Δευτέρα, Μαρτίου 31, 2008


Η Λογοκρισία έσωθεν
Γνήσια ορθολογική σκέψη, λογοτεχνικής αμεσότητας

Περί Λογοκρισίας
Τζ.Μ. Κούτσι
Εκδόσεις Πατάκη


Ας υποθέσουμε, ότι τα μάτια σας «σαρώνουν» τους νέους τίτλους, στις προθήκες ενός βιβλιοπωλείου. Ένα βιβλίο, με έντονο κόκκινο εξώφυλλο - στο οποίο αναπαρίσταται (σε μια ξυλογραφία) ένα ανθρώπινο κεφάλι, που ασφυκτιά, καθώς τρία χέρια έχουν φροντίσει, να του σφαλίσουν το στόμα, και να του κλείσουν τα μάτια – σας κεντρίζει το ενδιαφέρον. Συγγραφέας ο Νομπελίστας (2003) Τζ.Μ. Κούτσι. Περί Λογοκρισίας. Η πιθανότερη (συνειρμική και μη) εξέλιξη, που περιμένετε φαινομενικά, είναι υψηλού επιπέδου μύδροι. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρό, για τους πιο ελκυστικούς αφορισμούς. Η «νομιμοποίηση» από όλους μας δεδομένη, για’ αυτό το πράγμα, το κακό. Το φαινόμενο της λογοκρισίας από τη μια, και από την άλλη, ο εντεταλμένος της εγγράμματης αυθεντίας, σε ρόλο πυροβολαρχίας. Ωραίο θέαμα, 525 σελίδες, φλογερής παράθεσης κακών, ορθότατα δαιμονοποιημένων , τα οποία μας κληροδότησε το «ολοκληρωτικό» μας χθες!

Κι όμως, «η ήρεμη δύναμη» της συγγραφικής και ακαδημαϊκής κοινότητας, δε μας κάνει τη χάρη. Κάπου εδώ ανακύπτει η πρωτοτυπία του πράγματος. Αντί να καθίσει απέναντι από το Τέρας της λογοκρισίας (σε όποια μορφή κι αν σαρκώνεται), και να το κατακρίνει, παρακολουθώντας την αποκρουστική του όψη, προτιμά να το χειρουργήσει στον «εγκέφαλο». Όπως ένας υψηλού επιπέδου χειρουργός, με χέρια ψύχραιμα, έτσι κι αυτός ψάχνει το Τέρας, βλέπει πώς λειτουργεί, και το κάνει να «ξεράσει» ορισμένα πράγματα, από την πνευματική τροφή, που (στη διάρκεια των αιώνων) έχει καταβροχθίσει. Ερείσματα, στο εγχείρημά του αυτό, η ευρύτητα των αναγνωσμάτων του, η ακαδημαϊκή του διαλλακτικότητα, και η επαμφοτερίζουσα γλώσσα – ένα εκκρεμές ανάμεσα στο λογοτεχνικό οίστρο, και την επιστημονική σχολαστικότητα.

Ο ίδιος λέει πώς δεν συμμερίζεται διαισθητικά το φαινόμενο αυτό του δημόσιου βίου, που φωλιάζει στις πιο απόκρυφες και εσώτερες ανθρώπινες κρυψώνες, και ελίσσεται «διεπιστημονικά» για να βρει την άκρη. Στο επίκεντρο, όμως είναι ο (εκάστοτε) δημιουργός ,η αντίδρασή του, και οι επιπτώσεις που είχε γι’ αυτόν η λογοκρισία, είτε ως πρακτική εις βάρος του, είτε ως απλή ύπαρξη στο (εκάστοτε) περιβάλλον του, ως σύμβολο απαγόρευσης, παντός τύπου. Ο Κούτσι αφορμάται από την υποψία, και ενσταλάζει τη καχυποψία για τη γλώσσα. Η παρακολούθηση της γλώσσας λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία, σε αυτά τα δοκίμια, και ο αναγνώστης θα αντιληφθεί, μέχρι που μπορεί να φτάσει ο αναστοχασμός πάνω σ’ αυτή. Πώς οι δημιουργοί αναμετρήθηκαν με τη γλώσσα, πριν αναμετρηθούν με το σύστημα που τους επέβαλε απαγόρευση, σιωπή, ή κριτήρια στοχασμού; Ένα σύστημα, πολυσχιδές, λαβυρινθώδες, που μόνο επίπλαστο εφησυχασμό, μπορεί να προσφέρει («δεν υπάρχει τελικά στη γλώσσα» ) πρέπει να παρακολουθείται με περισσότερη προσοχή σε καθεστώτα που βιάζουν την ελευθερία της έκφρασης. Της έκφρασης, διότι, πολλοί έφτασαν στο σημείο, να έχουν την ιδέα πίσω από τα χείλη, αλλά να μη μπορούν να την ξεδιπλώσουν στο χαρτί. Αρρώστησαν, λέει ο ίδιος, και μόνο στην ιδέα ότι ξένα (δηλαδή λογοκριτικά) μάτια είχαν μολύνει το έργο τους.

Ο συγγραφέας δε φοβάται την πρόσκρουση σε λογικό αδιέξοδο, ούτε το να περπατήσει σε σαθρό έδαφος εννοιών, που από μόνες τους έχουν απορροφήσει αιώνες σκέψης, για να προσεγγισθούν. Εκεί έγκειται το μεγάλο του στοίχημα, και καταφέρνει, αν όχι να απαντήσει σε όλα, να υποδείξει το σωστό σημείο προς θέαση, να εντοπίσει ποια οπτική γωνία, έχει τις λιγότερες πιθανότητες παραπλάνησης και αποτυχίας. Η λογοκρισία, σε αυτές τις στοχαστικές δοκιμές, προσωποποιείται ποικιλόμορφα (από την κεφαλή του κράτος, τη κατώτερη γραφειοκρατία, μέχρι τον εσωτερικό χωροφύλακα του καθενός), και μάλιστα αποκαλύπτει την επιθυμία της: το ξερίζωμα της επιθυμίας αυτού που έχει στο στόχαστρο. Επιθυμεί τη μη-επιθυμία. Βαθύτερο μέλημα, του Λογοκριτή, είναι να αποσυρθεί, και η αυτολογοκρισία να κάνει τη δουλειά της. Τι συμβαίνει όμως με τον συγγραφέα; Πώς τοποθετείται, ανάμεσα στην κοινωνική του υπόσταση και την, φύσει, συγκρουσιακή του ιδιότητα, που του επιβάλλει να αντιταχθεί στον λογοκριτή; Η ματιά του Κούτσι, είναι ψυχρή, και δε δίνει εύκολα συγκατάβαση στο δημιουργό. Αναρωτιέται, ακόμα, για ποιον ακριβώς λόγο ζητά ο δημιουργός συγκατάβαση, χωρίς αυτό να σημαίνει, φυσικά, ότι η λογοκρισία ελκύει τη δική του, θετική γνώμη.

Τα δύο πρώτα δοκίμια, καλύπτουν τεράστιο εύρος θεμάτων, που θίγονται πιο συστηματικά στα επόμενα. Υπάρχουν ωστόσο, ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και θέσεις. Η προσβολή εξετάζεται ως γλωσσική πράξη. Στη λογοκρισία, μέγα πρόβλημα, είναι τα όρια ανάμεσα στο θεμιτό και το λογοκριτέο- κάτι που συντείνει στο ότι τα καθεστώτα απαγόρευσης, έχουν αδιακρίτως ανεγερθεί υπό παρανοϊκές παραδοχές, ασαφών κριτηρίων. Ο νόμος, το ερωτικό και το άσεμνο, η επιθυμία, ο έλεγχος, η τρέλα, η «αυτοαστυνόμευση», διαπλέκονται εκπληκτικά, για να ερεθίσει η κάθε πρόταση το μάτι του αναγνώστη, και να τον ρίξει ευμενέστερα, στα πιο δύσκολα νερά των επιμέρους περιπτώσεων.

Βασικές χρονικές περίοδοι εξέτασης είναι το σοβιετικό καθεστώς, και το νοτιοαφρικανικό απαρτχάϊντ, για το οποίο ο Κούτσι έχει αυξημένη, όπως είναι φυσικό, εμπλοκή. Πώς ο Μάντελσταμ, αντέδρασε στον ποιητικό «ευνουχισμό» που του επέβαλε ο Στάλιν, αναγκάζοντάς τον να συνθέσει μια ωδή σε αυτόν, που κατά βάθος σιχαινόταν; Πώς ο Σολζενίτσιν ανεδείχθη νικητής στη σφοδρή μάχη, με το σοβιετικό σύστημα και τη «Νέα γλώσσα» που επέβαλε; Μακροπρόθεσμα, νίκησαν και οι δύο. Ο Μάντελσταμ δολοφονήθηκε (ως απλός στιχοπλόκος…) σε κάποιο γκουλάγκ, αλλά ο Σολζενίτσιν ζει ακόμη, και μάλιστα πρόσφατα βραβεύτηκε από τον Πούτιν! Η αναπαράσταση της μορφής στην ωδή, και η ανασκευή της ίδιας της γλώσσας στον Σολζενίτσιν (ως άρνηση των κριτηρίων που άνωθεν εκπήγαζαν) είναι παραδείγματα αξιομνημόνευτα, για την αντίσταση ενός δημιουργού στη λογοκρισία.

Οι σελίδες που μνημονεύουν τη λογοκρισία στη Νότια Αφρική, την περίοδο του απαρτχάϊντ, είναι εξίσου αποκαλυπτικές για τη χρήση της γλώσσας. Η μεταφορά και η μετωνυμία, η αφανής δύναμη που αυτές κουβαλούν, αναλύεται εκπληκτικά σε ένα (θεωρητικό) σύστημα που ανήγαγε τους μαύρους σε μολυσματικά στοιχεία, τους απανθρωποποίησε, και οδήγησε στα γνωστά εγκλήματα των λευκών. Η περίπτωση του μυθιστοριογράφου, Αντρέ Μπρίνκ, και η πολιτική της διαφωνίας του, αναδεικνύεται σε πρόταση προς τους συγγραφείς: το μακροπρόθεσμο δίκιο τους και η απόδειξη της παράνοιας του λογοκριτή. Ο ποιητής Μπρέυτεν Μπρέυντενμπαχ, με την ανάσα του κακού στην πλάτη, στρέφεται στο «μέσα» του, και παλεύει με τους δαίμονές του, τοποθετώντας τον αναγνώστη στο κάτοπτρο, για μια ποίηση εκουσίως δυσερμήνευτη, ειρωνική και διττή για το καθεστώς.

Τα δοκίμια για το «άσεμνο» του Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ, του Λόρενς, και τη φεμινιστική κριτική της Μακ Κίννον για την πορνογραφία, γίνονται αφορμή για την ανάδυση στο προσκήνιο, της σεξουαλικότητας, της επιθυμίας, του ερωτικού, και των ταμπού. Λογίζεται η απαγόρευση, ως απώθηση, και επομένως έχουσα το πεπρωμένο της ενδυναμωμένης επιστροφής. Ειδικότερα η κριτική στη φεμινίστρια Μακ Κίννον, και στην πολιτική διάσταση για την εξουσία που προβάλλει, δομείται και πάλι πάνω στη σχέση πραγματικότητας και αναπαριστώμενης πραγματικότητας-πολύ απλά. Στοχασμοί γαργαλιστικοί, διατυπώνονται με αφορμή το Μωρίας Εγκώμιον του Εράσμου. Η ανθεκτικότητα του κειμένου στις ερμηνείες, το α-πολιτικό, και η σημασία της θέσης σε μια διαφωνία. Για να πειστούμε, επιστρατεύεται ο φοβερός «διάλογος» Φουκώ-Ντεριντά για την τρέλα, με συμπλήρωμα την απαραίτητη λακανική συνεισφορά. Και όλα αυτά, επαρκώς ανοικτά στην ταπεινότερη των αντιληπτικών ικανοτήτων…

Η λογοκρισία, μεταλλάσσεται και προσαρμόζεται στα δεδομένα-είτε καθεστωτικά, είτε φιλελεύθερα-στην λανθάνουσά της μορφή. Σήμερα «αυτοί που ελέγχουν την πολιτική, ελέγχουν και την αισθητική» λέει ο Κούτσι. Ο συγγραφέας (που «στον 20 αιώνα δύσκολα διακρίνεται από τον δημοσιογράφο») έχει πάντα τον τελευταίο λόγο, και κατά συνέπεια, το τελειωτικό χτύπημα στη σύγκρουση.

Οι σελίδες του βιβλίου είναι σπαρμένες, με πολλούς πνευματικούς καρπούς. Δρέπεις και επιστρέφεις. Τι να εκθειάσεις και τι να παραμελήσεις; Ακόμη και τούτο το σημείωμα είναι, εν τινί τρόπω, «λογοκριτικό»! Άραγε ποιοι μηχανισμοί ενεργοποιήθηκαν, για να γραφτούν αυτά( και όχι κάποια άλλα;)…

Δεν υπάρχουν σχόλια: