Δευτέρα, Μαρτίου 31, 2008

Ιδέες προς κατανάλωση;
Ο « Άνθρωπος Καλαμπόκι» προτείνει έναν τρόπο επιβίωσης σε μια ναρκωμένη κοινωνία

Ο «Άνθρωπος Καλαμπόκι»
Δημήτρης Σωτάκης
Εκδ. Κέδρος

Τι είναι αυτό που νοηματοδοτεί την ανθρώπινη φύση, ώστε, ανώδυνα, να επέλθει κάποτε το μοιραίο; Τι είναι αυτό που μας βοηθά να σκεπάσουμε πρόσκαιρα την μαύρη τρύπα της ύπαρξής μας, που οδηγεί αναπόφευκτα στην εξαφάνιση; Παρακινδυνευμένες θα είναι οι όποιες απαντήσεις, εξ’ αιτίας της φύσης των ερωτημάτων. Ο μέσος άνθρωπος μπορεί να τρομάξει στο άκουσμα τους, και να θωρακιστεί πίσω από τη σιωπή. Ο ήρωας του Σωτάκη, όμως, με μια βεβαιότητα παιδικής πίστης (και τη θρασύτητα που αυτή συνεπάγεται), σηκώνει το δάκτυλο θαρραλέα και λέει απερίφραστα: το καλαμπόκι! Τότε ο μέσος άνθρωπος, βγαίνει από το ησυχαστήριό του, και με ένα υπεροπτικό μειδίαμα, χαρακτηρίζει (ορθώς;) τον «Άνθρωπο Καλαμπόκι», τρελό, λαλημένο, ανισόρροπο, εκτός τόπου και χρόνου.


Ως γνωστόν τα πιο σοβαρά θέματα, θίγονται μέσω τραγελαφικών ή εξωπραγματικών καταστάσεων. Το μυθιστόρημα του Δημήτρη Σωτάκη, θα χαρακτηριζόταν συμβατική περίπτωση γραφικότητας, που όμως καταλήγει να είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Πρόκειται στην ουσία για μια πρωτοπρόσωπη απολογία μιας αποτυχίας, από έναν εκ πεποιθήσεως αρνητή της σύγχρονης ζωής. Ο ήρωας, επαρκώς παρεκκλίνων από τα χρηστά ήθη, θέτει στο κέντρο της ζωής και του σύμπαντός του, το Καλαμπόκι, το οποίο και θεωρεί πανάκεια για τα πάντα: από μια παθολογική ασθένεια μέχρι την πνευματική κενότητα. Τότε αποφασίζει (τι άλλο;), ως γνήσιος ιδεολόγος, να αυτοανακηρυχθεί Μεσσίας, Μωάμεθ (ή ότι άλλο σας βρίσκεται πρόχειρο), και να δώσει τα φώτα του σε μια κοινωνία ηλιθίων που τολμά να μην ασχολείται με το καλαμπόκι. Ο στόχος φαντάζει δύσκολος, όχι όμως και ακατόρθωτος. Ο μύστης του καλαμποκιού, μεταβαίνει στη Μέκκα του καλαμποκιού, στην πόλη Μίτσελ, όπου εδρεύει το Βασίλειο του καλαμποκιού, για να ξεκινήσει το έργο του.



Και επειδή είναι δύσκολο (σαν από μια ανεξήγητη ιστορική ειρωνεία) να μην υπάρξουν ευήκοα ώτα για τον οποιοδήποτε Μεσσία, βρίσκει μια τετράδα ιδιόμορφων ανθρώπων, στην οικία Φάνιγκαν, που ασπάζονται το δόγμα (χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία) και μετατρέπονται σε «Μουτζαχεντίν» του Καλαμποκιού. Βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για την οικουμενικότητα του καλαμποκιού σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα, και εκεί επικυρώνεται (με αλαλαγμούς και συνθήματα) η δημιουργία μιας αίρεσης, απόλυτα πιστής και απαρέγκλιτης (ακόμη και μετά το ψεύτικο θάνατο του ήρωα), που όμως δε μπορεί να εξηγήσει την αφοσίωσή της στο (ιδιάζον) δόγμα - φυσιολογικό πάντως, καθότι αν ήταν εξηγήσιμο, δε θα αποτελούσε δόγμα. Εκ των υστέρων, διαπιστώνεται ότι ο δημιουργός της, μάλλον έχασε τα θεωρητικά του στηρίγματα, με αποτέλεσμα το δόγμα να δεχθεί σημαντικά πλήγματα. Από τη στιγμή, που το καλαμπόκι, έφυγε από τη βασιλεύουσα (στο δικό του σύμπαν) θέση και κατέστη η «μαγεία» του προσπελάσιμη σε πολλούς, άρχιζε να γκρεμίζεται το κάστρο, που ως προπύργιο δημιουργήθηκε στον εγκέφαλό του, με αποτέλεσμα να χάσει τα «λογικά» του. Άρχισε δηλαδή να βιώνει τη ζωή του, μέσα από την ανθρώπινη ματαιότητα, όπως όλη η ηλίθια κοινωνία. Το αποτέλεσμα ήταν, προκειμένου να μην αφήσει τη γλυκιά ζωή, να απομυθοποιήσει το καλαμπόκι, και να επαναπροσδιορίσει τον προορισμό του στη γη, μέσω του κρεμμυδιού.Παραμένει άγνωστο αν το φύλαξε για τον εαυτό του, ή αν αποδύθηκε σε έναν νέο ακτιβισμό για τα δικαιώματα του κρεμμυδιού, αυτή τη φορά, που λόγω της φυσικής του σύνθεσης, φέρνει ευκολότερα δάκρυα.



Η δράση του μυθιστορήματος, διευκολύνεται από ευτράπελα γεγονότα, που εξυπηρετούν τους σκοπούς του ήρωα, και δε του θέτουν εμπόδια. Έχει προνοήσει ο συγγραφέας να τον συντροφεύει πάντοτε ένας «από μηχανής θεός». Η αφήγηση ρέει γρήγορα, σχεδόν κινηματογραφικά, και σε αναγκάζει να φτάσεις άμεσα στο τέλος, που θα μπορούσε να είναι ένας εμπαιγμός. Η καταβύθιση του ήρωα σε υπαρξιακά φαινόμενα, συμπληρώνεται όμορφα από την επιδερμικότητα των δεύτερων «ρόλων». Ωστόσο τα πρόσωπα, είναι μάλλον καθηλωμένα στο παρόν, δεν έχουν ούτε παρελθόν, ούτε μέλλον. Η απεικόνιση των φίλων του, της οικείας Φάνιγκαν, με τα τέσσερα πορτρέτα τους, όπως επίσης και οι πίνακες που συνοδεύουν τις 229 σελίδες, είναι το αντίδοτο στην σχοινοβασία που υποβάλλει ο συγγραφέας τον αναγνώστη, ανάμεσα στο «πραγματικό» και το φανταστικό. Παρότι ο ήρωας επιδιώκει την παραπλάνηση στην αρχή του βιβλίου, απορρίπτοντας οποιουσδήποτε συνειρμούς παρωδιών, οφείλουμε να επισημάνουμε τον μη επιτηδευμένο τρόπο, με τον οποίο τελικά παρωδούνται σχεδόν τα πάντα: από την πολιτική και την ιδεολογία, την ανθρώπινη μονομανία, μέχρι τα λογοτεχνικά ήθη και μοτίβα, από την εκούσια διαφορετικότητα μέχρι τα δόγματα της πίστης, όπως αυτή εκφράζεται από την (όποια) θρησκεία. Παραταύτα, ο ήρωας απέχει πολύ από το να θεωρηθεί αντιήρωας, για ευνόητους λόγους. Μπορεί ο αναγνώστης να τον συμπαθήσει, αλλά δύσκολα τον δικαιολογεί, αφού αποδεικνύεται λίγος για ένα ιδεώδες που τελικά δεν υπηρέτησε μέχρι τέλους. Γι’ αυτό το λόγο: είναι ένας ενδιαφέρων ήρωας, που όμως δε μπορεί να καθίσει στους θρόνους των λογοτεχνικών μας ηρώων. Είναι φευγαλέος, και μάλλον αυτό επιδιώκει. Η αυτοκτονία θα ήταν μια καλή λύση, όπως παραδέχεται και ίδιος στην αρχή της ιστορίας του. Δε την επιλέγει, αντιθέτως προτιμά την ατραπό, που όμως γίνεται σχετικά γρήγορα ένα εύκολο μονοπάτι, που τον οδηγεί γρηγορότερα στην αποτυχία.

Καθώς η ανάγνωση εξακολουθεί να αποτελεί διαδικασία ερμηνευτική, ο καθένας μπορεί να διαλέξει ποιο από τα ερεθίσματα που του δίνει ο συγγραφέας, θέλει να επεξεργαστεί: από σύγχρονα, που απηχούν την οικολογική καταστροφή και την ουσία του ακτιβισμού, μέχρι δυσεπίλυτα φιλοσοφικά αινίγματα, για την ανθρώπινη αλλοτρίωση. Η ξεκάθαρη «πλατφόρμα» πάντως είναι η αποδόμηση των βεβαιοτήτων και η υπερίσχυση των αντιθέτων τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: