Δευτέρα, Απριλίου 07, 2008

Ανοχύρωτες παραλίες

Διήγημα (στρατευμένο...)



Δύο μεγάλες σταγόνες ιδρώτα κύλησαν από το μέτωπο του Χαράλαμπου, αλλά η Δωροθέα τις διέκρινε με καθυστέρηση λίγων δευτερολέπτων, εξαιτίας ενός περιοδικού που προστάτευε το πρόσωπό του από τον ολόχρυσο και ζεματιστό ήλιο. Το μεσημέρι ήταν αποπνικτικό, ο ουρανός ήταν τόσο καθαρός που ούτε ένα γλαροπούλι δε σεργιάνιζε στους ανέμους, και η θερμοκρασία ανέβαινε επικίνδυνα.
Βρίσκονταν σε μια παραλία, που μολονότι ήταν εντελώς δωρεάν, κανείς κολυμβητής ή εκδρομέας δεν την είχε τιμήσει με τα αποφάγια και τα σκουπίδια του. Κάτω από μια ομπρέλα, που την διακοσμούσαν κάποια περίεργα φυτά, μάλλον ηλιοτρόπια, ο Χαράλαμπος ροχάλιζε, αναγκάζοντας τις σελίδες του περιοδικού να ανεβοκατεβαίνουν κάτω από την δύναμη των ρουθουνιών του, όπως τα σεντόνια στις ταράτσες υπό δριμύ άνεμο. Η Δωροθέα, είχε σκαλώσει σε ένα οριζόντιο αίνιγμα, με ένα στυλό στο στόμα, του οποίου το καπάκι σιγά σιγά μαγάριζε με τα κοφτερά της δόντια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα ενός πολιτικού, που της ζητούσε το σταυρόλεξο, αλλά θυμόταν με την πιο μικρή λεπτομέρεια τις θυελλώδεις σχέσεις του, και φυσικά τα ονόματα των συντρόφων του. Το μόνο βέβαιο ήταν ο πολιτικός αυτός είχε πεθάνει.
Ένας ήχος διέκοψε την συγκέντρωση που απαιτούσε η λύση του μυστηρίου. Ο Χαράλαμπος είχε μετακινηθεί τόσο επικίνδυνα στην ξαπλώστρα, που την επόμενη στιγμή κάλλιστα, θα μπορούσε να είχε βάλλει το κεφάλι του στην άμμο. Ότι κάνουν και οι στρουθοκάμηλοι, αλλά χωρίς ο ίδιος να το θέλει. Η Δωροθέα, άπλωσε το χέρι, και ζούληξε με τον αριστερό της δείκτη, την τεράστια κοιλιά του συζύγου της , η οποία ήταν σφιχτή, και διάσπαρτη από ασπρόμαυρες τρίχες που δημιουργούσαν ένα μακάβριο θέαμα.
Του έριξε ένα τέτοιο βλέμμα, από τα ψημένα με το αλατόνερο μαλλιά, μέχρι τις πατούσες που είχαν μαυρίσει από τα φύκια, και στο οποίο ο καθένας θα εντόπιζε σίγουρα κάποια σημάδια μιας ανεκδήλωτης αηδίας. Σκοπός της, με εκείνη την κίνηση του δακτύλου, ήταν να ξυπνήσει κιόλας ο άνδρας της, αλλά ο Χαράλαμπος δε κατάλαβε τίποτα. Σταμάτησε για λίγα λεπτά το ροχαλητό, αλλά ύστερα από λίγο η συμφωνική του άρχισε πάλι την κακοποίηση όλων εκείνων των ήχων που γαλήνευαν την παραλία. Τα τζιτζίκια που συζητούσαν μονότονα, και το κύμα που έφτανε στην ακτή, αφήνοντας στα αυτιά, έναν ήχο που μπορείς να τον ακούσεις μόνο όταν ρίχνεις ένα ανθρακούχο αναψυκτικό σ’ ένα γυάλινο ποτήρι. Το νερό συναντούσε τις ηλιοκαμένες πέτρες και την χρυσαφένια άμμο, αφήνοντας πάνω τους τα απαλά χάδια του, αφρούς εντελώς καθαρούς, που προοδευτικά έχαναν τις ωραίες φουσκάλες τους, και στη συνέχεια καλύπτονταν από την ορμή που προκαλούσε το επόμενο κύμα.
Δεν επέμεινε περισσότερο. Σκέφτηκε έναν πιο δραστικό τρόπο, προκειμένου να ανασύρει τον άνδρα της, από τον καλοκαιριάτικο λήθαργό του, να ακονίσει τη μύτη του στυλό, και να την χώσει βαθιά στην τουρλωμένη κοιλιά του, γεμάτη από σπιτίσια μεζεδάκια, που ήταν αιωνίως ταγμένα σε εγκλεισμό, είτε στο αεροστεγές περιβάλλον των τάπερ, είτε στην ομορφιά των διυλισμένων τροφών ενός στομαχιού που ανακάτευε αδιακρίτως οτιδήποτε κατέβαινε από τον οισοφάγο. Προτίμησε να παρατείνει, μετά την αποτυχημένη της προσπάθεια, τη γαλήνη που βίωνε μπροστά στη θάλασσα, αφήνοντάς τον να παλεύει με τις τροφές που προσπαθούσαν να βγουν και πάλι από το στόμα του, ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία, επειδή δεν είχαν προλάβει να χωνευθούν σωστά. Ο Χαράλαμπος θα ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να πεθάνει λόγω φαγητού στην παραλία, όχι βεβαίως επειδή θα έμπαινε με φορτωμένο στομάχι στα ύπουλα νερά, αλλά γιατί το περιβάλλον αυτό πολλαπλασίαζε την όρεξή του για φαγητό. Πάντως δεν κολυμπούσε πολλή ώρα, ώστε να δικαιολογείται το φούσκωμα της κοιλιάς του από καθαρό αέρα. Βουτούσε μια φορά, και έβγαινε πολύ γρήγορα, επειδή πίστευε ότι ο ύπνος στην ξαπλώστρα, κάτω από τον ελληνικό ήλιο, είναι ένα αξεπέραστο βάλσαμο για τη ψυχή του. Προτιμούσε το βουνό, που παρέπεμπε περισσότερο στα κοψίδια και το καλό κρασί, τον καθαρό αέρα και τον ύπνο κάτω από μάλλινες κουβέρτες, αλλά έκανε πάντα πίσω, με τη δεδομένη ανάγκη των μικρών παιδιών να χαίρονται τη θάλασσα, χωρίς να αντιλαμβάνονται το μαρτύριο ενός οδηγού, που καλείται να οδηγήσει μετά από αυτή την ταλαιπωρία. Γιατί έτσι καταλήγει μια απόδραση σε παραθαλάσσια μέρη αυθημερόν, όταν πρέπει να επιστρέψεις στην εστία σου, πριν προλάβει ο ήλιος να σβηστεί στο γκρίζο νερό της θάλασσας, που πρόκειται να γίνει ένα με τον ουρανό: ένα συνεχές μαύρο, με μόνα διακριτικά τα αστέρια και το φεγγάρι πάνω, και την τρεμουλιαστή αντανάκλαση του φωτός κάτω.
Μια πολύ ενοχλητική μέλισσα την είχε αφήσει επιτέλους στην ησυχία της, βρίσκοντας καταφύγιο, σε ένα πλαστικό μπουκάλι πορτοκαλάδας χωρίς καπάκι, αλλά με αρκετές σταγόνες, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της. Λίγο νωρίτερα τόλμησε να καθίσει πάνω στην ξεσκέπαστη κοιλιά του Χαράλαμπου, αλλά το αντηλιακό, που ήταν απλωμένο σε εκείνη την τεράστια επιφάνεια, όπως το λάδι πάνω στα σπιτικά φύλλα μιας χωριάτικης πίτας, την απώθησε. Η άσχημη γεύση του πρέπει να την ζάλισε, και αυτό θα το επιβεβαίωνε και ο Χαράλαμπος, επειδή δοκίμασε με την άκρη της γλώσσας του το αντηλιακό. Το σωληνάριο ανέγραφε «με γεύση καρπουζιού», αλλά σύντομα ο άνδρας κατάλαβε ότι επρόκειτο για διαφημιστικές ψευτιές. Το έκανε βέβαια σε μια στιγμή που η Δωροθέα, γκάριζε προκειμένου να υπενθυμίσει στις κόρες τους, πώς αν απομακρυνθούν, τις περίμενε μια ωραιότατη σφαλιάρα στα απαλά κωλομέρια τους, για την καθεμία. Ήταν μια δίκαιη μάνα.
Επρόκειτο για μια συνηθισμένη οικογένεια της νεοελληνικής κοινωνίας. Ένας πατέρας, μία μάνα, και δύο κόρες που πήγαιναν στο δημοτικό. Βεβαίως σε ιδιωτικό ίδρυμα, διότι οι γονείς δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι ότι τα παιδιά τους θα μορφώνονταν σωστά σε ένα αντίστοιχο του δημοσίου. Συμφωνούσαν γενικώς με τις φωνές που στηλίτευαν την κατάπτωση του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά έπραξαν και αναλόγως. Η οικονομική τους άνεση δεν ήταν απεριόριστη, αλλά έβρισκαν τα χρήματα προκειμένου να παραδώσουν στην κοινωνία δύο καλά και συνετά κορίτσια. Επιπλέον η Δωροθέα είχε ανακαλύψει και κάποια παράπλευρα οφέλη της επιλογής τους. Έλεγε στον άνδρα της πώς οι πιθανότητες να κολλήσουν ψείρες τα παιδιά τους στο ιδιωτικό είναι λιγότερες απ’ ότι στο δημόσιο «όπου πάνε Αλβανάκια και Ρουμανάκια».
Είχαν όντως ειλικρινή ματιά πάνω στα θέματα της εκπαίδευσης, και όπως όλοι οι γονείς, ήθελαν τα βλαστάρια τους να απαντούν σωστά σε ερωτήσεις που αφορούσαν τους αντιπάλους που κατατρόπωσε η Ελλάδα κατά το ένδοξο παρελθόν της. Να μη μπερδεύουν την 28η Οκτωβρίου με την 25η Μαρτίου. Ο Χαράλαμπος, που έδινε τα λεφτά του χωρίς γκρίνιες, πίστευε ότι έκανε όλα όσα οφείλει ένας πατέρας απέναντι στα παιδιά του. Αν κάποιος τον ρωτούσε, παρόλα αυτά, σε ποια τάξη πήγαιναν οι κοπέλες του, θα δυσκολευόταν να απαντήσει. Είχε πει κάποτε στις μικρές: «Όταν ακούτε 28 Οκτωβρίου θα θυμάστε Γερμανοί και Ιταλοί, την Υπολοχαγό Νατάσα, και όποτε ακούτε 25η Μαρτίου, να ξέρετε ότι αυτό ήταν πιο παλιά, τότε με τις φουστανέλες, και θα θυμάστε τον Παπαφλέσσα, που βλέπουμε κάθε χρόνο στην τηλεόραση». Πίστευε στη δύναμη της εικόνας και γι’ αυτό προέτρεπε τη γυναίκα του να παρκάρει τις μικρές μπροστά στην τηλεόραση. Πέραν όλων των άλλων, ήταν προτιμότερο να στέκονται οι κόρες, με ανοικτά στόματα απέναντι από την τηλεόραση (ανεξαρτήτως προγράμματος), παρά να τους ενοχλούν με απίστευτες ερωτήσεις, που ήταν αλήθεια ότι δεν τις εκτιμούσαν, παρά το μεγάλο τους δίκιο - λόγω ηλικίας.
Ήταν φυσικό και επόμενο τα πολλά ερεθίσματα να γεννούν πολλές απορίες, αλλά οι μικρές καταλάβαιναν ότι ήταν προτιμότερο να βγάζουν τα δικά τους συμπεράσματα, και να συνδέουν τα πράγματα όπως τα αντιλαμβάνονταν, με την απλή λογική ότι βλέπουν και ακούνε την αλήθεια. Έτσι όταν είδαν σε μια διαφήμιση ότι μια γιαγιά έκανε βόλτες με μια χιλιάρα μηχανή, ζήτησαν από τους γονείς μια νέα γιαγιά, πιο δραστήρια, που να κάνει σούζες και επικίνδυνα τερτίπια με τις ρόδες, και αντιτάχθηκαν στη διατήρηση της δικής τους, της μάνας του πατέρα τους, που το μόνο που έκανε είναι να πλέκει και να μαγειρεύει τραχανά στο χωριό.
Αυτά τα βάρη, τα επεξηγηματικά, τα είχαν φορτώσει οι γονείς, με μερικές χιλιάδες ευρώ επιπλέον, στην εκπαίδευση, που λογιζόταν ως ο κυματοθραύστης της παιδικής περιέργειας και πονηριάς. Αυτό που δεν άφησε στην εκπαίδευση ο πατέρας, πριν καλά καλά οι μικρές πάνε στην πρώτη δημοτικού, ήταν να μοιραστεί μαζί τους κάποιες αλήθειες, που πίστευε και ο ίδιος ακράδαντα και αμόλυντα. Ότι οι Έλληνες έβγαιναν πάντα νικητές, επειδή ήταν οι πιο ωραίοι, οι πιο δυνατοί και οι πιο έξυπνοι. Οι μικρές κουνούσαν πάνω κάτω τα κεφάλια, πιστοποιώντας ότι τα λεγόμενά του δεν έμπαιναν από το ένα μικρό αφτί και έβγαιναν από το άλλο.
Οι μικρές ήταν δίδυμες και βασανίζονταν πάνω από τα σχολικά εγχειρίδια της δευτέρας δημοτικού. Το γεγονός ότι και στο δημόσιο τα παιδιά διδάσκονταν τα ίδια ακριβώς πράγματα ήταν κάτι που αγνοούσαν. Θεωρούσαν αυτονόητο ότι κάθε παιδί που περνά το κατώφλι ενός ιδιωτικού σχολείου, φοράει λεπτεπίλεπτα γυαλάκια, και βγάζει πρόωρα σπυράκια, αυτόματα ανεβάζει τους πνευματικούς του δείκτες ποσοτικά και ποιοτικά. Η Δωροθέα καλωσόρισε την ανάγκη, η μία από τις δύο της κοπέλες να φορέσει γυαλιά. Πίστευε ότι η πρόωρη (αλλά αναγκαία για να διακριθεί ανάμεσα στα άλλα παιδάκια) γνώση, της είχε θολώσει τα μάτια. Για τη συμπλήρωση των γεγονότων, πρέπει να επισημανθεί ότι η απόσταση τηλεοπτικής οθόνης και παιδικών ματιών ήταν λιγότερη από ένα μέτρο κάθε φορά. Χωρίς αυτό να ανατρέπει την αίσθηση της Δωροθέας, που συνεπικουρείται και από το μητρικό ένστικτο.
Το ομολογουμένως δυνατό της ένστικτο είχε προς το παρόν ναρκωθεί, από τη σφοδρότητα με την οποία ο ήλιος κατάφερνε να διεισδύσει κάτω από το δέρμα της. Ζεσταινόταν αφόρητα, αλλά βρισκόταν στο κατεξοχήν μέρος κατάσβεσης των πυρωμένων σωμάτων. Από τη μια βαριόταν να σηκωθεί και να βουτήξει, και από την άλλη, είχε την ξεροκεφαλιά να επιμένει πίσω από το άλυτο πρόβλημα του σταυρόλεξου. Πολλοί λόγοι συνέτειναν σε αυτή της την επιλογή. Τα μαλλιά της, που τα διατηρούσε άβρεχτα για να μη κολλάνε έπειτα στο μπάνιο του σπιτιού, έπρεπε να μην έλθουν σε επαφή με το νερό. Το απογευματάκι ερχόταν πλέον, και μαζί με αυτό κάποιοι ατίθασοι νοτιάδες, που δρουν ανεξέλεγκτα και πολλές φορές σηκώνουν κύμα εκεί που δεν το περιμένεις, μπορούσαν να παίξουν το ρόλο του αστάθμητου παράγοντα. Τα πόδια της πλέον είχαν απαλλαγεί από την βρεγμένη άμμο, εκείνο το πράγμα που όταν αποφάσιζε να ξεραθεί έμοιαζε με κονίαμα. Άντε να καθαρίσει πάλι τις πατούσες της, το βαριόταν κι αυτό! Το ολόσωμο μαγιό της ήταν εξαιρετικής ποιότητας, το είχε αγοράσει από ένα πολύ ακριβό μαγαζί, αλλά είχε ένα μικρό ελάττωμα για μαγιό, δε στέγνωνε αρκετά γρήγορα, με αποτέλεσμα να διατηρεί μια πετσέτα περασμένη στην περιφέρειά της, για όσο χρόνο περνούσε κάτω από την ομπρέλα. Ο πιο σημαντικός λόγος όμως, κρυφός αλλά εύκολα πραγματοποιήσιμος, ήταν πώς δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στο Χαράλαμπο. Πάντα φρόντιζε να καταχωνιάζει στην τσάντα της, κάτω από τα φανελάκια των κοριτσιών, λίγο ψωμί και φέτες σαλάμι για να ικανοποιεί την πείνα των παιδιών, που εμφανιζόταν ξαφνικά, αλλά την ίδια πάντα στιγμή, στο αυτοκίνητο, κατά την επιστροφή στο σπίτι. Εκείνα δε σταματούσαν να γκρινιάζουν σε τέτοιες περιπτώσεις, και ο μοναδικός τρόπος να κλείσουν το στόμα, ήταν μόνο να μασάνε κάτι και να το καταπίνουν. Ποιος λοιπόν της εξασφάλιζε την ακεραιότητα των φαγώσιμων, των πραγμάτων που θα της εξασφάλιζαν μια ήρεμη επιστροφή, δίπλα σε έναν άνθρωπο που μυριζόταν την τροφή, ακόμη και μέσα στον ύπνο του; Ήταν βέβαιη πώς τη στιγμή που θα απομακρυνόταν από την ακτή και θα κολυμπούσε ανέμελα, ο άνδρας της θα ξυπνούσε και θα κατασπάραζε το φαγητό των παιδιών. Εκείνη θα τον έβλεπε από μακριά, ανήμπορη να αντιδράσει, και μέχρι να βγει από το νερό, εκείνος θα μπορούσε ακόμη και να ξαναπέσει για ύπνο. Υπήρχε και ένας μικρός φόβος για κράμπα στα πόδια της, αλλά ποτέ δεν είχε επιβεβαιωθεί.
Η μέλισσα ρούφηξε μέχρι την τελευταία σταγόνα την πορτοκαλάδα, και άνοιξε και πάλι τα ενοχλητικά της φτερά. Στο άκουσμά της η Δωροθέα, κατάλαβε ότι αργά η γρήγορα θα την επισκεπτόταν εκ νέου. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την καχύποπτη σκέψη της, η μέλισσα χτύπησε, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, τη σελίδα του περιοδικού, ακριβώς στο σημείο που βρισκόταν η μοναδική ασυμπλήρωτη οριζόντια γραμμή. Η μέλισσα βρήκε αδιέξοδο, και μοιραία στράφηκε, μέσα στον πανικό της, προς την ίδια. Με το φόβο, ότι μπορεί το άθλιο έντομο να άφηνε το κεντρί του πάνω στον κάτασπρο λαιμό της, τινάχτηκε από την ξαπλώστρα σαν χαλασμένη σούστα, και τίναζε με τόση δύναμη το περιοδικό, δεξιά και αριστερά, που νόμιζες ότι μαστίγωνε τον άνεμο. Τα ουρλιαχτά της θορύβησαν τον Χαράλαμπο, που άφησε να του ξεφύγουν δυο δύσθυμα ρουθουνίσματα, μέσα στη βουδιστική μεγαλοσύνη του, αλλά η ίδια ανέκτησε σχετικά γρήγορα την αυτοκυριαρχία της. Το μάτι της έπεσε πάνω στη δύσμοιρη μέλισσα, που πάλευε να ζήσει, κατά το ήμισυ χωμένη στην άμμο, και μόνο όταν σιγουρεύτηκε ότι επρόκειτο για την ίδια μέλισσα, αποφάσισε να βάλλει φραγή στο στόμα της. Έσκυψε και έθαψε τελείως το έντομο, με τόση άμμο, που έφτιαξε ένα ωραίο βουναλάκι στο τέλος. Και για να είναι σίγουρη, ότι η δολιότητα του εντόμου, δε θα έβρισκε κανένα δρόμο διαφυγής, το δυνάμωσε με πέτρες ολοστρόγγυλες και κυματοδαρμένα κοχύλια, δημιουργώντας ένα μαυσωλείο, φαραωνικών προδιαγραφών.
Ένιωσε ότι ο ήλιος ανέβασε την σφοδρότητα των ακτινών του, σαν κάποιος να αύξησε την ένταση του ρεύματος, μόνο και μόνο για να της δώσει ένα σημάδι. Τον είδε να μεγαλώνει για κλάσματα του δευτερολέπτου, στο γαλάζιο του φόντο, όπως ένα φως που ξεκινά από τα βάθη ενός σκοτεινού τούνελ μικρό και ασθενές, για να κατακλύσει τα πάντα φτάνοντας στην αρχή, με την αβάσταχτη λάμψη του, καταστρέφοντας τις βλεφαρίδες, τις τέντες των ματιών. Τα μάτια της έμειναν κλειστά, όσο κρατούσε μια συνηθισμένη ανάσα της, και μόλις διέσπασαν τα τελευταία υπολείμματα της απρόσμενης, πλην θείας, τύφλωσης, που κάποιος, κομματάκι πιο υποψιασμένος, θα την αποκαλούσε και φώτιση, αντίκρισε το κάστρο της ακροθαλασσιάς.
Επρόκειτο για ένα μεσαιωνικό κομψοτέχνημα, που το είχαν δημιουργήσει, απ’ ότι φαίνεται δύο πολύ μεγάλοι μάστορες, ή αρχιτέκτονες με την σύγχρονη ορολογία, καθώς το μόνο που του έλειπε ήταν ιππότες καβάλα σε άλογα και πικραμένες βασιλοπούλες με κοτσίδες των εικοσιπέντε μέτρων, αναμένοντας την ώρα που θα εκπληρωνόταν ο πλατωνικός έρωτάς τους. Οι παλαίστρες είχαν δημιουργηθεί με ιδιαίτερη προσοχή, ώστε οι εχθροί να αφήνουν πολλά κορμιά πεθαμένα, προτού εισβάλλουν σ’ αυτό με μακριά σχοινιά και τεράστιες ξύλινες σκάλες , τις οποίες θα ζήλευε ακόμη και το σημερινό πυροσβεστικό σώμα, για την ανθεκτικότητά τους. Τα σκαμμένα από σκλάβους αυλάκια, περιμετρικά των τειχών, θα πρέπει να ήταν γεμάτα με βρώμικα νερά, στα οποία λογικά διαβιούσαν με ορθάνοιχτα τα στόματα, φαντάσματα κροκοδείλων. Το μόνο μειονέκτημα εκείνου του πολιτιστικού θαύματος ήταν η συνεχιζόμενη διάβρωση των τειχών του. Το κύμα σκέπαζε όλο και μεγαλύτερο μέρος της ακτής, με αποτέλεσμα το αλατόνερο να καταστρέφει, με προοδευτικούς ρυθμούς, τα χωμάτινα προστατευτικά ενός αλλοτινού κόσμου. Η Ρωξάνη και η Αθηνά, είχαν παρατήσει το κάστρο τους στο έλεος του κύματος. Ανανέωναν με στέρεα λάσπη τα τείχη, ένα μείγμα νοτισμένης άμμου και βότσαλων, αλλά βαρέθηκαν μετά από τις αποτυχημένες προσπάθειες τους να εκτρέψουν την αιώνια πορεία του νερού, που κατέστρεφε ότι έφτιαχναν, με πολλές διαφωνίες είναι η αλήθεια. Απορούσαν πραγματικά, γιατί το κύμα δεν κοβόταν στα δύο, ώστε να περνά δίπλα από το δημιούργημά τους, και να μη το αγγίζει. Ένας γέρος με μούσι, κρατώντας ένα ξύλινο ραβδί, κάποτε στην τηλεόραση, είχε αναγκάσει, να κοπεί στη μέση, μια ολόκληρη θάλασσα, για να περάσουν μέσα από αυτή χιλιάδες κόσμου, γαϊδουριών, και βαριών φορτιών. Έβριζαν το κύμα, το χτυπούσαν με τα χέρια τους, αλλά εκείνο δεν έλεγε να μαζευτεί στα απρόσιτα, για εκείνες, βάθη. Η ασυνεννοησία της Βαβέλ είχε λιγότερες συνέπειες, θα μπορούσε κάποιος φιλίστωρ αναγνώστης να προσθέσει, με ένα μειδίαμα κατανόησης και λεπτής ειρωνείας.
«Κορίτσιαααα!»…Το ουρλιαχτό της έσκισε τον άνεμο, και ανάγκασε κάποια πουλιά, με τρεμάμενα φτερά, να βγουν από τις φωλιές, όπου είχαν καταχωνιαστεί, μην αντέχοντας τη ζέστη. Έβγαζε μια απόγνωση, που καταντούσε δραματική, καθώς οι ψηλές της νότες, ανέβαιναν στην κλίμακα του μητρικού φόβου, με μεγαλύτερη ταχύτητα και σταθερότητα, από ότι οι επαγγελματικές αναβάσεις, οποιασδήποτε σοπράνο. Επειδή όμως ήταν άνθρωπος, και όχι επαγγελματίας, το απόθεμα του αέρα της τέλειωσε πρόωρα, και τη στιγμή που η στριγκλιά κατέβαινε την κλίμακα, άφησε και ένα μικρό οδυρμό να παρεισφρήσει στην τέλειο θρήνο της. Με τεχνικούς όρους, δεν απείχε από μια κόρνα που καθόταν άσχημα στα αφτιά. Ήταν φυσικά μια εντελώς υπερβολική κατάληξη, αλλά ταιριάζει απόλυτα στη δραματικότητα που οφείλει κάποιος να προσδώσει σε μια τέτοια ιστορία.
Χωρίς δισταγμό, έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στα οπίσθια του Χαράλαμπου, διότι αυτή βρήκε εύκαιρη. Ο άνδρας της είχε γυρίσει πλευρό στην ξαπλώστρα, και φαινόταν πλέον καθαρά μια μεγάλη τρύπα στο φτηνό μαγιό του, ακριβώς στη χαραμάδα, από την οποία άδειαζε τους τόνους ετερόκλητων φαγητών που ανακάτευε στα σωθικά του. Εν συνεχεία, τον ταρακούνησε με τα χέρια της τόσο δυνατά, που λίγο έλειψαν και οι δύο να βρεθούν στην καυτή άμμο. Αυτό απεφεύχθη, προς μεγάλη τους τύχη, διότι αν συνέβαινε, δε θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν τους εαυτούς τους, από ένα κοτόπουλο πανέ, ελευθέρας βοσκής, αλλά σερβιρισμένο με κομματάκια (δύο τρία το πολύ, δε μιλάμε και για πεινασμένους ανθρώπους) φρεσκοκομμένων λαχανικών, ενός πανάκριβου εστιατορίου.
Εκείνος σηκώθηκε με δυσκολία, νικώντας, μετά από μια άνιση μάχη, τις διπλώσεις του λίπους του, που σε συνδυασμό με το φουσκωμένο στομάχι του, κήρυξαν τον ανένδοτο, με σκοπό να τον κρατήσουν στην ακινησία της ξαπλώστρας. Με το ένα μάτι κλειστό, και με δυο ρεψίματα να τον καλωσορίζουν στον πραγματικό κόσμο, αντίκρισε τη γυναίκα του. Πολλές τρίχες των μαλλιών της, πετούσαν από δω και από κει, παραστρατημένες, όχι εξαιτίας του ανέμου, αλλά του φόβου της.
«Τι έπαθες και φωνάζεις;»
«Τα κορίτσια εξαφανίστηκαν!»
«Τι είναι αυτά που λες;»
«Ναι σου λέω! Συνέβη την ώρα που ροχάλιζες σαν εγκυμονούσα φοράδα»…
Ο πανικός, μολονότι κακό πράγμα και ο χειρότερος δυνατός σύμβουλος σε τέτοιες περιπτώσεις, ήταν από τους συχνούς επισκέπτες στη διάρκεια του εικοσαετούς γάμου τους. Εκείνη έχανε γρήγορα τη γη κάτω από τα πόδια. Όταν κάποτε της είχε ασκήσει κριτική, για την τρομοκρατία που έσπερνε στο σπίτι όταν κάτι δεν πήγαινε καλά, με τα ίδια ακριβώς λόγια, πήρε ένα θρασύ ύφος και του είπε: «Μιλάς εσύ που δεν ξέρεις αν η γη σε ανέχεται με τόσο βάρος;» βάζοντας τα χέρια της να ξεκουραστούν στη μέση της, με χείλια επιδεικτικά. Η συγκεκριμένη περίπτωση αφορούσε μια σύγκρουση, στην οποία εκείνη υπερασπίστηκε τη μάνα της, όταν εκείνος την είχε αποκαλέσει μάγισσα και χαρτορίχτρα. Η Δωροθέα δεν ήταν μνησίκακη, και μετά από λίγες μέρες, που μεσολάβησαν εκείνου του περιστατικού, κατάλαβε ότι πρώτα έπρεπε να είναι καλή για το σπίτι της, και μετά για όλους τους άλλους. Πλησίασε με νάζια τον Χαράλαμπο και του είπε: «Δε πιστεύω να μου κρατάς μούτρα;» ταράζοντας την κοκκινίλα των απαλών και ροδαλών μαγούλων του. Εκείνος έπεσε σαν ώριμο φρούτο μπροστά στην ομορφιά της, και πιστοποίησε την ήττα του, τρώγοντας μια μερίδα μουσακά, που ήταν γι’ αυτόν, ότι οι πειρασμοί για τους αγίους.
Οι κατηγορίες πηγαινοέρχονταν ανάμεσά τους και άλλαζαν στόμα, χωρίς να αλλάζει η ουσία, με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Το διακύβευμα ήταν, ποιος από τους δύο συμπεριφέρθηκε με πιο εγκληματικό τρόπο, ως γονιός. Εκείνος που κοιμόταν του καλού καιρού, ή εκείνη που, ως άνθρωπος αφαιρέθηκε, και έχασε τις κόρες τους, από τα μάτια της; Μια δεύτερη ανάγνωση του ερωτήματος θα μπορούσε να εξισορροπήσει τις δύο καταστάσεις, ταυτίζοντας τον ύπνο του Χαράλαμπου, με την ξυπνητή νάρκωση της Δωροθέας. Τη λύση την έδωσε η ίδια. Κατάλαβε, ότι το αρνητικό ζύγι την πλάκωνε. Άρχισε να θρηνεί, να λέει ότι τα αγγελούδια της έγιναν φρέσκος μεζές για τους καρχαρίες του βυθού, μολονότι οι καρχαρίες αποφεύγουν ως γνωστόν τα μολυσμένα νερά των σχετικά ρηχών ακρογιαλιών, με τις απαραίτητες εξαιρέσεις των ταινιών φυσικά. Έτρεξαν στο σημείο, όπου τα ερείπια του αυτοσχέδιου κάστρου πάλευαν με τον αφανισμό. Λύγισε και έπεσε να κλάψει στους χοντρούς ώμους του άνδρα της, που είχαν και αυτοί εμφυτευμένες κάποιες παράταιρες τρίχες. Άκουσαν ένα δυνατό κύμα να σκάει πάνω στα τείχη του κάστρου, και να το κάνει ένα με την αμμουδιά. Εκείνη τη στιγμή έσπασε η Δωροθέα, λέγοντας: « Έτσι τις έπνιξε τις μικρές μου αυτή η καταραμένη θάλασσα»!
Πριν προλάβει να καταπιεί τους ειλικρινείς λυγμούς της, τα μητρικά της σπαράγματα, που εντάθηκαν όταν έσκυψε και πήρε στα χέρια το πράσινο κουβαδάκι της Ρωξάνης, δύο γνώριμες φωνές πλησίαζαν, αφήνοντας πίσω τους να χάνονται οι θολές γραμμές των βράχων. Κοίταξαν πίσω τους και είδαν τις δυο τους κόρες να παλεύουν, σε ένα ιδιότυπο πέρα δώθε, για το ποια θα κερδίσει το τρόπαιο: το κουβαδάκι της Αθηνάς. Είχαν διανύσει μια πολύ μεγάλη απόσταση, και ήταν προφανές ότι επέστρεφαν από την άλλη άκρη της παραλίας, η ακτογραμμή της οποίας ήταν συνολικά γύρω στα πεντακόσια μέτρα. Οι μικρές πατούσες τους, είχαν αποτυπωθεί στη βρεγμένη άμμο, και όσο από πιο μακρινή απόσταση της κοιτούσες, τόσο βεβαιωνόσουν ότι λίγο διέφεραν από μικρά περιττώματα ποντικών. Ήταν βέβαιο ότι το κόκκινο εκείνο κουβαδάκι ανήκε στην Αθηνά, με όλα τα συμπαρομαρτούντα, κουτάλες και πλαστικούς εκσκαφείς, αστερίες ακίνητους και μεγάλα βότσαλα που μέσα τους ενέκλειαν τραγούδια αρχαίων σειρήνων.
Όμως επειδή η Ρωξάνη είχε ξεχάσει το δικό της, δε σκέφτηκε να επιστρέψει για να το πάρει, αλλά να διεκδικήσει το αντίστοιχο της αδελφής της. Ήταν και οι δυο μικροκαμωμένες, με περίεργα σκούρα κοτσιδάκια, και έκαναν τις βόλτες τους αλλά και το μπάνιο τους, μόνο με τα μπρατσάκια και χωρίς το πάνω μέρος των μαγιό τους. Πρώτον γιατί ήταν πολύ μικρές, ώστε να φέρουν από τότε το βάρος του γυναικείου στήθους, δεύτερον γιατί η παραλία ήταν ερημική, και τρίτον γιατί οι παιδεραστές πλέον βρίσκουν πιο εύκολα, παρόμοιο υλικό στο διαδίκτυο. Ο πατέρας πρόλαβε το θυμό της μάνας και της ζήτησε να υποδεχθούν τις κόρες τους, χωρίς να καταλάβουν ότι τους κατέλαβε ο πανικός. Ήταν δύσκολος καιρός για την εγχάραξη παιδικών τραυμάτων, και επιπλέον αν η Δωροθέα έπρεπε οπωσδήποτε να ρίξει δυο τρεις μπάτσες προς ξαλάφρωμά της, θα μπορούσε να τις μεταθέσει στο εγγύς μέλλον. Πριν φυσικά πονηρέψουν οι κόρες και αρχίζουν, μετά από χρόνια, να ρίχνουν εκείνες σφαλιάρες στους γονείς τους.
Τα δύο χαμένα, προς στιγμήν, σχολιαρόπαιδα έφτασαν με μια απίστευτη φυσικότητα μπροστά στα πόδια των γονιών τους. Σήκωσαν ψηλά τα βλέμματα τους, είδαν τα μάτια του μπαμπά και της μαμάς, και μόνο τότε σταμάτησαν το τραβολόγημα, αφήνοντας το χερούλι του πλαστικού κουβά, που χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος στις εξερευνήσεις τους, να πέσει άγαρμπα, με αποτέλεσμα να χυθεί αρκετό από το νερό που κουβαλούσαν. Ήξεραν ότι η μαμά και ο μπαμπάς δεν άντεχαν να τις βλέπουν να μαλώνουν. Προτιμούσαν μάλιστα, σε περίπτωση που η μία πλήρωνε το μερτικό των σκανταλιών της, η άλλη να υπομένει συναισθηματικά τον πόνο, και να έχει πάντα μια ανοιχτή, αδελφική αγκαλιά, για την άλλη. Ο πατέρας ονόμαζε αυτήν την τακτική, σύσφιξη των οικογενειακών δεσμών, μολονότι δεν προέκυπτε πάντα αυθόρμητα, αλλά αντιθέτως αναδυόταν από τη βλοσυρότητα των σουφρωμένων φρυδιών του.
«Που ήσασταν;» ρώτησε με ένα στεγνό πρόσωπο ο Χαράλαμπος. Τα κορίτσια δίστασαν, και έκαναν ένα βήμα πίσω. «Ελάτε μη φοβάστε, πείτε που ήσασταν στο μπαμπά». Η Ρωξάνη, που είχε τη φήμη της τσαμπουκαλούς, πήρε με υπερηφάνεια το λόγο και είπε: «Ένα κακό αεράκι, πήρε μαζί του ένα ωραίο ξυλαράκι που λέγαμε να κάνουμε σημαία στο κάστρο μας. Το σήκωσε τόσο ψηλά, που δε μπορούσαμε να το φτάσουμε με τα χέρια μας. Πήγε, πήγε, πήγε και μετά…. Εεε…μετά έκατσε σε ένα βράχο, να εκεί πέρα, και μετά το ξαναπήρε ο αέρας και έπεσε σε μια μικρή λιμνούλα που έφτιαχναν τα βράχια, και τη στιγμή που βάλαμε τα χέρια στο νερό….καλά μπαμπά πολύ ζεστό το νερό της λιμνούλας… το βρήκαμε το ξυλαράκι, αλλά μετά ήταν βρεγμένο, και μετά η Αθηνά με φώναξε και μου είπε ότι βρήκε κάτι, και μετά πήγα και εγώ να το δώ»…
Η περιέργεια των γονιών, έγινε ακόμη μεγαλύτερη, από τη λαχανιασμένη φωνή της Ρωξάνης. Η Αθηνά έστεκε αμίλητη, με τη βεβαιότητα πώς ο πετυχημένος ερευνητής, πρέπει να μιλά μόνο με τα έργα του. Αρκέστηκε να δείξει με το μικρό της χεράκι, το περιεχόμενο του κουβαδιού της. Ο Χαράλαμπος και η Δωροθέα, κοίταξαν στην αρχή επιφανειακά, και δεν είδαν τίποτα το αξιομνημόνευτο. Αν είχαν τη δυνατότητα να ρωτήσουν ο ένας τον άλλο, μέσα σε εκείνη τη σιωπή, τι έβλεπαν, θα απαντούσαν με τα ίδια λόγια. Ανοιχτόχρωμα κοχύλια, πέτρες, άμμο, πιθανώς κανένα καβούρι, διότι οι κόρες τους είχαν άγνοια κινδύνου, και φυσικά θαλασσινό νερό, όλα να τα σκεπάζει. Δεν είχαν καταλάβει καλά. «Τι είναι αυτό που βρήκατε, το έχετε φέρει, το έχετε μέσα στο κουβαδάκι σας;» ρώτησε ο πατέρας τους, με τα φρύδια του να διατηρούν αυτό το ιδιότυπο σούφρωμα, αλλά από καθαρή περιέργεια αυτή τη φορά.
Με συντονισμένες κινήσεις, πειθαρχημένες, και ζηλευτές από κάθε γονιό που τυγχάνει να έχει για παιδί διάβολο μεταμορφωμένο, οι δύο κόρες, ένευσαν καταφατικά. Η Δωροθέα, ανακάλυψε στα πρόσωπά τους, μια πρωτοφανή σοβαρότητα που την παραξένεψε. «Για βγάλε το αγάπη μου!», είπε στην Αθηνά, και εκείνη εκτέλεσε αμέσως τη μητρική διαταγή. Έβαλε μέσα στο κουβαδάκι τα δύο τις χέρια, πέταξε σαν να μην ήθελε να ξαναδεί ποτέ, τις κουτάλες και τα βότσαλα, και ανέσυρε ένα ολοστρόγγυλο πράγμα, ζαρωμένο από το πολύ μούλιασμα, χωρίς χρώμα, φασματικό. Το κράτησε στα δύο της χέρια, όπως συνήθιζε να κρατάει τα γατάκια στο χωριό, με την ίδια τρυφερότητα, και σήκωσε τις λιγοστές τρίχες που του είχαν απομείνει, επιδεικνύοντάς τη ζωντάνια τους σε μάνα και πατέρα. Με μια κίνηση, με την οποία σφραγίστηκε πώς η Δωροθέα και ο Χαράλαμπος θα ξεχνούσαν μόνο στην άλλη ζωή, η Αθηνά, έστριψε το πράγμα που κρατούσε στα χέρια της απότομα και σκόρπισε τη φρίκη στους μεγάλους.
Δε μπορούσε να είναι αλήθεια! Πέρασαν τα πάντα από το μυαλό τους, οι πιο φρικιαστικές σκέψεις, αλλά δεν κατάλαβαν, πώς η πραγματικότητα είναι η πλέον φρικιαστική όλων των συμφορών. Με την απαραίτητη προϋπόθεση, ότι έχεις μια ολοκληρωμένη άποψη γι’ αυτή, και δεν τρέφεσαι μονάχα, από τα τεμαχισμένα κομμάτια της. Ο Χαράλαμπος άρχισε να σκέφτεται, ότι όλα όσα άκουγε κατά καιρούς για ιπτάμενους δίσκους, που αποβιβάζουν εξωγήινους σε ξεχασμένα χωράφια, μπορεί και να ήταν αλήθεια. Η Δωροθέα, που ήταν γυναίκα, και ως γνωστόν λιγότερο αδαής από τον άνδρα της, σκέφτηκε ότι μπορεί να είχαν πέσει θύματα, μιας άθλιας τηλεοπτικής φάρσας. Θεωρούσε βέβαιο, πώς μετά τα πρώτα λεπτά της φρίκης, κάποιοι άνθρωποι με κάμερες και με μικρόφωνα, θα πεταγόντουσαν από τα πουρνάρια και θα τους έλεγαν: «Συγχαρητήρια, την πατήσατε, πραγματικά τα ούρα σας έβρεξαν τις κάλτσες σας, είστε ιδανικά θύματα!» και εκεί θα τέλειωνε το θέμα. Ύστερα με γέλια, θα έπιαναν τα κεφάλια των κοριτσιών και, με πολύ περηφάνια για την εξυπνάδα τους και τις πρώιμες υποκριτικές ικανότητες τους, θα τους έλεγαν: «Αχ παλιοκόριτσα, ήσασταν και σεις στο κόλπο»;
Όλα αυτά είναι φλυαρίες, που μέχρι τώρα έχουν εμποδίσει τον αναγνώστη να διαπιστώσει τι ακριβώς ήταν αυτό που κρατούσε στα χέρια της η Αθηνά. Πολύ απλά λοιπόν, χωρίς μελοδραματισμούς, τώρα αποκαλύπτεται, ότι το στρογγυλό εκείνο πράγμα ήταν ένα κομμένο ανθρώπινο κεφάλι. Οι διαστάσεις του, επιτρέπουν στην πλέον κοιμισμένη αντίληψη να καταλάβει, πως επρόκειτο για κομμένο ανθρώπινο κεφάλι ,ενός μωρού παιδιού. Μάτια δεν υπήρχαν, προφανώς κάποια ψάρια τα καταβρόχθισαν. Τα αυτιά είχαν εξαφανιστεί, όχι τελείως, και τα χείλη είχαν φαγωθεί, με αποτέλεσμα να φαίνονται τα ανθρώπινα ούλα. Δόντια δεν υπήρχαν, μάλλον ο θάνατος θα βρήκε τα δόντια σε εκείνη την μεταβατική περίοδο, κατά την οποία τα νεογιλά πέφτουν και παραδίδουν τις θέσεις τους στα μόνιμα, εκείνα που είτε θα κρατήσουν για πολύ, είτε θα τα αντικαταστήσουν σφραγίσματα, και πιο ύστερα, μασέλες. Ήταν περίεργος ο φλοιός που κάλυπτε το κρανίο, γιατί φλοιό το λες, εκείνο το λεπτό στρώμα ανθρώπινης σάρκας, που κάλυπτε τα κόκαλα του κρανίου με δυσκολία. Το νερό είχε καταστρέψει τα χρώματα του προσώπου. Επικρατούσαν χρώματα, που είχαν ζυμωθεί με τις απροσδιόριστες ουσίες της θάλασσας, και έκαναν εκείνη την ζαρωμένη πέτσα, πότε να έχει το κίτρινο, πότε το πράσινο, πότε το μοβ, ανάλογα με τη θέση του ήλιου. Μια πανδαισία χρωμάτων, που συμφωνούσαν ωστόσο στο τελικό αποτέλεσμα: ένα παιδικό κρανίο, χωρίς αίμα φυσικά, κούφιο γιατί το νερό πλέον είχε αδειάσει, σαν να έπεφτε από τροπικό καταρράκτη, από την μεγάλη τρύπα του λαιμού, και κλεισμένο στα δύο ήρεμα χέρια της μικρής Αθηνάς.
Η σιωπή που κάλυψε τα πάντα για μερικά δευτερόλεπτα, ταίριαξε σε εκείνη τη μακάρια εικόνα, μιας αμλετικής έμπνευσης.
Οι γονείς έμειναν άφωνοι. Η Αθηνά όμως όχι. «Είδα και ένα τέτοιο χθες, στην τηλεόραση, αλλά από εκείνο έτρεχε ένα κόκκινο νερό, ήταν πιο μαύρο, σαν σοκολάτα το γύρω γύρω, και είχε μαύρα μαλλιά. Το κράταγε ένα φάντασμα, που φορούσε ένα σεντόνι από πάνω μέχρι κάτω, και φαινόταν μόνο τα μάτια του. Μετά έγινε ένα μπούμ, και μετά κι άλλο μπουμ, και μετά είδα και κάτι παιχνίδια που πολύ μου άρεσαν»…
Ο πατέρας πήρε από τα χέρια της κόρης του, το κομμένο κεφάλι, και χωρίς να το κοιτάξει καν, το έστειλε να βυθιστεί σε ένα μικρό σιντριβάνι, που δημιουργήθηκε πολύ βαθιά μέσα στη θάλασσα. Το πέταξε με τέτοια δύναμη, με τέτοιο φόβο, που δεν ξαναβγήκε πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας. Μετά από πολλούς μήνες, το κεφάλι εκείνο, έφτασε σε έναν τόπο μακρινό, μα οικείο για την κατάστασή του. Σε μια κόκκινη ακρογιαλιά, χωρίς ήλιο και ουρανό, θαρρώ πώς η ταμπέλα που ήταν καρφωμένη σε ένα σώμα άψυχο, έλεγε ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ. Τότε κάποιος εμφανίστηκε σε εκείνη την παραλία, με δύο άλλες πινακίδες, κάτω από τη μασχάλη. Τις κάρφωσε κι αυτές, χωρίς δισταγμό. Τα γράμματα εκείνα ήταν ολοκάθαρα, και έσταζαν κόκκινο μελάνι: ΙΡΑΚ και ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ. Μία σφαίρα, άφησε ένα συριστικό ήχο, και καρφώθηκε στην πλάτη εκείνου του κουρελή με τις ταμπέλες. Δε φώναξε καθόλου, αλλά αυτό δεν ενδιέφερε καθόλου ένα γεράκι, που κατέβηκε από ένα μαύρο σύννεφο, και άρχισε να του τρώει τα χυμένα του σωθικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: