Πέμπτη, Απριλίου 10, 2008

Ο αρχαίος τάφος

Διήγημα
Κοιμήθηκε μόνο μισή ώρα. Δεν την άφηνε ο Βασίλης, που ερχόταν τα βράδια για παρέα, επειδή ακόμη και στον κάτω κόσμο ήταν απόκοσμος. Έβγαινε, ξεγελώντας τον Κέρβερο και τις παρείσακτες σκιές καταλήγοντας στο σπίτι του, όπου η γυναίκα του, περίμενε τα λυτρωτικά στερνά της. Με ανοιχτά μάτια η Κωνσταντούλα, περίμενε κάθε βράδυ υπομονετικά, το σημάδι της άφιξης. Ένα μικρό αεράκι, ζεστό κι πνιγηρό, που την κύκλωνε, σκεπάζοντας μια κουβέρτα γεμάτη τρύπες και λαδιές, που κουτσοκάλυπτε το κουφάρι της. Έμπαινε, χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Έσπρωχνε την λεπτή τζαμαρία, ξεμανταλώνοντας πρώτα τα ετοιμόρροπα παραθυρόφυλλα. Οι λαδιές του κουρελιού της χρόνιες, αποτελέσματα απροσεξίας, και οι φόλες που την σκέπαζαν σημάδια των κατοπινών της φίλων. Κάποιων αρουραίων που δε μπορούσε να εκτιμήσει τον αριθμό τους, αλλά που αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Προς το παρόν αρέσκονταν, μάλλον αρκούνταν σε παλιόρουχα, αλλά κανείς δε μπορούσε να προβλέψει τις μελλοντικές τους διαθέσεις. Το καταλάβαινε από τις πολλές ουρές που έβλεπε να μπαινοβγαίνουν από τις τρύπες των παλιωμένων τούβλων που απάρτιζαν το ζωντανό της τάφο. Μόνο τις ουρές όμως, γιατί τα μάτια κινούνταν αργά, και οι υποχθόνιοι συγκάτοικοι έβρισκαν το χρόνο να κρύψουν την τρομακτική τους μορφή.
«Καλώς τον» ξεστόμιζε συνέχεια και σηκωνόταν από το νοτισμένο στρώμα με βογκητά, που επέτειναν το πόνο της ξεχαρβαλωμένης της μέσης. Ο αγαπημένος της άνδρας, παρότι είχε στο χώμα σχεδόν τρία χρόνια, εξακολουθούσε να είναι απαιτητικός. Ζυμωτό ψωμί και ένα κομμάτι τυρί πνιγμένο στο λάδι ήταν το γεύμα του. Κάθε βράδυ, εδώ και τρία χρόνια, δύσκολα και μοναχικά τις μέρες, κουραστικά και νοσταλγικά τα βράδια, η Κωνσταντούλα τα έλεγε με τον άνδρα της και ξεθύμαινε. Για την ακρίβεια, εκείνη τα έλεγε, κι αυτός, συγκατανεύοντας δε σηκωνόταν ρούπι από το πιάτο. «Ποιος ξέρει καημένε, τι βρωμιές σας ταϊζουν εκεί κάτω» αναρωτιόταν και κουνούσε απογοητευμένη το κεφάλι.
Το σπίτι της γριάς ήταν ένα ερείπιο ανάμεσα στα άλλα, με τη διαφορά ότι τα υπόλοιπα δεν κατοικούνταν εδώ και τουλάχιστον τριανταπέντε χρόνια. Η Κωνσταντούλα δε δέχθηκε να ξεσπιτωθεί, μετά την απελευθέρωση, (και τους βομβαρδισμούς που έπληξαν τα σπίτια στη διάρκεια του πολέμου αλλά και τις ρουκέτες του εμφυλίου), για να κατέβει στον κάμπο και να διεκδικήσει ένα κομμάτι γης, με κλήρο, όπως αποφάσισαν οι συνταγματάρχες στα χρόνια της δικτατορίας. Είχε ριζώσει στο λόφο της, όπου λογιζόταν για βασίλισσα. Ήταν μεγάλο προνόμιο να βλέπεις την πούλια και τον αυγερινό από πρώτο χέρι. Δε τη δελέασε ούτε η προοπτική ενός καμπινέ, κοντά στα σπίτια, που τότε οι χωριανοί της είχαν να το λένε. «Μαζί με το πουλί τ’ Απρίλη, γινήκαμε άνθρωποι, θα χέζουμε χωρίς να μας τρώνε τα κωλομέρια οι τσουκνίδες» αναφωνούσαν τότε. Ενδεχομένως αυτό το επιχείρημα να συντηρείται δυνατό, ακόμη και τώρα στην περιοχή, όπως και η πλάνη ότι οι συνταγματάρχες, ήταν ανοικοδομητές της νεοσύστατης (τότε) χέστρας αλλά και της πατρίδας. Μέσα στην απλότητα ήθελε να ξοφλήσει τα τελευταία γραμμάτια της ζωής, με ένα μπουκωμένο τζάκι που δε κατάπινε σωστά τα καυσόξυλα, και τρεις εικόνες της Παναγίας, να της δίνουν κουράγιο. Καντήλι δεν είχε. Το τελευταίο το έσπασε ένα τρωκτικό, με αποτέλεσμα να ανάβει ένα κερί, για όση ώρα διαρκούσε η προσευχή της, και μετά να το σβήνει. «Καλύτερα έτσι» έλεγε, «από το να σπάσει ο διάολος το ποδάρι του, και φύγει καμιά φλόγα και με κάψει»…
Μπορεί να είχε συμβιβαστεί με την αδυναμία της να αφήσει την αθλιότητά της, αλλά το θάνατο τον ήθελε αξιοπρεπή. «Ακόμη κι αν αρχίζω να σαπίζω στα σεντόνια μου, κάποιος χριστιανός θα μυρίσει τη βρώμα απ’ το κουφάρι μου, και θα με πετάξει στο τάφο, μαζί με το Βασίλη» συλλογιόταν, έτσι, χωρίς να νοιάζεται ακόμη και αν την επόμενη στιγμή, ερχόταν ο Χάρος επίσκεψη. Το πίστευε καθώς το σπίτι της ήταν στην άκρη του δρόμου, που οδηγούσε στα λιοστάσια. Καμιά φορά όταν την έβλεπαν να σκαλίζει τον κήπο της, που ήταν ουσιαστικά και ο χώρος κύριας δράσης της εκτός σπιτιού, κάποιοι με τα αγροτικά, της πατούσαν κόρνες, για να τη χαιρετήσουν. Αν για πολύ καιρό, έβλεπαν την καμινάδα ανενεργή θα έβαζαν το κακό με το μυαλό τους και θα βοηθούσαν, έτσι προεξοφλούσε. Λίγοι βέβαια κι αυτοί, αλλά με τίμια καρδιά. Όπως ο Αλέξανδρος ο ταχυδρόμος, που την ανακάλυψε κάποτε με το πόδι πρησμένο, πεσμένη κάτω και βρώμικη. Είχε στραμπουλίξει το πόδι της στα βράχια που περνιόταν για σκαλιά του σπιτιού της, καθώς ήταν χτισμένο στους πρόποδες του μεγάλου λόφου, που ήταν και το μπαλκόνι του κάμπου. Ο ταχυδρόμος κατ’ εξαίρεση ανέβαινε στο «Παλιό Χωριό», όπως βαπτίστηκε η κατεστραμμένη συνοικία των πολέμων, για να δίνει τα ψίχουλα στη γριά, που τα χαρακτήριζε σύνταξη ικανοποιητική, μέσα στον κόσμο αυτάρκειας που είχε στήσει, καιρό πριν, όχι μόνο τώρα την περίοδο της μοναξιάς της. Σε αυτό είχε βοηθήσει και ο άντρας της, που είχε την τσιγκουνιά στο αίμα του. Προτιμούσε να ζει πρωτόγονα, και να τα κρατάει σε απίστευτες φυσικές κρυψώνες, παρά να τα δίνει από δω και από κει. Πίστευε ότι θα αυγάτιζαν από μόνα τους, όπως τα γαϊδουράγκαθα.
Με δυσκολία έφτανε το τρίκυκλο του ταχυδρόμου, στο σπίτι του μακαρίτη του Βασίλη. Ο δρόμος ήταν γεμάτος κροκάλα ποταμίσια, καθώς όπως λένε οι γραμματισμένοι, στα αρχαία χρόνια, την ευρύτερη περιοχή κάλυπτε μια θάλασσα φοβερή που είχε καταπιεί κάμποσα πλοία και είχε ξεβράσει στις ακτές της πολλούς ναυτικούς.
Η απόφαση του ταχυδρόμου να ζορίζει το σαράβαλό του, σε δύσβατες ανηφόρες, προκειμένου να παραδίδει κάθε αρχή του μήνα τα λεφτά στην Κωνσταντούλα δεν ήλθε αμέσως, ούτε προήλθε από αγνά και ειλικρινή αισθήματα φιλανθρωπίας. Η γριά, μια μέρα, με κίνδυνο να πέσει και να τσακιστεί στους ύπουλους χωματόδρομους, που οδηγούσαν στο νέο χωριό, στον κάμπο, επειδή δε μπορούσε να πατήσει και φρένο σε ένα ενδεχόμενο κατρακύλισμα, αποφάσισε να λαδώσει τον Αλέξανδρο για να της κάνει τα λεφτά κατ’ οίκον (ο θεός να το κάνει) διανομή . Μια μέρα, πρώτη του Νοέμβρη, φόρεσε την κάπα την χνουδωτή του Βασίλη, έσφιξε μια αυτοσχέδια γκλίτσα από ξύλο μουριάς στο δεξί χέρι, και έφτασε στην πλατεία του χωριού. Στο καφενείο του Σουλιώτη του Φραγκοφονιά, που διατηρούσε τετράδιο για βερεσέδια, ακόμη και για τους πικροελληνικούς που σερβίριζε. Κάθε ελιά που συνόδευε τα ούζα ή τα τσίπουρα χρεωνόταν κανονικά και με τον (κερδοσκοπικό) νόμο. Συνήθεια κατοχική, που δεν άλλαξε, παρότι και καλό μέρος του ‘λαχε στο κλήρο της γης, και φίνο μαγαζάκι έστησε στο νεοσύστατο χωριό. Η Κωνσταντούλα πλησίαζε. Ένας πελάτης, σήκωσε το βλέμμα από τις φουσκάλες του καφέ, και διέκρινε πίσω από το στρώμα πηχτού καπνού, που δημιουργούσαν τα άφιλτρα τσιγάρα, μια γερμένη μαύρη σκιά, που μετά βίας κινούταν. Ρώτησε ποιος ή ποια ήταν, και του απάντησαν, ότι ήταν η γυναίκα του μακαρίτη του Βασίλη του επιστάτη.
«Από το πολύ σκύψιμο η καημένη η γριά, σε λίγο θα μπει πριν την ώρα της στο χώμα» είπε πικρόχολα ο Σουλιώτης.
«Έτσι όπως κατάντησε…Νεκρός ο άντρας, φευγάτο το μοναχοπαίδι, τι την θέλει τη ζωή;» είπε ένας άλλος, συνεχίζοντας αυτό το μείγμα άπονης συμπάθειας.
Η Κωνσταντούλα, κόλλησε το πρόσωπο στη τζαμαρία, και έκανε νόημα στον ταχυδρόμο να βγει έξω. Εκείνος σηκώθηκε από το ένα γωνιακό τραπέζι, τακτοποίησε λίγο τα χαρτιά του, αλλά το σακούλι με τα λεφτά τα έβαλε κάτω από τη μασχάλη – εμπιστοσύνη δεν έβαζε σε κανέναν, ούτε στη μαϊμού του Φραγκοφονιά, μολονότι είχε ημερέψει και είχε και μια αλυσίδα περασμένη στο λαιμό.
Ήταν η μέρα που όλη η τρίτη ηλικία, μαζευόταν στο καφενείο, να πάρει τα λεφτά του μήνα, και έπειτα να χάσει, εν ριπή οφθαλμού, ένα μέρος αυτών στην πρέφα και το «Θανάση».
Ο ταχυδρόμος τα συμφώνησε με τη γριά. Από τότε θα κατέβαινε από το ησυχαστήριό της, μόνο για δύο λόγους. Τον μπακάλη, γιατί δε λογάριαζε από ψυχοπαίδια και ευσυνειδησία εμπόρων, και το νεκροταφείο, που το εξόρισαν αρκετά μακριά για τα κυβικά της. Πείραζε τον εαυτό της, και έλεγε «μόνο μια φορά θα πάω γρήγορα στο νεκροταφείο, όταν θα με πάνε τέσσερις στα χέρια, με παπά και με πικρά κατευόδια»…




Ο τόπος της ίδιος, χειμώνα και καλοκαίρι. Μικρός και ανυπόφορος. Η αυλή ερείπιο κι αυτή. Μια ελιά αιωνόβια, που γλίτωσε την πυρά, έστεκε τρομακτική απέναντι ακριβώς από το παράθυρο. Παλιά κρεμούσε ανάποδα στα κλαδιά της τη ρίγανη, που τις έφερνε ο άντρας της, όταν ανέβαινε στο βουνό. Είχε βαριά σκιά η ελιά, πυκνά φύλλα, και μπόλικη μαγεία – για λιόδεντρο που ήτανε. Έτσι μονολογούσε μόνη, όταν ξαπόσταινε στις ρίζες της. «Όλοι φεύγουν μα εσείς εδώ, το θάνατο του χεριού σας τον έχετε, συμφωνημένα μου φαίνεται πώς είναι όλα» συμπέραινε, κάθε φορά που έβλεπε τα κομμένα κλαδιά τους, να ξαναφυτρώνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας. Από την άλλη τα θαύμαζε, γιατί η γιατρειά τους ήταν εύκολη, ούτε νοσοκομεία, ούτε φάρμακα, μόνα, δειλά στην αρχή, και έπειτα με ρυθμό επιθετικό, να στυλώνονται, να μεγαλώνουν, για να ξαναπέσουν από το δρεπάνι του ανθρώπου.
Ένα τετράγωνο στραβό, όλος της ο κόσμος. Οι λάσπες περισσότερες από χώμα διαβατό. Γούρνες βρώμικες, γεμάτες με ζωύφια αρχαία και πνιγμένα βατράχια. ‘Ένα κοτέτσι μπορντέλο, και ένα σκυλί, ξάδερφος του κόπρου του Οδυσσέα. Έγλυφε - όσο μπορούσε – το ψωριασμένο του κορμί, μετρώντας πιθανότατα και τα κόκαλά του, που σιγά σιγά θρυμματίζονταν από την ακινησία. Ξεχάσαμε να πούμε, πώς είχε μόνο τρία πόδια, το τέταρτο του το είχε κόψει ο μακαρίτης, για να είναι ευσυνείδητος φύλακας, και να μη το σκάει τις νύχτες, κάνοντας τρέλες με σκύλες ξεστρατισμένες. Τοιουτοτρόπως, και αποκρουστικός γαμπρός γινόταν (μολονότι το πουλί εξακολουθούσε να κρέμεται μαραζωμένο) και πολύ μακριά ήταν αδύνατο να πάει, λόγω της επίκτητης αναπηρίας που του επεφύλαξε πριν μπει στο τάφο, ο Βασίλης ο επιστάτης, άρχοντας των καμπαναριών και των καντηλιών της εκκλησιάς του Αγίου Συμεών.
Η απουσία του άνδρα της, σήμανε και τη δική της παράδοση στη ρημαγμένη ζωή. Όπως ξέχασε να προστατεύσει το κοτέτσι της, έτσι ξέχασε και να φυλαχτεί, από τις συνέπειες που κυνηγούν μια γυναίκα μόνη, σε μια μεριά απόμερη, που έμοιαζε να είναι έξω από την πραγματικότητα. Σκεφτείτε το, μια γυναίκα αδύναμη, έτοιμη για το μοιραίο και συμβιβασμένη, ήταν το ιδανικό θύμα. Οι κρυψώνες των λιγοστών χρημάτων της άλλαζαν συνεχώς, και η αβεβαιότητα μεγάλωνε χωρίς την ανδρική προστασία. Στην αρχή ήταν μια λαξευμένη στο βράχο θέση, στο πάτωμα, καθώς το βουνό είχε θεμελιώσει το σπιτικό της. Μια παλιά κουρελού, καλύπτρα, απεδείχθη ανίκανη να παραπλανήσει τα μάτια των σκιών που έμπαιναν στο σπίτι της, και δημιουργούσαν ακαταστασία, στην ήδη μπερδεμένη καθημερινότητά της. Έμπαιναν από όποια τρύπα έβρισκαν, άφηναν τις γρήγορες ανάσες τους να τρομοκρατήσουν τη γριά, χτυπούσαν με δύναμη τους τείχους, πιθανότατα με παλούκια και μαχαίρια, και έστελναν φρουρό δίπλα στο κρεβάτι της ανήμπορης, ένα σκυλί λυσσασμένο, με βρυχηθμούς που έβγαιναν από τα έγκατα της κολάσεως, για να την επιτηρεί την ώρα που θα έβρισκαν τη νέα γωνιά που φύλαγε τα λιγοστά της χρήματα. Ούτε το μισό σακί αλεύρι, που τα έχωνε, ούτε το εικονοστάσι, και συγκεκριμένα ο άγιος Νικόλαος πίσω από τον οποίο τα τοποθετούσε, ήταν μέρη ικανά να παραπλανήσουν τις σκιές Στην αρχή ήταν σκιές, έτσι νόμιζε, αλλά γρήγορα έπαιρναν σάρκα και οστά. «Μη βγάλεις μιλιά» τις είπε κάποτε μια σκιά, «γιατί θα πάς να βρεις τον άντρα σου τώρα»… Μια άλλη σκιά, προδόθηκε κάποτε από τις βιολογικές τις ανάγκες, αφήνοντας ανεξέλεγκτα, τα προερχόμενα από τον πισινό της, αέρια, να αναμειχθούν και να εκτοπίσουν τις άλλες μυρωδιές που μονοπωλούσαν τον σπιτικό αέρα, της ναφθαλίνης, και του αποξηραμένου χαμομηλιού. Όλο και κάποιος άτιμος, θα είχε ακούσει ότι ψηλά στο βουνό υπήρχε μια ανήμπορη γριά, που εξακολουθούσε βλακωδώς, να κρύβει τα λεφτά της μέσα σε ένα σπίτι εντελώς ξέμπαρκο. Τι περίμενε δα η Κωνσταντούλα, την προστασία των αδυνάτων; Η πόρτα, μάλιστα κλειδωνόταν με μια αυτοσχέδια αλυσίδα, φτιαγμένη από φλούδες φρεσκοκομμένων κλαδιών, και την αντίσταση συμπλήρωνε, χαμηλά, μια κοτρόνα, που για να την μετακινήσει επιδείνωνε το ξεχαρβάλωμα της μέσης της- που λέγαμε. Δε σέβονταν οι σκιές οι λαίμαργες, ούτε το γεύμα του Βασίλη, που αν το έβρισκαν εκτεθειμένο, το κατασπάραζαν. Και ερχόταν η απορία στο στόμα της. «Μα ούτε αυτούς του κάτω κόσμου δε σέβονται»! Ο Άγιος Νικόλαος ένευε από το εικονοστάσι θλιμμένος. «Τι να σε κάνω τώρα;» του αποκρίθηκε, μια νύχτα, με θυμό «αν ήσουν καλός και εσύ, θα τους μαρμάρωνες την ώρα που έβαζαν χέρι στο…παγκάρι»!
Ο Βασίλης, τις νύχτες εκείνες, ερχόταν κατόπιν εορτής. Είχε, μάλιστα, και την απαίτηση για φαγητό! Ο χέστης…

Δεν υπάρχουν σχόλια: