Δευτέρα, Απριλίου 07, 2008


Ένας άλλος κόσμος

Διήγημα

Επέστρεφε σπίτι. Στο μοναδικό χώρο που ειλικρινά αγαπούσε. Η επιστροφή αυτή, ήταν ευχάριστη - μολονότι ίδια - εδώ και αρκετά χρόνια. Βγήκε από το μετρό, και αντίκρισε την εκκλησία της γειτονιάς του. Ήταν εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο ανοιχτή για τους πιστούς της. Τρία νεαρά παιδιά, γύρω στα δεκαοκτώ, που λίγο αργότερα αποδείχθηκαν πολύ κωλόπαιδα, λόγω της αυθάδειάς τους, προσπαθούσαν να ισορροπήσουν με τα πατίνια τους στα στενά μαρμάρινα σκαλοπάτια, που οδηγούσαν στη μικρή πλατεία. Ήξερε ότι ήταν αφιερωμένη σε κάποιον αγωνιστή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, αλλά ποτέ δεν πλησίασε για να δει την αναγραφή του ονόματος, σε μια προτομή, που απέκτησε βίαια (σε μια ακαθόριστη και παρελθούσα έξαρση εικαστικής ανησυχίας) γένια και μάτια- είχαν δώσει μια νότα ζωντάνιας παλιότερα κάποιοι καλλιτέχνες του δρόμου, με μαύρο σπρέι. Θαύμασε τον τρόπο με τον οποίο ένας νεαρός ισορροπούσε, πάνω στο βρεγμένο μάρμαρο, και έκανε την πρώτη παρέκκλιση της πορείας του. Στάθηκε, κοίταξε το ρολόι, είδε ότι είχε χρόνο στη διάθεσή του, και πλησίασε τους νεαρούς-τίποτα το ιδιαίτερο, αν μιλούσαμε γενικά, αλλά τον γοήτευσαν όλως περιέργως εκείνοι που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ερασιτέχνες.
Πλησίασε πολύ κοντά. Έσκυψε, αφήνοντας τη δερμάτινη βαλίτσα στο έδαφος, και έβγαλε με πολύ αργούς ρυθμούς το πακέτο με τα τσιγάρα του. Έβγαλε ένα και άρχισε να το φουμάρει με μεγάλη απόλαυση. Στεκόταν ακίνητος, με ένα ακατανόητο μειδίαμα, να χαρακτηρίζει το καθαρό πρόσωπό του. Οι νεαροί, έριξαν κάποιες ματιές αρχικά, αλλά συνέχισαν απτόητοι το νούμερο. Ένας εξ αυτών, σταμάτησε απότομα το πατίνι, και με μια απότομη κίνηση το σήκωσε με το δεξί του πόδι, προς το απλωμένο του χέρι. Το κρατούσε δυνατά, όταν ρώτησε τον άνδρα που τους κοιτούσε περίεργα τι ακριβώς ήθελε. Εκείνος ξαφνιάστηκε και απάντησε πως απλώς παρακολουθούσε τη δυσκολία της προσπάθειά τους.
«Εντάξει, τώρα που έγινες η αιτία να σταματήσει το νούμερο», είπε με έναν βαθιά ειρωνικό τρόπο, «πάρε το πτώμα σου και στρίβε»!
Τράβηξε την τελευταία τζούρα από το τσιγάρο, και το έσβησε, πατώντας το με τα γυαλισμένα παπούτσια, που είχαν γεμίσει μικρές σταγόνες νερού –ήταν άλλωστε αδιάβροχα. Δεν είπε τίποτα στους νεαρούς, ούτε προσπάθησε να μπλεχτεί σε καβγά. Σωστή απόφαση, αν αναλογιστεί κανείς, ότι εκείνοι ήταν τρεις, και εκείνος ένας. Το χειρότερο από όλα, που ευτυχώς αποφεύχθηκε, ήταν ότι και οι τρεις ήταν ρεαλιστές-ζούσαν σε μια πόλη, όπου τα περιπολικά της αστυνομίας ήταν λιγότερα και από τις σκουπιδιάρες. Ό ένας είχε ένα ξυράφι, ο άλλος ένα μικρό σουγιά και ο τρίτος ένα μπουκάλι μπύρα (το έσπαζε και γινόταν κοφτερή λεπίδα), αλλά δε χρειάστηκε να τα χρησιμοποιήσουν. Ήταν άλλωστε πολύ νωρίς, για να βγουν όλα αυτά από τις τσέπες. Ήταν ώρα εσπερινού, και στα δέκα μέτρα, υπήρχαν γυναίκες που κατευθύνονταν προς το ναό. Μάλιστα, υπήρχε και ο ναός, ο οίκος του Θεού, που όμως δε τον λογάριαζαν αρκετά. «Ποιος να ήταν αυτός ο περίεργος τύπος;» αναρωτήθηκε εκείνος που δεν είχε μιλήσει μέχρι τότε. «Κοίτα, φίλε, τρία είναι τα πιθανά ενδεχόμενα. Ή ήταν έμπορος ναρκωτικών με κουστούμι, ή κρυφός γκέι που πίστεψε ότι με κανένα φράγκο παραπάνω, θα έβρισκε εύκαιρους κώλους, ή πολύ απλά σαλεμένος με γραβάτα!» είπε με μια απίστευτη σιγουριά ο τρίτος της παρέας. Όλοι συμφώνησαν στις τρεις πιθανές εκδοχές.
Στην πραγματικότητα δε θα μπορούσαν ούτε να φανταστούν τι μπορεί να ήταν αυτό που ήθελε – αν ήθελε κάτι – να τους πει ο άνδρας με το μαύρο κοστούμι. Εκείνος, πολύ απλά, ήθελε να μάθει αν διάβαζαν παραμύθια και κλασικά εικονογραφημένα. Εκ των υστέρων το όφελος ήταν μεγαλύτερο, για αυτόν που πήρε πόδι. Κανείς δε θα του την έπεφτε, και κανείς, ενδεχομένως, δε θα τον έκλεβε. Το μεγαλύτερο κέρδος, όμως, ήταν ότι δε θα τον χλεύαζαν για την απορία του. Ήταν βέβαιο ότι θα τον χλεύαζαν. Εκείνος τους πλησίασε με ειλικρινή φιλία και διερωτήσεις αθώες, και εκείνοι, οι μικρότεροι, είχαν ήδη προλάβει να κρεμάσουν ταμπέλες. «Αν ήταν σοβαρός άνθρωπος, οικογενειάρχης και νοικοκύρης, θα έσκυβε το κεφάλι και θα πήγαινε κατευθείαν στο σπίτι του, να δει τηλεόραση, και να ακούσει τη γκρίνια της γυναίκας του. Ο τύπος κάτι έκρυβε, αλλά δε θα σπάσω τα αρχίδια μου για να το βρω» είπε και συνέχισε την ισορροπία πάνω στο βρεγμένο μάρμαρο των σκαλοπατιών.


Στο χαλάκι της πόρτας του βρήκε δύο φακέλους, το λογαριασμό του κινητού του τηλεφώνου και ένα προεκλογικό φυλλάδιο, ακαλαίσθητο, το οποίο και τσαλάκωσε μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Άνοιξε την πόρτα, και η μύτη του ήλθε αντιμέτωπη με μια μουχλιασμένη, πλην γνώριμη, ατμόσφαιρα. Κατόρθωνε να δημιουργεί μέσα στο σπίτι του, μια ομιχλώδη κατάσταση, καθώς κάπνιζε πολύ και με κλειστά τα παράθυρα- χειμώνα και καλοκαίρι. Το σπίτι δεν αεριζόταν καθόλου, αλλά εκείνος άνοιγε διάπλατα τα ρουθούνια για να εισπνεύσει επιδεικτικά τον εγκλωβισμένο αέρα, κάτι που σε φυσιολογικές περιπτώσεις θα δημιουργούσε δύσπνοια και ιδανικές τάσεις για εμετό. Πέταξε σε διαφορετικές μεριές τα ρούχα του, φόρεσε μια αθλητική φόρμα, και κάθισε στην τεράστια πολυθρόνα στο κέντρο του καθιστικού. Απέναντι η βιβλιοθήκη, με τα σκονισμένα βιβλία, και τις περίεργες μινιατούρες κινουμένων σχεδίων στημένες σε σειρά, κατά το ύψος, αλλά κυρίως με βάση τα δικά του κριτήρια αξιολόγησης.
Στο πιο ψηλό ράφι είχαν εγκατασταθεί όλοι σχεδόν οι ήρωες του Γουόλτ Ντίσνει, με προεξάρχοντα τον Σκρούτζ Μακ Ντάκ, ώστε να αποκατασταθεί η φήμη του, και να πάψει να θεωρείται άπληστος και φιλοχρήματος μέχρι αηδίας. Ο Μίκι Μάους είχε καταχωνιαστεί πίσω από όλες σχεδόν τις μορφές, λόγω του υπεροπτικού βλέμματος, που είχε διακρίνει σε εκείνο το πρόσωπο, με την απαίσια μύτη και τα τεράστια αυτιά. «Το χαμόγελο σου δεν απέχει από εκείνο της πιο χαζής κινηματογραφικής βεντέτας» έλεγε στη μινιατούρα, σφίγγοντάς την λες και θα έβγαζε κραυγές πόνου, αμέσως μετά. Την είχε αποκεφαλίσει, και είχε πετάξει το σώμα της στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας. Κάποια βράδια, έβγαινε στην μικρή βεράντα, που έβλεπε στον ακάλυπτο, και απευθυνόμενος στο βαθύ σκοτάδι, φώναζε με σιγανή αλλά τρομακτική φωνή «ελπίζω να σε έχουν κατασπαράξει τα «δεινοσαυράκια» του Τζουράσικ Πάρκ, μικρή μύξα του Ντίσνει»! Στο αμέσως επόμενο ράφι, υπήρχε μια στρατιά από Ευχούληδες, όλοι με την ίδια περίεργη φάτσα, αλλά με διαφορετικό χρώμα μαλλιών, όπως είναι γνωστό. Σκέφτηκε κάποτε να βάψει τα μαλλιά όλων με μαύρο χρώμα, αλλά την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη, επειδή φοβήθηκε μια συλλογική αντίσταση των Ευχούληδων στις επιθυμίες του.
Στο πρώτο ράφι, που το έφτανε χωρίς τη βοήθεια της μικρής ξύλινης σκάλας, υπήρχαν όλα τα μέχρι τότε γνωστά παραμύθια του πλανήτη, τα κλασικά εικονογραφημένα, Από την Παναγία των Παρισίων μέχρι τον Μιχαήλ Στρογκώφ, και πολλά κόμικς παλαιάς κοπής, από τον Λούκι Λούκ μέχρι (σχεδόν όλες) τις περιπέτειες των Αστερίξ και Οβελίξ. Η μορφή του Καίσαρα στις σελίδες αυτές είχε προσεκτικά κοπεί, με ένα χαρτοκόπτη, λόγω του εκνευρισμού που του προκαλούσε. Αλλά και ο Δρακουμέλ, είχε αφανιστεί από τις στρουμφοιστορίες, λόγω τις απίστευτης κακίας που τον διέκρινε, και της επιθυμίας του να κατασπαράξει όλους τους γαλάζιους φίλους του. «Τα σκουπίδια στα σκουπίδια» έλεγε γελώντας δυνατά, όταν έπεφταν τα κομμένα μέρη στο κάδο των αχρήστων. Θαύμαζε τη συλλογή του για ώρες ολόκληρες, πριν αποφασίσει πιο παραμύθι, ή ποια ιστορία θα διαβάσει. Τις είχε διαβάσει όλες, φυσικά, αλλά αυτό δεν του έλεγε τίποτα. Με αυτές περνούσε τα απογεύματά του, καθώς είχε σπάσει την τηλεόραση, και διατηρούσε από αυτή μόνο το πλαστικό πλαίσιό της. Η οθόνη έγινε θρύψαλα, όταν σε ένα δελτίο ειδήσεων άκουσε, ότι μια αγαπημένη του σειρά κινουμένων σχεδίων θα διακοπτόταν λόγω της βιαιότητάς της. Ούτε καν θα μεταφερόταν σε άλλη ώρα, προκειμένου να μπορεί να την παρακολουθεί- μια νέα ασιατική παραγωγή, που διαδραματιζόταν σε ένα ιαπωνικό χωριό, και πρωταγωνιστούσαν ζώα σαμουράι.
Έτσι, προκειμένου να μην βλέπει τα κακά χάλια της κούφιας τηλεόρασης, αποφάσισε να συμπληρώσει το κενό, βάζοντας μια τεράστια κολοκύθα, με δύο μάτια, και ένα τρεμουλιαστό στόμα, στη θέση της οθόνης. Ήταν μεγάλος θαυμαστής του Χάλοουϊν, και άναβε το μικρό κεράκι στο εσωτερικό, μια φορά το χρόνο, το βράδυ της Ανάστασης. Όταν αποφάσιζε ποιο παραμύθι θα ξαναδιάβαζε, δεν παρέμενε στο καθιστικό. Έπαιρνε το βιβλίο, και κατευθυνόταν στο μικρό του υπνοδωμάτιο, όπως επιβάλλει η κάθε ιδιωτική στιγμή του καθενός. Ξεγυμνωνόταν και φορούσε μόνο μια πλαστική μάσκα. Ένα προσωπείο γορίλα, που θα τρόμαζε τον οποιοδήποτε. Ξάπλωνε πάνω στα σεντόνια (που είχαν διάσπαρτες μορφές από τους αγαπημένους του ήρωες), άνοιγε καλά τα πόδια του για να πάρει την κατάλληλη θέση, και άρχιζε την ανάγνωση, που μπορούσε να διαρκέσει από μία ως τρεις ώρες.
Πολλές φορές βυθιζόταν σε λήθαργους ατέλειωτους, και όνειρα σκοτεινά. Για ολόκληρες νύχτες. Έβλεπε την ψυχή του να αποκολλάται από το σώμα και να ενσωματώνεται στον κόσμο των χάρτινων μορφών και των παιχνιδιών. Έβλεπε τον εαυτό του, να διαβάζει τις ιστορίες στις μινιατούρες, και αυτές, με ορθάνοιχτα μάτια να κρέμονται από το στόμα του. Σε κάθε τέλος, επιζητούσαν μια νέα αρχή. Ήταν αχόρταγες και ικανοποιούσαν την ανάγκη του, να διαβάζει τα παραμύθια που αγαπούσε σε κάποιον με υπομονή, και κυρίως, χωρίς υποτιμητικά σχόλια. Στα όνειρά του, όποτε έβλεπε κάποια μορφή να δυσανασχετεί με τον αργό τρόπο που διάβαζε, έστρεφε όλα τα υπόλοιπα κινούμενα σχέδια εναντίον της. Είναι περιττό να πούμε πόσες φορές είχε σκοτωθεί βίαια ο Μίκι Μάους ακόμη και στα όνειρα. Όταν επέστρεφε στον πραγματικό κόσμο, σηκωνόταν από το κρεβάτι, και έθετε σε λειτουργία το πλυντήριο. Τα σεντόνια ήταν γεμάτα από σπέρμα και περιττώματα.


Το περιπολικό σταμάτησε απότομα στον ανηφορικό δρόμο. Το παρμπρίζ είχε στολιστεί με πολύχρωμες κουτσουλιές πτηνών, που παρέμειναν ανεξίτηλες, παρά τη βροχή. Ήταν απόγευμα, και το νερό κυλούσε αργά προς τον κεντρικό δρόμο, δημιουργώντας έναν απαλό και μονότονο ήχο, που διέκοψε την ησυχία ενός συνηθισμένου απομεσήμερου, την οποία είχε ταράξει η ξαφνική νεροποντή. Ο αστυνομικός, με τα παραπανίσια κιλά και τη μεγάλη μύτη, ανέβηκε προσεκτικά τα σκαλάκια του σπιτιού του Κώστα, του μοναδικού φωτογράφου της επαρχίας, που θεωρούταν πρωτοποριακός τότε, γιατί είχε βάλλει μέσα σε όλες τις κοινωνικές γιορτές και όλα τα θρησκευτικά μυστήρια, το βίντεο. Ήταν εκπληκτικό το πώς αντιδρούσε ο κόσμος, στην παρουσία του μεγάλου μαύρου ματιού, τότε. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτούς. Οι γυναίκες χαμογελούσαν αμήχανα, ενώ οι άντρες το κοιτούσαν βλοσυρά. Ένιωθαν ότι κάποιος έβαζε έναν ρουφιάνο να καταγράφει τις στιγμές τους, και γι’ αυτό απέστρεφαν το βλέμμα, νομίζοντας ότι η κάμερα είχε άσχημες διαθέσεις… Κάποτε ένας μπόμπιρας είχε πει στον Κώστα, πώς το…νεροπίστολό του δεν είναι τόσο καλό όσο το δικό του.
Χτύπησε δυνατά δύο φορές. Καμία απάντηση. Χτύπησε και τρίτη. Τότε διέκρινε πίσω από το παράθυρο ένα γέρικο πρόσωπο, που πάσχιζε να κρυφτεί πίσω από μια κιτρινωπή κουρτίνα. Η πόρτα άνοιξε και μια γυναίκα, πάνω από εξήντα πέντε ετών, και με κιλά που έκαναν τα πολλά του αστυνομικού να μοιάζουν μηδαμινά, τον κοίταξε περίεργα. Έδεσε το μαύρο μαντήλι στο κάτασπρο κεφάλι της, που είχε ρίξει στους ώμους, και έσφιξε τη μάλλινη ζακέτα της.
«Τι συμβαίνει;»
«Νομίζω ότι έκανες την πιο σωστή κίνηση κυρία».
«Τι θες να πεις;»
«Μπορώ να περάσω μέσα;»
«Τι είναι αυτό που έχεις να μου πεις;» ρώτησε με μια ερευνητική ματιά, που ένιωσε να τον επισκιάζει.
«Αυτό που θέλω να σου πω, δε λέγεται από την πόρτα».
Παραμέρισε και άφησε τον αστυνομικό να μπει πρώτος μέσα στην κουζίνα, που ήταν το πρώτο μέρος του σπιτιού με το που έμπαινες. Του είπε να καθίσει και τον ρώτησε αν ήθελε κάτι να πιει. Απάντησε πώς δεν μπορεί να πιει εν ώρα υπηρεσίας, και ζήτησε να μάθει αν ήταν μόνοι στο σπίτι.
«Ο γιος σου δεν έχει δύο παιδιά;»
«Σωστά».
«Ένα κορίτσι και ένα αγόρι».
«Που θες να καταλήξεις» αναρωτήθηκε, ανάβοντας ένα βαρύ και ασήκωτο τσιγάρο, που κάηκε γρήγορα ανάμεσα στα γέρικα δάκτυλά της.
«Το αγόρι είναι στο σπίτι;»
«Είναι μονίμως στο σπίτι, κλεισμένο στο δωμάτιο του. Ένας διάολος ξέρει τι βρίσκει εκεί μέσα και του αρέσει. Είναι λίγο χαζό και φοβικό σαν τον πατέρα του».
«Πρέπει να σου ανακοινώσω κάτι, και θέλω να είμαι βέβαιος ότι δε θα το μάθει άμεσα».
«Μίλα επιτέλους! Δε μας ακούει, αλλά κι αν άκουγε αυτό που θα μου πεις δε θα μπορούσε να το πει σε κανέναν. Είναι μουγκό κατά το ήμισυ. Για να σταυρώσει μια λέξη πρέπει να του σκάσεις σφαλιάρα».
Η γριά ήταν ένας κινούμενος βράχος. Τα αισθήματά της ήταν καλά κρυμμένα. Πιθανότατα να μην υπήρχαν και καθόλου αισθήματα πλέον γι’ αυτή. Τη διέκρινε μια κυνική στάση απέναντι στα πράγματα. Είχε σταματήσει να πηγαίνει στην εκκλησία, και κορόιδευε τις άλλες, που δουλοπρεπώς πήγαιναν και γέμιζαν το παγκάρι του παπά της ενορίας. «Μα είναι τελείως πυροβολημένες; Δε βλέπουν ότι ο παπάς αγόρασε ένα καινούργιο τζιπ; Ποιος του τα έδωσε τα λεφτά, έπεσαν από τον ουρανό μήπως;» έλεγε από μέσα της, αλλά από την άλλη, αναγνώριζε ότι κανείς δε μπορεί να κάνει τίποτα, χωρίς να εκμεταλλεύεται την ανθρώπινη βλακεία.
«Το κορίτσι που είναι;» ρώτησε ο αστυνομικός.
«Την πήρε ο πατέρας της για να την παραδώσει στη σκύλα τη μάνα της».
« Η μητέρα των παιδιών ζει σε μια κωμόπολη προς τον βορά, έτσι δεν είναι;»
« Ζει πλέον με αυτόν που την πηδούσε. Έναν καρβουνιάρη, που βρωμάει ακόμη κι όταν βγαίνει από το μπάνιο του!»
« Ο γιος σου την χώρισε, πριν από ένα χρόνο, έτσι δεν είναι;»
«Έπρεπε να την είχε ξαποστείλει νωρίτερα. Αλλά τέτοιος αγαθός που είναι κι αυτός, έπρεπε να περάσουν μήνες ολόκληροι για να καταλάβει ότι η προκομμένη του είχε φτάσει τα κέρατα στην ταράτσα»…
« Κέρδισε τη δίκη η πρώην γυναίκα του, και έτσι αναγκάστηκε να δώσει την κοπέλα στη μάνα της, σωστά»;
« Ακριβώς. Και κερατάς, και μαλάκας. Όχι μόνο θα δώσει την μικρή σε μια μάνα, που το μόνο που ξέρει είναι να ανοιγοκλείνει τα πόδια της, αλλά θα της πληρώνει και διατροφή. Τι να την κάνει τη διατροφή, αφού παντρεύτηκε τον καρβουνιάρη, και τα περνάει καλά, από ότι έχω ακούσει»;
«Ο γιος σου δε θα πληρώνει ούτε διατροφή, ούτε η εγγονή σου θα πάει να ζήσει με τη μάνα της».
«Τι είναι αυτά που λες, κύριε όργανο, ήλθες να μας δουλέψεις μέσα στο σπίτι μας»;
Ο αστυνομικός, που είχε κλονιστεί από τον τρόπο με τον οποίο διαλεγόταν η γριά, τσαλάκωσε τη μούρη του, και πήρε μια βαθιά ανάσα, πριν της ανακοινώσει την αιτία της επίσκεψής του.
« Το παιδί σου και η μικρή είναι νεκροί».
Η γριά γούρλωσε τα μάτια, και σηκώθηκε απότομα από τη καρέκλα. «Τι είπες;» τον ρώτησε για να επιβεβαιώσει, αυτό που πριν από λίγα δευτερόλεπτα, είχε ξεράσει ο αστυνομικός.
« Το αυτοκίνητό του, εκτροχιάστηκε, και έπεσε πάνω σε μια νταλίκα που ερχόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα από το αντίθετο ρεύμα. Κανένας δε φορούσε ζώνη ασφαλείας. Το κορίτσι καθόταν στα πίσω καθίσματα, αλλά φαίνεται ότι την ώρα της σύγκρουσης είχε αγκαλιάσει το κάθισμα του οδηγού- μάλλον θα έλεγε κάτι στο μπαμπά της. Στη θέση του συνοδηγού βρέθηκε ένα σπασμένο μπουκάλι ουίσκι. Ο θάνατος τους υπήρξε ακαριαίος. Το αυτοκίνητο τσαλακώθηκε σαν ένα φύλο χαρτί. Ο Κώστας, βρέθηκε με ένα τεράστιο κόκκινο άνοιγμα, που ξεκινούσε από το στήθος και έφτανε χαμηλά στο υπογάστριο, με τα σωθικά του χυμένα. Παραδόξως όμως το πρόσωπό του είναι σχεδόν άθικτο… Η μικρή εκτινάχθηκε, και χτύπησε τόσο δυνατά το κεφάλι της στο καπό του αυτοκινήτου, που μάλλον είναι δύσκολο να την αναγνωρίσει κανείς»…
Η γριά σκέπασε το πρόσωπό της με τα χαρακωμένα χέρια της, χωρίς να βγάλει ούτε μια μιλιά. Τράβηξε τα μαλλιά της συγκρατημένα, και κοίταξε με ένα άδειο βλέμμα, χωρίς λύπη ή απόγνωση, τον αστυνομικό, που έπαιρνε τις ανάσες του, μετά από αυτήν την καταιγιστική περιγραφή της πολτοποίησης των δύο μελών της οικογένειάς της. Σαν να μην συνέβη τίποτα, γέμισε ένα ποτήρι με νερό της βρύσης και το ήπιε μέχρι τη μέση.
« Ξέρεις αστυνόμε πώς πέθανε ο άντρας μου»;
« Όχι».
« Σωστά, που να το ξέρεις»…
Άφησε το ποτήρι στο νεροχύτη και συνέχισε. « Ο άνδρας μου ήταν κομμουνιστής, πέρασε από ένα Παγκόσμιο Πόλεμο και έναν Εμφύλιο χωρίς ούτε ένα γδαρσιματάκι. Αλλά η κούτρα του ήταν αγιάτρευτη. Όταν οι άλλοι πουλούσαν τα άλογα, εκείνος καβάλαγε το δικό του, και ένα προκλητικές βόλτες στην πλατεία. Μια μέρα το άλογο, που ήταν μόνο ανάμεσα στα τρακτέρ και τα αγροτικά, επαναστάτησε. Μουρλάθηκε και πέταξε τον άντρα μου από τη σέλα του. Τον ποδοπάτησε τόσο πολύ που λίγο έλειψε να γίνει χαλκομανία στο χώμα. Το συκώτι του σάπισε γρήγορα, και ο θάνατος ήταν μοιραίος. Δε τον έθαψαν οι παπάδες. Ήταν άθεος, είπαν, και αναγκάστηκα να σκάψω το λαγούμι μόνη, με τα δύο μου χέρια. Πρόλαβε να μου σπείρει δύο αγόρια. Ο ένας είναι φευγάτος, κάπου στη Γερμανία και ο άλλος ήταν ο Κώστας. Αυτόν θα τον θάψουν σίγουρα. Ήταν παπαδοπαίδι βλέπεις, και τα κατηχητικά τα είχε μάθει απ’ έξω. Γι’ αυτό έγινε τόσο αγαθιάρης. Τώρα όπου κι αν πάει μετά το χώμα, δεν ξέρω αν θα αλλάξει» είπε ξεφυσώντας.
Ο αστυνομικός σηκώθηκε και φόρεσε το καπέλο που είχε ακουμπήσει στο μικρό τραπέζι της κουζίνας, η οποία είχε πλημμυρίσει από μια άσχημη μυρωδιά βραστού κουνουπιδιού. «Κουράγιο, γριά, έχεις ένα εγγόνι που σε χρειάζεται» είπε με ειλικρινή συμπόνια, αλλά η απάντηση της γριάς ήταν αποστομωτική.
«Το μόνο που πρέπει να μάθει το μικρό, είναι πώς πρέπει να πατάς τους ανθρώπους στην καρωτίδα, γιατί είναι τα χειρότερα ζώα που έχουν υπάρξει ποτέ σε τούτο τον κόσμο» είπε βάζοντας το δείκτη του δεξιού της χεριού στο λαιμό της, στο σημείο όπου εξέχει ένα μικρό κοκαλάκι. Όταν ο αστυνομικός έκλεισε την πόρτα, έσφιξε το μαντήλι στο κεφάλι της όσο πιο δυνατά μπορούσε, για να μην ουρλιάξει, και ο εσωτερικός της θρήνος γλιστρήσει από το στόμα, και γίνει κραυγή.
Ο πατέρας και η μικρότερη αδελφή του κηδεύτηκαν τη μέρα των δέκατων γενεθλίων του. Τα σώματά τους είχαν μπει σε σακούλες σκουπιδιών (για να μη δει κανείς την κατάντια της ανθρώπινης σάρκας τους) και καλύφθηκαν από γαρίφαλα- άσπρα και κόκκινα, ως είθισται. Τα φέρετρα ήταν φθηνά και κάπως ατημέλητα. Το μικρό κουτί με το οποίο η μικρή ταξίδεψε στον άλλο κόσμο, ήταν άσπρο. Θάφτηκαν σε δύο πρόχειρα κατασκευασμένους τάφους από τσιμέντο, δίπλα δίπλα. Σήμερα παραμένουν έτσι, με τη διαφορά ότι έχουν φυτρώσει άγρια χόρτα στο χώμα που τους σκέπασε, και πονηρές οχιές σουλατσάρουν ύπουλα στις ρίζες τους. Ο ίδιος δεν είδε την τελετή ταφής του πατέρα του και της αδελφής του, που δε πρόλαβε να γνωρίσει καλά. Η γιαγιά του αποφάσισε ότι ήταν πολύ μικρός για να παραστεί στην κηδεία. Προφανώς δεν είχε προνοήσει, ώστε να μην ενταθεί ένα παιδικό τραύμα (που ούτως η άλλως μένει ανεξίτηλο για τα ορφανά), αλλά για πιο πρακτικούς λόγους. Δεν ήθελε να ξαναδούν όλοι ένα δυσλεκτικό παιδί να σπαράζει (ενδεχομένως) για το νεκρό πατέρα του, δίπλα σε μια μαυροφορεμένη γριά. Αυτό που σιχαινόταν ήταν η λύπηση των άλλων. Άφησε τον μικρό στο σπίτι με μια μακρινή της ξαδέρφη.
Όταν η κηδεία τέλειωσε, και αφού δέχτηκε με αρκετό σκεπτικισμό τα συλλυπητήρια των παρισταμένων, επέστρεψε στο σπίτι με λίγο χώμα κρατημένο στη χούφτα της. Τον φώναξε να βγει από το δωμάτιό του. Αμέσως εμφανίστηκε, αλλά έτρεμε μέσα στα κοντά παντελονάκια του, βλέποντας δύο μεγάλους μαύρους κύκλους να καταπίνουν τα μάτια της γιαγιάς του.
«Έλα εδώ!» φώναξε με μια σταθερή και αναλλοίωτη φωνή, που φόβισε τον μικρό. Εκείνος πλησίασε με μικρά και φοβικά βήματα. «Σκύψε το κεφάλι σου παιδί μου» διέταξε τον διέταξε, και εκτέλεσε αμέσως τη διαταγή της, χωρίς κανένα ενδοιασμό. Αρχικά σκέφτηκε ότι μπορεί να τον μαλώσει. Όμως εκείνος δεν είχε κάνει τίποτα κακό! Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι το ξύλο, δεν ήταν πάντα το λογικό επακόλουθο των κακών ή των καλών πράξεων. Απλά συνέβαινε. Ένιωσε έναν ζεστό και ευωδιαστό καταρράκτη χώματος να πλακώνει τα καλά χτενισμένα μαλλιά του. Δεν κουνήθηκε για να τινάξει το χώμα, όταν άδειασε η χούφτα της γριάς. «Αυτό το χώμα είναι το τελευταίο δώρο από το πατέρα σου και το τελευταίο φιλί της αδελφής σου. Μη πλυθείς, άφησέ το να μαρμαρώσει στο κεφάλι σου»…
Ο μικρός δεν κατάλαβε τι ήθελε να πει η γιαγιά του. Πάντως, όταν η απουσία έγινε τόσο αισθητή, που κατέστη τελικά και πραγματική, αποφάσισε να βάλλει το κεφάλι του κάτω από το τρεχάμενο νερό της βρύσης, στην μικρή αυλή του σπιτιού του.
Δεν έπινε ποτέ από το ίδιο ποτήρι. Αυτή του η ιδιοτροπία, τον ανάγκαζε να πηγαίνει στο κατάστημα γυαλικών της περιοχής του, τουλάχιστον τρεις φορές το μήνα. Ο καταστηματάρχης παραξενευόταν με τις απαιτήσεις του περίεργου πελάτη του. Ζητούσε κολονάτα ποτήρια, τα πιο αριστοκρατικά, και εκείνα που είχαν χαραγμένα ζώα στην επιφάνειά τους, με διαμάντι. Τα ποτήρια είχαν βεβαίως το ζητούμενο σχήμα, αλλά όχι την ευγενική καταγωγή, που εκείνος αγόραζε. Η γυναίκα του καταστηματάρχη, μια μέρα, και ενώ ο παράξενος πελάτης απομακρυνόταν με μια σακούλα στα προσεκτικά του χέρια, ρώτησε αν επρόκειτο για κάποιον με λασκαρισμένη βίδα. «Αν τα ακουμπάει, με ενδιαφέρει! Δε δίνω δεκάρα, ακόμα και αν στο επόμενο βήμα χάσει όλες του τις βίδες» ήταν η επαγγελματική απάντησή του.
Το μοναδικό υγρό που χυνόταν σε εκείνα τα γυάλινα ποτήρια μιας χρήσεως, ήταν ένας γλυκός χυμός μήλου, με την προσθήκη κανέλας, που του δημιουργούσε ένα εκρηκτικό μείγμα γεύσης στο στόμα και αναστάτωσης στο κεφάλι. Το ψυγείο, ήταν αποκλειστικά γεμάτο με αυτό το ποτό, που προμηθευόταν κατά δεκάδες από το σούπερ μάρκετ που βρισκόταν ακριβώς κάτω από το διαμέρισμά του, σε απόσταση είκοσι μέτρων. Ο δρόμος, μια κάθετη οδός στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, ήταν θορυβώδης και βρώμικος. Το πίσω μέρος του σούπερ μάρκετ, μπορούσε μόνο να δει, ανηφορίζοντας προς το σπίτι του. Το πεζοδρόμιο ήταν μόνιμα αποκλεισμένο από ένα μεγάλο όγκο σκουπιδιών, χαρτιών, ληγμένων προϊόντων και μεγάλων κουτιών από τις προμήθειες. Κάποια μέρα με έντονο κρύο, άκουσε ένα κλάμα που παρέπεμπε σε γκρίνια μωρού, αλλά προσπέρασε χωρίς να δώσει σημασία. Τα σκουπίδια δεν μαζεύονταν, αν δε δημιουργούσαν ένα τεράστιο πύργο βρωμιάς, για να μπορούν και οι γάτες να κάνουν τις ανασκαφές τους. Ενίοτε, έβλεπε σώματα ακέφαλα, να ψαχουλεύουν για κανένα ληγμένο προϊόν λίγων ημερών. Έτσι νόμιζε. Στην πραγματικότητα, οι ρακοσυλλέκτες δεν είναι τόσο εκλεκτικοί.
Η μεγαλύτερη απόλαυση γι’ αυτόν ήταν να βυθίζεται, και να μουλιάζει, στο χλιαρό νερό της ραγισμένης του μπανιέρας. Γέμιζε με αφρόλουτρο εκείνη την τρύπα που δεν τον χωρούσε ολόκληρο, και έπινε το αγαπημένο του ποτό μαζί με μια παρέα γυμνιστών. Τέσσερις ξανθιές κούκλες γυμνές, μάλλον Barbie, τον έτριβαν με λαγνεία. Δύο από αυτές τις τοποθετούσε στους ώμους του, μία την έβαζε στα γεμάτα αφρό μαλλιά του, και την τελευταία, τη βύθιζε σε απόκρυφα μέρη. Την ανάγκαζε να καβαλικεύει το πέος του. Από καιρό είχε πετάξει την πλαστική κουρτίνα (γεμάτη με χαμογελαστούς Γκούφι κι αυτή) που συγκρατούσε τα νερά και τα πιτσιλίσματα από τις απότομες κινήσεις που έκανε, παίζοντας με τις τέσσερις αμίλητες γυναίκες. Στο οριζόντιο κοντάρι της κουρτίνας, είχε περάσει τέσσερα φωσφοριζέ κορδόνια παπουτσιών, από τα οποία κρέμονταν, με θηλιά στο λαιμό, τέσσερις γυμνοί άνδρες, μάλλον Action Man, από τους οποίους είχαν αφαιρεθεί τα αλεξίσφαιρα γιλέκα, και τα οπλοπολυβόλα.
Έστρεφε το βλέμμα ψηλά, και ευχαριστημένος κοιτούσε τα πλαστικά κορμιά να κουνιούνται μονότονα. «Πώς νιώθετε με χαλασμένο λαιμό, γυμνοί, και με τις γυναίκες σας πηδηγμένες ασύστολα;» έλεγε, χαμογελώντας προς τις κούκλες, αλλά χωρίς να παίρνει απάντηση. «Μεγάλο κόλπο, δικέ μου! Είσαι ο άρχοντας της πισίνας και αυτοί βλέπουν τα ραδίκια ανάποδα» αναφωνούσε, όπως ο Αρχιμήδης. Στο μικρό μαρμάρινο ράφι, κάτω ακριβώς από τη βρύση, είχε τοποθετήσει δεκάδες μικρά στρατιωτάκια, με στραμμένα τα όπλα προς τους άνδρες Action Man. «Όποιος από εσάς, τολμήσει να ζωντανέψει, να ξέρει ότι θα πάει στα σκουπίδια με μια σφαίρα στο μέτωπο. Συνεννοηθήκαμε, ευνούχοι του κερατά»;
Ξυπνούσε μετά από ώρες και ο αφρός ήταν σχεδόν εξαφανισμένος. Σηκωνόταν και έβαζε τα χέρια του μπροστά στα μάτια του. Το δέρμα των παλαμών του, είχε μετατραπεί, με τη βοήθεια του νερού, σε απομίμηση γέρικων και ανήμπορων χεριών. Έβαζε το μπουρνούζι, με έναν τεράστιο Ντόναλντ στην πλάτη, και πήγαινε στην κουζίνα, για κανένα πρόχειρο γεύμα, τις πρώτες βραδινές ώρες. Προσπαθούσε να κάνει όσα χρειαζόταν, χωρίς να αντικρίζει τον μαρμάρινο νεροχύτη, που όσες φορές κι να προσπάθησε να τον ξύσει, για να δείχνει νεότερος, είχε αποτύχει οικτρά. Το μάρμαρο είχε αρχίσει να παίρνει μια μαύρη όψη, λες και άρχιζε να σαπίζει. Τα βράδια, όσες φορές ήταν κουρασμένος, και πήγαινε κατευθείαν για ύπνο χωρίς να διαβάσει κανένα παραμύθι, φοβόταν τις μορφές που έβγαιναν από τον νεροχύτη, από εκείνη τη βρωμερή τρύπα, και περικύκλωναν το κρεβάτι του. Ήταν κάτι κοντά ανθρωπάκια, με κεφάλια ψαριών, που έβγαζαν ένα υπόκωφο ήχο, αλλά τρομακτικό. Ευτυχώς ήταν τόσο κοντά, που δε μπορούσαν να σκαρφαλώσουν στο κρεβάτι του. Ησύχαζε όταν έβλεπε στα όνειρά του, αεροπλάνα μινιατούρες του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου, να βομβαρδίζουν τα τέρατα αυτά τα ενοχλητικά, και ύστερα από λίγο να διασπώνται στο πάτωμα, υπό μορφή σκόνης.
Όση εκκεντρικότητα κι αν χαρακτήριζε τη ζωή του σε εκείνο το δυάρι του πρώτου ορόφου, μιας τριαντάχρονης πολυκατοικίας χωρίς ασανσέρ και ανέσεις, όσο φανταστικός κι αν ήταν ο κόσμος που είχε φτιάξει, μέσα σε εκείνους τους τέσσερις τοίχους, ποτέ δεν άφησε τον εαυτό του να προδοθεί. Από τη στιγμή, που έκλεινε την πόρτα πίσω του, άλλαζε το δέρμα του, όπως κάποιες αυστραλιανές σαύρες, που χρωματίζονται ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο διαβιούν. Πότε πράσινες, για τα πυκνά χόρτα, και πότε ανοιχτό καφετί, για τις στέπες και τους αμμόλοφους που στολίζουν την έρημο. Κυκλοφορούσε με κάτι κομψά κοστούμια, σε φίνα γραμμή, με παπούτσια της μόδας και καμπαρτίνες γαλλικών προδιαγραφών. Οποιοσδήποτε τον παρακολουθούσε από μακριά, θα πίστευε άνετα, ότι επρόκειτο για ανωτάτου επιπέδου στέλεχος, τράπεζας ή χρηματιστηριακής εταιρείας. Οι περαστικοί, λοιπόν, δεν έπεσαν και τόσο έξω. Όντως δούλευε σε τράπεζα, αυστηρών αρχών και με πολλές απαιτήσεις- το να ήσουν ντυμένος στην τρίχα ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Αλλά, το πρόσωπο του ένα απέραντο ίσιωμα. Δεν έδειχνε ποτέ τα αισθήματά του, ακόμη κι όταν κάποιος ανώτερός του τον κατσάδιαζε. Έλεγε «μόλις γυρίσω στο βασίλειό μου θα σε βρίσω τόσο που θα σιχαθείς τον εαυτό σου, ανώτερε της κακιάς ώρας».
Πολλοί ήταν οι συνάδελφοί του, που σιγομουρμούριζαν και σχολίαζαν τη παρουσία του ως ενός χαζού ταμία, αλλά εκείνος αδιαφορούσε λεπτεπίλεπτα και μοίραζε συγκρατημένα μειδιάματα, που εκνεύριζαν τους άλλους. Με τον διευθυντή πάντως τα πήγαινε μια χαρά. Ήταν φίλος του νονού του, ο οποίος πριν αποδημήσει εις κύριο, διετέλεσε επί δεκαπέντε συναπτά έτη, διευθυντής της Αγροτικής Τράπεζας, σε ένα μεγάλο υποκατάστημα στην Πατησίων. Είχε βοηθήσει τον νυν διευθυντή του, να ανέλθει στην ιεραρχία του τραπεζικού σιναφιού, και αυτός για να τιμήσει τον πεθαμένο φίλο του, προσέλαβε, κάτω από σκοτεινές και αδιευκρίνιστες συνθήκες, το μοναδικό του βαφτιστήρι.
Όταν πέθανε η γιαγιά του, ο νονός ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανατροφή και την εκπαίδευση του μικρού, που έμεινε μόνο στον κόσμο σε ηλικία δεκαπέντε ετών. Ο θάνατος της γριάς, που δυσκολευόταν ο ίδιος να αποκαλεί γιαγιά, κάθε φορά που την έφερνε στη θύμησή του, ήταν οδυνηρός. Είχε παραπατήσει μια μέρα, λόγω της ζάλης που τη βασάνιζε, και έπεσε άγαρμπα πάνω στη σόμπα, που έκαιγε καυσόξυλα, εκείνες τις παλιές που βγάζουν τον καπνό από το δωμάτιο με τσίγκινους σωλήνες. Όχι μόνο κάηκε στη κοιλιά, κάτι που τις προκάλεσε οδυνηρούς σφάχτες, αλλά με το πέσιμο, προκάλεσε και την κατάρρευση των σωλήνων που έπεσαν και την βρήκαν στο κεφάλι. Δεν πέθανε αμέσως. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου σε τέσσερις μέρες, παρέδωσε το πνεύμα λόγω καρδιακού επεισοδίου, που προκλήθηκε από τη δυσφορία των εγκαυμάτων. Έτσι αποφάνθηκαν οι γιατροί, αλλά εκείνος δεν το έμαθε ποτέ. Η γριά θάφτηκε δίπλα στον πατέρα και την αδελφή του, με έναν παπά και λίγους συντοπίτες να στάζουν τη χολή ακόμη και την ύστατη ώρα. Κακές γλώσσες μάλιστα έλεγαν ότι δύσκολα θα βρίσκονταν σκουλήκια πρόθυμα να τη μαγαρίσουν.
Η Αθήνα του φάνηκε στην αρχή ολόκληρο βουνό, αλλά αυτό που τον είχε στεναχωρήσει ήταν, που αναγκάστηκε να αφήσει πίσω το αγαπημένο του ποδήλατο, ένα BMX που τώρα σκουριάζει σε μια χωματερή σιδερικών. Το σπίτι του νονού του στο Παλαιό Ψυχικό, ήταν ευρύχωρο, αλλά όταν πέθανε ο νονός μεγάλωσε ακόμη πιο πολύ. Κληρονόμησε από αυτόν ένα αρκετά ικανοποιητικό ποσοστό μετρητών, και ένα οικόπεδο στη Βούλα, που μετέπειτα πούλησε για να αγοράσει το σημερινό του σπίτι, που συχνά το παρομοίαζε με ένα ατέλειωτο λούνα πάρκ. Η αγορά αποδείχθηκε φιάσκο, λόγω τις υψηλής τιμής που είχε αυτό το παλιό διαμέρισμα, και εξαιτίας της θέσης του. Το μικρό μπαλκόνι, απείχε από τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν το δρόμο, το πολύ πέντε με επτά μέτρα. Τα βράδια περνούσαν αργά με τα τρομακτικά κορναρίσματα και τα λαϊκά στη διαπασών, από μερακλήδες που γκάζωναν τα σαράβαλά τους.
Στα εικοσιπέντε είχε πλέον μπει για τα καλά στη δουλειά. Τώρα στα τριάντα δύο, έχουν διαμορφωθεί τα χαρακτηριστικά του. Έχει κοντά μαύρα μαλλιά, ένα υποφερτό πρόσωπο, και μια κοιλιά στο πρώτο επίπεδο της έκρηξης. Είχε κάνει πλούσιες τις γύρω ταβέρνες, με το να τρώει συνεχώς απίθανα φαγητά, κυρίως γεμιστά και πατάτες με μουστάρδα. Όποτε χρειαζόταν να πηδήξει, φώναζε μια μετανάστρια από το ισόγειο, την Έλενα, και την καβάλαγε πολύ άγρια. Εκείνη κλείδωνε τα παιδιά της στο σπίτι, και ικανοποιούσε πολύ γρήγορα τον ταμία. Συνήθως, τα μεσημέρια μετά το σχόλασμά του. Από τις δύο μέχρι τις τρεις παρά δέκα το μεσημέρι. Ο άνδρας της, Ρώσος κι αυτός, δούλευε σε μια εταιρεία διανομής επίπλων, και δεν επέστρεφε νωρίτερα από τις τέσσερις το απόγευμα. Όταν ο άνδρας της ανακάλυψε κάποια λεφτά κάτω από το στρώμα του κρεβατιού τους, τη ρώτησε που τα βρήκε. Εκείνη απάντησε ότι «εδώ και δύο μήνες καθαρίζω το σπίτι στον πρώτο», αλλά δεν του είπε τίποτα επειδή φοβόταν ότι δε θα την άφηνε. «Αφού το αποφάσισες, κοίτα τουλάχιστον να τον γδάρεις οικονομικά. Φαίνεται λίγο αγαθιάρης. Εν ανάγκη, πάρε του και καμιά περιποιημένη πίπα, για κάνα χαρτζιλίκι» είπε σε άπταιστα ρώσικα.
Ξημέρωνε Σάββατο, όταν αποφάσισε, πάνω από ένα φλιτζάνι πικρού καφέ, και ένα τσιγάρο που γρήγορα έγινε στάχτη, ότι πλέον δε μπορούσε να κρύβει άλλο τον κόσμο του. Είχε ξενυχτήσει, μέσα σε φοβερά σκοτάδια, και ήχους διακεκομμένους από βίαια σπιναρίσματα, σκεπτόμενος ποιο τρόπο θα βρει ώστε να ικανοποιήσει, ένα όνειρο που μέχρι τότε θεωρούσε ανέφικτο. Μόλις ο μεγάλος δείκτης του ρολογιού στον τοίχο, ακούμπησε τον αριθμό δέκα, ντύθηκε γρήγορα και βγήκε στην αγορά. Έξω υπήρχε ένας πολύ ενοχλητικός ήλιος, και ο αέρας φυσούσε γλυκά από το νοτιά. Μπήκε σε κάμποσα μαγαζιά, και σε σχετικά σύντομο χρόνο, είχε αγοράσει αυτά που ήθελε. Τα είχε σκεφτεί φυσικά το προηγούμενο βράδυ, έχοντας μπροστά του, στο τραπεζάκι του καθιστικού, μια μάσκα γριάς μάγισσας, με εξεζητημένες ρυτίδες, με μια τεράστια κρεατοελιά στη γαμψή της μύτη. Έτσι, όπως έμπαιναν τα φώτα από τις μικρές σχισμές της ξύλινης μπαλκονόπορτας και έπεφταν πάνω στη μάσκα, τα μάτια της μάγισσας ακτινοβολούσαν δύο ίνες φωτός, που έπεφταν στο ταβάνι, όπως κάποια οπτικά εφέ θαμπώνουν τους νέους σε συναυλίες, όπου σπάζονται κιθάρες και καταπίνονται μικρόφωνα.
Τα βλέφαρα πλάκωναν μοιραία τα μάτια του, που είχαν κοκκινίσει από την αϋπνία. Κατευθύνθηκε προς τη ντουλάπα του, και έβγαλε τα ρούχα που θα φορούσε αύριο. Κατέβασε ένα μακρόστενο μαύρο σάκο, από το πατάρι, τον γέμισε με τα απαραίτητα εργαλεία, και τον άφησε στο κέντρο του καθιστικού, στη μεγάλη πολυθρόνα, της οποίας τα χέρια είχαν αρχίσει πλέον να φθείρονται επικίνδυνα. Μπήκε στο δωμάτιο, άνοιξε τον υπολογιστή του, μπήκε στο ίντερνετ, και «κατέβασε» κάποια έγγραφα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Αφομοίωσε τη φόρμα και τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στα έγγραφά τους. Αποθήκευσε το σήμα της Αρχιεπισκοπής, και μετά από μισή ώρα είχε φτιάξει ένα έγγραφο, πλαστό μέχρι την τελευταία λέξη, στο οποίο ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, τον εξουσιοδοτούσε να μοιράζει, αφιλοκερδώς, κάποια βιβλία πνευματικών γερόντων, που προμηθεύτηκε ο ίδιος από ένα εκκλησιαστικό βιβλιοπωλείο, και όχι από κάποια οργάνωση εκκλησιαστικών συμφερόντων. Για να κάνει πιο πιστευτή την απάτη που έστηνε, με ένα εξαιρετικό φωτομοντάζ, έβαλε τον εαυτό του να κάθεται χαμογελαστός δίπλα στον Αρχιεπίσκοπο, ώστε να εξανεμίσει τις όποιες αμφιβολίες ανέκυπταν, από πλευράς των χριστιανών που θα τον έμπαζαν στο σπίτι τους. Ολοκλήρωσε το σχεδιασμό των εργαλείων του, των πνευματικών του πονημάτων, τα έβαλε σε ένα μπλε φάκελο, και τον έχωσε στον σάκο, ανάμεσα στα πρακτικά εργαλεία, ένα κομμάτι σχοινιού για μπουγάδα, ένα πριόνι για σκληρούς κορμούς, ένα μαντίλι με τη Μίνι Μάους, μία ανθολογία των αγαπημένων του παραμυθιών, τις δύο μάσκες που είχε στο σπίτι του (κατάλοιπα ενός περασμένου καρναβαλιού), και δύο βιβλία ενός αγιορείτη γέροντα, για το παραστράτημα των ψυχών και το νόημα της μεταθανάτιας ζωής.
Την τελευταία στιγμή, πριν κλείσει το φερμουάρ, αποφάσισε να προσθέσει και μια μικρή Αγία Γραφή. Την άνοιξε τυχαία σε μια σελίδα, και διάβασε έναν μακαρισμό που εντόπισε το μάτι του ασυναίσθητα. «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» διάβασε με έναν μακρόσυρτο τρόπο. Την έκλεισε και την τοποθέτησε ανάμεσα στα άλλα σύνεργα. Γέλασε υπεροπτικά. Για όλους τους άλλους, εννοείται.

Κυριακή. Οκτώ και τέταρτο το πρωί. Στέκεται σε ένα φανάρι της Λεωφόρου Βουλιαγμένης, και παρακολουθεί ένα ζευγάρι να περπατά αγκαλιασμένο στον απέναντι δρόμο. Τι μαγεία! Ένα φιλί όλο αλήθεια, δυσεύρετο… Παρασύρεται από τη μακάρια αυτή εικόνα, και κάνει δύο βήματα προς το οδόστρωμα, χωρίς την έγκριση του πράσινου σηματοδότη. Ο δρόμος δεν είχε κίνηση, αλλά εκείνος, ένιωσε ένα αυτοκίνητο, να τον ακουμπά ξυστά, και να τον τρομάζει. Συνειδητοποιεί την κατάσταση του, και κοιτά μπροστά. Ένα χέρι τον χαιρετά, βγαλμένο από το τζάμι, με το μεσαίο δάκτυλο σηκωμένο.
Φτάνει στην εκκλησία, που βλέπει κανείς, με το που βγαίνει από το σταθμό του μετρό στη Δάφνη. Τα βήματά του δεν διακρίνονται πίσω από την μαύρη καμπαρτίνα, που τον καταπίνει ολόκληρο. Το κασκέτο του, μικρό και εφαρμοστό, κοντεύει να καταπιεί το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλιού του, που σκύβει μηχανικά προσπαθώντας να αποφύγει τα φύλλα, που με δύναμη έρχονται κατά πάνω του. Πλησιάζει σε ένα φάτνωμα, δίπλα από τα επιβλητικά σκαλοπάτια του ναού. Είναι το υποκατάστημα του κυρίως ναού, για τους περαστικούς και τους ευαίσθητους. Δεν έχει σημασία, τα λεφτά είναι λεφτά, είτε τα ρίχνεις στο ξυλόγλυπτο παγκάρι, είτε σε ευκαιριακά κουτιά «υπέρ αγιογραφήσεως του ναού».
Κροταλίσματα από τακούνια ευγενικών κυριών, σπεύδουν προς προσευχή και υπέρ υγείας. Τα κεριά, που σβήνονται γρήγορα ώστε άλλα να τα αντικαταστήσουν με φρέσκο φιτίλι, φωτίζουν το πρόσωπο ενός γέρου, που κάθεται σε μια ψάθινη καρέκλα και διαβάζει αθλητική εφημερίδα. Απλώνει το χέρι και του δίνει ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ. Ο γέρος, αφήνει την εφημερίδα να πάει στο διάολο, και κοιτάζει τον ανοιχτοχέρη στα μάτια.
«Όχι και έτσι, βρε παιδί μου, είπαμε»…
«Πάρτε το, παρακαλώ!»
«Αν το πάρω μικρέ, να είσαι σίγουρος, ότι τα σαράντα εννιά θα πάνε στην τσέπη μου και όχι στο κουτάκι» λέει με ειλικρίνεια, και δείχνει ένα μικρό χάρτινο κουτί, με μια σχισμή λίγων εκατοστών.
«Ας είναι και έτσι, μόνο να τα δώσω κάπου»…
Αφήνει το γέρο, σύξυλο, με τα σάλια να τρέχουν και κατεβαίνει από τη κυλιόμενη σκάλα στην αποβάθρα του μετρό. Κοιτάζει προς τα πίσω, και δε βλέπει το γέρο. Είχε γίνει καπνός. Τα κεριά ακόμα λιώνουν. Οι αγιογραφίες αργούν ακόμα.
Φτάνει σε μια εκκλησία της Καλλιθέας. Τυχαίος ο τόπος, τυχαίο και το θύμα. Έφτασε εκεί με λεωφορείο, σχεδόν άδειο, από την Πλατεία Συντάγματος. Μόνο λίγοι μετανάστες συνταξίδευαν μαζί του. Αυτοί δουλεύουν κανονικά και την Κυριακή. Μπαίνει σε μια καφετέρια, ακριβώς απέναντι από τον κρεμεζί ναό, με τον επιβλητικό τρούλο, που μοιάζει με κράνος πεζοναύτη. Μεσολαβεί ένας δρόμος. Τον χωρίζει σε λωρίδες κυκλοφορίας ένα κράσπεδο, με φυτά και σκουπίδια. Κάποιος ξερνάει ένα γλοιώδες μπλε υγρό, στην άκρη του δρόμου. Το λογικό επακόλουθο της σαββατιάτικης κραιπάλης. Το ρολόι δείχνει δέκα και μισή. Σε λίγο η λειτουργία τελειώνει και οι πιστοί διασκορπίζονται στα σπίτια τους, με αντίδωρα στα χέρια, και όσοι κοινώνησαν σώμα και αίμα Χριστού, καθαγιασμένοι και φωτεινοί. Το βλέμμα του, ερευνητικό και σταθερό, πηγαίνει αριστερά δεξιά, προσπαθώντας να εντοπίσει τη γυναίκα που επιθυμεί. Ναι! Αυτή είναι, η λίγο σκυφτή, η λίγο ανήμπορη, η λίγο απροστάτευτη! Αυτή η ανυποψίαστη γριά, που μόλις ακούσει μήνυμα χριστιανικό, θα ανοίξει, με την καρδιά ορθάνοιχτη, την πόρτα του σπιτιού της, για τα βιβλία μου. Πόσο ωραία θα με παρακολουθεί! Θα κρέμεται από τα χείλη μου, και θα μου ζητά η ανάγνωση να μη τελειώσει ποτέ. Να απλωθεί στους χρόνους της επόμενης ζωής, της μεθεπόμενης, της αιώνιας… Αυτές οι σκέψεις, οι αγνές, μυρμήγκιαζαν το μυαλό του, και έδιναν φτερά στα πόδια του.
Σηκώνεται και αφήνει ψιλά στο τραπέζι. Μέχρι τα κέρματα να κατακαθίσουν στο γυάλινο τραπέζι, από το οριζόντιο τράνταγμά τους, έχει ήδη φτάσει τη γριά. Είναι στο ίδιο ύψος του δρόμου. Απλώς εκείνος είναι στην απέναντι πλευρά και την παρακολουθεί με τα μάτια καρφωμένα πάνω της. Κινείται αργά, ίσως εκνευριστικά. Τα πόδια της δείχνουν αδύναμα, και γι’ αυτό το λόγο έχει επιστρατεύσει μια μαγκούρα, που λαμπυρίζει, όταν πέφτει πάνω της ο ήλιος. Φορά ένα φολκλόρ καπελάκι, με ανθάκια, και ένα ταγέρ σε σκούρο χρώμα. Ο χρόνος που θα χρειαστεί για να φτάσει στο σπίτι της είναι είκοσι λεπτά, αν δε συναντήσει στο δρόμο, κάποιον γνωστό και του μιλήσει. Γνωστός; Δεν υπάρχει στην πόλη τέτοιο πράγμα! Στρίβει δεξιά και μπαίνει σε ένα ήσυχο δρόμο, στον οποίο κάτι αγόρια κυνηγούν μια μπάλα. Τώρα πιάνονται στις μπουνιές. Αδιάφορο. Εκείνος κοιτάζει τη γριά, που σταματά κάτω ακριβώς από μια πρασινωπή πολυκατοικία, τεσσάρων ορόφων, με εμπριμέ τέντες.
Μπαίνει και αφήνει την πόρτα της πίσω να κλείσει, αργά, με τη βοήθεια ενός μηχανισμού, που προλαμβάνει τους δυνατούς κραδασμούς. Βάζει την άκρη του παπουτσιού του χαμηλά στην πόρτα και δεν την αφήνει να κλείσει. Η κίνησή του είναι σχεδόν άφατη, και οι ήχοι τον έχουν εγκαταλείψει. Η γριά μπαίνει στο ασανσέρ. Ο φωτεινός δείκτης πληροφορεί ότι το διαμέρισμά της είναι στο δεύτερο όροφο. Το πρώτο βήμα το έκανε! Βγαίνει από την εξώπορτα, και βλέπει ότι το διαμέρισμα του δευτέρου έχει ιδιοκτήτη (η νοικάρη, δεν έχει καμία σημασία) μια γυναίκα. Σκέφτεται πώς ο άνδρας της έχει πεθάνει. Το θεωρεί δεδομένο. Δεν έρχονται δεύτερες σκέψεις στο κεφάλι του. Θα μπορούσε να είναι κατάκοιτος ή ανάπηρος ή διασωληνωμένος σε ένα παλιό κρεβάτι. Στην πραγματικότητα αδιαφορεί για όλα αυτά. Το μόνο που τον ενδιαφέρει, είναι να μπει στο σπίτι. Όλα τα άλλα είναι σχεδιασμένα ή θα σχεδιαστούν την ώρα που πρέπει. Αποφασίζει να την επισκεφθεί, μετά από σαράντα λεπτά. Αν το έκανε τώρα, αμέσως, η γριά θα μπορούσε να κυλιστεί σε υποψίες. Γιατί ήλθε τέτοια ώρα; Την ώρα που οι περισσότερες ενορίες δεν έχουν τελειώσει την κυριακάτικη λειτουργία; Μήπως είναι Ιεχωβάς, μεταμορφωμένος διάολος; Προέβλεψε τουλάχιστον αυτά. Μετά από σαράντα λεπτά λοιπόν. Κάθεται στο πεζοδρόμιο, και παρακολουθεί τα παιδιά να παίζουν μπάλα. Κάτι που μικρός ποτέ δεν επεδίωξε. Οι συνομήλικοί του, πίστευαν ότι ένα δυσλεκτικό παιδί, είναι και ανάπηρο. Εν μέρει το είχε αποδεχθεί κι αυτό.
O χρόνος που χρειάστηκε το ασανσέρ, για να ανέβει από το ισόγειο στον δεύτερο όροφο, δεν ξεπέρασε τα τριάντα δευτερόλεπτα. Στεκόταν με το κεφάλι σκυφτό, και λίγο πριν σπρώξει τη σιδερένια πόρτα, είδε τη μορφή του, στον ενσωματωμένο, αλλά πολύ σκονισμένο, καθρέφτη. Τα βλέφαρα κάλυψαν τα μάτια για μια στιγμή, που όμως ήταν αρκετή ώστε να τον γυρίσει χρόνια πίσω. Στη βραδιά που η γιαγιά του, με ένα λόγο κοφτό και θορυβώδη, του ανακοίνωσε ότι σκόπευε να τον διαγράψει από το Ειδικό Σχολείο. Πράγματι το έκανε λίγες μέρες αργότερα, με τη δικαιολογία ότι, μετά και το θάνατο του πατέρα του, θα θεωρούνταν πιο άρρωστος απ’ ότι στην ουσία ήταν, αν συνέχιζε να μαθητεύει κοντά σε παιδιά ανάπηρα και τυφλά. Το να πηγαίνεις σε ένα σχολείο για παιδιά με ειδικές ανάγκες, στην επαρχία, είναι πραγματικός στιγματισμός, κι ας λένε οι άλλοι ότι θέλουν. Είχε δίκιο η γριά. Δε μπορείς σε τέτοιες περιπτώσεις να ζητάς, ως αναφαίρετο δικαίωμα, το να σέβονται οι άλλοι την αξιοπρέπειά σου. Καταφέρνει πάντα ο οίκτος, και προλαβαίνει όλα τα υπόλοιπα αισθήματα. Κατακλύζει τα πάντα αυτό το υστερόβουλο τέρας, και μετά σε λυπούνται ακόμη περισσότερο.
«Πρέπει να φανείς δυνατός, και σταμάτα να κλαις σαν αυτά τα ανυπόφορα μυξιάρικα της σειράς» του είπε, πιέζοντας με τα χέρια της τα χείλια του. Εκείνη πίστευε ότι ακόμη κι ένας φόβος, απροσδόκητος, μπορούσε να γιατρέψει τη δυσλεξία του, που δυστυχώς ήταν κάτι πιο σοβαρό από τον λόξιγκα. Τον ανάγκασε τότε να πιει δύο γουλιές νερό με το ζόρι, για να σταματήσουν οι λυγμοί του. Από εκείνη τη στιγμή και εξής, δεν ήπιε ποτέ ξανά νερό από το σπίτι του. Κατέβαινε με το ποδήλατο στο περίπτερο της πλατείας, και αγόραζε εμφιαλωμένα μπουκάλια με νερό, τα έκρυβε στο μπουφάν, και τα έπινε με φόβο στα σκοτάδια, κάτω από τις κουβέρτες. Δεν του είχε χαμογελάσει ποτέ. Δεν τον είχε αγκαλιάσει. Δεν του είχε προσφέρει ένα χάδι, έστω από οίκτο. Στην προσπάθειά της να ατσαλώσει τον μικρό, εν όψει της απόλυτης οικογενειακής μοναξιάς, έφτασε στο άλλο άκρο. Της αδιαφορίας. Τουλάχιστον αυτό εισέπραττε ο μικρός, και δε ζει πλέον και η γριά, ώστε να αντικρούσει την κατηγορία.
Χτύπησε το κουδούνι. Ένιωσε, μέσα από τον τοίχο, τα βήματα της ηλικιωμένης γυναίκας, να πλησιάζουν. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ένα γλυκό πρόσωπο, παρά τις ρυτίδες, που το είχαν χαρακώσει με δύναμη, τα αδιάφορα μαχαίρια του αμείλικτου χρόνου. Επακολούθησε ένας διάλογος, που δε διέφερε και πολύ από μια συμβατική στιχομυθία, ανάμεσα σε έναν πλασιέ και έναν άνθρωπο που προσπαθεί να τον αποφύγει. Το πλαστό έγγραφο, και η παραποιημένη φωτογραφία έδρασαν θετικά, όπως ήλπιζε. Μπήκε στο καθιστικό. Δεν ήταν τίποτα το φοβερό, αλλά τα έπιπλα, από σκούρο ξύλο, ευωδίαζαν αναμνήσεις και χαμένες τιμές. Στον τοίχο υπήρχαν κάποια διπλώματα, με γαλλικά γράμματα, ενώ σε ένα ωραίο τραπεζάκι δίπλα από τον μεγαλοπρεπή καναπέ, που τώρα έδειχνε κουρασμένος, στέκονταν με απίστευτη ακρίβεια, φωτογραφίες της παλιάς ζωής. Διέκρινε ένα αντρικό πρόσωπο, με ένα θλιμμένο βλέμμα, σε μια κορνίζα ψευδάργυρου. Ο σύζυγος μάλλον. Νεκρός σίγουρα.
«Παρακαλώ βολευτείτε, μέχρι να σας φέρω κάτι από την κουζίνα. Το έφτιαξα προχθές και θα σας αρέσει πολύ»…
Δεν αρνήθηκε την προσφορά της ηλικιωμένης κυρίας. Το αντίθετο, την περίμενε με ανυπομονησία. Βλέποντας την πλάτη της, ενώ κατευθυνόταν στη μικρή κουζίνα, και τον κότσο που ήταν επιδέξια δεμένος, με ένα συμπαθητικό δίχτυ να συγκρατεί τις άσπρες τρίχες της, θυμήθηκε τη δική του γριά. Την έδιωξε γρήγορα από τη μνήμη. Ήταν ακατάλληλη στιγμή για αναμνήσεις, καλές η κακές. Είχε προχωρήσει στο δεύτερο βήμα. Κέρδισε την εμπιστοσύνη της γλυκιάς γυναίκας, που βρισκόταν στην κουζίνα, και έβαζε λίγο γλυκό καρύδι σε ένα μικρό πιατάκι, για να το προσφέρει στον καλό χριστιανό, που την επισκέφθηκε. Πίστευε ότι θα καθόταν ο ξένος αρκετή ώρα, ούτως ώστε να καλυφθούν μερικές ώρες από την μοναξιά, που βασίλευε στο σπίτι της.
Κρύφτηκε πίσω από έναν τοίχο, στο σημείο ακριβώς που τελείωνε ο στενός διάδρομος, εκείνος που ένωνε την κουζίνα με το καθιστικό. Η ανάσα του ήταν ήρεμη, και τα χέρια αποφασισμένα. Την άφησε να προχωρήσει ένα βήμα, και βρέθηκε ακριβώς πίσω της, με το τεντωμένο σχοινί να μη λυγίζει καθόλου. Το πέρασε γύρω από το λαιμό της και το έσφιξε με δύναμη, χωρίς να το χαλαρώσει ακόμη κι όταν κάποιοι ήχοι έβγαιναν από το στόμα, αδύναμοι, ανίκανοι, σπαρακτικοί. Δεν αντιστάθηκε καθόλου. Σα να συμβιβάστηκε πολύ γρήγορα. Ήταν εύκολη η παράδοσή της στο θάνατο. Την έβλεπε τώρα, με μάτια χαρούμενα, να κείτεται χωρίς πνοή στο πάτωμα. Λίγο πιο πέρα τα κομμάτια από το πιατάκι, που θρυμματίστηκε γρηγορότερα από το λαιμό της, και το γλυκό κολλημένο στα άσπρα μαλλιά της – μια αντίθεση ανατριχιαστική.
Την έσυρε και την άφησε στον καναπέ, σε στάση όρθια. Έβγαλε από το σάκο τα βιβλία του σοφού γέροντα και τα έβαλε στο αριστερό της χέρι. Εν συνεχεία, ανέσυρε το πριόνι και της έκοψε, χωρίς δισταγμό, με αποφασιστικότητα, το δεξί της χέρι στο ύψος του καρπού. Η σάρκα, άδεια από αίμα, διαπεράστηκε από την κυματιστή λεπίδα του εργαλείου, με την ευκολία που κόβεται ένα αφράτο ψωμί, δίχως τη ψίχα. Το κόκαλο, αντιστάθηκε λίγο, αλλά το χέρι – αφού αποχωρίστηκε το υπόλοιπο μέρος μέχρι τον ώμο - έπεσε γρήγορα στο πάτωμα. Το αίμα, δεν εκτινάχθηκε από την πληγή, αλλά κύλησε λυπημένο, και οι σταλαγματιές του έβαψαν τα δάκτυλα, που δεν σπάραξαν καθόλου.
Έσπευσε στο υπνοδωμάτιο της γριάς, πήρε μια κουβέρτα και στη συνέχεια την κάλυψε με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται μόνο το κεφάλι της, που έδειχνε βυθισμένο σε ύπνο ήρεμο. Αυτό ακριβώς πίστευε ο ίδιος, όταν σήκωσε το κομμένο χέρι και το εναπόθεσε στο μικρό τραπεζάκι, δίπλα στην φωτογραφία του άνδρα της. Τα χέρια έψαξαν στο μαύρο σάκο, για τα υπόλοιπα σύνεργα των ενεργειών του, που δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί. Τις δύο μάσκες, τη δική του, αυτή του γορίλα, και την άλλη, της γριάς μάγισσας. Την τελευταία τη φόρεσε στη νεκρή, και άρχισε να ξεντύνεται. Έμεινε εντελώς γυμνός, όρθιος, και η κακιά μάγισσα τον κάρφωνε με το βλέμμα της. Τα πάντα ήταν έτοιμα για την ιεροτελεστία του. Φόρεσε τη μάσκα του γορίλα, και άρχιζε να διαβάζει ένα παραμύθι άγνωστο, σιγανά, όλο συμπάθεια για την αμίλητη μάγισσα, που άκουγε χωρίς να αντιδρά και να χλευάζει. Κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα από το τραπεζάκι, σήκωσε το κομμένο χέρι, και με αυτό χάιδεψε τα μαλλιά του. Μετά το πρόσωπο, και ύστερα τα χείλια, που δεν αντιστάθηκαν και το φίλησαν με δέος και αγάπη.
Ένα χάδι μόνο. Αυτό και τίποτα άλλο. Και όμως κανείς δε βρέθηκε να του το δώσει. Ποτέ δεν ξέχασε αυτό που κάποτε διάβασε σε ένα παραμύθι θαλασσοδαρμένων πειρατών. «Όταν κάτι δε μας δίνεται με το καλό, το παίρνουμε με το ζόρι. Δεν το διεκδικούμε, το κλέβουμε»! Ο ίδιος δε ζήτησε το χάδι από τη γριά. Ήταν έτοιμη να του το προσφέρει, αν της το ζητούσε. Και εκείνη έψαχνε κεφάλι να χαϊδέψει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: