Τρίτη, Απριλίου 08, 2008


Η ανεξάρτητη
Διήγημα
Η ώρα είναι δύο το μεσημέρι και η Βέρα έχει κολλήσει σε μια διασταύρωση, με το αυτοκίνητό της, ένα παλιό μοντέλο Hundai ( ξέρετε από εκείνα που η μούρη τους δεν ξεπερνά την ανθεκτικότητα ενός τσιγαρόχαρτου) και περιμένει τον Γρηγόρη του φαναριού. Το μυαλό της είναι χαμένο, και σε αυτό βοηθά ο ήλιος, που έχει κατακάψει τη λαμαρίνα και έχει τρυπώσει στα πιο ευαίσθητα σημεία του πληθωρικού σώματός της. Αυτά που εύκολα εκκρίνουν σωματικά υγρά, μόλις η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας ξεπεράσει την αντίστοιχη του σώματος. Μουσική δεν υπάρχει. Χάλασε το cd player. Αναγκάζεται και ακούει ενημερωτικές εκπομπές. Σχόλια για την τρέχουσα κατάντια του τόπου, την ακρίβεια, και τη ρεμούλα. Κάποιοι βιάζουν τα μικρόφωνα του ραδιοφώνου, μπουκώνοντάς τα με τις σπασμένες φωνές τους, και ενδεχομένως με τις στάλες σάλιου που εκστομίζουν, θεωρώντας ότι με το γκάρισμα αντισταθμίζουν τα χαζά επιχειρήματά τους. Σκέφτεται ότι πρόκειται για πουριτανικές μαλακίες.

Φοράει μια στενή σχετικά φούστα, κάτι που δεν της επιτρέπει να ανοίγει τα πόδια – ευτυχώς που μπορεί να κινεί γρήγορα τα πόδια στα πεντάλ! Πριν δύο ακριβώς χρόνια, το τζιν είχε γίνει δεύτερο δέρμα της. Τώρα τα καλσόν την περιορίζουν. Οι γόβες συμπιέζουν τα άκρα της. Οι μπότες με το εφαρμοσμένο σίδερο μπροστά, αυτές που ξύνονται λίγο στη μύτη, για το καλό της εμφάνισης, έχουν καταχωνιαστεί σε ένα κουτί, κάτω από το κρεβάτι της. Είχαν σακατέψει πολλά αρχίδια, απίθανων τύπων, που νόμιζαν ότι μπορούν να την πειράζουν σε σκοτεινά δρομάκια, στην επιστροφή για το σπίτι, περασμένες ώρες. Το μακιγιάζ της, είναι αδιάβροχο, αλλά η καύτρα του ήλιου το αναμιγνύει με τον ιδρώτα και νιώθει μια δυσφορία. Το σουτιέν είναι κάπως στενό, και το πουκάμισο, ότι πρέπει για τη δουλειά της, σφιχτό μπροστά, έτσι που τα στήθη να ασφυκτιούν, και να ψάχνουν διέξοδο προς την ελευθερία. Ο Σταμάτης του φαναριού ακόμη να ξεκουμπιστεί. Παραείναι αργός τελικά. Μία κόρνα διακόπτει αυτή τη μαστούρα του μεσημεριού, που γίνεται εντονότερη, μετά από τις δύο μεγάλες γουλιές από το κουτάκι της μπύρας, στην άδεια θέση του συνοδηγού. Ο Σταμάτης έφυγε! Πότε; Τα κορναρίσματα πολλαπλασιάζονται, αλλά τώρα ακούει το έκτο. Ανοιγοκλείνει τα μάτια γρήγορα. Όπως ένας τυφλός που ξαναβρίσκει το φως του. Το ότι το τσιγάρο περιέχει δύο φυλλαράκια χασίς, δε λέει τίποτα. Άλλωστε επέστρεφε από τη δουλειά.
«Άντε μωρή ξεκαβάλα, δε το βλέπεις το πράσινο τόση ώρα;» ακούγεται μια φωνή από το αμέσως επόμενο αυτοκίνητο της σειράς, από ένα χοντρό κεφάλι με ξεχειλωμένα μάγουλα.
Η Βέρα κατεβαίνει με σφιγμένα τα χείλια από το αυτοκίνητό της, σαν έτοιμη από καιρό, και δίνει μια πολύ δυνατή σπρωξιά στην πόρτα. Με μεγάλα βήματα (σκίστηκε η φούστα!) φτάνει κοντά στο ανοικτό παράθυρο του άσπρου βάν, βγάζοντας ταυτόχρονα τα παπούτσια της, για να περπατήσει γρηγορότερα, με δώδεκα εκατοστά τακούνι έκαστο. Σηκώνει το κάπως κατεβασμένο καπέλο του οδηγού του, και τον κοιτάει στα μάτια.
«Το βλέπεις αυτό μεγάλε;» ρωτά ήρεμα, αλλά με την ένταση να την τσιγκλάει.
«Τι θα γίνει θα πάρεις τα βυζιά σου να φύγεις έχουμε και δουλειές!» λέει αυτός, χωρίς να την κοιτάει, υποτιμώντας την.
«Γιατί είσαι τόσο εριστικός ρε μπούλη;» ρώτησε με ένα βλέμμα γεμάτο ειρωνική απορία, αλλά χωρίς θυμό. Ο τελευταίος ανέβαινε με το αίμα στον εγκέφαλο, σιγά αλλά σταθερά.
«Τέλειωνε γιατί θα κατέβω κάτω και θα φορτώσω και σένα και το κοφίνι σου!» είπε ο ευτραφής κύριος, με το διπλό σαγόνι, και τη μεγάλη μπλούζα με μια τεράστια τρύπα στο μέρος των πλευρών του. Δύο τεράστιες άσπρες κηλίδες, παράταιρες, μαρτυρούσαν ότι η χλωρίνη είχε επέμβει στο χρώμα. Ο φραπές του, μέσα σε ένα γυάλινο ποτήρι, στην ειδική θέση του, άρχιζε να πιάνει αυτή την πολύ αποκρουστική κρούστα, που αναδεικνύει το μαραμένο αφρό, και κολλάει απίστευτα στα χέρια και το στόμα. Αυτή η πέτσα, με φόντο το πολύ βρώμικο παρμπρίζ, μαρτυρούσαν ότι ήταν λίγο βρομιάρης.
«Αυτό λέγεται γόβα» είπε δείχνοντας το πέλμα του παπουτσιού «και αυτό που εξέχει σαν καρφί λέγεται τακούνι, και πρόσεχε μη σου κάνω λιποαναρρόφηση με αυτό χοντρέ!».
Εκείνος αιφνιδιάστηκε τόσο από την επιθετικότητά της, που άλλαξε τακτική. Σκέφτηκε ότι μπορεί να είναι από εκείνες τις λυσσασμένες τριαντάρες, που δοκιμάζουν ότι κινείται μπροστά τους. Η μορφή της δεν απείχε από αυτή την κατηγορία, εκείνο το μεσημέρι. Μερικές είναι τόσο κυκλοθυμικές, που μπορεί και να πέσουν ευκολότερα, σκέφτεται ο οδηγός με τα πλαδαρά μπράτσα.
«Τι θα έλεγες να μου δώσεις το τηλέφωνό σου, να τα πούμε κάπου πιο ήσυχα και εκεί κάνε μου ότι θες, ακόμη και μασάζ!»
« Που ζεις ρε; Εγώ πριν έσπαγα μπάτσους στο ξύλο, στα «ντού» που κάναμε στο Ελληνικό σε συναυλίες με χοντρά ναρκωτικά, είχα όποιο γκόμενο γούσταρα με τρία πτυχία (αλλά άφραγκους), και εσύ με αυτή τη μούρη μου τα ρίχνεις;»
Ο οδηγός δε κατάλαβε αρχικά τι σκατά ήθελε να πει και γιατί του απάντησε όπως του απάντησε. Ακάθεκτος όμως συνέχισε, σηκώνοντας ερωτιάρικα το δεξί του φρύδι.
«Γιατί όχι. Στο κρεβάτι όλες άλλα ζητάτε»…
«Πάς καλά ρε απολειφάδι των μαμούθ;» ρώτησε σηκώνοντας το χέρι της σε στάση απειλητική και δείχνοντας το πρόσωπό του, το οποίο είχε μεγαλώσει από το θράσος.
«Καλά! Άντε πήγαινε… Να φύγουμε καμιά ώρα, περιμένουν νοικοκύρηδες τα πράγματά τους» είπε και έδειξε με τον αντίχειρά του προς τα πίσω, τον αποθηκευτικό χώρο, όπου συντηρούνταν γαλακτοκομικά προϊόντα.
«Χέστηκα ρε για τους νοικοκύρηδες! Αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που άφησα τη σιδερογροθιά στο σπίτι, αφού ξέρω ότι πέφτω πάντα πάνω σε μαλάκες»…
Μέσα σε ένα κυκεώνα ύβρεων, έξυπνων και μη, η Βέρα άφησε πίσω της τον οδηγό του βάν, και μπήκε στο αυτοκίνητό της. Αναθεμάτισε την ώρα που αναγκάστηκε να υποστεί μια συναναστροφή εντελώς κατινίστικου επιπέδου. Όμως, τι να γίνει, πρέπει τα αποθέματα θυμού, κάπου να διοχετεύονται, γιατί σε περίπτωση που συμπιεστούν περαιτέρω σε χώρο πλήρη, τότε η έκρηξη είναι αναπόφευκτη. Το σπίτι της είχε γεμίσει από τα θραύσματα των εκρήξεών της, σε κάθε γωνιά, όταν ανυπόφοροι διάλογοι με τη μάνα της κατέληγαν στα ίδια και τα ίδια αποτελέσματα.
Ανεβάζοντας τις ταχύτητες, γιατί ένιωθε ότι έπρεπε να ξεσπάσει στο γκάζι, σκεφτόταν πώς δύσκολα θα την αντιμετώπιζε έτσι ο τύπος, αν την έβλεπε πριν από δύο χρόνια. Με πέτσινο μπουφάν, έντονο και εκφοβιστικό μακιγιάζ, μαύρα νύχια και χείλια, εξεζητημένα σκουλαρίκια φτιαγμένα από βρώμικο τσίγκο, και τρυπημένο τζιν σε εκατό σημεία, δύο από αυτά κάτω από τους μηρούς της. Και μέσα στην κωλότσεπη, ένα μικρό, αλλά κοφτερό ξυράφι, για τις πιο δύσκολες ανάγκες.


Στο κέντρο της πόλης η κυκλοφορία ήταν αδυσώπητη, και δε μπορούσε να αφεθεί σε σκέψεις. Τα μάτια της πολλαπλασιάστηκαν, για να ελέγχουν τους καθρέφτες. Είναι συνηθισμένο το φαινόμενο να εντοπίζεις γρατσουνιές στις πόρτες του αυτοκινήτου σου, μετά από ώρες, μέρες ή εβδομάδες, και να αναζητάς, κατόπιν εορτής, το δράστη. Έφτασε στο τετράγωνο που βρισκόταν το σχολείο του Πέτρου, μετά από κάμποσες βρισιές, σταματώντας και ξεκινώντας αμέτρητες φορές. Πάρκαρε σε ένα κενό ανάμεσα σε ένα ταχυδρομικό κουτί και ένα κάδο απορριμάτων. Ο μικρός είχε καθίσει στα υγρά σκαλοπάτια, με τα χέρια του να υποβαστάζουν ένα κεφάλι γεμάτο με γνώσεις άχρηστες, επειδή ποτέ δεν είναι κανείς σε θέση να εκτιμήσει αυτά που μαθαίνει τη στιγμή που τα ακούει. Αυτά πάντα γίνονται εκ των υστέρων. Ήδη είχε αφήσει στη λήθη τα αιμοπετάλια και τα ερυθρά αιμοσφαίρια της Βιολογίας. Δεν κατάλαβε ποτέ γιατί στην τάξη του είχαν σταματήσει τις χειροτεχνίες και τη ζωγραφική. Ο δάσκαλος είχε πει ότι ήταν καλύτερο να κάνουν πέντε ώρες Γλώσσα την εβδομάδα, και έτσι τα «καλλιτεχνικά» μαθήματα πέρασαν στο περιθώριο.
Μέσα από τα πορτοκαλί κάγκελα του σχολείου, φωνές αναμειγνύονταν, φτιάχνοντας αυτό το απίστευτο ηχητικό κουβάρι, που ονομάζεται σχολική αυλή. Παιδιά φορτωμένα σαν τα γαϊδούρια, με κάτι τσάντες που μοιάζουν με ταξιδιωτικές βαλίτσες, πιέζονται άσχημα στις πλάτες, με αποτέλεσμα η σκωλίωση να αυξάνεται γρηγορότερα σ’ αυτά, απ’ ότι η καμπούρα στην τρίτη ηλικία. Παιδιά με μισοτελειωμένες τυρόπιτες στα χέρια, επειδή σιχαίνονται τα φασολάκια που τους περιμένουν στα σπιτικά πιάτα, και κρυμμένα τσιγάρα στα χέρια, να επικυρώνουν την ανωτερότητα των πρώιμων καπνιστών, είναι έτοιμα για το σπίτι, και μετά για το φροντιστήριο, και μετά για την τηλεόραση, τα βράδια, που ολοκληρώνει το έργο της αποχαύνωσης. Στα σχολεία αυτό ακόμη ονομάζεται μαγκιά. Το να καπνίζεις δηλαδή, χωρίς να καταλαβαίνεις απαραίτητα το λόγο. Ψυχολόγοι διατείνονται ότι το τσιγάρο, που μεταφέρεται από χέρι σε χέρι, από στόμα σε στόμα για κοφτές τζούρες, είναι φορέας κοινωνικοποίησης. Δεν έχουν και πολύ άδικο. Οι γονείς όμως, το θεωρούν κατάπτυστο το τσιγάρο για τους νέους. Όταν όμως τα μικρά παιδιά, αυτοί οι διάολοι με τις μεγάλες γλώσσες, τους ρωτήσουν πότε άρχισαν εκείνοι το κάπνισμα, απαντούν με ανασκουμπωμένη ηθική, ότι το άρχισαν, υπό πίεση, στο στρατό οι άνδρες, και όταν απογοητεύτηκαν ερωτικά, οι γυναίκες. Το κακό με τα ψέματα είναι ότι λέγονται με το στόμα, αλλά προδίδονται με τα μάτια.
Ο Πέτρος, έσυρε με το χέρι του την ξανθιά φράντζα, αποκαλύπτοντας τα ωραία γαλαζοπράσινα μάτια του. Την είδε από μακριά που ερχόταν, και σηκώθηκε για να κατευθυνθεί προς το μέρος της. Έτσι και οι δύο θα έκαναν το μισό δρόμο. Τον ακούμπησε στο κεφάλι, αλλά εκείνος δεν αντέδρασε. Μπήκαν στο αυτοκίνητο.
«Έφαγες κάτι;» ρώτησε η Βέρα, αλλά ο Πέτρος, αμίλητος, κοιτούσε τα παιδιά που έφευγαν με τους γονείς τους, ή τα μεγαλύτερα αγόρια με τις γκόμενές τους. Δεν του έκανε καθόλου εντύπωση, ότι σε πολλές περιπτώσεις η γκόμενα έριχνε τρία κεφάλια στο γκόμενο. Φαινόμενο των καιρών, αλλά και η απάντηση έτοιμη: τα ακριβά αρώματα μπαίνουν σε μικρά μπουκαλάκια…
Χωρίς να δίνει σημασία στα λεγόμενά της, άρχισε να ξεδιπλώνει τις σκέψεις που τον βασάνιζαν από το τέλος της τρίτης ώρας του σχολικού προγράμματος.
«Έχει σημασία αν ξέρω που βρίσκεται ο Καναδάς και αν δεν τον μπερδεύω με την Κίνα;» της είπε, κοιτώντας τη στα μάτια, με μια ήπια απόγνωση.
Η ερώτηση δε την ξάφνιασε καθόλου. Ο μικρός δεν επικοινωνούσε μαζί της φυσιολογικά. Αντιθέτως φυλασσόταν γιατί οι ρουκέτες του, από καιρού εις καιρόν άλλαζαν ταχύτητα ή ένταση. Είχε δημιουργήσει τους δικούς του προβληματισμούς ο Πέτρος, και απλά τους κοινοποιούσε. Η Βέρα ετοιμάστηκε για άλλον ένα διάλογο χωρίς κατάληξη, με τις απορίες του μικρού να την ακινητοποιούν, ίσως επειδή ήταν πολύ απλές.
«Γιατί ρωτάς;»
«Ο Φάνης που δεν ήξερε δεν πέρασε καλά στην ώρα της Γεωγραφίας»…
«Ποιος είναι ο Φάνης;»
«Ο διπλανός μου στην τάξη»
«Και γιατί δεν πέρασε καλά;»
«Ο δάσκαλος είχε απλώσει έναν τεράστιο χάρτη πάνω στον πίνακα, και σήκωσε το Φάνη για να δείξει με ένα πλαστικό ραβδί τον Καναδά. Ο Φάνης όμως μπερδεύτηκε και αντί να δείξει τον Καναδά, έδειξε μια άλλη μεγάλη χωρά, την Κίνα. Την ώρα που σηκωνόταν από την καρέκλα του, η Αλεξάνδρα του σφύριξε ότι ήταν μεγάλη χώρα, αυτή που του ζήτησε να δείξει ο δάσκαλος. Εκείνος όμως έδειξε την πρώτη μεγάλη χώρα που έπεσε στο μάτι του»…
«Και τι έγινε μετά;»
«Ο δάσκαλος τον ρώτησε αν είναι σίγουρος και εκείνος έχασε την ευκαιρία να επανορθώσει»…
«Δηλαδή;»
«Τον έπιασε από το γιακά της μπλούζας του, με τα δύο τεράστια χέρια που έχει, και κοιτώντας τον στα μάτια του είπε ότι είχε κάνει λάθος. Μετά τον σήκωσε στον αέρα, και χτύπησε με το μέτωπο του Φάνη τον Καναδά στον χάρτη - για να το εμπεδώσει όπως είπε - τρεις φορές δυνατά λέγοντας «εδώ είναι ο Καναδάς ρε, εκεί βρίσκεται η Κίνα, οι κίτρινοι…»
«Τι;»
«Ναι, ναι και μετά τον άφησε κάτω»
«Πόνεσε;»
«Στο διάλειμμα μας είπε ότι δεν πόνεσε καθόλου, ήθελε να μας το παίξει ατρόμητος, αλλά ο πίνακας πήγε να σπάσει. Είχε βγει και ένα μεγάλο καρούμπαλο στο μέτωπό του, που προσπαθούσε να μας πείσει ότι δεν έγινε από εκείνα τα… γκούπ, γκούπ»…
«Εσύ ξέρεις τη διαφορά ανάμεσα στον Καναδά και την Κίνα;»
«Και να μην ήθελα, είναι τόσο μεγάλες χώρες που δε μπορείς να τις μπερδέψεις. Άλλωστε η Κίνα έχει αυτό το τεράστιο τείχος. Επιπλέον οι Κινέζοι είναι κίτρινοι, και τα μάτια τους έχουν μόνιμα την έκφραση που έχουμε όταν πάμε στο μπάνιο, και δε μπορούμε να αδειάσουμε το σάκο μας. Ο Φάνης δε διαβάζει, θα μπορούσε να μπερδέψει ακόμη και την Ελλάδα με την Ιταλία»…
«Τότε γιατί με ρωτάς;»
«Αν καμιά μέρα με σηκώσει ο δάσκαλος και μου ζητήσει καμιά περίεργη χώρα, και δεν τη ξέρω, τότε τι θα κάνω;»
«Αν δε τις ξέρεις, θα σηκωθείς και με δύναμη θα του πεις πως δε ξέρεις!»
«Ναι, αλλά μετά θα έρθει πάνω από το θρανίο και θα αρχίζει να φωνάζει σαν τον τρελό! Αυτό είναι πολύ κακό, γιατί η ανάσα του βρωμάει, όπως κάποια ποντίκια νεκρά, που πιάνουν οι φάκες της γιαγιάς στο σπίτι»…
«Μη σε νοιάζει! Αν κάνει οτιδήποτε φώναξέ με και θα καθαρίσω εγώ!»
«Αδύνατον, για να λένε μετά τα παιδιά ότι δε μπορώ να τα βγάλω πέρα μόνος μου… Πάντως δε καταλαβαίνω μερικά πράγματα. Πώς να μάθω τις άλλες χώρες, όταν δεν έχω μάθει τη χώρα ή ακόμα και την πόλη που μεγαλώνω;»
Ο μικρός άθελά του έκανε κριτική στο εκπαιδευτικό σύστημα, που χρόνια τώρα αναπαράγει τενεκέδες. Η Βέρα, έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο, μετακινώντας και λίγα εκατοστά τον κάδο, για να βγει από τη θέση πάρκινγκ που αυτοβούλως δημιούργησε. Ο Πέτρος δεν ξαναμίλησε μέχρι την ώρα που έφτασαν στο σπίτι. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί έξω από το παράθυρο, και η ανάσα του δεν ακουγόταν καθόλου.
Η Βέρα προτιμούσε ένα παιδί ενεργητικό. Ήθελε να την καλούν οι δάσκαλοι, ή ο διευθυντής του σχολείου, και να της ζητούν να μαζέψει τον Πέτρο. Θα ήθελε να πλακώνει τα άλλα παιδάκια στις φάπες, να πιάνει τα κωλαράκια των συμμαθητριών του στην πολυκοσμία των σειρών στο κυλικείο, να κατουράει τους τοίχους, και να γράφει με μαρκαδόρους στις τουαλέτες. Να δείχνει, με λίγα λόγια, σημάδια, ότι η ανάπτυξη του συγκαταλέγεται στις φυσιολογικές περιπτώσεις.
Όμως η αδελφή της, είχε φροντίσει να γεννήσει ένα παιδί ιδιαίτερο, που συν τοις άλλοις δεν έμοιαζε καθόλου ούτε με αυτή. Πολλές φορές σκέφτηκε ότι στο μαιευτήριο, ενδεχομένως, να το πήραν από τις νωθρές θερμοκοιτίδες, να έκαναν δηλαδή λάθος, και να μεγαλώνουν ένα ξένο παιδί, με ξένο αίμα. Απέσυρε οριστικά το ενδεχόμενο αυτό, διότι συνέλαβε τον εαυτό της να σκέφτεται, όπως ο μέσος Έλληνας την περίοδο που ο Ξανθόπουλος και η Μάρθα Βούρτση δομούσαν την (αιωνίως) άπονη ζωή των αδικημένων, τούτης της γης, που την πατούμε, και που μοιραία, κάποια των ημερών, όλοι μέσα της θα μπούμε.


Το άνοιγμα της πόρτας του σπιτιού δεν επιφυλάσσει ιδιαίτερες εκπλήξεις. Το μόνο που αλλάζει είναι η μυρωδιά, που ξεφεύγει από την μικρή κουζίνα, και γεμίζει το χώλ. Ο Πέτρος τρέχει προς τη μεριά της γιαγιάς του, και αρπάζει ένα ζεστό φιλί στο μέτωπο. Εν συνεχεία, τρέχει στο δωμάτιο για να προλάβει να μελετήσει, ώστε το απόγευμα να βρει χρόνο και να πεταχτεί μέχρι την απέναντι παιδική χαρά. Έχει αρκετό χώρο, αλλά ο χρόνος είναι περιορισμένος. Πριν καλά καλά δύσει ο ήλιος, οι μάνες και οι γιαγιάδες σπεύδουν να μαζέψουν τα σκασμένα παιδιά, από το αχαλίνωτο παιχνίδι, λόγω της αυξημένης εγκληματικότητας. Αυτό υποστηρίζουν τουλάχιστον τα κανάλια, όταν κάποιες ομιλούσες κεφαλές μεταδίδουν φόνους με μάτια θλιμμένα, λες και είναι υποχρεωμένοι να δείξουν την ευαισθησία τους. Αμέσως μετά όμως σοβαρεύουν για να πουν ότι ο δράστης ήταν αλλοδαπός. Στην τηλεόραση υπάρχουν μόνο αλλοδαποί φονιάδες. Στα παιδιά είχαμε μείνει. Έτσι όπως τα τραβάνε από το χέρι, και από τα αυτιά, εκείνα που αντιστέκονται στο μάντρωμα των πολυκατοικιών, πρέπει να πάνε μέσα, να τις μπαγλαρώσουν. Ο Πέτρος έχει αυτοπειθαρχία, και επιστρέφει την ώρα ακριβώς που η τελευταία ακτίνα του δύοντος ηλίου, σβήνει από τις κορυφογραμμές των πολυκατοικιών. Χωρίς σκόνη στα ρούχα, την απόδειξη της ανέφικτης ξενοιασιάς του.
Στον δερμάτινο καναπέ του καθιστικού, βυθίζεται η Τούλα, η μάνα της Βέρας, και η γιαγιά του Πέτρου. Κάθεται, όπως κάθονταν οι πριγκίπισσες στα ξυλόγλυπτα ανάκλιντρα, όταν περίμεναν κρασί ή τσαμπιά από ζουμερά σταφύλια, και έχει αγκαλιά της ένα μαξιλάρι με αφράτη επιφάνεια. Έχει τοποθετήσει ένα τασάκι, βρώμικο και παλιομοδίτικο στο άνοιγμα των ποδιών της, αλλά ποτέ σχεδόν δε το χρησιμοποιεί, πριν το τσιγάρο φτάσει στο σημείο να σπάσει, στα μισά του. Το κρατάει όρθιο, ούτως ώστε ο καπνός να κατακαίεται κατακόρυφα. Βαριέται να σπάει κάθε τόσο τη μέση της, για να καθαρίζει τη καύτρα, από τη δύσοσμη στάχτη. Η Βέρα, την βλέπει και σκέφτεται ότι είναι υπερβολικά νωχελική. Θα μπορούσε να φαίνεται πολύ πιο νέα, με τις κρέμες και τα έτσι και τα αλλιώς, αλλά εκείνη κάθεται εκεί, ακίνητη, μέσα σε μια καρό κουβέρτα, δώρο ενός τετράκιλου απορυπαντικού - με μπλε και πράσινους κόκκους που στις διαφημίσεις εξαφανίζει ακόμη και τα ρούχα, εκτός από τους λεκέδες - να ταυτίζει τη ζωή της με χαζές περσόνες μεξικάνικων σαπουνόπερων. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που άκουγε πίσω από τα δόντια της μάνας της, να βγαίνουν βρισιές ή προειδοποιητικά σχόλια για τους ήρωες που βρίσκονταν σε κίνδυνο. «Αχ ρε βρωμιάρη, έπρεπε να έπεφτες στα χέρια μου, θα σου έβγαζα τα δόντια ένα ένα με την τανάλια!» απευθύνθηκε κάποτε σε ένα κακό γαιοκτήμονα, που εμπόδιζε τη σχέση ενός φτωχού γιδοβοσκού, με την αντίστοιχη, μεξικανικής προελεύσεως, Γκόλφω. Πρέπει να ήταν μεγάλη σκατόφατσα, για τέτοιο μένος. Ακόμη και αυτές οι ακατανόητες αντιδράσεις σε μια κατασκευασμένη, για εύκολη συγκίνηση, πραγματικότητα, ήταν ευπρόσδεκτες για τη Βέρα. Δυσκολευόταν να βρει άλλο λόγο, εξαιτίας του οποίου η μάνα της θα άφηνε λίγο τα μπούτια της να αναπνεύσουν, με εκείνο το μικρό ανασήκωμα από τον κακόμοιρο καναπέ, το αναγκαίο εσχάτως, μιας και η αδιαφορία της για τον οικογενειακό περίγυρο, είχε αρχίσει να γιγαντώνεται επικίνδυνα.
Οι ανθρώπινες φωνές σε αυτό το σπίτι είναι είδος υπό εξαφάνιση. Ο σπαστικός ήχος της ηλεκτρικής σκούπας, το καζανάκι, οι τηλεοπτικές φωνές των καναλιών, ο ερεθιστικός τόνος νωπών κρεάτων που τσουρουφλίζονται στο καυτό λάδι των τηγανιών, που και που το παλιό τηλέφωνο με το πάντα μπλεγμένο καλώδιο, μια διασωθείσα λατέρνα που τριγυρνά στη γειτονιά κάθε Κυριακή πρωί πριν τις δέκα, έχουν καθιερωθεί μέσα σε αυτούς τους τοίχους, με τα μικρά πήλινα και διακοσμητικά πιατάκια, από περιοχές που παλιότερα επισκέφθηκε κάποιος, από την Πάρο και το Μέτσοβο. Σε αυτό το σπίτι, όλα έχουν πάρει τη μορφή της σκόνης. Δεν αλλάζουν, απλά συσσωρεύονται, παραμορφώνοντας το χρώμα των πραγμάτων. Αυτό το σπίτι κατοικείται από ανθρώπους, που ζουν παράλληλες ζωές, που διασταυρώνονται στο μεσημεριανό τραπέζι μονάχα, χωρίς συνομιλίες, αυτές έχουν χαθεί σε χρόνια παλιότερα και πιο ήρεμα. Το φαγητό είναι πάντα εκπληκτικό και τα περισσότερα πράγματα τακτοποιημένα. Το μπάχαλο αφορά τις σχέσεις. Αυτό το σπίτι, εξακολουθεί να πιέζει τους ανθρώπους του να επικοινωνήσουν, τη στιγμή που έχει γίνει για όλους αποκρουστικό, και πληκτικό. Αυτό το σπίτι, που κατακλυζόταν από συλλογικά χαχανητά, έχει γίνει πλέον ο τόπος της απλής κατάλυσης, των κρεβατιών, της τουαλέτας και του παρκέ που νιώθει τα βήματα, πιο βαριά, πιο δύσκολα. Ένα σπίτι με πολλά μικρά μπουντρούμια, που σαπίζει το ψαχνό των έγκλειστών του.
Στέκεται, επί ένα λεπτό, δύο βήματα πιο μπροστά από το εσωτερικό χαλάκι της πόρτας, αλλά η μάνα της δεν της αποδίδει τη δέουσα σημασία. Ο γδούπος των κλειδιών που κατέληξαν σε ένα γυάλινο διακοσμητικό χώρου, δεν διασάλευσαν την ατμόσφαιρα. Τσιγάρο και απόγνωση. Ούτε καν το συμβατικό ερώτημα δεν της απευθύνει πλέον, το πώς πήγε η δουλειά, κι αν όλα πάνε καλά εν πάσει περιπτώσει. Βάζει τα χέρια της στα λαδωμένα μαλλιά της, στο χρώμα του κάστανου, και απλά ψελλίζει «έχει σούπα στο ψυγείο» χωρίς να αποσπά την προσοχή από την οθόνη, την οποία η Βέρα βλέπει υπό γωνία, και δε μπορεί να καταλάβει τι παίζει. Δεν απαντά ούτε η κόρη. Είναι σαν να απάντησε. «Να τη φας μόνη σου» λέει στα σωθικά της, αλλά ποτέ δεν το κοινοποιεί, επειδή ξέρει ότι μια απάντηση αυτού του είδους, μια εν πολλοίς επιφανειακή και ανταποδοτική της προηγούμενης πρόκλησης, μια απάντηση ανούσιας ισοστάθμισης, δεν προσφέρει τίποτα. Δεν προσεγγίζει καν τον πάγο, που τις χωρίζει. Η Βέρα βρίσκεται στο δωμάτιο της, με την μικρή βιβλιοθήκη, και την ηλεκτρική της κιθάρα, να αναπαύεται άεργη στην άκρη του κρεβατιού. Οι χορδές δείχνουν να σκουριάζουν, ενώ οι νότες προ πολλού βολοδέρνουν στη σιωπή. Παλιότερα, είχε το κουράγιο, ίσα ίσα να τις αγγίζει, να επιβεβαιώνει απλώς ότι δεν μουγκάθηκαν λόγω της απαξίωσης που επεδείκνυε. Ακόμη και έτσι να ήταν, η απαξίωση, προερχόταν από εξωγενείς παράγοντες. Άλλωστε η μουσική ήταν πάντα ένα παράθυρο σε αυστηρά ιδιωτικά διαμερίσματα, πολυδαίδαλα μα ανύπαρκτα φυσικά στο διαμέρισμα, αιώνια όμως θεμελιωμένα στη ψυχή της, που για την οικονομία της ιστορίας οφείλουμε να χαρακτηρίσουμε ευαίσθητη.
Φοράει μια σπιτική φόρμα, που τονίζει τους υπέροχους γλουτούς της, και επιστρέφει στο σαλόνι. Αυτό το σπίτι, τελικά, είτε είναι πολύ μικρό, είτε προσαρμόζεται στις περιστάσεις: μικραίνει τα δωμάτια και συμπιέζει τους τοίχους σαν τη μέγγενη, όταν βλέπει τους ανθρώπους να το συμπληρώνουν μόνο με την υλική τους υπόσταση. Είναι ευαίσθητο κατά βάθος και το σπίτι. Αποφασίζει να προβεί στο σάλπισμα της πρόσκαιρης ανακωχής, για να ρωτήσει κάτι ουσιαστικό.
«Που είναι ο μπαμπάς;»
«Δεν είναι πίσω μου;» απαντά δια της δικής της ερώτησης. Χωρίς να κοιτάξει φυσικά το άτομο που απευθύνει το ερώτημα, αλλά δίνοντας του να καταλάβει πολύ περισσότερα. Το χέρι της μάνας ξύνει μια τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί. Είναι όντως απασχολημένη, τώρα, για να δίνει απαντήσεις.
Η αδιαφορία είναι ένα πράγμα που μπορεί να σκοτώσει με τον πλέον ειδεχθή τρόπο τα αισθήματα, επειδή ακριβώς είναι το πλατύσκαλο για το παλάτι του κυνισμού. Η Βέρα, βλέπει μια κούπα του τσαγιού μισοτελειωμένη στο γραφείο του πατέρα της, και απείραχτα κάποια κουλουράκια με σταφίδες. Ένα βιβλίο με ποιήματα του Αναγνωστάκη, στέκει ανοιγμένο στην ίδια πάντα σελίδα, τσακισμένη όπως και η ψυχή ενός πατέρα που έχει χάσει τη μια του κόρη, αλλά έχει το εγγόνι για να του ξύνει την πληγή της θύμησής της. Η επιλογή του ποιητή δεν πρέπει να ξενίζει, γιατί δεν ξέρουμε ποιο ακριβώς ποίημά του διαβάζει συνέχεια ο Περικλής. Όχι δεν είναι κομμουνιστής. Όχι δεν κλείστηκε σε στρατόπεδο την περίοδο της δικτατορίας. Είναι πρώην κομμουνιστής και εξορίστηκε στη Γαλλία, εκείνη την περίοδο. Μετά προσχώρησε στο σχήμα, τα σχήματα, του Λεωνίδα Κύρκου, και τώρα όσοι του κόμματος τον βλέπουν και τον αναγνωρίζουν, τον χαρακτηρίζουν οπορτουνιστή. Όσο για τις ενέργειες του Κύρκου, ήταν γι’ αυτούς νεόκοπες «πονηριές». Ο πατέρας της, προφανώς, είχε σπεύσει στο ησυχαστήριό του, μακριά από την αποπνικτική σιωπή της γυναίκας του, και τα παράσιτα της τηλεόρασης, που όταν συντονιστούν καλά, έχουν τη δύναμη να διαβρώσουν την σαρκώδη επίστρωση του κεφαλιού, εισχωρώντας στον εγκέφαλο με απρόβλεπτες συνέπειες.
Η Βέρα, βγήκε από το διαμέρισμα και ανέβηκε την τσιμεντένια σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα. Τα βήματά της, ήταν προσεκτικά και αργά. Κουβάδες γεμάτοι με βρώμικο νερό, μαύρο και κάποια έντομα να επιπλέουν με τα φτερά τους βρεγμένα, είχαν τοποθετηθεί σε όλα σχεδόν τα σκαλοπάτια. Ένα σώμα καλοριφέρ χαλασμένο, και κάποιες σκούπες, με τροχισμένα τα δόντια, από το πολύ σκούπισμα συμπλήρωναν την αυτοσχέδια αποθήκη. Η μπογιά στα κάγκελα είχε αρχίσει να σκάει και μικρές φουσκάλες σκουριάς είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Στο τελευταίο σκαλί, ήταν πεσμένη μια ανθοδέσμη από διακοσμητικά ξύλα, εκείνα τα τεράστια που έχουν το σχήμα της γιρλάντας, και που λάνσαραν οι ξένοι μικροπωλητές στις λαϊκές και τα παζάρια. Μια παντόφλα ήταν πλακωμένη και αμέσως σκέφτηκε ότι ο πατέρας της ενδεχομένως κινδύνεψε από μια κατρακύλα στην σκληρή σκάλα. Αμέσως σχημάτισε την εικόνα στο μυαλό της. Ο πατέρας στο πρώτο σκαλί, με το κεφάλι ανοιγμένο ή το λαιμό στραβό, μέσα σε πηχτό κόκκινο αίμα. Όχι δεν έγινε έτσι. Ο Περικλής μπορεί να πεδικλώθηκε αλλά έμεινε όρθιος, ισορροπώντας στα δυο του πόδια.
Βρήκε την πόρτα (βαμμένη με πράσινη λαδομπογιά) ανοικτή, και την έσπρωξε για να αντικρίσει όλο το εύρος της ταράτσας. Ο ήλιος, είχε σπάσει τη μονοτονία μιας συννεφιάς καθολικής, και μια αχτίδα έπεφτε πίσω από τον πατέρα της, στο ανισόπεδο πάτωμα, κάνοντας έτσι διακριτές τις πέτρες από το μπετόν – ένα μείγμα πιο στιβαρό, που οι σημερινές πολυκατοικίες αγνοούν, έτσι όπως τις φτιάνουν, οι βολεμένοι εργολάβοι, κούφιες.
Δυο κεραίες, σε σχήμα Γ, με το πάνω μέρος τους να μοιάζει σαν χαλασμένη βούρτσα, είχαν ενωθεί σχηματίζοντας ένα παραλληλόγραμμο Π, κάτω από το οποίο στεκόταν ο Περικλής, με μια μονόχρωμη ρόμπα. Το δεξί μανίκι ήταν λίγο φαγωμένο ενώ ο γιακάς είχε αλλάξει χρώμα από τις απανωτές παρεμβάσεις του πλυντηρίου. Ήταν όρθιος, αλλά καμπουριασμένος, λες και κάποιος τον χτυπούσε στην πλάτη με μια γερή βαριοπούλα. Το δέρμα του, όπου ήταν δυνατό να διακριθεί από μακριά, απέπνεε μια παρακμή, αυτό το ζάρωμα που υφίστανται τα γινωμένα μήλα, όταν τα πιέζεις και σχηματίζουν διπλώσεις, χωρίς όμως να σκάνε. Ξέρεις όμως πώς αν βυθίσεις το δάκτυλο ή το μαχαίρι σε αυτά, το μόνο που θα συναντήσεις είναι μια καφετιά σαπίλα, ή σε πιο προχωρημένα στάδιο, μικρά σκουληκάκια, να το τρώνε μέχρι να ανοίξει η φλούδα από τα μέσα. Το μόνο πράγμα που επιζούσε εκείνης της μορφής ήταν δύο άσπρες τρίχες που ξεκινούσαν από το κέντρο του κεφαλιού, και δεν είχαν ακόμη πέσει, όπως το μεγαλύτερο μέρος των μαλλιών του, που άφηνε όπου έβρισκε, από τα σεντόνια μέχρι το μπάνιο. Ο αέρας τις ανάγκαζε σε ένα υποτονικό ανεβοκατέβασμα. Τη στιγμή, που η Βέρα κοίταξε τα χέρια του πατέρα της, είδε το στερνό κομματάκι στάχτης να παρασύρεται σε μια αέρινη βόλτα, και μετά από λίγα δευτερόλεπτα να καταλήγει στο έδαφος, που φρόντισε να το εξαφανίσει αμέσως λόγω της υγρασίας του. Αυτό που είχε απομείνει από το τσιγάρο, ανάμεσα στα αδύναμα δάκτυλα του Περικλή, ήταν το πορτοκαλί φιλτράκι, που θεωρείται από τις εταιρείες καπνοβιομηχανίας, ότι εμποδίζει τα επιβλαβή στοιχεία καπνού να εισέλθουν στους πνεύμονες…
Ο πατέρας της, κοίταζε προς τα κάτω, το δρόμο που πατούσαν αυτοκίνητα και άνθρωποι. Ήταν πολύ κοντά στα κάγκελα, που είχαν τη φήμη της κακής κατασκευής. Απέραντα κομμάτια τσιμέντου, άλλες ταράτσες, μπουγάδες, ηλιακοί θερμοσίφωνες, γάτες αναπαυμένες, μεγάλα πιάτα της συνδρομητικής τηλεόρασης, παραπήγματα με στενές πόρτες, βρισκόντουσαν τώρα σε συνεχή κίνηση μπροστά στα μάτια της.
Δύο μαύρες καρακάξες, έφτασαν στα κάγκελα, και έκλεισαν τα φτερά τους. Ο πατέρας δε σάλεψε. Το τοπίο συμπληρώθηκε. Ερημιά. Το μόνο που έλειπε ήταν ένα ξεκοιλιασμένο ψοφίμι.


Δούλευε στον ιδιωτικό τομέα. Παραδόξως σήμερα χρειάζεσαι και εκεί ένα βύσμα, αν όχι ένα τηλέφωνο που συμπληρώνει το απρόσωπο χαρτί μιας συστατικής επιστολής. Η μετάβαση από τη φοιτητική ζωή, παραταθείσα κι αυτή κατά τέσσερα έτη με δουλειές θνησιγενείς, στην αγορά εργασίας, είχε τις συνέπειές της. Πρώτα από όλα ανάγκασε σε σκληρή φίμωση το βιολογικό της ρολόι, που δούλευε με πολύ αργούς ρυθμούς. Αναγκάστηκε να υποστεί το άγριο στρίγκλισμα ενός κανονικού ρολογιού, αυτού που ταράζει τα πρωινά, όλους αυτούς που συνωστίζονται με τα αυτοκίνητά τους στους δρόμους ή στο μετρό, προκειμένου να φτάσουν γρήγορα στη δουλειά τους. Δεύτερον, έπρεπε να υποστεί τις παραξενιές του αφεντικού της, που σε πολλές περιπτώσεις μεταμφιεζόταν σε χωροφύλακα. Υπάρχουν και ευσυνείδητοι επαγγελματίες, πλέον, που καταγράφουν με κρυφές κάμερες τους εργαζόμενους, ούτως ώστε κανείς να μην τους κλέβει ούτε εργατολεπτό. Τρίτον, και πιο σημαντικό, έπρεπε να ασχολείται με κάτι που χαρακτηριζόταν από συμβατικότητα, και τη συνηθισμένη ρουτίνα. Ένα γραφείο και μια κουνιστή καρέκλα, με αμφίβολη ανθεκτικότητα στο μέρος όπου στηρίζεται η πλάτη.
Το αφεντικό της ήταν ένας εντελώς καθημερινός άνθρωπος, με μουστάκι, περίεργα πουκάμισα και βρώμικες μασχάλες. Διατηρούσε μια έκθεση μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, γερμανικής προέλευσης, τα οποία του πουλούσε, με ευνοϊκούς όρους, ένας πρώην φίλος, και νυν συνεργάτης, που ζούσε στη Γερμανία. Το ότι γίνονταν κάποιες αβλεψίες στο τελωνείο, μικρή σημασία έχει, και δεν μας αφορά. Αυτό το μαγαζί, με τις πολύ παλιές τζαμαρίες, ήταν σφηνωμένο ανάμεσα σε μεγάλες αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, με μεγάλες διαφημιστικές πινακίδες, που βαθμηδόν πολλαπλασιάστηκαν, και άρχισαν να σφίγγουν το λαρύγγι του αφεντικού της. Ήταν άνθρωπος αυτάρκης, πίστευε στη χρηστικότητα των πραγμάτων και δυσκολευόταν πολύ με τις νέες τεχνολογίες. Έτσι εξηγείται το γεγονός, πώς η Βέρα δε διαθέτει στη δουλειά ηλεκτρονικό υπολογιστή, για να διευκολύνεται. Η άποψη του ιδιοκτήτη ήταν ότι η μνήμη του υπολογιστή δε μπορούσε να αντικαταστήσει την ανθρώπινη προσοχή και επιμέλεια. Επίσης δεν υπήρχε καθόλου τηλεόραση στο κατάστημα-τι χρειαζόταν άλλωστε; Μόνο ένα μικρό τρανζιστοράκι, που αλλοίωνε τα τραγούδια, των περιορισμένων σταθμών που μπορούσε να πιάσει. Όλα αυτά δεν πρέπει να κατασκευάσουν μια εικόνα ενός αφεντικού με καβούρια στις τσέπες (και σε όλα τα ανοίγματα των ρούχων που διαθέτουν κάποιον χώρο), γιατί όταν η Βέρα του ζήτησε πριν λίγο καιρό μια μικρή αύξηση, εκείνος της είπε ότι ήταν πρόθυμος να τη βοηθήσει, αλλά βρισκόταν σε περίοδο οικονομικής ύφεσης. Μπορεί να μην ήταν μέσα στα πράγματα, αλλά τον χρηματιστή του τον είχε. Τα άσχημα νέα από εκείνον προέρχονταν, όπως φαίνεται. Ξεφυσούσε πάντα, πάνω από μια οικονομική εφημερίδα, και το χρώμα της, εκείνο το ανοιχτό πορτοκαλί, συμβάδιζε με το πρόσωπό του που έχανε το φυσικό του χρώμα, όποτε ο δείκτης έπεφτε, και σύσσωμοι οι κουστουμάτοι στη Σοφοκλέους, προσπαθούσαν να τον σηκώσουν.
Το μικρό γραφείο της, μια σχολική έδρα από ξύλο και σίδερο, στεκόταν στο βάθος της μοναδικής αίθουσας. Απέναντι ο δρόμος, διαθλασμένος από την σκόνη που είχε κατακαθίσει στα τζάμια, και η αυτοκόλλητη επιγραφή της επιχείρησης ανάποδα, όπως ακριβώς πήγαιναν οι δουλειές. Τα μάτια της παρακολουθούσαν τη ροή των αυτοκινήτων, εκείνο το αέναο ανέβα κατέβα. Έβλεπε μόνο σκιές που έτρεχαν με μεγάλες ταχύτητες σε εκείνη τη λεωφόρο -τα χρώματα των αυτοκινήτων είχαν εξαφανιστεί. Μόνο τα λεωφορεία διακρίνονταν καθαρότερα, με τις κουρασμένες φάτσες των επιβατών, να θυμίζουν πορεία προς έναν βασανιστικό θάνατο. Η αντιπροσωπεία βρισκόταν σε έναν παράδρομο της βασικής οδικής αρτηρίας, και το σχετικά μεγάλο προαύλιο του κτηρίου, ήταν γεμάτο με τετράπορτα σαράβαλα που έφεραν, το καθένα, στα καπό πλαστικές πινακίδες: ΠΩΛΕΙΤΑΙ – ΤΙΜΕΣ ΣΟΚ.
Εκεί είχε όλο το χρόνο να σκέφτεται ότι της είχε συμβεί τα τελευταία χρόνια. Πώς μεταλλάχθηκε η ίδια και η οικογένειά της, από έναν θάνατο, που για να είμαστε ειλικρινείς, ήταν αναμενόμενος, αλλά όχι τόσο καταλυτικός. Πόση παράταση δίνει αλήθεια ο Θεός στα θρησκευόμενα πρεζόνια; Η Ιφιγένεια, η αδελφή της, παρότι καλή χριστιανή, δεν αποδείχθηκε ικανή να αντισταθεί στη γλυκύτητα που σου προσφέρουν τα ναρκωτικά: μια νέα ζωή, μια ελεύθερη νιρβάνα, που διαρκεί λίγο μπροστά στη πραγματική. Δεν κατόρθωσε να σταματήσει στα ελαφρά, πήγε και τρυπήθηκε η μαλακισμένη. Από κει και πέρα μη ζητήσει κανείς το λόγο από το θάνατο. Είναι από τις λίγες φορές που εγκαλείται, και δε σε βρίσκει αυτοβούλως.
Από την άλλη πρέπει να είχε πραγματικά αρχίδια ανάμεσα στα μπούτια της. Ποτέ δεν την είδαν να ζητιανεύει, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν το έκανε και αυτό, μακριά από τα μάτια τους ή σε άλλες περιοχές. Το εκπληκτικό με εκείνη ήταν πώς δε λογάριασε κανένα. Ούτε τον πατέρα, που την πασάλειφε με μέλι, ούτε τη μάνα, που ήταν πάντα στήριγμά της. Ρούφηξε τη μικρή ζωή που της αναλογούσε μέχρι το μεδούλι- και έφαγε τα κόκαλά της. Τα έζησε όλα! Έτσι λέει ο πολύς κόσμος τη συσσωρευμένη (σε μικρό χρόνο) εμπειρία, που από την πολλή συσσώρευση ανατινάζεται στον αέρα. Βρήκε ένα ψηλό παλικάρι με μεγάλη πούτσα (και μεγάλη μύτη για να ρουφάει τη σκόνη καλύτερα) όπως είχε εκμυστηρευθεί μια μέρα στη Βέρα σε στιγμές ιλαρότητας, στεγνό και όμορφο, αλλά με μυαλό αμφίβολης εμβέλειας. Της έσπειρε ένα μωρό, αλλά αυτό δεν άλλαξε τη σχέση τους. Απλά έκαναν το μωρό στην άκρη, και έζησαν μέχρι το τέλος μαζί, με τις σύριγγες να σχηματίζουν σταυρό, πεταμένες στα πόδια τους.
Εκείνη η μέρα στο νεκροτομείο ήταν απερίγραπτη. Σήκωσαν ένα πράσινο πανί οι γιατροί, και από κάτω η Ιφιγένεια αμίλητη, πρόβαρε το νέο χρώμα του σώματός της, το μακιγιάζ του κάτω κόσμου και της φθοράς, εκείνο το κίτρινο, με τις πράσινες αποχρώσεις που ενημερώνουν ότι οι φλέβες σταματούν να λειτουργούν. Έκλεισε το μαγαζί. Αυτό ήταν.


Μάνα και πατέρας απέτυχαν παταγωδώς. Ήταν ελαστικοί στην εφηβεία, δεν έριξαν αρκετές σφαλιάρες, δεν εμπόδισαν νυκτερινές εξόδους, δεν έσφιξαν τα λουριά. Αντιθέτως πλήρωσαν αδρά (διότι και οι κόρες τους ήταν έτοιμες να τους πουν «αφού μας κάνατε, πρέπει και να μας θρέψετε») γαλλικά, ωδεία, κολυμβητήρια (οι κόρες έκαναν δίδυμο στη συγχρονισμένη κολύμβηση με κάτι αισχρά ολόσωμα μαγιό), φροντιστήρια, και γενικά ότι συμπληρώνει τη δωρεάν παιδεία, σε αυτήν τη χώρα. Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Η μία, σταδιακά έγινε αναρχική, ναρκομανής, περιθωριοποιημένη (όλα αυτά κολλάνε μεταξύ τους όπως οι μαγνήτες, σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους των εφημερίδων και των καναλιών) και η άλλη ζούσε με στραβή πυξίδα. Η πρώτη, που δεν είχε πυξίδα, πέθανε, ενώ η δεύτερη προσπαθούσε να προσαρμόσει τους ορίζοντες στον σπασμένο δείκτη της πυξίδας της. Δεν υπάρχει απάντηση σ’ αυτό.

Πώς είναι δυνατόν μια εντελώς νοικοκυρεμένη οικογένεια να έβγαλε τέτοιες κόρες; Μια οικογένεια που τις μεγάλωσε με αξιοπρέπεια και έριξε χρήμα στην καλλιέργειά τους; Ή μήπως τελικά υπάρχουν απαντήσεις, που τις δίνει η σοφή κοινωνία, και οι σημαίνοντες συντάκτες των παροιμιών και των αρχαίων γνωμικών; Μια πρώτη απόπειρα: Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα. Σωστά, τα γραμμάτια που δε ξεπλήρωσαν οι γονείς, οφείλουν να τα ξεχρεώσουν τα παιδιά. Έστω με είδος. Ανθρώπινο εν προκειμένω. Η παροιμία όμως, ή το γνωμικό αν προτιμάτε, δε βρίσκει βάση σε αυτήν την οικογένεια. Κανένας γονιός δε διέπραξε θλιβερές αμαρτίες. Αντιθέτως πήγαιναν συχνά στην εκκλησία με ψιλά, για εκείνους του δίσκους που περιφέρουν οι επιστάτες, χωρίς να προνοήσουν στοιχειωδώς να στρώσουν από κάτω μια τσόχα, για να μην ακούγεται το κουδούνισμα των κερμάτων. Μία λύση είναι να μη ρίχνουν κέρματα, αλλά κατευθείαν χοντρά, που έχουν και μεγαλύτερη αξία. Κάτι τέτοιο όμως αποφεύγεται, όπως ο διάολος αποφεύγει το λιβάνι, γιατί υπάρχουν κάποιοι που σπεύδουν να πάρουν ρέστα από τους δίσκους, προτάσσοντας ως δικαιολογία την οικονομική στενότητα. Δε ξέρουν οι αδαείς ότι η εκκλησία θα τα επιστρέψει στο λαό υπό μορφή ιδρυμάτων και γηροκομείων. Αλλά, σε τελική ανάλυση, τι αξία έχουν τα λεφτά όταν έχεις εξασφαλίσει τη βασιλεία των ουρανών; Κάποιος κακός, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κερδοσκοπική τη συνήθεια των ιερέων να ζητούν, με τιμές καταλόγου, χρήματα για μυστήρια και ευχέλαια. Και λίγα ζητούν, αν σκεφτεί κανείς ότι οι χαρτορίχτρες και τα μέντιουμ σταδιακά τους έχουν φάει τη δουλειά.
Αποδείχθηκε περίτρανα ότι καμία δικαιολογία δεν υπάρχει για το γεγονός ότι αυτή η καλή, μέσες άκρες, οικογένεια είχε νιώσει τη θλίψη του θανάτου της μιας της κόρης, χωρίς να έχει φταίξει σε τίποτα. Η μάνα έγινε μια ξένη, και ο πατέρας ένα άψυχο σώμα, που περιφερόταν στο σπίτι σαν ψωριάρικο σκυλί που δε βρίσκει φαγητό, ούτε στα σκουπίδια. Το νόημα της ζωής χάθηκε για τον πατέρα, που είχε αδυναμία στην Ιφιγένεια, και η μάνα, μην αντέχοντας να βλέπει τον άντρα της να σκουριάζει μέσα σε ρόμπες γεμάτες κηλίδες από ποτά, και τρύπες από τσιγάρα, είχε βρει το εξιλαστήριο θύμα. Κατηγορούσε τη Βέρα, ότι δεν προστάτευσε αρκετά την Ιφιγένεια, η οποία ήταν δύο χρόνια μικρότερη. Η μια 27 και η άλλη 25 και κάτι εβδομάδες. Απίστευτες συζητήσεις κατέληγαν σε καταδικαστικές αποφάσεις, που ανακήρυτταν τη Βέρα κακή αδελφή, και κακό μέλος της οικογένειάς τους.

Εκείνη ένιωθε ότι θα πέθαινε από την αδικία. Ήξερε ότι το χάσμα ήταν αγεφύρωτο, και γι’ αυτό προσπάθησε να μη μιλάει. Έβαλε σε λειτουργία, τον μεγαλύτερο γιατρό των ανθρώπινων παθών, το χρόνο. Δεν υπήρξε όμως ουσιαστική βελτίωση, παρά στασιμότητα. Πολλές φορές το να μην κάνεις τίποτα αποδεικνύεται πιο ευεργετικό από τη δράση, αυτό διδάσκει ο Έρασμος. Ήταν εκείνη η στασιμότητα του βάλτου, που ταράζεται μόνο αν αναδυθούν στην επιφάνεια αέρια ή ζώα ψόφια. Ανάμεσα στις δύο γυναίκες υπήρχε βρώμικο νερό, που φούσκωνε από την συνεχή ενστάλαξη του δηλητηρίου, αργά, αλλά με σταθερό και αμείωτο ρυθμό. Φυσικά τις περισσότερες φορές άφατα, πίσω από τις λιγοστές λέξεις, και την ίριδα του ματιού. Μέσα σε αυτό το κλίμα μεγάλωσε ο Πέτρος, που είχε προμηθευθεί με μάσκα για τις τοξίνες, δηλαδή ψεύτικα χαμόγελα εκατέρωθεν και υποκριτικές κουβέντες ενδιαφέροντος και συμπόνιας. Ο Περικλής, πέρα από τις σπάνιες φορές, που αποφάσιζε να κατέβει στο κοντινό καφενείο της γειτονιάς, δύο ασχολίες είχε. Είτε να ανεβαίνει στη ταράτσα και να κοιτάει το υπερπέραν, είτε να κάθεται με ανοιχτό το στόμα στη καρέκλα του γραφείου του (συνήθως ξέφευγε από το κάτω χείλος του σάλιο, με φαρμάκι προφανώς), έχοντας στο χέρι το λουρί ενός κανίς γκριφόν, που έγινε απροσδόκητα ο καλύτερός του φίλος. Είχε το πλεονέκτημα ότι δε μιλούσε την ανθρώπινη γλώσσα. Ούτε ο Περικλής, οπότε τα έβρισκαν μια χαρά. Το πρόβλημα με το συγκεκριμένο σκυλί, ήταν ότι έμοιαζε με βρώμικη σφουγγαρίστρα χωρίς κοντάρι. Μια φορά η μάνα του σπιτιού το βούτηξε στη χλωρίνη αλλά ευτυχώς επέζησε.
Όλα κυλούσαν τόσο πληκτικά, αλλά η διαφυγή ήταν αδιανόητη. Έπρεπε να συμπαραστέκεται στον πατέρα, να υπομένει τη μάνα, και να βρίσκεται στο πλάι του μικρού. Κανείς άνθρωπος δε ζει ποτέ μια πραγματικά ανεξάρτητη ζωή. Κυρίως ο θάνατος είναι αυτός, που αναγκάζει τις παράλληλες γραμμές να έλθουν σε επαφή. Αν υποθέσουμε ότι ο κόσμος είναι εκατομμύρια παράλληλες γραμμές που συμβολίζουν τις ανθρώπινες ζωές, αυτό θα καταλάβουμε. Ότι ο θάνατος είναι συνήθως η τομή. Ο έρωτας είναι η πιο στενή επαφή, αλλά δεν τέμνει τις παράλληλες. Τελικά οι μόνοι που χαράζουν μόνοι την πορεία τους είναι οι ορφανοί που δεν ξαναβρίσκουν τους γονείς τους, και οι νεκροί. Οι δεύτεροι παρουσιάζουν μεγαλύτερο ποσοστό επιτυχίας.


Η Βέρα απώθησε κάποτε τη μάνα της, πάνω σε ένα καβγά χωρίς προηγούμενο.
« Τι θα γίνει μου λες;»
« Τι θες να γίνει δηλαδή;»
« Ως πότε θα συμπεριφέρεσαι σαν νοσοκόμα που έχει σιχαθεί τα άρρωστα σώματα;»
«Δε σε καταλαβαίνω»…
«Το κακό είναι ότι με καταλαβαίνεις απολύτως»…
Άφησε κατά μέρος τη ψεύτικη ηρεμία.
« Κοίτα, ότι είχα να δώσω το έδωσα σε όλους. Αν κάτι χρωστάω είναι στον μικρό, μόνο και μόνο γιατί είχε μια μάνα άμυαλη!»
«Δηλαδή όλοι οι υπόλοιποι εδώ μέσα τι είμαστε για σένα, κατοικίδια, που οφείλεις μόνο να τρέφεις, από φιλοζωία, και να μαζεύεις τα σκατά τους; Αυτό είναι, έτσι τα έχεις μελετήσει τα πράγματα;»
«Ο πατέρας σου επέλεξε να κλειστεί στο δικό του κόσμο και δε σκοπεύω να τον ενοχλήσω. Όσο για σένα, δεν ξέρω πώς να φερθώ. Είδα τα αποτελέσματα όλης της αγάπης που έδωσα στην αδελφή σου, και δε διακινδυνεύω τίποτα πλέον. Κάνε ότι θες! Ούτως ή άλλως πάντα ήσουν πιο δυνατή»…
Η στιχομυθία είναι κοφτή, και οι ανάσες έχουν σταματήσει. Μιλά η οργή.
« Νομίζεις ότι καθάρισες; Εντάξει κατάλαβα, δε χρειάζεται να πεις κι άλλα»…
« Τι διαφορά θα είχε αν αύριο ο πατέρας σου πέθαινε; Καμία! Τα ίδια χάλια έχουμε, και θα συνεχίσουμε το ίδιο. Τώρα δε μιλάμε, και ανάθεμα αν ξέρω το λόγο! Στη σιωπή του δε μπορώ να απαντώ με φλυαρίες άσκοπες, όταν ξέρω ότι το κεφάλι του, έχει μόνο ένα πράγμα μέσα, που δεν αλλάζει»…
Δεν άντεξε. Έφτυσε στο πάτωμα και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Η μάνα της, με δύο κινήσεις, που κόντεψαν να την κομματιάσουν, με τους μύες να σφίγγουν, μπήκε μπροστά της, σε μια τελευταία προσπάθεια να σώσει την κατάσταση. Κράτησε την ανάσα της, και γέμισε το βλέμμα της με μερικά ψίχουλα συναίνεσης. Ήταν αργά. Η γλώσσα της έτρεξε πιο γρήγορα από τη σκέψη, έστω τη συμβατική, αυτή που επιβάλλει στη μάνα να μιλά με σεβασμό, για τον πατέρα, στο παιδί τους. Η Βέρα τη διέγραψε, δεν περίμενε τίποτα παραπάνω. Αυτό που θα άλλαζε τα δεδομένα, έτσι όπως κυλούσαν τα πράγματα, ήταν η σειρά. Ποιος θα πέθαινε πρώτος, η μάνα ή ο πατέρας της. Αν πέθαινε ο πατέρας της, θα λυπόταν, θα σπάραζε, αλλά δε θα τον έβλεπε σε τέτοια χάλια. Αν πέθαινε η μάνα της, το ίδιο θα λυπόταν. Απλά πάνω από τον τάφο δε θα ξεχνούσε να αραδιάσει τα ατοπήματά της, τις βρωμιές της καλύτερα, που διογκώθηκαν γιατί κανείς δεν είχε τη δύναμη να την αντιμετωπίσει. Τόσο ψυχρή ήταν. Δε θα άφηνε το φέρετρό της να μπει στη γη με τους καθιερωμένους μακαρισμούς (ίδιοι για αγγέλους και διαβόλους), αλλά θα άφηνε τα αόρατα φλέγματα της, να κατακάψουν το ξύλο της κάσας της. Πάντως, ένας καλός γνώστης της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, θα στοιχημάτιζε στον πρόωρο θάνατο του Περικλή. Είναι αδύνατο, να επαναφέρεις στα δικά σου δεδομένα έναν άνθρωπο, που έχει αρχίσει να μιλά με τους νεκρούς.


Μπήκε πρώτη στην αντιπροσωπεία. Το ρολόι στον τοίχο, διαφημιστικό μιας εταιρείας οικοδομικών υλικών, ήταν σταματημένο στις οκτώ και μισή. Δυο φορές την εβδομάδα, είχε αναλάβει να ανοίγει το μαγαζί, το είχε συμφωνήσει με το αφεντικό της, και τώρα που δεν άντεχε, σκεφτόταν πόσο λάθος είχε κάνει. Αυτό βέβαια στην αρχή, σε μια προσπάθεια να επιδείξει υπερβάλλοντα ζήλο στο αφεντικό της. Η πικρή πραγματικότητα έλεγε ότι για να περάσει πελάτης από το μαγαζί, έπρεπε πρώτα η γη να αντικαταστήσει τον ουρανό. Καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά από το πρόσωπό της, και σκεφτόταν με κλειστά μάτια, που όμως έβλεπαν άλλα πράγματα, μακρινά και αγαπημένα. Τι της είχε συμβεί; Τίποτα διαφορετικό από αυτό που βρίσκει όλους τους ανθρώπους. Ο θάνατος αφάνισε την αδελφή της, και μοιραία υπήρξαν κάποιες παράπλευρες απώλειες. Κοιτούσε το πρόσωπό της στο τζάμι, που επικάλυπτε την ξύλινη επιφάνεια του γραφείου. Πατικωμένες από κάτω τεράστιες φωτογραφίες με κάτι μοντέλα Βόλβο της δεκαετίας του 7Ο’. Το είδωλό της, ήταν διαφορετικό από το πρόσωπο, με το οποίο περιφερόταν το τελευταίο καιρό. Μετάλλαξη, αυτό ήταν! Τα ανέμελα μαλλιά αντικαταστάθηκαν από μια αυστηρή κοτσίδα, τα ανοιχτά μπλουζάκια με τις τερατόμορφες στάμπες, είχαν γίνει στενοί κορσέδες, μονόχρωμες μπλούζες σε σκούρες αποχρώσεις, και συντηρητικά κοστούμια. Το καθαρό πρόσωπο και η ανθρώπινη ανάσα έφυγαν, και ήλθαν το σοβάτισμα και τα κραγιόνια, με μια τσίχλα μέντας να περιφέρεται στην στοματική της κοιλότητα. Παλιά αυτό… Τώρα βαριέται ακόμη και να μασήσει. Τοποθετεί τις τσίχλες σε ένα σφράγισμα που χάλασε, και παραμένει καμπριολέ, επειδή δεν έσπευσε να το βουλώσει στον οδοντίατρο. Τοιουτοτρόπως αποφεύγει και την κατάσταση του ηλίθιου μηρυκασμού, πάνω κάτω το σαγόνι, στον οποίο ενοχλητικά επιδίδονται μερικές χαζές (πλην όμορφες) γυναίκες, που κάνουν τις τσιχλόφουσκες τέχνη για λίγους. Βεβαίως υπάρχει και η νεόκοπη άποψη, που υποστηρίζει ότι η τσίχλα, άντε και η μαστίχα Χίου υπό προϋποθέσεις, βοηθά τον εγκέφαλο να παραμένει ακμαίος και ζωντανός, αλλά εδώ καταγράφεται η άποψη της Βέρας.
Μια χιλιάρα μηχανή διαταράσσει τη συνηθισμένη βουή των αυτοκινήτων, που καταπίνουν την άσφαλτο, απέναντί της.
«Χαλιμέρα!»
Αυτή η φωνή που ερχόταν από πολύ μακριά, την ανάγκασε να σηκώσει το βλέμμα από το τζάμι. Ένας λιγνός μετανάστης, τόσο που μπορούσε να σεργιανίσει ολόκληρος μέσα στο βρώμικο πουκάμισό του άνετα, στεκόταν με ένα γέλιο στο στόμα, και μια ελπίδα στα μάτια. Η Βέρα κατάλαβε ότι προφανώς δεν ήθελε αυτοκίνητο, και τον ρώτησε το ακριβώς ζητούσε εκεί. «Καντέμ. Καταρίζι τζάμι» είπε ο μετανάστης και προέταξε το καφετί χέρι, ένα μείγμα φλεβών και κόκκινων σημαδιών, δίνοντάς της ένα χαρτί, που είχε τσαλακωθεί άσχημα. Κάτω από το λεπτό μουστάκι του διαφάνηκε ένα συγκρατημένο μειδίαμα.
Το πήρε και το άνοιξε.

«Τον λένε Καντέμ. Θα καθαρίζει τα τζάμια, και θα πλένει τα αυτοκίνητα. Του έδωσα αυτό το σημείωμα σε περίπτωση που θα ξεχνούσα να σε ενημερώσω σχετικά. Αν το διαβάζεις σημαίνει ότι το ξέχασα. Δώσε του τους κουβάδες, τα καθαρτικά, και τα πετσιά για το σκούπισμα, που βρίσκονται πίσω από την πόρτα του μπάνιου. Άσ’ τον να πλένει, μέχρι να έρθει να σου πει ο ίδιος ότι έχει τελειώσει. Αυτοί είναι τίμιοι, και δε τελειώνουν γρήγορα τη δουλειά, σε σχέση με τους δικούς μας. Σέβονται τα λεφτά που τους δίνουμε. Αν σου ζητήσει λεφτά μη του δώσεις. Θα του τα δώσω εγώ αφού δω και τη δουλειά του πρώτα. Ούτε και για φαγητό μη του δώσεις, αν δε θες να σου γίνει τσιμπούρι».


Στο τέλος του σημειώματος υπήρχε μια υπογραφή: Αφεντικό. Πόσο μαλάκας και φαντασμένος είναι αυτός ο τύπος, αναρωτήθηκε. Ο νέος καθαριστής ήταν Πακιστανός, ένας από τους πολλούς μετανάστες, που στοιβάζονται σε σαπιοκάραβα, για να φτάσουν σε αυτή τη χώρα. Τον είχε συναντήσει σε κάτι φανάρια, προσπαθώντας να πείσει τους οδηγούς να τον αφήσουν να καθαρίσει, για λίγα κέρματα, τα παρμπρίζ. Τον πρώτο καιρό, είχε μαζέψει αρκετές βρισιές από ταξιτζήδες, ώσπου κατάλαβε ότι ήταν προτιμότερο να αγνοεί την ύπαρξη των κίτρινων αυτοκινήτων. Τον ικανοποιούσαν τα λιγοστά χρήματα που του πρότεινε το αφεντικό της Βέρας, και είχε έλθει με μεγάλο ενθουσιασμό την πρώτη μέρα της νέας του εργασίας. Οι γενικότερες αλλαγές είχαν προαναγγελθεί. Σε ανύποπτο χρόνο, ενός βαρετού μεσημεριού, το αφεντικό είπε: «Σήμερα είναι πιο εύκολο να αγοράσεις ένα αυτοκίνητο, παρά ένα ψυγείο». Μεγάλο το δίκιο του αφεντικού, αν αναλογιστεί κανείς, ότι κάθε οικογένεια διαθέτει και ένα αυτοκίνητο για το κάθε μέλος της, σε καιρούς χαλεπούς οικονομικά, μα παραγεμισμένους με ακριβή ξιπασιά.
Έτριβε τόσο δυνατά, που μέσα σε λίγα λεπτά το λερωμένο πουκάμισό του, είχε αποκτήσει τρεις μεγάλες στάμπες ιδρώτα, τη μεγαλύτερη στην πλάτη, και δύο κάτω από τις μασχάλες του. Φυσικά ο Πακιστανός έπαιρνε μαύρα λεφτά. Όπως ακριβώς ήταν η βρώμα που είχε φυτρώσει ανάμεσα στα δάκτυλα των ποδιών του. Το να γίνει αναφορά σε ασφάλιση του ή άλλες ευεργετικές διαδικασίες, το να πάει σε ανθρώπινο νοσοκομείο για την οποιαδήποτε ασθένεια λόγου χάρη, μάλλον θα προκαλέσει το γέλιο του αναγνώστη, και γι’ αυτό επιμελώς αποφεύγεται. Το γέλιο αφορά και τον χαρακτηρισμό του νοσοκομείου, σαν ανθρώπινου φορέα της κοινωνικής προσφοράς, αλλά και την ασφάλιση, που αντιτίθεται στην ελευθερία του ατόμου, ως εργαζόμενου.
Όμως, η πρόσληψη του Πακιστανού σήμαινε ταυτόχρονα, ότι ο εικοσάχρονος φοιτητής που μέχρι πρότινος έπλενε τα αυτοκίνητα, για να συμπληρώνει το χαρτζιλίκι του, δε θα εμφανιζόταν άλλη Πέμπτη. Την ίδια μέρα της εβδομάδας, ερχόταν κάθε φορά, άραζε το μηχανάκι του έξω στο προαύλιο, και έπιανε αμέσως δουλειά. Τέλειωνε σχετικά γρήγορα, αλλά στη διάρκεια του πλυσίματος τον διέκοπταν μερικά τηλέφωνα. Πιθανότατα κάποια μικρή ναζιάρα. Πάντα έριχνε ένα βλέμμα όλο υπονοούμενα στη Βέρα, το έπαιζε μοντέλο, μοιραίος, κορδωνόταν και προέτασσε το καλογυμνασμένο του κορμί, μέχρι αηδίας. Η Βέρα παλαιότερα θα του έλεγε, με το στόμα γεμάτο ειρωνικό σάλιο, ότι ήταν ένας μικρός που μόλις είδε τι έχει μέσα στο βρακί του ξεφάντωσε και άρχισε να αναζητά τρύπες για βούλωμα. Θα τον αντιμετώπιζε όπως ο μανάβης, που καταπνίγει την επανάσταση κάποιων αγγουριών, που αναθάρρησαν και πίστεψαν ότι μπορούν να τον χτυπήσουν. Πιθανότατα να τον απειλούσε, να του έλεγε «τι θες ρε μικρέ να στο φάω το γαριδάκι, και μετά να ψάχνεσαι;», αλλά στη παρούσα φάση ούτε που της πέρασε από το μυαλό.
Την κολάκευε αυτό το υπαινικτικό βλέμμα του νεαρού, επειδή είχε ξεχάσει πώς ήταν να φλερτάρεις, να δέχεσαι ένα βλέμμα, που έχει τη δυνατότητα να αρθρώνει τις πλέον σωστές λέξεις, αυτές που εκφράζουν τα συναισθήματα, χωρίς να πέφτουν στις παγίδες της ασάφειας και της γραφικότητας, που στήνει το στόμα. Τον παρακολουθούσε με προσοχή. Κάθε του κίνηση. Από τη στιγμή που έβγαζε το κοντομάνικο, μέχρι την ώρα, που μέσα στον ιδρώτα, επέστρεφε τους κουβάδες και τα σαπούνια στη θέση τους. Είχε εξαιρετική σωματική διάπλαση, και τα γυμνασμένα του χέρια υπέφεραν από την γιγάντωση των φλεβών του, κάθε φορά που τεντωνόταν, για να φτάσει με ένα τεράστιο σφουγγάρι ,τίγκα στη σαπουνάδα, κάποια σημεία της επιφάνειας των αυτοκινήτων. Έσκυβε για να γυαλίσει τις ζάντες, και το μαύρο του εσώρουχο, διακρινόταν κάτω από την αθλητική του φόρμα, και την αναστάτωνε. Την αναστάτωνε ένας άβγαλτος νεαρός, ατζαμής εκατό τις εκατό, που όμως ήταν η αιτία, μια φορά την εβδομάδα, να κλείνει στο χρονοντούλαπο όλες εκείνες τις έννοιες και τα προβλήματα, όλα εκείνα τα πράγματα που τις αφαιρούσαν σιγά σιγά το αίμα. Δεν ήταν από εκείνες τις γυναίκες που δεν είχαν περάσει καλά, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αυτή η βάναυση καθημερινότητα της ροκάνιζε τις αντιστάσεις. Η αντοχή ήταν ένα από τα μεγάλα της προτερήματα, αλλά ακόμη κι αυτή είχε μπει στα τελευταία στάδια του θρυμματισμού της. Είχε αποφασίσει να πάρει το φοιτητή πάνω στο γραφείο, ή όπου αλλού έβρισκε ελεύθερο χώρο. Δεν την ένοιαζαν τα αδιάκριτα βλέμματα που θα συγκεντρώνονταν πίσω από τις τζαμαρίες. Θα τον άρπαζε, θα του δάγκωνε με λύσσα το λαιμό και το στήθος, και θα του αποσπούσε, όσα περισσότερα αποθέματα νεανικότητας και ζωντάνιας μπορούσε. Ουσίες που μέσα τις είχαν πλέον πρώιμα εξαφανιστεί. Θα γινόταν μια παραλλαγή ενός βαμπίρ, που θα αναζητούσε λίγη εμπειρία, λίγες κοφτές ανάσες, λίγα φιλιά σε ένα στόμα που είχε καταντήσει χωματερή από καφέδες και τσιγάρα.
Αλλά τα πράγματα δεν πήγαν όπως θα περίμενε. Όταν εκείνη αποφάσισε να ανασύρει λίγο από το παρελθόν, τον χαμένο της εαυτό, ο νεαρός είχε πλέον ρίξει πίσω μαύρη πέτρα. Εκείνος θα έβρισκε κάποια μικρή και θα έκανε τη δουλειά του. Εκείνη θα έβραζε στο ζουμί της, σε εκείνο το μεγάλο καζάνι με τις τεράστιες φουσκάλες, πράσινες και εμετικές, στη μίζερη ζωή της, χωρίς διάθεση διαφυγής.


Έφυγε νωρίτερα από τη δουλειά. Δούλευε τις περισσότερες φορές πάνω από οκτώ ώρες, αλλά η υπερωρία δεν έχει πλέον καμία βάση. Σπάνια ζητούσε την άδεια να επιστρέψει στο σπίτι της, αλλά ευτυχώς το αφεντικό δεν της δημιουργούσε προβλήματα. Εκείνη τη μέρα επικαλέστηκε έναν απίστευτο πονοκέφαλο, που δεν υποχώρησε ούτε από τις αναβράζουσες ταμπλέτες που εξαφανίζουν τον πόνο στη στιγμή. Αυτό λένε οι επιγραφές στα κουτιά και τις διαφημίσεις, αλλά όσοι το πιστεύουν, μάλλον βάζουν έναν ακόμη πονοκέφαλο στο λογαριασμό τους.
Ήταν η πρώτη φορά που έφτασε σπίτι της, χωρίς να αντιμετωπίσει ιδιαίτερα εμπόδια στην κίνηση, και κυρίως χωρίς να της φουσκώσουν τα μηνίγγια από κόρνες και βρισίδια. Πριν μπει στο δρόμο, που οδηγούσε στην πολυκατοικία όπου διέμενε, διέκρινε μια αναστάτωση, κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί στη γειτονιά της. Δεν μπορούσε όμως να φτάσει γρήγορα, γιατί ο δρόμος είχε κλείσει και μέχρι να στρίψουν τα αυτοκίνητα μανουβράροντας, πρόλαβε να δημιουργηθεί ένα κομβόι από γιωταχί, με χέρια να σχηματίζουν τους βόθρους, που δεν ακούγονταν από τα χείλη, γιατί οι φωνές πνίγηκαν μέσα στους συριστικούς ήχους μαρσαρισμάτων και εξατμίσεων.
Βρήκε απροσδόκητα χώρο ανάμεσα σε δύο αυτοκίνητα και έχωσε το δικό της, με κίνδυνο να σπάσει το αριστερό φτερό. Βρισκόταν σε απόσταση περίπου εκατό μέτρων από το γενικό σαματά, και αναγκάστηκε να διανύσει την απόσταση με τα πόδια – οι γόβες στα χέρια φυσικά. Προσπάθησε να βρει κάποιον πρόθυμο, για να της εξηγήσει τι ακριβώς συνέβη. Το ενδιαφέρον της εντάθηκε, όταν πρόσεξε ότι ένας μεγάλος κύκλος είχε σχηματιστεί λίγα μέτρα έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας της. Άνθρωποι αναστατωμένοι, γνωστοί και άγνωστοι, γείτονες και άσχετοι. Ψίθυροι, φωνές που χάνονταν η μία μέσα στην άλλη, χωρίς να μπορεί κάποιος να τις ακολουθήσει για να βγάλει συμπέρασμα, δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα ιδιαίτερα τρομακτική. Ένας ρευστός φόβος, είχε σκεπάσει τη γειτονιά, που είχε βγει στο δρόμο, ενώ μερικοί ηλικιωμένοι κρεμόντουσαν από τα στενά μπαλκόνια τους, προκειμένου να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους. Κάποιος είχε γίνει θέαμα. Δεν είχε καταλάβει ακόμη περί τίνος επρόκειτο, αλλά τα κλειστά στόματα, τα χέρια που σφράγιζαν τα στόματα, και οι ματιές που λοξοδρομούσαν αποτυπώνοντας την απορία και το απίστευτο στα πρόσωπα, ήδη σχημάτιζαν στο κεφάλι της μια σκηνή τραγική. Ποιος άραγε, είχε συγκεντρώσει το ενδιαφέρον, τι συνέβαινε και όλοι είχαν αφήσει τις δουλειές τους και έστεκαν αποσβολωμένοι, σε σχήμα κυκλικό, σαν να έπαιζαν παιχνίδια αλήστου μνήμης παιδικά; Ποιος είχε μπει στο κύκλο, και μαγνήτιζε τα βλέμματα, τον οίκτο και τη λύπηση.
Έφτανε, αλλά ξαφνικά ένιωσε μια απίστευτη σπρωξιά στην πλάτη, που λίγο έλειψε να την γκρεμίσει στην άσφαλτο. Μέχρι να ελέγξει τα ρούχα και την τσάντα της ένιωσε κάποιους να την προσπερνούν με απίστευτη ταχύτητα, πέραν της ανεκδιήγητης γαϊδουριάς τους, να την τρακάρουν τόσο άσχημα, χωρίς να ζητήσουν ένα συγγνώμη. Σήκωσε τα μάτια και είδε μια νεαρή δημοσιογράφο, με ένα μικρόφωνο στο χέρι, να σέρνει με το καλώδιό του, έναν κάμεραμαν που, λόγω της μεγάλης του κοιλιάς, δυσκολευόταν να την ακολουθήσει, τόσο λεπτή και ευκίνητη που ήταν, ώστε να τσακώνει ειδήσεις και αποκλειστικά, πριν καν ολοκληρωθούν.
Έφτασε τελικά στο σημείο αιχμής του γεγονότος, και είδε ότι η δημοσιογράφος, είχε ήδη προλάβει να μάθει τα καθέκαστα, όχι αυτά που όντως συνέβησαν, αλλά αυτά που χρειαζόταν για να συντάξει μια είδηση λογικής ακολουθίας, και είχε αναγκάσει μια κυρία να μιλάει στην κάμερα, υπό την απειλητική παρουσία του μικροφώνου, που λίγο ακόμη και θα της έκλεινε το στόμα.
«Τον γνωρίζατε;»
«Φυσικά, ήταν εδώ της γειτονιάς. Ήταν πολύ καλός οικογενειάρχης, αλλά τον τελευταίο καιρό, δεν έβγαινε πολύ συχνά από το σπίτι. Ούτε στην εκκλησία ερχόταν, όπως παλιά, γιατί εγώ πηγαίνω ανελλιπώς κάθε Κυριακή, και βλέπω τι γίνεται»
Η αυτόπτης μάρτυς, βλέποντας ότι η κάμερα δεν είχε τη δυνατότητα να τρώει αυτούς που καταγράφει, πήρε θάρρος, άρχισε να λέει περισσότερα από όσα η δημοσιογράφος τη ρωτούσε, και πριν απαντήσει στην επόμενη ερώτηση, έφτιαξε λίγο τα μαλλιά της στις άκρες που πετούσαν, καθώς δεν έπρεπε να βγει σαν ξεμαλλιασμένη στις βραδινές ειδήσεις.
«Ξέρετε τι ακριβώς συνέβαινε στην οικογένεια του αυτόχειρα;»
«Κοιτάξτε, όπως καταλαβαίνετε είναι δύσκολο να είσαι μέσα στα ξένα σπίτια, αλλά άλλες κυρίες που ζουν στην πολυκατοικία, έχουν κατά καιρούς επισημάνει κάποιες μικρές εντάσεις, κατά το παρελθόν»…
«Δηλαδή; Πρέπει να γίνεται πιο συγκεκριμένη για το καλό της ενημέρωσης»…
«Μάλιστα… πρέπει να ξέρετε ότι η οικογένεια αυτή, η κατά τα άλλα σεβαστή και πολύ ήσυχη, που ποτέ δεν μας έχει δημιουργήσει προβλήματα, έχασε πριν μερικά χρόνια τη μια από τις δύο τις κόρες, τη μεγαλύτερη. Κάποιοι είπαν ότι επρόκειτο για ατύχημα, αλλά ποτέ δεν διευκρινίστηκε τι ατύχημα. Οι ειδήσεις πάντως είχαν μεταδώσει, ότι η Ιφιγένεια, έτσι λεγόταν η αποθανούσα, είχε μπλέξει άσχημα σε ένα δίκτυο εμπορίας ναρκωτικών, και την καθάρισαν γιατί δεν έπρεπε να αποκαλύψει τους εγκεφάλους του. Άλλοι πάλι ισχυρίστηκαν ότι η ίδια είχε μείνει στον τόπο, σε ένα μικρό άλσος των δυτικών προαστίων, από υπερβολική δόση ηρωίνης. Τι τα θέλετε, το σίγουρο είναι ότι η κοπέλα χάθηκε, από τον λευκό θάνατο, όπως σωστά το λέτε εσείς στις ειδήσεις»…
«Είδατε την πτώση, τη στιγμή ακριβώς που έπεσε ο άνθρωπος;»
«Όχι ακριβώς… Έφτασα λίγα δευτερόλεπτα μετά, πριν συγκεντρωθεί το πλήθος, και αφού άκουσα τη φωνή μιας κυρίας που τσίριζε»…
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της, ένας κύριος, με κάτι περίεργα γυαλιά, και ένα πρόσωπο κατακόκκινο, επενέβη.
«Εγώ θα σας πω τι ακριβώς συνέβη»…
«Είδατε την πτώση, κύριε;»
«Θα σας πω! Εγώ έχω ένα μικρό πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ εδώ, λίγα μέτρα πιο κάτω, ακριβώς απέναντι από το δρόμο, όπου κείτεται ο νεκρός. Τη στιγμή που έβαζα ένα δελτίο στην μηχανή προς επικύρωση, άκουσα έναν γδούπο, και έστρεψα αμέσως τα μάτια προς το μέρος, από όπου προήλθε ο θόρυβος. Μέσα από τις διαφανείς τζαμαρίες, είδα έναν άνθρωπο, σκασμένο σαν το καρπούζι, μέσα σε λίμνη αίματος. Οι πελάτες αναστατώθηκαν, ενώ το αυτοκίνητο που περνούσε εκείνη την ώρα από το δρόμο, ακινητοποιήθηκε ακαριαία, με κίνδυνο ο οδηγός να φάει τα μούτρα του. Παραλίγο και θα έπεφτε στο καπό… Με το που βλέπω το συμβάν, αφήνω το μαγαζί και τρέχω έξω, να δω τι συνέβη από κοντά. Τι να δω; Αφήστε καλύτερα. Αίμα, παντού, το κεφάλι ανοιγμένο σε τέσσερα κομμάτια. Ώσπου να συνειδητοποιήσω τι συνέβη, πρόσεξα καλύτερα και διαπίστωσα ότι ήταν ο καημένος ο Περικλής. Τον κατάλαβα φυσιογνωμικά»…
«Τον γνωρίζατε εσείς;»
«Φυσικά, μα τι λέτε! Της γειτονιάς άνθρωπος, καλός και ήσυχος. Με μια γυναίκα λουλούδι, που υπεραγαπούσε. Ούτε δικαιώματα, ούτε τίποτα. Κρίμα, κρίμα»…
Η δημοσιογράφος στράφηκε προς τον φακό της κάμερας, πήρε ένα ύφος λυπημένο, και μετέδωσε όλα αυτά που είπαν οι αυτόπτες μάρτυρες, βάζοντας επιπλέον κάποιες δικές της εκδοχές. Όταν τέλειωσε, είπε στον κάμεραμαν μα κλείσει γρήγορα την κάμερα, προκειμένου να προλάβουν και ένα άλλο θέμα, λίγη ώρα μακριά από εκείνο το σημείο, μια συνταξιούχο, που την έκλεψαν και την έσπασαν και στο ξύλο από πάνω.
Χτύπησε το κινητό της, και χωρίς να χάσει χρόνο απάντησε. «Έλα εντάξει, με την αυτοκτονία… Πήρα κάποιες δηλώσεις, θα τα βολέψουμε. Να σου πω, πες σ’ αυτόν που θα φτιάξει το βίντεο για το βράδυ, να βάλλει και κανένα μουσικό χαλί της προκοπής. Ξέρεις από εκείνα τα γρήγορα, τα καταδιωκτικά. Ναι με ακούς;… όχι από εκείνα τα πικρόχολα, που βάζουμε στα μνημόσυνα τα μεσημέρια. Πες του να αφήσει και τίποτα υπονοούμενα για ναρκωτικά και τα λοιπά. Μη γίνει μελό το θέμα»…
Η Βέρα πέρασε δίπλα ακριβώς από τη δημοσιογράφο, τη στιγμή που έκλεινε το τηλέφωνο. Τρία παιδιά, που μάλλον την είχαν κοπανήσει νωρίτερα από κάποιο σχολείο, είχαν σηκώσει τα κινητά, και με τον επαγγελματισμό ενός σοβαρού κινηματογραφιστή, βιντεοσκοπούσαν το πτώμα, και το φυλάκιζαν σε μικρές φωτογραφίες.
Ρώτησε η Βέρα κάποιον περαστικό τι είχε συμβεί, και εκείνος της είπε ότι κάποιος είχε αυτοκτονήσει. Την έζωσαν τα φίδια, και ούτε καν σκέφτηκε να ρωτήσει αν κάποιος γνώριζε ποιος ήταν αυτός. Πήγε το μυαλό της στο κακό, αλλά ήταν κάτι που γρήγορα απέκλεισε σαν ενδεχόμενο, επειδή ήξερε ότι όσα προβλήματα κι αν ταλάνιζαν την οικογένειά της, αυτό που ποτέ δεν είχε εξοβελιστεί τελείως ήταν η λογική. Οι πρώτες γρήγορες ματιές της, δεν εντόπισαν κάποιον γνωστό, αλλά το ποιον θεωρούσε γνωστό η Βέρα, ήταν κάτι το σχετικό. Πολλοί την ήξεραν, αλλά εκείνη όχι. Στην ευρύτερη περιοχή οι περισσότερη την ήξεραν απλά ως όνομα, και κόρη της μάνας και του πατέρα της. Όσο για εκείνη, απλά θεωρούσε ότι έβλεπε τα ίδια πρόσωπα συνεχώς.
Ανέβηκε με το ασανσέρ στον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας, αφού πέρασε ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους, που είχαν στραμμένα τα κεφάλια προς το νεκρό σώμα, που είχε καλυφθεί πρόχειρα με ένα τραπεζομάντιλο. Μια άλλη νοικοκυρά, φρόντισε να ρίξει κάτι πάνω σε εκείνο το απαίσιο θέαμα. Στο ένα άκρο το πανί είχε βαφτεί από αίμα, σκούρο που έμοιαζε αμιγώς μαύρο από μακριά. Ήταν προφανώς το κεφάλι σκεπασμένο από εκείνη την πλευρά.
Το δημοσιογραφικό βάν άφηνε πίσω του τον νεκρό, την αυτοκτονία του οποίου πριν λίγο, είχε καλύψει με ιδιαίτερη ευαισθησία. Δεν είχαν καταφθάσει ακόμα ούτε περιπολικά, ούτε ασθενοφόρα. Αλλά δεν πρέπει να κατηγορηθεί η ανεπάρκεια των κρατικών υπηρεσιών μόνο. Όλοι εκείνοι που σκέφτηκαν να κοινοποιήσουν την αυτοκτονία, πρώτα και κύρια ενημέρωσαν τα κανάλια.
Βρήκε την πόρτα ανοιγμένη. Μπήκε στο σπίτι, και συνάντησε τη συνηθισμένη ησυχία. Όλα ήταν στη θέση τους. Τακτοποιημένα. Το κανίς γκριφόν είχε δεθεί σε ένα πόδι, από τα τέσσερα, του γραφείου. Είχε κουλουριαστεί, σαν να ήταν έμβρυο, και ακουγόταν στη μεριά της ροζ κοιλιάς του, ένας βρυχηθμός, σπαρακτικός, προάγγελος κακών μαντάτων. Επάνω στο γραφείο, όλα τα ίδια, ένα φλιτζάνι του τσαγιού άδειο και το βιβλίο με τα ποιήματα του Αναγνωστάκη, κλειστό.
Φώναξε για να επιβεβαιώσει αν κάποιος ήταν στο σπίτι. Ακόμα και τη μάνα της, αλλά απάντηση καμία. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι η τηλεόραση παρέμενε ανοιχτή, χαμηλόφωνα, παρότι κανείς δεν ήταν εκεί για να την παρακολουθήσει. Ήταν οι πρώτες ώρες ενός συννεφιασμένου μεσημεριού, και το κανάλι μετέδιδε μια εκπομπή, όπου ήταν συγκεντρωμένοι άνθρωποι σε ένα πάνελ, κάνοντας φασαρία. Χέρια πάνω κάτω και στόματα κροταλίες, υπό την επιτήρηση μιας παρουσιάστριας, που επιζητούσε την κατασίγαση του ορυμαγδού, αφού πρώτα υποβοηθούσε την αναμπουμπούλα, για καθαρά πρακτικούς λόγους. Να χαζέψει κανένας τηλεθεατής, πριν αρχίσει το μεσημεριανό του. Πλησίασε για να διακρίνει καλύτερα το θέμα της συζήτησης. Μια εντυπωσιακή ξανθιά κυρία, έχοντας στα πόδια της ένα ντοσιέ πολύ σοφιστικέ, συνομιλούσε με μια τηλεθεάτρια της. Το κρόουλ έγραφε με κεφαλαία γράμματα, στο κάτω μέρος της οθόνης και σε ένα γαλάζιο φόντο, «Η ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ». Πάνω ακριβώς από αυτή την επιγραφή, με μικρότερα γράμματα, αναγραφόταν «Κα Μαρία», προφανώς το όνομα της τηλεθεάτριας. Η ηλικία δεν αναγραφόταν, πρώτον γιατί είναι πολύ κακό να μας ενδιαφέρει η ηλικία μιας κυρίας, και κατά δεύτερον κανείς δεν είναι σίγουρος, ούτε ότι είναι αυτή που λέει ότι είναι, ούτε ότι είναι ακραιφνώς κυρία.
Συμφώνησε με τον εαυτό της, ότι επρόκειτο για βλακείες και επανήλθε στην πραγματικότητα. Κοίταξε γύρω της, και ένιωσε πιο έντονα την εγκατάλειψη αυτού του σπιτιού. Ασυναίσθητα, βγήκε από την πόρτα και ανέβηκε με μεγάλες δρασκελιές τα σκαλοπάτια που ένωναν τον τελευταίο όροφο, με την ταράτσα. Και η πόρτα, που χώριζε το θάλαμο από το τσιμεντένιο προαύλιο της ταράτσας, ήταν ορθάνοιχτη. Είδε της παντόφλες του πατέρα της, πεταμένες, σε μια απόσταση πέντε μέτρων η μία από την άλλη – η μια ανάποδα. Χωρίς να σηκώσει τα μάτια της από κάτω, και με τους δαίμονες να θρέφουν μέσα της το φόβο, συνέχισε την πορεία της προς τα κάγκελα. Συνάντησε και την ρόμπα του πατέρα της, τσαλακωμένη σαν κάποιος να είχε εξαφανιστεί από μέσα της, και όχι να την είχε βγάλει από πάνω του. Συνέχισε, και είδε ένα κομμάτι ύφασμα να κρέμεται από ένα σίδερο της κεραίας που προεξείχε. Την ώρα που σήκωσε τα μάτια, είχε φτάσει ήδη στα κάγκελα, και αν δεν υπήρχαν αυτά για να την εμποδίσουν, θα είχε πέσει κι αυτή, ακολουθώντας τον πατέρα της. Έπεσε στα γόνατα, και έβγαλε ένα ουρλιαχτό, τόσο απόκοσμο και δυνατό, που πολλοί θα πίστευαν ότι έβγαινε από την κόλαση της ψυχής της.
Είχε το κουράγιο να κοιτάξει κάτω. Ένα ασθενοφόρο είχε καταφτάσει και δύο τραυματιοφορείς, σήκωναν εκείνη την ώρα το τραπεζομάντιλο και αποκάλυπταν το νεκρό. Η Βέρα ήξερε πλέον, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει, να φωνάξει. Ο πόνος, βγήκε από μέσα της υπό τη μορφή εκείνης της απίστευτης στριγκλιάς, και πήρε μαζί του όλη την απόγνωση και την απορία. Μόνο τα μάτια έκλαιγαν, χωρίς τα δάκρυα να φαίνονται. Από ψηλά, εκεί απ’ όπου πριν λίγη ώρα ο πατέρας της είχε αποφασίσει να περάσει στην αιωνιότητα, είδε έναν άνθρωπο, μέσα στις πιτζάμες του, να κείτεται με χέρια και πόδια σπασμένα, παράταιρα όπως τα άκρα μιας μαριονέτας. Το κεφάλι πολτοποιημένο, δεν φαινόταν φυσικά, αλλά μια κόκκινη κηλίδα, κάτι σαν φωτοστέφανο από αίμα, το αντικαθιστούσε.
Οι αστυνομικοί, είχαν απομακρύνει τους περίεργους, και τοποθέτησαν προστατευτικές ταινίες στο χώρο, παρόμοιες εκείνων που χρησιμοποιούν σε περιπτώσεις εν ψυχρώ δολοφονιών, που για να διαλευκανθούν, χρειάζεται να εντοπιστεί και η παραμικρή λεπτομέρεια, πριν ακόμη το πτώμα ανασυρθεί από τη λίμνη του αίματός του.
Επιστρέφοντας στο διαμέρισμα, νιώθοντας το κεφάλι της να διαπερνάται από κοφτερά μαχαίρια και να καίγεται από φλογοβόλα, έπεσε ζαλισμένη στο κατώφλι του. Με βαθιές ανάσες προσπαθούσε να κατευνάσει ένα κύμα χολής που έβγαινε από τα σωθικά της. Από την άλλη είχε ανοιχτό το στόμα, πιστεύοντας πως αν δεν αφήσει τη μαυρίλα της να βγει φυσιολογικά, εκείνη θα τρυπούσε την κοιλιά και θα πλημμύριζε το σαλόνι.
Έριξε ένα βλέμμα στην τηλεόραση, και σε ένα φευγαλέο πλάνο, διέκρινε τη μάνα της ανάμεσα σε μια πλειάδα αποχαυνωμένων κύριων και κυριών, ηλικιωμένων κατά κανόνα. Ήταν το κοινό, που παρακολουθούσε από το στούντιο τη συζήτηση για τη δυσκολία των ανθρώπινων σχέσεων. Το πλάνο αυτό στην τηλεόραση, το διαδέχτηκαν πολλά άλλα. Η Βέρα όμως, συγκράτησε αυτό που την εξέπληξε, και με ένα απίστευτο ζουμ, το μεγάλωσε τόσο που κατέκλυσε όλη της την σκέψη. Ξέσπασε σε λυγμούς, που πρόδιδαν μια παράδοση, μια υπόκλιση στο μοιραίο, που πλέον δε μπορούσε να αλλάξει. Δεν ακούγονταν παρά μονάχα στα δικά της αυτιά τα κλάματα, που είναι αμφίβολο αν αντέδρασαν, καθώς μια βουή τα ένωνε εσωτερικά, μια νοητή γραμμή που έσκιζε εγκάρσια τον εγκέφαλο. Το στόμα της έσπασε για πρώτη φορά, και έμεινε εκεί, στο πάτωμα να περιμένει κάτι που κανείς δεν ξέρει.
Η ξανθιά γυναίκα, απτόητη, έδωσε το σύνθημα από τηλεοράσεως.«Πάμε σε ένα μικρό διαφημιστικό διάλειμμα και επιστρέφουμε σε λίγα λεπτά»…

Δεν υπάρχουν σχόλια: