώματα μπαίνουν σε μικρά μπουκαλάκια…
Χωρίς να δίνει σημασία στα λεγόμενά της, άρχισε να ξεδιπλώνει τις σκέψεις που τον βασάνιζαν από το τέλος της τρίτης ώρας του σχολικού προγράμματος.
«Έχει σημασία αν ξέρω που βρίσκεται ο Καναδάς και αν δεν τον μπερδεύω με την Κίνα;» της είπε, κοιτώντας τη στα μάτια, με μια ήπια απόγνωση.
Η ερώτηση δε την ξάφνιασε καθόλου. Ο μικρός δεν επικοινωνούσε μαζί της φυσιολογικά. Αντιθέτως φυλασσόταν γιατί οι ρουκέτες του, από καιρού εις καιρόν άλλαζαν ταχύτητα ή ένταση. Είχε δημιουργήσει τους δικούς του προβληματισμούς ο Πέτρος, και απλά τους κοινοποιούσε. Η Βέρα ετοιμάστηκε για άλλον ένα διάλογο χωρίς κατάληξη, με τις απορίες του μικρού να την ακινητοποιούν, ίσως επειδή ήταν πολύ απλές.
«Γιατί ρωτάς;»
«Ο Φάνης που δεν ήξερε δεν πέρασε καλά στην ώρα της Γεωγραφίας»…
«Ποιος είναι ο Φάνης;»
«Ο διπλανός μου στην τάξη»
«Και γιατί δεν πέρασε καλά;»
«Ο δάσκαλος είχε απλώσει έναν τεράστιο χάρτη πάνω στον πίνακα, και σήκωσε το Φάνη για να δείξει με ένα πλαστικό ραβδί τον Καναδά. Ο Φάνης όμως μπερδεύτηκε και αντί να δείξει τον Καναδά, έδειξε μια άλλη μεγάλη χωρά, την Κίνα. Την ώρα που σηκωνόταν από την καρέκλα του, η Αλεξάνδρα του σφύριξε ότι ήταν μεγάλη χώρα, αυτή που του ζήτησε να δείξει ο δάσκαλος. Εκείνος όμως έδειξε την πρώτη μεγάλη χώρα που έπεσε στο μάτι του»…
«Και τι έγινε μετά;»
«Ο δάσκαλος τον ρώτησε αν είναι σίγουρος και εκείνος έχασε την ευκαιρία να επανορθώσει»…
«Δηλαδή;»
«Τον έπιασε από το γιακά της μπλούζας του, με τα δύο τεράστια χέρια που έχει, και κοιτώντας τον στα μάτια του είπε ότι είχε κάνει λάθος. Μετά τον σήκωσε στον αέρα, και χτύπησε με το μέτωπο του Φάνη τον Καναδά στον χάρτη - για να το εμπεδώσει όπως είπε - τρεις φορές δυνατά λέγοντας «εδώ είναι ο Καναδάς ρε, εκεί βρίσκεται η Κίνα, οι κίτρινοι…»
«Τι;»
«Ναι, ναι και μετά τον άφησε κάτω»
«Πόνεσε;»
«Στο διάλειμμα μας είπε ότι δεν πόνεσε καθόλου, ήθελε να μας το παίξει ατρόμητος, αλλά ο πίνακας πήγε να σπάσει. Είχε βγει και ένα μεγάλο καρούμπαλο στο μέτωπό του, που προσπαθούσε να μας πείσει ότι δεν έγινε από εκείνα τα… γκούπ, γκούπ»…
«Εσύ ξέρεις τη διαφορά ανάμεσα στον Καναδά και την Κίνα;»
«Και να μην ήθελα, είναι τόσο μεγάλες χώρες που δε μπορείς να τις μπερδέψεις. Άλλωστε η Κίνα έχει αυτό το τεράστιο τείχος. Επιπλέον οι Κινέζοι είναι κίτρινοι, και τα μάτια τους έχουν μόνιμα την έκφραση που έχουμε όταν πάμε στο μπάνιο, και δε μπορούμε να αδειάσουμε το σάκο μας. Ο Φάνης δε διαβάζει, θα μπορούσε να μπερδέψει ακόμη και την Ελλάδα με την Ιταλία»…
«Τότε γιατί με ρωτάς;»
«Αν καμιά μέρα με σηκώσει ο δάσκαλος και μου ζητήσει καμιά περίεργη χώρα, και δεν τη ξέρω, τότε τι θα κάνω;»
«Αν δε τις ξέρεις, θα σηκωθείς και με δύναμη θα του πεις πως δε ξέρεις!»
«Ναι, αλλά μετά θα έρθει πάνω από το θρανίο και θα αρχίζει να φωνάζει σαν τον τρελό! Αυτό είναι πολύ κακό, γιατί η ανάσα του βρωμάει, όπως κάποια ποντίκια νεκρά, που πιάνουν οι φάκες της γιαγιάς στο σπίτι»…
«Μη σε νοιάζει! Αν κάνει οτιδήποτε φώναξέ με και θα καθαρίσω εγώ!»
«Αδύνατον, για να λένε μετά τα παιδιά ότι δε μπορώ να τα βγάλω πέρα μόνος μου… Πάντως δε καταλαβαίνω μερικά πράγματα. Πώς να μάθω τις άλλες χώρες, όταν δεν έχω μάθει τη χώρα ή ακόμα και την πόλη που μεγαλώνω;»
Ο μικρός άθελά του έκανε κριτική στο εκπαιδευτικό σύστημα, που χρόνια τώρα αναπαράγει τενεκέδες. Η Βέρα, έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο, μετακινώντας και λίγα εκατοστά τον κάδο, για να βγει από τη θέση πάρκινγκ που αυτοβούλως δημιούργησε. Ο Πέτρος δεν ξαναμίλησε μέχρι την ώρα που έφτασαν στο σπίτι. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί έξω από το παράθυρο, και η ανάσα του δεν ακουγόταν καθόλου.
Η Βέρα προτιμούσε ένα παιδί ενεργητικό. Ήθελε να την καλούν οι δάσκαλοι, ή ο διευθυντής του σχολείου, και να της ζητούν να μαζέψει τον Πέτρο. Θα ήθελε να πλακώνει τα άλλα παιδάκια στις φάπες, να πιάνει τα κωλαράκια των συμμαθητριών του στην πολυκοσμία των σειρών στο κυλικείο, να κατουράει τους τοίχους, και να γράφει με μαρκαδόρους στις τουαλέτες. Να δείχνει, με λίγα λόγια, σημάδια, ότι η ανάπτυξη του συγκαταλέγεται στις φυσιολογικές περιπτώσεις.
Όμως η αδελφή της, είχε φροντίσει να γεννήσει ένα παιδί ιδιαίτερο, που συν τοις άλλοις δεν έμοιαζε καθόλου ούτε με αυτή. Πολλές φορές σκέφτηκε ότι στο μαιευτήριο, ενδεχομένως, να το πήραν από τις νωθρές θερμοκοιτίδες, να έκαναν δηλαδή λάθος, και να μεγαλώνουν ένα ξένο παιδί, με ξένο αίμα. Απέσυρε οριστικά το ενδεχόμενο αυτό, διότι συνέλαβε τον εαυτό της να σκέφτεται, όπως ο μέσος Έλληνας την περίοδο που ο Ξανθόπουλος και η Μάρθα Βούρτση δομούσαν την (αιωνίως) άπονη ζωή των αδικημένων, τούτης της γης, που την πατούμε, και που μοιραία, κάποια των ημερών, όλοι μέσα της θα μπούμε.


Το άνοιγμα της πόρτας του σπιτιού δεν επιφυλάσσει ιδιαίτερες εκπλήξεις. Το μόνο που αλλάζει είναι η μυρωδιά, που ξεφεύγει από την μικρή κουζίνα, και γεμίζει το χώλ. Ο Πέτρος τρέχει προς τη μεριά της γιαγιάς του, και αρπάζει ένα ζεστό φιλί στο μέτωπο. Εν συνεχεία, τρέχει στο δωμάτιο για να προλάβει να μελετήσει, ώστε το απόγευμα να βρει χρόνο και να πεταχτεί μέχρι την απέναντι παιδική χαρά. Έχει αρκετό χώρο, αλλά ο χρόνος είναι περιορισμένος. Πριν καλά καλά δύσει ο ήλιος, οι μάνες και οι γιαγιάδες σπεύδουν να μαζέψουν τα σκασμένα παιδιά, από το αχαλίνωτο παιχνίδι, λόγω της αυξημένης εγκληματικότητας. Αυτό υποστηρίζουν τουλάχιστον τα κανάλια, όταν κάποιες ομιλούσες κεφαλές μεταδίδουν φόνους με μάτια θλιμμένα, λες και είναι υποχρεωμένοι να δείξουν την ευαισθησία τους. Αμέσως μετά όμως σοβαρεύουν για να πουν ότι ο δράστης ήταν αλλοδαπός. Στην τηλεόραση υπάρχουν μόνο αλλοδαποί φονιάδες. Στα παιδιά είχαμε μείνει. Έτσι όπως τα τραβάνε από το χέρι, και από τα αυτιά, εκείνα που αντιστέκονται στο μάντρωμα των πολυκατοικιών, πρέπει να πάνε μέσα, να τις μπαγλαρώσουν. Ο Πέτρος έχει αυτοπειθαρχία, και επιστρέφει την ώρα ακριβώς που η τελευταία ακτίνα του δύοντος ηλίου, σβήνει από τις κορυφογραμμές των πολυκατοικιών. Χωρίς σκόνη στα ρούχα, την απόδειξη της ανέφικτης ξενοιασιάς του.
Στον δερμάτινο καναπέ του καθιστικού, βυθίζεται η Τούλα, η μάνα της Βέρας, και η γιαγιά του Πέτρου. Κάθεται, όπως κάθονταν οι πριγκίπισσες στα ξυλόγλυπτα ανάκλιντρα, όταν περίμεναν κρασί ή τσαμπιά από ζουμερά σταφύλια, και έχει αγκαλιά της ένα μαξιλάρι με αφράτη επιφάνεια. Έχει τοποθετήσει ένα τασάκι, βρώμικο και παλιομοδίτικο στο άνοιγμα των ποδιών της, αλλά ποτέ σχεδόν δε το χρησιμοποιεί, πριν το τσιγάρο φτάσει στο σημείο να σπάσει, στα μισά του. Το κρατάει όρθιο, ούτως ώστε ο καπνός να κατακαίεται κατακόρυφα. Βαριέται να σπάει κάθε τόσο τη μέση της, για να καθαρίζει τη καύτρα, από τη δύσοσμη στάχτη. Η Βέρα, την βλέπει και σκέφτεται ότι είναι υπερβολικά νωχελική. Θα μπορούσε να φαίνεται πολύ πιο νέα, με τις κρέμες και τα έτσι και τα αλλιώς, αλλά εκείνη κάθεται εκεί, ακίνητη, μέσα σε μια καρό κουβέρτα, δώρο ενός τετράκιλου απορυπαντικού - με μπλε και πράσινους κόκκους που στις διαφημίσεις εξαφανίζει ακόμη και τα ρούχα, εκτός από τους λεκέδες - να ταυτίζει τη ζωή της με χαζές περσόνες μεξικάνικων σαπουνόπερων. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που άκουγε πίσω από τα δόντια της μάνας της, να βγαίνουν βρισιές ή προειδοποιητικά σχόλια για τους ήρωες που βρίσκονταν σε κίνδυνο. «Αχ ρε βρωμιάρη, έπρεπε να έπεφτες στα χέρια μου, θα σου έβγαζα τα δόντια ένα ένα με την τανάλια!» απευθύνθηκε κάποτε σε ένα κακό γαιοκτήμονα, που εμπόδιζε τη σχέση ενός φτωχού γιδοβοσκού, με την αντίστοιχη, μεξικανικής προελεύσεως, Γκόλφω. Πρέπει να ήταν μεγάλη σκατόφατσα, για τέτοιο μένος. Ακόμη και αυτές οι ακατανόητες αντιδράσεις σε μια κατασκευασμένη, για εύκολη συγκίνηση, πραγματικότητα, ήταν ευπρόσδεκτες για τη Βέρα. Δυσκολευόταν να βρει άλλο λόγο, εξαιτίας του οποίου η μάνα της θα άφηνε λίγο τα μπούτια της να αναπνεύσουν, με εκείνο το μικρό ανασήκωμα από τον κακόμοιρο καναπέ, το αναγκαίο εσχάτως, μιας και η αδιαφορία της για τον οικογενειακό περίγυρο, είχε αρχίσει να γιγαντώνεται επικίνδυνα.
Οι ανθρώπινες φωνές σε αυτό το σπίτι είναι είδος υπό εξαφάνιση. Ο σπαστικός ήχος της ηλεκτρικής σκούπας, το καζανάκι, οι τηλεοπτικές φωνές των καναλιών, ο ερεθιστικός τόνος νωπών κρεάτων που τσουρουφλίζονται στο καυτό λάδι των τηγανιών, που και που το παλιό τηλέφωνο με το πάντα μπλεγμένο καλώδιο, μια διασωθείσα λατέρνα που τριγυρνά στη γειτονιά κάθε Κυριακή πρωί πριν τις δέκα, έχουν καθιερωθεί μέσα σε αυτούς τους τοίχους, με τα μικρά πήλινα και διακοσμητικά πιατάκια, από περιοχές που παλιότερα επισκέφθηκε κάποιος, από την Πάρο και το Μέτσοβο. Σε αυτό το σπίτι, όλα έχουν πάρει τη μορφή της σκόνης. Δεν αλλάζουν, απλά συσσωρεύονται, παραμορφώνοντας το χρώμα των πραγμάτων. Αυτό το σπίτι κατοικείται από ανθρώπους, που ζουν παράλληλες ζωές, που διασταυρώνονται στο μεσημεριανό τραπέζι μονάχα, χωρίς συνομιλίες, αυτές έχουν χαθεί σε χρόνια παλιότερα και πιο ήρεμα. Το φαγητό είναι πάντα εκπληκτικό και τα περισσότερα πράγματα τακτοποιημένα. Το μπάχαλο αφορά τις σχέσεις. Αυτό το σπίτι, εξακολουθεί να πιέζει τους ανθρώπους του να επικοινωνήσουν, τη στιγμή που έχει γίνει για όλους αποκρουστικό, και πληκτικό. Αυτό το σπίτι, που κατακλυζόταν από συλλογικά χαχανητά, έχει γίνει πλέον ο τόπος της απλής κατάλυσης, των κρεβατιών, της τουαλέτας και του παρκέ που νιώθει τα βήματα, πιο βαριά, πιο δύσκολα. Ένα σπίτι με πολλά μικρά μπουντρούμια, που σαπίζει το ψαχνό των έγκλειστών του.
Στέκεται, επί ένα λεπτό, δύο βήματα πιο μπροστά από το εσωτερικό χαλάκι της πόρτας, αλλά η μάνα της δεν της αποδίδει τη δέουσα σημασία. Ο γδούπος των κλειδιών που κατέληξαν σε ένα γυάλινο διακοσμητικό χώρου, δεν διασάλευσαν την ατμόσφαιρα. Τσιγάρο και απόγνωση. Ούτε καν το συμβατικό ερώτημα δεν της απευθύνει πλέον, το πώς πήγε η δουλειά, κι αν όλα πάνε καλά εν πάσει περιπτώσει. Βάζει τα χέρια της στα λαδωμένα μαλλιά της, στο χρώμα του κάστανου, και απλά ψελλίζει «έχει σούπα στο ψυγείο» χωρίς να αποσπά την προσοχή από την οθόνη, την οποία η Βέρα βλέπει υπό γωνία, και δε μπορεί να καταλάβει τι παίζει. Δεν απαντά ούτε η κόρη. Είναι σαν να απάντησε. «Να τη φας μόνη σου» λέει στα σωθικά της, αλλά ποτέ δεν το κοινοποιεί, επειδή ξέρει ότι μια απάντηση αυτού του είδους, μια εν πολλοίς επιφανειακή και ανταποδοτική της προηγούμενης πρόκλησης, μια απάντηση ανούσιας ισοστάθμισης, δεν προσφέρει τίποτα. Δεν προσεγγίζει καν τον πάγο, που τις χωρίζει. Η Βέρα βρίσκεται στο δωμάτιο της, με την μικρή βιβλιοθήκη, και την ηλεκτρική της κιθάρα, να αναπαύεται άεργη στην άκρη του κρεβατιού. Οι χορδές δείχνουν να σκουριάζουν, ενώ οι νότες προ πολλού βολοδέρνουν στη σιωπή. Παλιότερα, είχε το κουράγιο, ίσα ίσα να τις αγγίζει, να επιβεβαιώνει απλώς ότι δεν μουγκάθηκαν λόγω της απαξίωσης που επεδείκνυε. Ακόμη και έτσι να ήταν, η απαξίωση, προερχόταν από εξωγενείς παράγοντες. Άλλωστε η μουσική ήταν πάντα ένα παράθυρο σε αυστηρά ιδιωτικά διαμερίσματα, πολυδαίδαλα μα ανύπαρκτα φυσικά στο διαμέρισμα, αιώνια όμως θεμελιωμένα στη ψυχή της, που για την οικονομία της ιστορίας οφείλουμε να χαρακτηρίσουμε ευαίσθητη.
Φοράει μια σπιτική φόρμα, που τονίζει τους υπέροχους γλουτούς της, και επιστρέφει στο σαλόνι. Αυτό το σπίτι, τελικά, είτε είναι πολύ μικρό, είτε προσαρμόζεται στις περιστάσεις: μικραίνει τα δωμάτια και συμπιέζει τους τοίχους σαν τη μέγγενη, όταν βλέπει τους ανθρώπους να το συμπληρώνουν μόνο με την υλική τους υπόσταση. Είναι ευαίσθητο κατά βάθος και το σπίτι. Αποφασίζει να προβεί στο σάλπισμα της πρόσκαιρης ανακωχής, για να ρωτήσει κάτι ουσιαστικό.
«Που είναι ο μπαμπάς;»
«Δεν είναι πίσω μου;» απαντά δια της δικής της ερώτησης. Χωρίς να κοιτάξει φυσικά το άτομο που απευθύνει το ερώτημα, αλλά δίνοντας του να καταλάβει πολύ περισσότερα. Το χέρι της μάνας ξύνει μια τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί. Είναι όντως απασχολημένη, τώρα, για να δίνει απαντήσεις.
Η αδιαφορία είναι ένα πράγμα που μπορεί να σκοτώσει με τον πλέον ειδεχθή τρόπο τα αισθήματα, επειδή ακριβώς είναι το πλατύσκαλο για το παλάτι του κυνισμού. Η Βέρα, βλέπει μια κούπα του τσαγιού μισοτελειωμένη στο γραφείο του πατέρα της, και απείραχτα κάποια κουλουράκια με σταφίδες. Ένα βιβλίο με ποιήματα του Αναγνωστάκη, στέκει ανοιγμένο στην ίδια πάντα σελίδα, τσακισμένη όπως και η ψυχή ενός πατέρα που έχει χάσει τη μια του κόρη, αλλά έχει το εγγόνι για να του ξύνει την πληγή της θύμησής της. Η επιλογή του ποιητή δεν πρέπει να ξενίζει, γιατί δεν ξέρουμε ποιο ακριβώς ποίημά του διαβάζει συνέχεια ο Περικλής. Όχι δεν είναι κομμουνιστής. Όχι δεν κλείστηκε σε στρατόπεδο την περίοδο της δικτατορίας. Είναι πρώην κομμουνιστής και εξορίστηκε στη Γαλλία, εκείνη την περίοδο. Μετά προσχώρησε στο σχήμα, τα σχήματα, του Λεωνίδα Κύρκου, και τώρα όσοι του κόμματος τον βλέπουν και τον αναγνωρίζουν, τον χαρακτηρίζουν οπορτουνιστή. Όσο για τις ενέργειες του Κύρκου, ήταν γι’ αυτούς νεόκοπες «πονηριές». Ο πατέρας της, προφανώς, είχε σπεύσει στο ησυχαστήριό του, μακριά από την αποπνικτική σιωπή της γυναίκας του, και τα παράσιτα της τηλεόρασης, που όταν συντονιστούν καλά, έχουν τη δύναμη να διαβρώσουν την σαρκώδη επίστρωση του κεφαλιού, εισχωρώντας στον εγκέφαλο με απρόβλεπτες συνέπειες.
Η Βέρα, βγήκε από το διαμέρισμα και ανέβηκε την τσιμεντένια σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα. Τα βήματά της, ήταν προσεκτικά και αργά. Κουβάδες γεμάτοι με βρώμικο νερό, μαύρο και κάποια έντομα να επιπλέουν με τα φτερά τους βρεγμένα, είχαν τοποθετηθεί σε όλα σχεδόν τα σκαλοπάτια. Ένα σώμα καλοριφέρ χαλασμένο, και κάποιες σκούπες, με τροχισμένα τα δόντια, από το πολύ σκούπισμα συμπλήρωναν την αυτοσχέδια αποθήκη. Η μπογιά στα κάγκελα είχε αρχίσει να σκάει και μικρές φουσκάλες σκουριάς είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Στο τελευταίο σκαλί, ήταν πεσμένη μια ανθοδέσμη από διακοσμητικά ξύλα, εκείνα τα τεράστια που έχουν το σχήμα της γιρλάντας, και που λάνσαραν οι ξένοι μικροπωλητές στις λαϊκές και τα παζάρια. Μια παντόφλα ήταν πλακωμένη και αμέσως σκέφτηκε ότι ο πατέρας της ενδεχομένως κινδύνεψε από μια κατρακύλα στην σκληρή σκάλα. Αμέσως σχημάτισε την εικόνα στο μυαλό της. Ο πατέρας στο πρώτο σκαλί, με το κεφάλι ανοιγμένο ή το λαιμό στραβό, μέσα σε πηχτό κόκκινο αίμα. Όχι δεν έγινε έτσι. Ο Περικλής μπορεί να πεδικλώθηκε αλλά έμεινε όρθιος, ισορροπώντας στα δυο του πόδια.
Βρήκε την πόρτα (βαμμένη με πράσινη λαδομπογιά) ανοικτή, και την έσπρωξε για να αντικρίσει όλο το εύρος της ταράτσας. Ο ήλιος, είχε σπάσει τη μονοτονία μιας συννεφιάς καθολικής, και μια αχτίδα έπεφτε πίσω από τον πατέρα της, στο ανισόπεδο πάτωμα, κάνοντας έτσι διακριτές τις πέτρες από το μπετόν – ένα μείγμα πιο στιβαρό, που οι σημερινές πολυκατοικίες αγνοούν, έτσι όπως τις φτιάνουν, οι βολεμένοι εργολάβοι, κούφιες.
Δυο κεραίες, σε σχήμα Γ, με το πάνω μέρος τους να μοιάζει σαν χαλασμένη βούρτσα, είχαν ενωθεί σχηματίζοντας ένα παραλληλόγραμμο Π, κάτω από το οποίο στεκόταν ο Περικλής, με μια μονόχρωμη ρόμπα. Το δεξί μανίκι ήταν λίγο φαγωμένο ενώ ο γιακάς είχε αλλάξει χρώμα από τις απανωτές παρεμβάσεις του πλυντηρίου. Ήταν όρθιος, αλλά καμπουριασμένος, λες και κάποιος τον χτυπούσε στην πλάτη με μια γερή βαριοπούλα. Το δέρμα του, όπου ήταν δυνατό να διακριθεί από μακριά, απέπνεε μια παρακμή, αυτό το ζάρωμα που υφίστανται τα γινωμένα μήλα, όταν τα πιέζεις και σχηματίζουν διπλώσεις, χωρίς όμως να σκάνε. Ξέρεις όμως πώς αν βυθίσεις το δάκτυλο ή το μαχαίρι σε αυτά, το μόνο που θα συναντήσεις είναι μια καφετιά σαπίλα, ή σε πιο προχωρημένα στάδιο, μικρά σκουληκάκια, να το τρώνε μέχρι να ανοίξει η φλούδα από τα μέσα. Το μόνο πράγμα που επιζούσε εκείνης της μορφής ήταν δύο άσπρες τρίχες που ξεκινούσαν από το κέντρο του κεφαλιού, και δεν είχαν ακόμη πέσει, όπως το μεγαλύτερο μέρος των μαλλιών του, που άφηνε όπου έβρισκε, από τα σεντόνια μέχρι το μπάνιο. Ο αέρας τις ανάγκαζε σε ένα υποτονικό ανεβοκατέβασμα. Τη στιγμή, που η Βέρα κοίταξε τα χέρια του πατέρα της, είδε το στερνό κομματάκι στάχτης να παρασύρεται σε μια αέρινη βόλτα, και μετά από λίγα δευτερόλεπτα να καταλήγει στο έδαφος, που φρόντισε να το εξαφανίσει αμέσως λόγω της υγρασίας του. Αυτό που είχε απομείνει από το τσιγάρο, ανάμεσα στα αδύναμα δάκτυλα του Περικλή, ήταν το πορτοκαλί φιλτράκι, που θεωρείται από τις εταιρείες καπνοβιομηχανίας, ότι εμποδίζει τα επιβλαβή στοιχεία καπνού να εισέλθουν στους πνεύμονες…
Ο πατέρας της, κοίταζε προς τα κάτω, το δρόμο που πατούσαν αυτοκίνητα και άνθρωποι. Ήταν πολύ κοντά στα κάγκελα, που είχαν τη φήμη της κακής κατασκευής. Απέραντα κομμάτια τσιμέντου, άλλες ταράτσες, μπουγάδες, ηλιακοί θερμοσίφωνες, γάτες αναπαυμένες, μεγάλα πιάτα της συνδρομητικής τηλεόρασης, παραπήγματα με στενές πόρτες, βρισκόντουσαν τώρα σε συνεχή κίνηση μπροστά στα μάτια της.
Δύο μαύρες καρακάξες, έφτασαν στα κάγκελα, και έκλεισαν τα φτερά τους. Ο πατέρας δε σάλεψε. Το τοπίο συμπληρώθηκε. Ερημιά. Το μόνο που έλειπε ήταν ένα ξεκοιλιασμένο ψοφίμι.


Δούλευε στον ιδιωτικό τομέα. Παραδόξως σήμερα χρειάζεσαι και εκεί ένα βύσμα, αν όχι ένα τηλέφωνο που συμπληρώνει το απρόσωπο χαρτί μιας συστατικής επιστολής. Η μετάβαση από τη φοιτητική ζωή, παραταθείσα κι αυτή κατά τέσσερα έτη με δουλειές θνησιγενείς, στην αγορά εργασίας, είχε τις συνέπειές της. Πρώτα από όλα ανάγκασε σε σκληρή φίμωση το βιολογικό της ρολόι, που δούλευε με πολύ αργούς ρυθμούς. Αναγκάστηκε να υποστεί το άγριο στρίγκλισμα ενός κανονικού ρολογιού, αυτού που ταράζει τα πρωινά, όλους αυτούς που συνωστίζονται με τα αυτοκίνητά τους στους δρόμους ή στο μετρό, προκειμένου να φτάσουν γρήγορα στη δουλειά τους. Δεύτερον, έπρεπε να υποστεί τις παραξενιές του αφεντικού της, που σε πολλές περιπτώσεις μεταμφιεζόταν σε χωροφύλακα. Υπάρχουν και ευσυνείδητοι επαγγελματίες, πλέον, που καταγράφουν με κρυφές κάμερες τους εργαζόμενους, ούτως ώστε κανείς να μην τους κλέβει ούτε εργατολεπτό. Τρίτον, και πιο σημαντικό, έπρεπε να ασχολείται με κάτι που χαρακτηριζόταν από συμβατικότητα, και τη συνηθισμένη ρουτίνα. Ένα γραφείο και μια κουνιστή καρέκλα, με αμφίβολη ανθεκτικότητα στο μέρος όπου στηρίζεται η πλάτη.
Το αφεντικό της ήταν ένας εντελώς καθημερινός άνθρωπος, με μουστάκι, περίεργα πουκάμισα και βρώμικες μασχάλες. Διατηρούσε μια έκθεση μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, γερμανικής προέλευσης, τα οποία του πουλούσε, με ευνοϊκούς όρους, ένας πρώην φίλος, και νυν συνεργάτης, που ζούσε στη Γερμανία. Το ότι γίνονταν κάποιες αβλεψίες στο τελωνείο, μικρή σημασία έχει, και δεν μας αφορά. Αυτό το μαγαζί, με τις πολύ παλιές τζαμαρίες, ήταν σφηνωμένο ανάμεσα σε μεγάλες αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, με μεγάλες διαφημιστικές πινακίδες, που βαθμηδόν πολλαπλασιάστηκαν, και άρχισαν να σφίγγουν το λαρύγγι του αφεντικού της. Ήταν άνθρωπος αυτάρκης, πίστευε στη χρηστικότητα των πραγμάτων και δυσκολευόταν πολύ με τις νέες τεχνολογίες. Έτσι εξηγείται το γεγονός, πώς η Βέρα δε διαθέτει στη δουλειά ηλεκτρονικό υπολογιστή, για να διευκολύνεται. Η άποψη του ιδιοκτήτη ήταν ότι η μνήμη του υπολογιστή δε μπορούσε να αντικαταστήσει την ανθρώπινη προσοχή και επιμέλεια. Επίσης δεν υπήρχε καθόλου τηλεόραση στο κατάστημα-τι χρειαζόταν άλλωστε; Μόνο ένα μικρό τρανζιστοράκι, που αλλοίωνε τα τραγούδια, των περιορισμένων σταθμών που μπορούσε να πιάσει. Όλα αυτά δεν πρέπει να κατασκευάσουν μια εικόνα ενός αφεντικού με καβούρια στις τσέπες (και σε όλα τα ανοίγματα των ρούχων που διαθέτουν κάποιον χώρο), γιατί όταν η Βέρα του ζήτησε πριν λίγο καιρό μια μικρή αύξηση, εκείνος της είπε ότι ήταν πρόθυμος να τη βοηθήσει, αλλά βρισκόταν σε περίοδο οικονομικής ύφεσης. Μπορεί να μην ήταν μέσα στα πράγματα, αλλά τον χρηματιστή του τον είχε. Τα άσχημα νέα από εκείνον προέρχονταν, όπως φαίνεται. Ξεφυσούσε πάντα, πάνω από μια οικονομική εφημερίδα, και το χρώμα της, εκείνο το ανοιχτό πορτοκαλί, συμβάδιζε με το πρόσωπό του που έχανε το φυσικό του χρώμα, όποτε ο δείκτης έπεφτε, και σύσσωμοι οι κουστουμάτοι στη Σοφοκλέους, προσπαθούσαν να τον σηκώσουν.
Το μικρό γραφείο της, μια σχολική έδρα από ξύλο και σίδερο, στεκόταν στο βάθος της μοναδικής αίθουσας. Απέναντι ο δρόμος, διαθλασμένος από την σκόνη που είχε κατακαθίσει στα τζάμια, και η αυτοκόλλητη επιγραφή της επιχείρησης ανάποδα, όπως ακριβώς πήγαιναν οι δουλειές. Τα μάτια της παρακολουθούσαν τη ροή των αυτοκινήτων, εκείνο το αέναο ανέβα κατέβα. Έβλεπε μόνο σκιές που έτρεχαν με μεγάλες ταχύτητες σε εκείνη τη λεωφόρο -τα χρώματα των αυτοκινήτων είχαν εξαφανιστεί. Μόνο τα λεωφορεία διακρίνονταν καθαρότερα, με τις κουρασμένες φάτσες των επιβατών, να θυμίζουν πορεία προς έναν βασανιστικό θάνατο. Η αντιπροσωπεία βρισκόταν σε έναν παράδρομο της βασικής οδικής αρτηρίας, και το σχετικά μεγάλο προαύλιο του κτηρίου, ήταν γεμάτο με τετράπορτα σαράβαλα που έφεραν, το καθένα, στα καπό πλαστικές πινακίδες: ΠΩΛΕΙΤΑΙ – ΤΙΜΕΣ ΣΟΚ.
Εκεί είχε όλο το χρόνο να σκέφτεται ότι της είχε συμβεί τα τελευταία χρόνια. Πώς μεταλλάχθηκε η ίδια και η οικογένειά της, από έναν θάνατο, που για να είμαστε ειλικρινείς, ήταν αναμενόμενος, αλλά όχι τόσο καταλυτικός. Πόση παράταση δίνει αλήθεια ο Θεός στα θρησκευόμενα πρεζόνια; Η Ιφιγένεια, η αδελφή της, παρότι καλή χριστιανή, δεν αποδείχθηκε ικανή να αντισταθεί στη γλυκύτητα που σου προσφέρουν τα ναρκωτικά: μια νέα ζωή, μια ελεύθερη νιρβάνα, που διαρκεί λίγο μπροστά στη πραγματική. Δεν κατόρθωσε να σταματήσει στα ελαφρά, πήγε και τρυπήθηκε η μαλακισμένη. Από κει και πέρα μη ζητήσει κανείς το λόγο από το θάνατο. Είναι από τις λίγες φορές που εγκαλείται, και δε σε βρίσκει αυτοβούλως.
Από την άλλη πρέπει να είχε πραγματικά αρχίδια ανάμεσα στα μπούτια της. Ποτέ δεν την είδαν να ζητιανεύει, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν το έκανε και αυτό, μακριά από τα μάτια τους ή σε άλλες περιοχές. Το εκπληκτικό με εκείνη ήταν πώς δε λογάριασε κανένα. Ούτε τον πατέρα, που την πασάλειφε με μέλι, ούτε τη μάνα, που ήταν πάντα στήριγμά της. Ρούφηξε τη μικρή ζωή που της αναλογούσε μέχρι το μεδούλι- και έφαγε τα κόκαλά της. Τα έζησε όλα! Έτσι λέει ο πολύς κόσμος τη συσσωρευμένη (σε μικρό χρόνο) εμπειρία, που από την πολλή συσσώρευση ανατινάζεται στον αέρα. Βρήκε ένα ψηλό παλικάρι με μεγάλη πούτσα (και μεγάλη μύτη για να ρουφάει τη σκόνη καλύτερα) όπως είχε εκμυστηρευθεί μια μέρα στη Βέρα σε στιγμές ιλαρότητας, στεγνό και όμορφο, αλλά με μυαλό αμφίβολης εμβέλειας. Της έσπειρε ένα μωρό, αλλά αυτό δεν άλλαξε τη σχέση τους. Απλά έκαναν το μωρό στην άκρη, και έζησαν μέχρι το τέλος μαζί, με τις σύριγγες να σχηματίζουν σταυρό, πεταμένες στα πόδια τους.
Εκείνη η μέρα στο νεκροτομείο ήταν απερίγραπτη. Σήκωσαν ένα πράσινο πανί οι γιατροί, και από κάτω η Ιφιγένεια αμίλητη, πρόβαρε το νέο χρώμα του σώματός της, το μακιγιάζ του κάτω κόσμου και της φθοράς, εκείνο το κίτρινο, με τις πράσινες αποχρώσεις που ενημερώνουν ότι οι φλέβες σταματούν να λειτουργούν. Έκλεισε το μαγαζί. Αυτό ήταν.


Μάνα και πατέρας απέτυχαν παταγωδώς. Ήταν ελαστικοί στην εφηβεία, δεν έριξαν αρκετές σφαλιάρες, δεν εμπόδισαν νυκτερινές εξόδους, δεν έσφιξαν τα λουριά. Αντιθέτως πλήρωσαν αδρά (διότι και οι κόρες τους ήταν έτοιμες να τους πουν «αφού μας κάνατε, πρέπει και να μας θρέψετε») γαλλικά, ωδεία, κολυμβητήρια (οι κόρες έκαναν δίδυμο στη συγχρονισμένη κολύμβηση με κάτι αισχρά ολόσωμα μαγιό), φροντιστήρια, και γενικά ότι συμπληρώνει τη δωρεάν παιδεία, σε αυτήν τη χώρα. Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Η μία, σταδιακά έγινε αναρχική, ναρκομανής, περιθωριοποιημένη (όλα αυτά κολλάνε μεταξύ τους όπως οι μαγνήτες, σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους των εφημερίδων και των καναλιών) και η άλλη ζούσε με στραβή πυξίδα. Η πρώτη, που δεν είχε πυξίδα, πέθανε, ενώ η δεύτερη προσπαθούσε να προσαρμόσει τους ορίζοντες στον σπασμένο δείκτη της πυξίδας της. Δεν υπάρχει απάντηση σ’ αυτό.

Πώς είναι δυνατόν μια εντελώς νοικοκυρεμένη οικογένεια να έβγαλε τέτοιες κόρες; Μια οικογένεια που τις μεγάλωσε με αξιοπρέπεια και έριξε χρήμα στην καλλιέργειά τους; Ή μήπως τελικά υπάρχουν απαντήσεις, που τις δίνει η σοφή κοινωνία, και οι σημαίνοντες συντάκτες των παροιμιών και των αρχαίων γνωμικών; Μια πρώτη απόπειρα: Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα. Σωστά, τα γραμμάτια που δε ξεπλήρωσαν οι γονείς, οφείλουν να τα ξεχρεώσουν τα παιδιά. Έστω με είδος. Ανθρώπινο εν προκειμένω. Η παροιμία όμως, ή το γνωμικό αν προτιμάτε, δε βρίσκει βάση σε αυτήν την οικογένεια. Κανένας γονιός δε διέπραξε θλιβερές αμαρτίες. Αντιθέτως πήγαιναν συχνά στην εκκλησία με ψιλά, για εκείνους του δίσκους που περιφέρουν οι επιστάτες, χωρίς να προνοήσουν στοιχειωδώς να στρώσουν από κάτω μια τσόχα, για να μην ακούγεται το κουδούνισμα των κερμάτων. Μία λύση είναι να μη ρίχνουν κέρματα, αλλά κατευθείαν χοντρά, που έχουν και μεγαλύτερη αξία. Κάτι τέτοιο όμως αποφεύγεται, όπως ο διάολος αποφεύγει το λιβάνι, γιατί υπάρχουν κάποιοι που σπεύδουν να πάρουν ρέστα από τους δίσκους, προτάσσοντας ως δικαιολογία την οικονομική στενότητα. Δε ξέρουν οι αδαείς ότι η εκκλησία θα τα επιστρέψει στο λαό υπό μορφή ιδρυμάτων και γηροκομείων. Αλλά, σε τελική ανάλυση, τι αξία έχουν τα λεφτά όταν έχεις εξασφαλίσει τη βασιλεία των ουρανών; Κάποιος κακός, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κερδοσκοπική τη συνήθεια των ιερέων να ζητούν, με τιμές καταλόγου, χρήματα για μυστήρια και ευχέλαια. Και λίγα ζητούν, αν σκεφτεί κανείς ότι οι χαρτορίχτρες και τα μέντιουμ σταδιακά τους έχουν φάει τη δουλειά.
Αποδείχθηκε περίτρανα ότι καμία δικαιολογία δεν υπάρχει για το γεγονός ότι αυτή η καλή, μέσες άκρες, οικογένεια είχε νιώσει τη θλίψη του θανάτου της μιας της κόρης, χωρίς να έχει φταίξει σε τίποτα. Η μάνα έγινε μια ξένη, και ο πατέρας ένα άψυχο σώμα, που περιφερόταν στο σπίτι σαν ψωριάρικο σκυλί που δε βρίσκει φαγητό, ούτε στα σκουπίδια. Το νόημα της ζωής χάθηκε για τον πατέρα, που είχε αδυναμία στην Ιφιγένεια, και η μάνα, μην αντέχοντας να βλέπει τον άντρα της να σκουριάζει μέσα σε ρόμπες γεμάτες κηλίδες από ποτά, και τρύπες από τσιγάρα, είχε βρει το εξιλαστήριο θύμα. Κατηγορούσε τη Βέρα, ότι δεν προστάτευσε αρκετά την Ιφιγένεια, η οποία ήταν δύο χρόνια μικρότερη. Η μια 27 και η άλλη 25 και κάτι εβδομάδες. Απίστευτες συζητήσεις κατέληγαν σε καταδικαστικές αποφάσεις, που ανακήρυτταν τη Βέρα κακή αδελφή, και κακό μέλος της οικογένειάς τους.

Εκείνη ένιωθε ότι θα πέθαινε από την αδικία. Ήξερε ότι το χάσμα ήταν αγεφύρωτο, και γι’ αυτό προσπάθησε να μη μιλάει. Έβαλε σε λειτουργία, τον μεγαλύτερο γιατρό των ανθρώπινων παθών, το χρόνο. Δεν υπήρξε όμως ουσιαστική βελτίωση, παρά στασιμότητα. Πολλές φορές το να μην κάνεις τίποτα αποδεικνύεται πιο ευεργετικό από τη δράση, αυτό διδάσκει ο Έρασμος. Ήταν εκείνη η στασιμότητα του βάλτου, που ταράζεται μόνο αν αναδυθούν στην επιφάνεια αέρια ή ζώα ψόφια. Ανάμεσα στις δύο γυναίκες υπήρχε βρώμικο νερό, που φούσκωνε από την συνεχή ενστάλαξη του δηλητηρίου, αργά, αλλά με σταθερό και αμείωτο ρυθμό. Φυσικά τις περισσότερες φορές άφατα, πίσω από τις λιγοστές λέξεις, και την ίριδα του ματιού. Μέσα σε αυτό το κλίμα μεγάλωσε ο Πέτρος, που είχε προμηθευθεί με μάσκα για τις τοξίνες, δηλαδή ψεύτικα χαμόγελα εκατέρωθεν και υποκριτικές κουβέντες ενδιαφέροντος και συμπόνιας. Ο Περικλής, πέρα από τις σπάνιες φορές, που αποφάσιζε να κατέβει στο κοντινό καφενείο της γειτονιάς, δύο ασχολίες είχε. Είτε να ανεβαίνει στη ταράτσα και να κοιτάει το υπερπέραν, είτε να κάθεται με ανοιχτό το στόμα στη καρέκλα του γραφείου του (συνήθως ξέφευγε από το κάτω χείλος του σάλιο, με φαρμάκι προφανώς), έχοντας στο χέρι το λουρί ενός κανίς γκριφόν, που έγινε απροσδόκητα ο καλύτερός του φίλος. Είχε το πλεονέκτημα ότι δε μιλούσε την ανθρώπινη γλώσσα. Ούτε ο Περικλής, οπότε τα έβρισκαν μια χαρά. Το πρόβλημα με το συγκεκριμένο σκυλί, ήταν ότι έμοιαζε με βρώμικη σφουγγαρίστρα χωρίς κοντάρι. Μια φορά η μάνα του σπιτιού το βούτηξε στη χλωρίνη αλλά ευτυχώς επέζησε.
Όλα κυλούσαν τόσο πληκτικά, αλλά η διαφυγή ήταν αδιανόητη. Έπρεπε να συμπαραστέκεται στον πατέρα, να υπομένει τη μάνα, και να βρίσκεται στο πλάι του μικρού. Κανείς άνθρωπος δε ζει ποτέ μια πραγματικά ανεξάρτητη ζωή. Κυρίως ο θάνατος είναι αυτός, που αναγκάζει τις παράλληλες γραμμές να έλθουν σε επαφή. Αν υποθέσουμε ότι ο κόσμος είναι εκατομμύρια παράλληλες γραμμές που συμβολίζουν τις ανθρώπινες ζωές, αυτό θα καταλάβουμε. Ότι ο θάνατος είναι συνήθως η τομή. Ο έρωτας είναι η πιο στενή επαφή, αλλά δεν τέμνει τις παράλληλες. Τελικά οι μόνοι που χαράζουν μόνοι την πορεία τους είναι οι ορφανοί που δεν ξαναβρίσκουν τους γονείς τους, και οι νεκροί. Οι δεύτεροι παρουσιάζουν μεγαλύτερο ποσοστό επιτυχίας.


Η Βέρα απώθησε κάποτε τη μάνα της, πάνω σε ένα καβγά χωρίς προηγούμενο.
« Τι θα γίνει μου λες;»
« Τι θες να γίνει δηλαδή;»
« Ως πότε θα συμπεριφέρεσαι σαν νοσοκόμα που έχει σιχαθεί τα άρρωστα σώματα;»
«Δε σε καταλαβαίνω»…
«Το κακό είναι ότι με καταλαβαίνεις απολύτως»…
Άφησε κατά μέρος τη ψεύτικη ηρεμία.
« Κοίτα, ότι είχα να δώσω το έδωσα σε όλους. Αν κάτι χρωστάω είναι στον μικρό, μόνο και μόνο γιατί είχε μια μάνα άμυαλη!»
«Δηλαδή όλοι οι υπόλοιποι εδώ μέσα τι είμαστε για σένα, κατοικίδια, που οφείλεις μόνο να τρέφεις, από φιλοζωία, και να μαζεύεις τα σκατά τους; Αυτό είναι, έτσι τα έχεις μελετήσει τα πράγματα;»
«Ο πατέρας σου επέλεξε να κλειστεί στο δικό του κόσμο και δε σκοπεύω να τον ενοχλήσω. Όσο για σένα, δεν ξέρω πώς να φερθώ. Είδα τα αποτελέσματα όλης της αγάπης που έδωσα στην αδελφή σου, και δε διακινδυνεύω τίποτα πλέον. Κάνε ότι θες! Ούτως ή άλλως πάντα ήσουν πιο δυνατή»…
Η στιχομυθία είναι κοφτή, και οι ανάσες έχουν σταματήσει. Μιλά η οργή.
« Νομίζεις ότι καθάρισες; Εντάξει κατάλαβα, δε χρειάζεται να πεις κι άλλα»…
« Τι διαφορά θα είχε αν αύριο ο πατέρας σου πέθαινε; Καμία! Τα ίδια χάλια έχουμε, και θα συνεχίσουμε το ίδιο. Τώρα δε μιλάμε, και ανάθεμα αν ξέρω το λόγο! Στη σιωπή του δε μπορώ να απαντώ με φλυαρίες άσκοπες, όταν ξέρω ότι το κεφάλι του, έχει μόνο ένα πράγμα μέσα, που δεν αλλάζει»…
Δεν άντεξε. Έφτυσε στο πάτωμα και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Η μάνα της, με δύο κινήσεις, που κόντεψαν να την κομματιάσουν, με τους μύες να σφίγγουν, μπήκε μπροστά της, σε μια τελευταία προσπάθεια να σώσει την κατάσταση. Κράτησε την ανάσα της, και γέμισε το βλέμμα της με μερικά ψίχουλα συναίνεσης. Ήταν αργά. Η γλώσσα της έτρεξε πιο γρήγορα από τη σκέψη, έστω τη συμβατική, αυτή που επιβάλλει στη μάνα να μιλά με σεβασμό, για τον πατέρα, στο παιδί τους. Η Βέρα τη διέγραψε, δεν περίμενε τίποτα παραπάνω. Αυτό που θα άλλαζε τα δεδομένα, έτσι όπως κυλούσαν τα πράγματα, ήταν η σειρά. Ποιος θα πέθαινε πρώτος, η μάνα ή ο πατέρας της. Αν πέθαινε ο πατέρας της, θα λυπόταν, θα σπάραζε, αλλά δε θα τον έβλεπε σε τέτοια χάλια. Αν πέθαινε η μάνα της, το ίδιο θα λυπόταν. Απλά πάνω από τον τάφο δε θα ξεχνούσε να αραδιάσει τα ατοπήματά της, τις βρωμιές της καλύτερα, που διογκώθηκαν γιατί κανείς δεν είχε τη δύναμη να την αντιμετωπίσει. Τόσο ψυχρή ήταν. Δε θα άφηνε το φέρετρό της να μπει στη γη με τους καθιερωμένους μακαρισμούς (ίδιοι για αγγέλους και διαβόλους), αλλά θα άφηνε τα αόρατα φλέγματα της, να κατακάψουν το ξύλο της κάσας της. Πάντως, ένας καλός γνώστης της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, θα στοιχημάτιζε στον πρόωρο θάνατο του Περικλή. Είναι αδύνατο, να επαναφέρεις στα δικά σου δεδομένα έναν άνθρωπο, που έχει αρχίσει να μιλά με τους νεκρούς.


Μπήκε πρώτη στην αντιπροσωπεία. Το ρολόι στον τοίχο, διαφημιστικό μιας εταιρείας οικοδομικών υλικών, ήταν σταματημένο στις οκτώ και μισή. Δυο φορές την εβδομάδα, είχε αναλάβει να ανοίγει το μαγαζί, το είχε συμφωνήσει με το αφεντικό της, και τώρα που δεν άντεχε, σκεφτόταν πόσο λάθος είχε κάνει. Αυτό βέβαια στην αρχή, σε μια προσπάθεια να επιδείξει υπερβάλλοντα ζήλο στο αφεντικό της. Η πικρή πραγματικότητα έλεγε ότι για να περάσει πελάτης από το μαγαζί, έπρεπε πρώτα η γη να αντικαταστήσει τον ουρανό. Καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά από το πρόσωπό της, και σκεφτόταν με κλειστά μάτια, που όμως έβλεπαν άλλα πράγματα, μακρινά και αγαπημένα. Τι της είχε συμβεί; Τίποτα διαφορετικό από αυτό που βρίσκει όλους τους ανθρώπους. Ο θάνατος αφάνισε την αδελφή της, και μοιραία υπήρξαν κάποιες παράπλευρες απώλειες. Κοιτούσε το πρόσωπό της στο τζάμι, που επικάλυπτε την ξύλινη επιφάνεια του γραφείου. Πατικωμένες από κάτω τεράστιες φωτογραφίες με κάτι μοντέλα Βόλβο της δεκαετίας του 7Ο’. Το είδωλό της, ήταν διαφορετικό από το πρόσωπο, με το οποίο περιφερόταν το τελευταίο καιρό. Μετάλλαξη, αυτό ήταν! Τα ανέμελα μαλλιά αντικαταστάθηκαν από μια αυστηρή κοτσίδα, τα ανοιχτά μπλουζάκια με τις τερατόμορφες στάμπες, είχαν γίνει στενοί κορσέδες, μονόχρωμες μπλούζες σε σκούρες αποχρώσεις, και συντηρητικά κοστούμια. Το καθαρό πρόσωπο και η ανθρώπινη ανάσα έφυγαν, και ήλθαν το σοβάτισμα και τα κραγιόνια, με μια τσίχλα μέντας να περιφέρεται στην στοματική της κοιλότητα. Παλιά αυτό… Τώρα βαριέται ακόμη και να μασήσει. Τοποθετεί τις τσίχλες σε ένα σφράγισμα που χάλασε, και παραμένει καμπριολέ, επειδή δεν έσπευσε να το βουλώσει στον οδοντίατρο. Τοιουτοτρόπως αποφεύγει και την κατάσταση του ηλίθιου μηρυκασμού, πάνω κάτω το σαγόνι, στον οποίο ενοχλητικά επιδίδονται μερικές χαζές (πλην όμορφες) γυναίκες, που κάνουν τις τσιχλόφουσκες τέχνη για λίγους. Βεβαίως υπάρχει και η νεόκοπη άποψη, που υποστηρίζει ότι η τσίχλα, άντε και η μαστίχα Χίου υπό προϋποθέσεις, βοηθά τον εγκέφαλο να παραμένει ακμαίος και ζωντανός, αλλά εδώ καταγράφεται η άποψη της Βέρας.
Μια χιλιάρα μηχανή διαταράσσει τη συνηθισμένη βουή των αυτοκινήτων, που καταπίνουν την άσφαλτο, απέναντί της.
«Χαλιμέρα!»
Αυτή η φωνή που ερχόταν από πολύ μακριά, την ανάγκασε να σηκώσει το βλέμμα από το τζάμι. Ένας λιγνός μετανάστης, τόσο που μπορούσε να σεργιανίσει ολόκληρος μέσα στο βρώμικο πουκάμισό του άνετα, στεκόταν με ένα γέλιο στο στόμα, και μια ελπίδα στα μάτια. Η Βέρα κατάλαβε ότι προφανώς δεν ήθελε αυτοκίνητο, και τον ρώτησε το ακριβώς ζητούσε εκεί. «Καντέμ. Καταρίζι τζάμι» είπε ο μετανάστης και προέταξε το καφετί χέρι, ένα μείγμα φλεβών και κόκκινων σημαδιών, δίνοντάς της ένα χαρτί, που είχε τσαλακωθεί άσχημα. Κάτω από το λεπτό μουστάκι του διαφάνηκε ένα συγκρατημένο μειδίαμα.
Το πήρε και το άνοιξε.

«Τον λένε Καντέμ. Θα καθαρίζει τα τζάμια, και θα πλένει τα αυτοκίνητα. Του έδωσα αυτό το σημείωμα σε περίπτωση που θα ξεχνούσα να σε ενημερώσω σχετικά. Αν το διαβάζεις σημαίνει ότι το ξέχασα. Δώσε του τους κουβάδες, τα καθαρτικά, και τα πετσιά για το σκούπισμα, που βρίσκονται πίσω από την πόρτα του μπάνιου. Άσ’ τον να πλένει, μέχρι να έρθει να σου πει ο ίδιος ότι έχει τελειώσει. Αυτοί είναι τίμιοι, και δε τελειώνουν γρήγορα τη δουλειά, σε σχέση με τους δικούς μας. Σέβονται τα λεφτά που τους δίνουμε. Αν σου ζητήσει λεφτά μη του δώσεις. Θα του τα δώσω εγώ αφού δω και τη δουλειά του πρώτα. Ούτε και για φαγητό μη του δώσεις, αν δε θες να σου γίνει τσιμπούρι».


Στο τέλος του σημειώματος υπήρχε μια υπογραφή: Αφεντικό. Πόσο μαλάκας και φαντασμένος είναι αυτός ο τύπος, αναρωτήθηκε. Ο νέος καθαριστής ήταν Πακιστανός, ένας από τους πολλούς μετανάστες, που στοιβάζονται σε σαπιοκάραβα, για να φτάσουν σε αυτή τη χώρα. Τον είχε συναντήσει σε κάτι φανάρια, προσπαθώντας να πείσει τους οδηγούς να τον αφήσουν να καθαρίσει, για λίγα κέρματα, τα παρμπρίζ. Τον πρώτο καιρό, είχε μαζέψει αρκετές βρισιές από ταξιτζήδες, ώσπου κατάλαβε ότι ήταν προτιμότερο να αγνοεί την ύπαρξη των κίτρινων αυτοκινήτων. Τον ικανοποιούσαν τα λιγοστά χρήματα που του πρότεινε το αφεντικό της Βέρας, και είχε έλθει με μεγάλο ενθουσιασμό την πρώτη μέρα της νέας του εργασίας. Οι γενικότερες αλλαγές είχαν προαναγγελθεί. Σε ανύποπτο χρόνο, ενός βαρετού μεσημεριού, το αφεντικό είπε: «Σήμερα είναι πιο εύκολο να αγοράσεις ένα αυτοκίνητο, παρά ένα ψυγείο». Μεγάλο το δίκιο του αφεντικού, αν αναλογιστεί κανείς, ότι κάθε οικογένεια διαθέτει και ένα αυτοκίνητο για το κάθε μέλος της, σε καιρούς χαλεπούς οικονομικά, μα παραγεμισμένους με ακριβή ξιπασιά.
Έτριβε τόσο δυνατά, που μέσα σε λίγα λεπτά το λερωμένο πουκάμισό του, είχε αποκτήσει τρεις μεγάλες στάμπες ιδρώτα, τη μεγαλύτερη στην πλάτη, και δύο κάτω από τις μασχάλες του. Φυσικά ο Πακιστανός έπαιρνε μαύρα λεφτά. Όπως ακριβώς ήταν η βρώμα που είχε φυτρώσει ανάμεσα στα δάκτυλα των ποδιών του. Το να γίνει αναφορά σε ασφάλιση του ή άλλες ευεργετικές διαδικασίες, το να πάει σε ανθρώπινο νοσοκομείο για την οποιαδήποτε ασθένεια λόγου χάρη, μάλλον θα προκαλέσει το γέλιο του αναγνώστη, και γι’ αυτό επιμελώς αποφεύγεται. Το γέλιο αφορά και τον χαρακτηρισμό του νοσοκομείου, σαν ανθρώπινου φορέα της κοινωνικής προσφοράς, αλλά και την ασφάλιση, που αντιτίθεται στην ελευθερία του ατόμου, ως εργαζόμενου.
Όμως, η πρόσληψη του Πακιστανού σήμαινε ταυτόχρονα, ότι ο εικοσάχρονος φοιτητής που μέχρι πρότινος έπλενε τα αυτοκίνητα, για να συμπληρώνει το χαρτζιλίκι του, δε θα εμφανιζόταν άλλη Πέμπτη. Την ίδια μέρα της εβδομάδας, ερχόταν κάθε φορά, άραζε το μηχανάκι του έξω στο προαύλιο, και έπιανε αμέσως δουλειά. Τέλειωνε σχετικά γρήγορα, αλλά στη διάρκεια του πλυσίματος τον διέκοπταν μερικά τηλέφωνα. Πιθανότατα κάποια μικρή ναζιάρα. Πάντα έριχνε ένα βλέμμα όλο υπονοούμενα στη Βέρα, το έπαιζε μοντέλο, μοιραίος, κορδωνόταν και προέτασσε το καλογυμνασμένο του κορμί, μέχρι αηδίας. Η Βέρα παλαιότερα θα του έλεγε, με το στόμα γεμάτο ειρωνικό σάλιο, ότι ήταν ένας μικρός που μόλις είδε τι έχει μέσα στο βρακί του ξεφάντωσε και άρχισε να αναζητά τρύπες για βούλωμα. Θα τον αντιμετώπιζε όπως ο μανάβης, που καταπνίγει την επανάσταση κάποιων αγγουριών, που αναθάρρησαν και πίστεψαν ότι μπορούν να τον χτυπήσουν. Πιθανότατα να τον απειλούσε, να του έλεγε «τι θες ρε μικρέ να στο φάω το γαριδάκι, και μετά να ψάχνεσαι;», αλλά στη παρούσα φάση ούτε που της πέρασε από το μυαλό.
Την κολάκευε αυτό το υπαινικτικό βλέμμα του νεαρού, επειδή είχε ξεχάσει πώς ήταν να φλερτάρεις, να δέχεσαι ένα βλέμμα, που έχει τη δυνατότητα να αρθρώνει τις πλέον σωστές λέξεις, αυτές που εκφράζουν τα συναισθήματα, χωρίς να πέφτουν στις παγίδες της ασάφειας και της γραφικότητας, που στήνει το στόμα. Τον παρακολουθούσε με προσοχή. Κάθε του κίνηση. Από τη στιγμή που έβγαζε το κοντομάνικο, μέχρι την ώρα, που μέσα στον ιδρώτα, επέστρεφε τους κουβάδες και τα σαπούνια στη θέση τους. Είχε εξαιρετική σωματική διάπλαση, και τα γυμνασμένα του χέρια υπέφεραν από την γιγάντωση των φλεβών του, κάθε φορά που τεντωνόταν, για να φτάσει με ένα τεράστιο σφουγγάρι ,τίγκα στη σαπουνάδα, κάποια σημεία της επιφάνειας των αυτοκινήτων. Έσκυβε για να γυαλίσει τις ζάντες, και το μαύρο του εσώρουχο, διακρινόταν κάτω από την αθλητική του φόρμα, και την αναστάτωνε. Την αναστάτωνε ένας άβγαλτος νεαρός, ατζαμής εκατό τις εκατό, που όμως ήταν η αιτία, μια φορά την εβδομάδα, να κλείνει στο χρονοντούλαπο όλες εκείνες τις έννοιες και τα προβλήματα, όλα εκείνα τα πράγματα που τις αφαιρούσαν σιγά σιγά το αίμα. Δεν ήταν από εκείνες τις γυναίκες που δεν είχαν περάσει καλά, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αυτή η βάναυση καθημερινότητα της ροκάνιζε τις αντιστάσεις. Η αντοχή ήταν ένα από τα μεγάλα της προτερήματα, αλλά ακόμη κι αυτή είχε μπει στα τελευταία στάδια του θρυμματισμού της. Είχε αποφασίσει να πάρει το φοιτητή πάνω στο γραφείο, ή όπου αλλού έβρισκε ελεύθερο χώρο. Δεν την ένοιαζαν τα αδιάκριτα βλέμματα που θα συγκεντρώνονταν πίσω από τις τζαμαρίες. Θα τον άρπαζε, θα του δάγκωνε με λύσσα το λαιμό και το στήθος, και θα του αποσπούσε, όσα περισσότερα αποθέματα νεανικότητας και ζωντάνιας μπορούσε. Ουσίες που μέσα τις είχαν πλέον πρώιμα εξαφανιστεί. Θα γινόταν μια παραλλαγή ενός βαμπίρ, που θα αναζητούσε λίγη εμπειρία, λίγες κοφτές ανάσες, λίγα φιλιά σε ένα στόμα που είχε καταντήσει χωματερή από καφέδες και τσιγάρα.
Αλλά τα πράγματα δεν πήγαν όπως θα περίμενε. Όταν εκείνη αποφάσισε να ανασύρει λίγο από το παρελθόν, τον χαμένο της εαυτό, ο νεαρός είχε πλέον ρίξει πίσω μαύρη πέτρα. Εκείνος θα έβρισκε κάποια μικρή και θα έκανε τη δουλειά του. Εκείνη θα έβραζε στο ζουμί της, σε εκείνο το μεγάλο καζάνι με τις τεράστιες φουσκάλες, πράσινες και εμετικές, στη μίζερη ζωή της, χωρίς διάθεση διαφυγής.


Έφυγε νωρίτερα από τη δουλειά. Δούλευε τις περισσότερες φορές πάνω από οκτώ ώρες, αλλά η υπερωρία δεν έχει πλέον καμία βάση. Σπάνια ζητούσε την άδεια να επιστρέψει στο σπίτι της, αλλά ευτυχώς το αφεντικό δεν της δημιουργούσε προβλήματα. Εκείνη τη μέρα επικαλέστηκε έναν απίστευτο πονοκέφαλο, που δεν υποχώρησε ούτε από τις αναβράζουσες ταμπλέτες που εξαφανίζουν τον πόνο στη στιγμή. Αυτό λένε οι επιγραφές στα κουτιά και τις διαφημίσεις, αλλά όσοι το πιστεύουν, μάλλον βάζουν έναν ακόμη πονοκέφαλο στο λογαριασμό τους.
Ήταν η πρώτη φορά που έφτασε σπίτι της, χωρίς να αντιμετωπίσει ιδιαίτερα εμπόδια στην κίνηση, και κυρίως χωρίς να της φουσκώσουν τα μηνίγγια από κόρνες και βρισίδια. Πριν μπει στο δρόμο, που οδηγούσε στην πολυκατοικία όπου διέμενε, διέκρινε μια αναστάτωση, κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί στη γειτονιά της. Δεν μπορούσε όμως να φτάσει γρήγορα, γιατί ο δρόμος είχε κλείσει και μέχρι να στρίψουν τα αυτοκίνητα μανουβράροντας, πρόλαβε να δημιουργηθεί ένα κομβόι από γιωταχί, με χέρια να σχηματίζουν τους βόθρους, που δεν ακούγονταν από τα χείλη, γιατί οι φωνές πνίγηκαν μέσα στους συριστικούς ήχους μαρσαρισμάτων και εξατμίσεων.
Βρήκε απροσδόκητα χώρο ανάμεσα σε δύο αυτοκίνητα και έχωσε το δικό της, με κίνδυνο να σπάσει το αριστερό φτερό. Βρισκόταν σε απόσταση περίπου εκατό μέτρων από το γενικό σαματά, και αναγκάστηκε να διανύσει την απόσταση με τα πόδια – οι γόβες στα χέρια φυσικά. Προσπάθησε να βρει κάποιον πρόθυμο, για να της εξηγήσει τι ακριβώς συνέβη. Το ενδιαφέρον της εντάθηκε, όταν πρόσεξε ότι ένας μεγάλος κύκλος είχε σχηματιστεί λίγα μέτρα έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας της. Άνθρωποι αναστατωμένοι, γνωστοί και άγνωστοι, γείτονες και άσχετοι. Ψίθυροι, φωνές που χάνονταν η μία μέσα στην άλλη, χωρίς να μπορεί κάποιος να τις ακολουθήσει για να βγάλει συμπέρασμα, δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα ιδιαίτερα τρομακτική. Ένας ρευστός φόβος, είχε σκεπάσει τη γειτονιά, που είχε βγει στο δρόμο, ενώ μερικοί ηλικιωμένοι κρεμόντουσαν από τα στενά μπαλκόνια τους, προκειμένου να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους. Κάποιος είχε γίνει θέαμα. Δεν είχε καταλάβει ακόμη περί τίνος επρόκειτο, αλλά τα κλειστά στόματα, τα χέρια που σφράγιζαν τα στόματα, και οι ματιές που λοξοδρομούσαν αποτυπώνοντας την απορία και το απίστευτο στα πρόσωπα, ήδη σχημάτιζαν στο κεφάλι της μια σκηνή τραγική. Ποιος άραγε, είχε συγκεντρώσει το ενδιαφέρον, τι συνέβαινε και όλοι είχαν αφήσει τις δουλειές τους και έστεκαν αποσβολωμένοι, σε σχήμα κυκλικό, σαν να έπαιζαν παιχνίδια αλήστου μνήμης παιδικά; Ποιος είχε μπει στο κύκλο, και μαγνήτιζε τα βλέμματα, τον οίκτο και τη λύπηση.
Έφτανε, αλλά ξαφνικά ένιωσε μια απίστευτη σπρωξιά στην πλάτη, που λίγο έλειψε να την γκρεμίσει στην άσφαλτο. Μέχρι να ελέγξει τα ρούχα και την τσάντα της ένιωσε κάποιους να την προσπερνούν με απίστευτη ταχύτητα, πέραν της ανεκδιήγητης γαϊδουριάς τους, να την τρακάρουν τόσο άσχημα, χωρίς να ζητήσουν ένα συγγνώμη. Σήκωσε τα μάτια και είδε μια νεαρή δημοσιογράφο, με ένα μικρόφωνο στο χέρι, να σέρνει με το καλώδιό του, έναν κάμεραμαν που, λόγω της μεγάλης του κοιλιάς, δυσκολευόταν να την ακολουθήσει, τόσο λεπτή και ευκίνητη που ήταν, ώστε να τσακώνει ειδήσεις και αποκλειστικά, πριν καν ολοκληρωθούν.
Έφτασε τελικά στο σημείο αιχμής του γεγονότος, και είδε ότι η δημοσιογράφος, είχε ήδη προλάβει να μάθει τα καθέκαστα, όχι αυτά που όντως συνέβησαν, αλλά αυτά που χρειαζόταν για να συντάξει μια είδηση λογικής ακολουθίας, και είχε αναγκάσει μια κυρία να μιλάει στην κάμερα, υπό την απειλητική παρουσία του μικροφώνου, που λίγο ακόμη και θα της έκλεινε το στόμα.
«Τον γνωρίζατε;»
«Φυσικά, ήταν εδώ της γειτονιάς. Ήταν πολύ καλός οικογενειάρχης, αλλά τον τελευταίο καιρό, δεν έβγαινε πολύ συχνά από το σπίτι. Ούτε στην εκκλησία ερχόταν, όπως παλιά, γιατί εγώ πηγαίνω ανελλιπώς κάθε Κυριακή, και βλέπω τι γίνεται»
Η αυτόπτης μάρτυς, βλέποντας ότι η κάμερα δεν είχε τη δυνατότητα να τρώει αυτούς που καταγράφει, πήρε θάρρος, άρχισε να λέει περισσότερα από όσα η δημοσιογράφος τη ρωτούσε, και πριν απαντήσει στην επόμενη ερώτηση, έφτιαξε λίγο τα μαλλιά της στις άκρες που πετούσαν, καθώς δεν έπρεπε να βγει σαν ξεμαλλιασμένη στις βραδινές ειδήσεις.
«Ξέρετε τι ακριβώς συνέβαινε στην οικογένεια του αυτόχειρα;»
«Κοιτάξτε, όπως καταλαβαίνετε είναι δύσκολο να είσαι μέσα στα ξένα σπίτια, αλλά άλλες κυρίες που ζουν στην πολυκατοικία, έχουν κατά καιρούς επισημάνει κάποιες μικρές εντάσεις, κατά το παρελθόν»…
«Δηλαδή; Πρέπει να γίνεται πιο συγκεκριμένη για το καλό της ενημέρωσης»…
«Μάλιστα… πρέπει να ξέρετε ότι η οικογένεια αυτή, η κατά τα άλλα σεβαστή και πολύ ήσυχη, που ποτέ δεν μας έχει δημιουργήσει προβλήματα, έχασε πριν μερικά χρόνια τη μια από τις δύο τις κόρες, τη μεγαλύτερη. Κάποιοι είπαν ότι επρόκειτο για ατύχημα, αλλά ποτέ δεν διευκρινίστηκε τι ατύχημα. Οι ειδήσεις πάντως είχαν μεταδώσει, ότι η Ιφιγένεια, έτσι λεγόταν η αποθανούσα, είχε μπλέξει άσχημα σε ένα δίκτυο εμπορίας ναρκωτικών, και την καθάρισαν γιατί δεν έπρεπε να αποκαλύψει τους εγκεφάλους του. Άλλοι πάλι ισχυρίστηκαν ότι η ίδια είχε μείνει στον τόπο, σε ένα μικρό άλσος των δυτικών προαστίων, από υπερβολική δόση ηρωίνης. Τι τα θέλετε, το σίγουρο είναι ότι η κοπέλα χάθηκε, από τον λευκό θάνατο, όπως σωστά το λέτε εσείς στις ειδήσεις»…
«Είδατε την πτώση, τη στιγμή ακριβώς που έπεσε ο άνθρωπος;»
«Όχι ακριβώς… Έφτασα λίγα δευτερόλεπτα μετά, πριν συγκεντρωθεί το πλήθος, και αφού άκουσα τη φωνή μιας κυρίας που τσίριζε»…
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της, ένας κύριος, με κάτι περίεργα γυαλιά, και ένα πρόσωπο κατακόκκινο, επενέβη.
«Εγώ θα σας πω τι ακριβώς συνέβη»…
«Είδατε την πτώση, κύριε;»
«Θα σας πω! Εγώ έχω ένα μικρό πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ εδώ, λίγα μέτρα πιο κάτω, ακριβώς απέναντι από το δρόμο, όπου κείτεται ο νεκρός. Τη στιγμή που έβαζα ένα δελτίο στην μηχανή προς επικύρωση, άκουσα έναν γδούπο, και έστρεψα αμέσως τα μάτια προς το μέρος, από όπου προήλθε ο θόρυβος. Μέσα από τις διαφανείς τζαμαρίες, είδα έναν άνθρωπο, σκασμένο σαν το καρπούζι, μέσα σε λίμνη αίματος. Οι πελάτες αναστατώθηκαν, ενώ το αυτοκίνητο που περνούσε εκείνη την ώρα από το δρόμο, ακινητοποιήθηκε ακαριαία, με κίνδυνο ο οδηγός να φάει τα μούτρα του. Παραλίγο και θα έπεφτε στο καπό… Με το που βλέπω το συμβάν, αφήνω το μαγαζί και τρέχω έξω, να δω τι συνέβη από κοντά. Τι να δω; Αφήστε καλύτερα. Αίμα, παντού, το κεφάλι ανοιγμένο σε τέσσερα κομμάτια. Ώσπου να συνειδητοποιήσω τι συνέβη, πρόσεξα καλύτερα και διαπίστωσα ότι ήταν ο καημένος ο Περικλής. Τον κατάλαβα φυσιογνωμικά»…
«Τον γνωρίζατε εσείς;»
«Φυσικά, μα τι λέτε! Της γειτονιάς άνθρωπος, καλός και ήσυχος. Με μια γυναίκα λουλούδι, που υπεραγαπούσε. Ούτε δικαιώματα, ούτε τίποτα. Κρίμα, κρίμα»…
Η δημοσιογράφος στράφηκε προς τον φακό της κάμερας, πήρε ένα ύφος λυπημένο, και μετέδωσε όλα αυτά που είπαν οι αυτόπτες μάρτυρες, βάζοντας επιπλέον κάποιες δικές της εκδοχές. Όταν τέλειωσε, είπε στον κάμεραμαν μα κλείσει γρήγορα την κάμερα, προκειμένου να προλάβουν και ένα άλλο θέμα, λίγη ώρα μακριά από εκείνο το σημείο, μια συνταξιούχο, που την έκλεψαν και την έσπασαν και στο ξύλο από πάνω.
Χτύπησε το κινητό της, και χωρίς να χάσει χρόνο απάντησε. «Έλα εντάξει, με την αυτοκτονία… Πήρα κάποιες δηλώσεις, θα τα βολέψουμε. Να σου πω, πες σ’ αυτόν που θα φτιάξει το βίντεο για το βράδυ, να βάλλει και κανένα μουσικό χαλί της προκοπής. Ξέρεις από εκείνα τα γρήγορα, τα καταδιωκτικά. Ναι με ακούς;… όχι από εκείνα τα πικρόχολα, που βάζουμε στα μνημόσυνα τα μεσημέρια. Πες του να αφήσει και τίποτα υπονοούμενα για ναρκωτικά και τα λοιπά. Μη γίνει μελό το θέμα»…
Η Βέρα πέρασε δίπλα ακριβώς από τη δημοσιογράφο, τη στιγμή που έκλεινε το τηλέφωνο. Τρία παιδιά, που μάλλον την είχαν κοπανήσει νωρίτερα από κάποιο σχολείο, είχαν σηκώσει τα κινητά, και με τον επαγγελματισμό ενός σοβαρού κινηματογραφιστή, βιντεοσκοπούσαν το πτώμα, και το φυλάκιζαν σε μικρές φωτογραφίες.
Ρώτησε η Βέρα κάποιον περαστικό τι είχε συμβεί, και εκείνος της είπε ότι κάποιος είχε αυτοκτονήσει. Την έζωσαν τα φίδια, και ούτε καν σκέφτηκε να ρωτήσει αν κάποιος γνώριζε ποιος ήταν αυτός. Πήγε το μυαλό της στο κακό, αλλά ήταν κάτι που γρήγορα απέκλεισε σαν ενδεχόμενο, επειδή ήξερε ότι όσα προβλήματα κι αν ταλάνιζαν την οικογένειά της, αυτό που ποτέ δεν είχε εξοβελιστεί τελείως ήταν η λογική. Οι πρώτες γρήγορες ματιές της, δεν εντόπισαν κάποιον γνωστό, αλλά το ποιον θεωρούσε γνωστό η Βέρα, ήταν κάτι το σχετικό. Πολλοί την ήξεραν, αλλά εκείνη όχι. Στην ευρύτερη περιοχή οι περισσότερη την ήξεραν απλά ως όνομα, και κόρη της μάνας και του πατέρα της. Όσο για εκείνη, απλά θεωρούσε ότι έβλεπε τα ίδια πρόσωπα συνεχώς.
Ανέβηκε με το ασανσέρ στον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας, αφού πέρασε ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους, που είχαν στραμμένα τα κεφάλια προς το νεκρό σώμα, που είχε καλυφθεί πρόχειρα με ένα τραπεζομάντιλο. Μια άλλη νοικοκυρά, φρόντισε να ρίξει κάτι πάνω σε εκείνο το απαίσιο θέαμα. Στο ένα άκρο το πανί είχε βαφτεί από αίμα, σκούρο που έμοιαζε αμιγώς μαύρο από μακριά. Ήταν προφανώς το κεφάλι σκεπασμένο από εκείνη την πλευρά.
Το δημοσιογραφικό βάν άφηνε πίσω του τον νεκρό, την αυτοκτονία του οποίου πριν λίγο, είχε καλύψει με ιδιαίτερη ευαισθησία. Δεν είχαν καταφθάσει ακόμα ούτε περιπολικά, ούτε ασθενοφόρα. Αλλά δεν πρέπει να κατηγορηθεί η ανεπάρκεια των κρατικών υπηρεσιών μόνο. Όλοι εκείνοι που σκέφτηκαν να κοινοποιήσουν την αυτοκτονία, πρώτα και κύρια ενημέρωσαν τα κανάλια.
Βρήκε την πόρτα ανοιγμένη. Μπήκε στο σπίτι, και συνάντησε τη συνηθισμένη ησυχία. Όλα ήταν στη θέση τους. Τακτοποιημένα. Το κανίς γκριφόν είχε δεθεί σε ένα πόδι, από τα τέσσερα, του γραφείου. Είχε κουλουριαστεί, σαν να ήταν έμβρυο, και ακουγόταν στη μεριά της ροζ κοιλιάς του, ένας βρυχηθμός, σπαρακτικός, προάγγελος κακών μαντάτων. Επάνω στο γραφείο, όλα τα ίδια, ένα φλιτζάνι του τσαγιού άδειο και το βιβλίο με τα ποιήματα του Αναγνωστάκη, κλειστό.
Φώναξε για να επιβεβαιώσει αν κάποιος ήταν στο σπίτι. Ακόμα και τη μάνα της, αλλά απάντηση καμία. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι η τηλεόραση παρέμενε ανοιχτή, χαμηλόφωνα, παρότι κανείς δεν ήταν εκεί για να την παρακολουθήσει. Ήταν οι πρώτες ώρες ενός συννεφιασμένου μεσημεριού, και το κανάλι μετέδιδε μια εκπομπή, όπου ήταν συγκεντρωμένοι άνθρωποι σε ένα πάνελ, κάνοντας φασαρία. Χέρια πάνω κάτω και στόματα κροταλίες, υπό την επιτήρηση μιας παρουσιάστριας, που επιζητούσε την κατασίγαση του ορυμαγδού, αφού πρώτα υποβοηθούσε την αναμπουμπούλα, για καθαρά πρακτικούς λόγους. Να χαζέψει κανένας τηλεθεατής, πριν αρχίσει το μεσημεριανό του. Πλησίασε για να διακρίνει καλύτερα το θέμα της συζήτησης. Μια εντυπωσιακή ξανθιά κυρία, έχοντας στα πόδια της ένα ντοσιέ πολύ σοφιστικέ, συνομιλούσε με μια τηλεθεάτρια της. Το κρόουλ έγραφε με κεφαλαία γράμματα, στο κάτω μέρος της οθόνης και σε ένα γαλάζιο φόντο, «Η ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ». Πάνω ακριβώς από αυτή την επιγραφή, με μικρότερα γράμματα, αναγραφόταν «Κα Μαρία», προφανώς το όνομα της τηλεθεάτριας. Η ηλικία δεν αναγραφόταν, πρώτον γιατί είναι πολύ κακό να μας ενδιαφέρει η ηλικία μιας κυρίας, και κατά δεύτερον κανείς δεν είναι σίγουρος, ούτε ότι είναι αυτή που λέει ότι είναι, ούτε ότι είναι ακραιφνώς κυρία.
Συμφώνησε με τον εαυτό της, ότι επρόκειτο για βλακείες και επανήλθε στην πραγματικότητα. Κοίταξε γύρω της, και ένιωσε πιο έντονα την εγκατάλειψη αυτού του σπιτιού. Ασυναίσθητα, βγήκε από την πόρτα και ανέβηκε με μεγάλες δρασκελιές τα σκαλοπάτια που ένωναν τον τελευταίο όροφο, με την ταράτσα. Και η πόρτα, που χώριζε το θάλαμο από το τσιμεντένιο προαύλιο της ταράτσας, ήταν ορθάνοιχτη. Είδε της παντόφλες του πατέρα της, πεταμένες, σε μια απόσταση πέντε μέτρων η μία από την άλλη – η μια ανάποδα. Χωρίς να σηκώσει τα μάτια της από κάτω, και με τους δαίμονες να θρέφουν μέσα της το φόβο, συνέχισε την πορεία της προς τα κάγκελα. Συνάντησε και την ρόμπα του πατέρα της, τσαλακωμένη σαν κάποιος να είχε εξαφανιστεί από μέσα της, και όχι να την είχε βγάλει από πάνω του. Συνέχισε, και είδε ένα κομμάτι ύφασμα να κρέμεται από ένα σίδερο της κεραίας που προεξείχε. Την ώρα που σήκωσε τα μάτια, είχε φτάσει ήδη στα κάγκελα, και αν δεν υπήρχαν αυτά για να την εμποδίσουν, θα είχε πέσει κι αυτή, ακολουθώντας τον πατέρα της. Έπεσε στα γόνατα, και έβγαλε ένα ουρλιαχτό, τόσο απόκοσμο και δυνατό, που πολλοί θα πίστευαν ότι έβγαινε από την κόλαση της ψυχής της.
Είχε το κουράγιο να κοιτάξει κάτω. Ένα ασθενοφόρο είχε καταφτάσει και δύο τραυματιοφορείς, σήκωναν εκείνη την ώρα το τραπεζομάντιλο και αποκάλυπταν το νεκρό. Η Βέρα ήξερε πλέον, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει, να φωνάξει. Ο πόνος, βγήκε από μέσα της υπό τη μορφή εκείνης της απίστευτης στριγκλιάς, και πήρε μαζί του όλη την απόγνωση και την απορία. Μόνο τα μάτια έκλαιγαν, χωρίς τα δάκρυα να φαίνονται. Από ψηλά, εκεί απ’ όπου πριν λίγη ώρα ο πατέρας της είχε αποφασίσει να περάσει στην αιωνιότητα, είδε έναν άνθρωπο, μέσα στις πιτζάμες του, να κείτεται με χέρια και πόδια σπασμένα, παράταιρα όπως τα άκρα μιας μαριονέτας. Το κεφάλι πολτοποιημένο, δεν φαινόταν φυσικά, αλλά μια κόκκινη κηλίδα, κάτι σαν φωτοστέφανο από αίμα, το αντικαθιστούσε.
Οι αστυνομικοί, είχαν απομακρύνει τους περίεργους, και τοποθέτησαν προστατευτικές ταινίες στο χώρο, παρόμοιες εκείνων που χρησιμοποιούν σε περιπτώσεις εν ψυχρώ δολοφονιών, που για να διαλευκανθούν, χρειάζεται να εντοπιστεί και η παραμικρή λεπτομέρεια, πριν ακόμη το πτώμα ανασυρθεί από τη λίμνη του αίματός του.
Επιστρέφοντας στο διαμέρισμα, νιώθοντας το κεφάλι της να διαπερνάται από κοφτερά μαχαίρια και να καίγεται από φλογοβόλα, έπεσε ζαλισμένη στο κατώφλι του. Με βαθιές ανάσες προσπαθούσε να κατευνάσει ένα κύμα χολής που έβγαινε από τα σωθικά της. Από την άλλη είχε ανοιχτό το στόμα, πιστεύοντας πως αν δεν αφήσει τη μαυρίλα της να βγει φυσιολογικά, εκείνη θα τρυπούσε την κοιλιά και θα πλημμύριζε το σαλόνι.
Έριξε ένα βλέμμα στην τηλεόραση, και σε ένα φευγαλέο πλάνο, διέκρινε τη μάνα της ανάμεσα σε μια πλειάδα αποχαυνωμένων κύριων και κυριών, ηλικιωμένων κατά κανόνα. Ήταν το κοινό, που παρακολουθούσε από το στούντιο τη συζήτηση για τη δυσκολία των ανθρώπινων σχέσεων. Το πλάνο αυτό στην τηλεόραση, το διαδέχτηκαν πολλά άλλα. Η Βέρα όμως, συγκράτησε αυτό που την εξέπληξε, και με ένα απίστευτο ζουμ, το μεγάλωσε τόσο που κατέκλυσε όλη της την σκέψη. Ξέσπασε σε λυγμούς, που πρόδιδαν μια παράδοση, μια υπόκλιση στο μοιραίο, που πλέον δε μπορούσε να αλλάξει. Δεν ακούγονταν παρά μονάχα στα δικά της αυτιά τα κλάματα, που είναι αμφίβολο αν αντέδρασαν, καθώς μια βουή τα ένωνε εσωτερικά, μια νοητή γραμμή που έσκιζε εγκάρσια τον εγκέφαλο. Το στόμα της έσπασε για πρώτη φορά, και έμεινε εκεί, στο πάτωμα να περιμένει κάτι που κανείς δεν ξέρει.
Η ξανθιά γυναίκα, απτόητη, έδωσε το σύνθημα από τηλεοράσεως.«Πάμε σε ένα μικρό διαφημιστικό διάλειμμα και επιστρέφουμε σε λίγα λεπτά»…