Δευτέρα, Ιανουαρίου 19, 2009


Σάββατο με τη θεία Ευανθία

Διήγημα


Το βραδάκι της Τετάρτης μπήκα στο γραφείο του αρχισυντάκτη μου, και του είπα πως αν δεν πήγαινα να ξεκουραστώ, θα ‘ταν προτιμότερο, να στήσει από αύριο το γραφείο μου στην παθολογική κλινική του πλησιέστερου νοσοκομείου. Πρέπει να είχα κιτρινίσει πολύ άσχημα, γιατί μόλις με είδε, γούρλωσε τόσο τα μάτια, που τα φρύδια του έφτασαν μέχρι την καράφλα του. Προς στιγμήν φοβήθηκα μήπως εκτιμήσει την κατάσταση της υγείας μου εκείνη τη στιγμή, μιας κι όταν γεννήθηκε, δεν έκλαψε όπως ο υπόλοιπος κόσμος, αλλά άρχιζε να κουνάει το δάκτυλο στις αδελφές νοσοκόμες λέγοντάς τους «Εγώ τα ξέρω όλα!», όπως έλεγε ένα ανέκδοτο που του σκαρώσανε και κυκλοφορούσε στα δημοσιογραφικά γραφεία ερήμην του. Άλλωστε είχε πολλές παράλληλες καριέρες. Οικονομολόγος, κοινωνιολόγος, πολιτικός επιστήμων, κοινωνικός ανθρωπολόγος, πυρηνικός φυσικός, εγκληματολόγος, κλασσικός φιλόλογος, κριτικός της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου, γεωπολιτικός αναλυτής, ψυχαναλυτής, φιλόσοφος της καθημερινής ζωής, κι άλλα πολλά. Είχε τη προνοητικότητα όμως, να τ’ αποκρύπτει όλα αυτά, και να δηλώνει δημοσιογράφος, ούτως ώστε να μην του λέει κανένας τίποτα.
Ο Περικλής παραμένει ένας τυπικός αρχισυντάκτης μιας σοβαρής εφημερίδας. Ξερόλας, ψηλομύτης, ανάγωγος, κουτοπόνηρος, ευθυτενής, γυαλάκιας, με τόσο διαστρεβλωμένη άποψη για το μαύρο χιούμορ, που έχει το θράσος να το χρησιμοποιεί κιόλας. Το μεγαλύτερο όμως πλεονέκτημά του, που από καιρό έχω καταλάβει και είναι ομολογουμένως αξιοθαύμαστο, είναι να δείχνει ότι γνωρίζει περισσότερα απ’ όσα ήδη ξέρει. Και είναι λίγα, πιστέψτε με. Ο Περικλής δεν αποχωρίζεται ποτέ ορισμένα πράγματα. Τη διακοσμητική του πένα στην άκρη του γραφείου του, έναν δερματόδετο τόμο με τους κανόνες της δημοσιογραφικής και μιντϊακής δεοντολογίας, το σάλιο που παράγεται εν αφθονία στη στοματική του κοιλότητα και το οποίο χρησιμοποιεί δεόντως (φτύνει τους κατώτερούς του στην ιεραρχία, και γλείφει τους ανωτέρους), και τους καλλίγραμμους πισινούς των ασκούμενων νεαρών κοριτσιών, που θέλουν να κάνουν καριέρα και να ανυψώσουν το χαμηλό επίπεδο δημοσιογραφίας που χαρακτηρίζει όλους εμάς τους υπόλοιπους.
Ξεπερνώντας το πρώτο σοκ, παραμέρισε με ένα ύφος έμπειρου εργένη, τα άδεια κουτιά από τις ιταλικές μακαρονάδες που περιδρόμιαζε κάθε μέρα την ίδια ώρα, και μου είπε:
«Πραγματικά είσαι χάλια...» Έτριψε με σοβαρότητα το προγούλι του και συνέχισε. «Λες και έχει φύγει το αίμα από το πρόσωπό σου…Μπορείς να φύγεις, τι να σου πω, άλλωστε όπως μου είπε ο υλατζής παρέδωσες το ρεπορτάζ…»
Ένευσα κάπως βαριεστημένα και χαιρετώντας τον, έστρεψα το κεφάλι για να φύγω κατευθείαν. Η μυρωδιά της παρμεζάνας μου έφερνε αναγούλα, κι αν δεν διαπνεόμουν από μια λεπτεπίλεπτη αίσθηση ευγένειας, θα τον έκανα πατούρα στον εμετό, και μετά θα έπαιζα το γνωστό μελό, με συγχωρείτε δε το ‘θελα…
Πριν ακουμπήσω το πόμολο της πόρτας, που από μέσα την κοσμούσε ένας ξεβράκωτος κώλος με εμφανείς τις ανορθωτικές του επεμβάσεις, άκουσα να μου λέει κάτι αλλά δε γύρισα να τον αντικρίσω.
«Όπως πρόσεξα, έβαλες και τίτλο στο ρεπορτάζ σου» μου είπε με μια μαλαγάνα φωνή, μιας επαρχιώτικης υφής. Όπως θα μιλούσε μια ύαινα στο θήραμά της, πριν το αρπάξει απ’ το λαιμό. «Θα το διαβάσω και αν δω ότι χωρούν ορισμένες μικρές αλλαγές, φαντάζομαι ότι δε θα σε πείραζε να τον τελειοποιήσω…Άλλωστε εδώ μέσα, όλη μια οικογένεια είμαστε βρε…» κατέληξε, αφήνοντας μια ανάσα από εκείνες που αφήνουν οι πολυάσχολοι επιχειρηματίες όταν αναγκάζονται να ασχολούνται με μερεμέτια, κι όχι με εκατομμύρια.
«Εντάξει μπαμπά!» είπα κάπως πικρόχολα, αφήνοντας να πλανηθεί στον αέρα μια διασκεδαστική διάθεση. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου, σκεπτόμενος για μια ακόμη φορά ότι η άγνοια είναι για μερικούς προτιμότερη από τη γνώση. Ο καθένας οφείλει να φορτώνεται στους ώμους τους, μόνο όσα μπορεί να αντέξει.


§


Αφού οδήγησα σαν ζαλισμένη μύγα, ύστερα από βίαια ραπίσματα μιας αμείλικτης μυγοσκοτώστρας, και αφού ταλαιπωρήθηκα αρκετά στο πήξιμο των οδικών αρτηριών λες κι είχα μπροστά μου εξήντα πέντε χιλιάδες αργοκίνητες αγελάδες, έφτασα παλαντζάροντας στο κατώφλι του σπιτιού μου. Ξεφύσηξα και έσκυψα πιάνοντας τα γόνατά μου, όπως ο ταξιδιώτης της ερήμου, πριν ατενίσει τους καταπράσινους φοίνικες και το καθαρό νερό μιας ουρανοκατέβατης όασης. Για μια στιγμή πέρασαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, όλες οι στιγμές της επικείμενης χαλάρωσής μου× ένα ντούζ με χλιαρό και αναζωογονητικό νερό, ένα τσάι με άρωμα λεμόνι, ένα τηλέφωνο στο Λονδίνο για την γλυκιά παρηγοριά της Μαρίας (που βρισκόταν εκεί για παρατεταμένες μεταπτυχιακές σπουδές), μια ήρεμη ανάγνωση του βιβλίου που ‘χα στο κομοδίνο μου, ένας λυτρωτικός και βαθύς ύπνος. Η πόρτα μου φάνηκε προς στιγμήν μια πρωτοφανής πολυτέλεια, επειδή πίστεψα ότι πίσω από αυτήν με περίμενε όντως η θαλπωρή, η ζεστασιά, και η μοναξιά του σπιτιού μου. Λίγη ώρα αργότερα, μπορούσα να παραδεχθώ ακόμη και μπροστά στον Περικλή, ότι δεν ήμουν τίποτα άλλο, παρά ένας αδαής άρρωστος.
Το χαλάκι στην πόρτα ήταν για πρώτη φορά στη θέση του, κάτι που έπρεπε κανονικά να με προβληματίσει. Όμως, έχοντας άγνοια κινδύνου και έντονο πονοκέφαλο, άνοιξα με εγκράτεια την πόρτα όπως πάντα. Ήταν μια τακτική που είχα αποφασίσει να ακολουθώ για παν ενδεχόμενο, όταν ένας συνάδελφος μου περιέγραψε την ταραχή που τον έπιασε κάποτε, γυρίζοντας από ένα οικογενειακό σαββατοκύριακο στους κάμπους και τα λαγκάδια. Διαπίστωσε ότι του είχαν διαρρήξει το σπίτι και ότι του είχαν αρπάξει ακόμη και τη ξυριστική μηχανή, τις πορσελάνινες κούκλες της κόρης του, και τη μασέλα της πεθεράς του. Ανοίγοντας αμέσως και διάπλατα την πόρτα, μου εξήγησε, ήλθε αντιμέτωπος με τη γύμνια του σπιτιού του, δεν το άντεξε και κόντεψε να μείνει στον τόπο, από τη σφοδρότητα του γεγονότος και το ύψος της οικονομικής αποκατάστασης που υπολόγισε εκείνη την ώρα, μέσα στον πανικό του. Ευτυχώς η γυναίκα του ήταν εν ενεργεία νοσοκόμα, και πρόλαβε το έμφραγμά του, με τα ακονισμένα αντανακλαστικά της. Του χαλάρωσε τη γραβάτα και τον άρχισε με επιτυχία στις γρήγορες, κάτι που, όπως μου εκμυστηρεύτηκε με πλήρη ειλικρίνεια, χαροποίησε ιδιαιτέρως τη συμβία του. Επειδή λοιπόν, ούτε την οικονομική επιφάνεια του τσιγκούνη συναδέλφου μου έχω, πόσο μάλλον νοσοκόμα για συμβία, αποφάσισα την κακή στιγμή να μου μείνει το έμφραγμα και να μη χάσω τα υπάρχοντά μου.
Τα ρουθούνια μου μπούκωσαν απότομα με μια μυρωδιά που δε θα μπορούσα ποτέ να ξεχάσω. Σιχαινόμουν το βραστό κουνουπίδι εξ’ απαλών ονύχων, και με τρόμο διαπίστωσα ότι το σπίτι μου έπαψε να βρωμάει κλεισούρα και τσιγαρίλα. Κάποιος είχε τρυπώσει στην κουζίνα μου, έβρασε κουνουπίδι, και το άφησε να πλημμυρίσει τον προσωπικό μου χώρο. Τα παράθυρα ήταν όλα κλειστά, κι έτσι το σπίτι μου κατέληξε απλώς να είναι μια διογκωμένη χύτρα, που είχε στα σπλάχνα της ένα βρομερό καπνό, μια αηδιαστική μυρωδιά. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα, και τότε αντίκρισα όλα όσα μπορούσαν να με εκνευρίσουν μέχρι υστερίας. Τα τάπερ είχαν κάνει κατάληψη στο σπίτι μου! Ήταν παντού. Πάνω στα τραπεζάκια, πάνω στον καναπέ, πάνω στα καλοριφέρ, σκορπισμένα στους διαδρόμους, και έτσι όπως ήταν πολύχρωμα και στοιβαγμένα ασυνάρτητα, μου φάνηκε ότι είχα μπει σε παιχνιδότοπο και ετοιμαζόμουν να τα βάλλω με υπερκινητικούς μπόμπιρες. Με συνέφερε η πρόσκρουση μου πάνω σε ένα σκληρό χαρτοκιβώτιο, από κείνα που πακετάρονται τα βαζάκια συμπυκνωμένου γάλακτος. Είχε απομεινάρια μονωτικής ταινίας και σπάγκου πάνω του. Τα υπόλοιπα έχασκαν ανοιχτά εδώ και κει, σε σημείο να αναρωτηθώ αν με επισκέφτηκε η Πανδώρα, και μου ‘χε αφήσει πεσκέσια ορθάνοιχτα…
Μια πιο προσεκτική ματιά στο χέρι του δερμάτινου καναπέ μου, ήταν η αιτία για να ιδρώσω κι άλλο, να κολλήσει το πουκάμισο στην πλάτη μου σαν έμπλαστρο «Λέοντος». Σεμεδάκια το ένα πάνω στο άλλο, περίμεναν να καλύψουν όλες τις ακάλυπτες γωνιές της μοντέρνας διακόσμησης του σπιτιού μου. Αν είχαν ψυχή, θα ταλαιπωρούνταν από φλογερή προσμονή να στρωθούν κάπου. Λες και το ‘ξερα, έστρεψα το βλέμμα στο βάθος, εκεί που έστεκε η τηλεόρασή μου στη βουβαμάρα της, και που από κείνο το σημείο δύσκολα μπορεί να την διακρίνει κανείς απ’ το σκοτάδι. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβη το αντίθετο. Ένα κάτασπρο σεμεδάκι την είχε καταπλακώσει με μια φολκλορική μεγαλοπρέπεια, και το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι το σεμεδάκι κοσμούταν κυκλικά με επιπλέον δαντέλα φτιαγμένη στο χέρι…
«Παιδάκι μου ήρθες;» ακούστηκε μια τσιριχτή φωνή από το βάθος, στο αποκορύφωμα του ενθουσιασμού της. «Έλα παλικάρι μου, σου ‘φτιαξα κουνουπίδι βραστό που σ’ αρέσει!» συνέχισε στον ίδιο τόνο η φωνή, που άφηνε ένα μικρό αντίλαλο να ταλαιπωρεί τα πλακάκια της τουαλέτας μου. Τη στιγμή εκείνη το πρόσωπό μου συστρεφόταν σε μια άμορφη μάζα. «Ούτε συνεννοημένοι να ‘μασταν παιδί μου…»
Ήταν η θεία Ευανθία. Όπως φοβόμουν…


§



Εποχική γρίπη. Αρχικά το κεφάλι θα γινόταν τούμπανο από τον πόνο. Έπειτα τα μάτια θα γαντζώνονταν από τις κόγχες τους απ’ τον ακατάπαυστο βήχα. Κόκκινα ασπράδια, αλλήθωρες μπίλιες, και ένα ορμητικό ποτάμι από φλέγματα που θα μπορούσαν να εξαφανίσουν τα παγκόσμια αποθέματα χαρτομάντιλων. Στη συνέχεια, τρίξιμο των κοκάλων, παγωμάρες στις πατούσες και το σβέρκο, κλείσιμο του λαιμού, μειωμένη όραση και όσφρηση, αδυναμία, ατονία, αναγούλες. Τέλος, λούσιμο από κρύο ιδρώτα μέχρι τα νύχια και πυρετός που μπορεί να φτάσει σε ανησυχητικά επίπεδα, αν τον υποτιμήσω. Πιθανολογούνται εμετοί, αν τολμήσω να φάω πίτα γύρο, με τζατζίκι και ντομάτα. Απαγορεύεται ρητώς το κάπνισμα και το αλκοόλ, αν δεν θέλω ν’ αγκομαχάω αιωνίως σαν καρβουνιάρης στην Αθηνών-Λαμίας, και να μοιάζω με τοξικομανή που έχει να πάρει τη δόση του ένα εξάμηνο. Η ταυτότητα και το όνομα του ιού που με ταλαιπωρεί αγνοούνται. Είναι τόσο συνηθισμένος που δε χρειάζεται να ανησυχώ. Είναι παροδικός και φαινομενικά ακίνδυνος. Σούρνεται σε κλειστούς χώρους και μεταφέρεται με τα σταγονίδια του φταρνίσματος, ή από το ντάντεμα μικρών ανιψιών με κρεμάμενες μύξες. Αργά η γρήγορα θα αναζητήσει έναν άλλο ροδαλό οργανισμό, για να του αναστατώσει το ανοσοποιητικό σύστημα, κι εγώ θα ησυχάσω. Τρόποι αντιμετώπισης πολλοί. Χάπια και σιρόπια επιβάλλει η επιστήμη. Το κεφάλι μου φασκιωμένο με μια πετσέτα και τα ρουθούνια μου ολάνοιχτα, πάνω από μια κατσαρόλα, και εκτεθειμένα στις αναθυμιάσεις βρασμένης δάφνης, επιβάλλει η θεία Ευανθία. «Κοίτα να δεις, άμα δε σου κάμει τίποτα η δάφνη, έχω κι άλλα πράματα... Τα ‘χω φέρει τα σύνεργα για τις βεντούζες. Κι άμα θες δε σε κάνω μόνο με οινόπνευμα και εντριβή μετά…Έχω και ξυραφάκι να χαρακώσω το σκοτωμένο αίμα, όπως θα ‘χει φουσκώσει η πλάτη από τα πυρωμένα ποτήρια...» Βλέποντας με η θεία τρομοκρατημένο, αποφάσισε να αφήσει τις ριζοσπαστικές μεθόδους της στα σκληρά καρύδια, και για κει που την έπαιρνε. Η δάφνη τελικά κάπως με ξαλάφρωσε. Ένιωσα για μια στιγμή πως αισθανόταν η Πυθία χιλιάδες χρόνια πίσω…



§



Η θεία Ευανθία, πουρνό πουρνό την Τετάρτη, μπήκε στο ταξί του Κώστα του Φλογέρα, και μετά από τέσσερις ώρες ταξίδι έφτασε στο σπίτι μου. Το πήρε αγκαζέ και γέμισε το πορτπαγκάζ με καλούδια. Η πόρτα του δεν έκλεινε, τόσο είχε φορτωθεί, που ο Φλογέρας αναγκάστηκε να τα δέσει με τριχιά, που είχε φυλαγμένη για παν ενδεχόμενο. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, τα αυτοκίνητα που προσπερνούσαν το ταξί θαύμαζαν την ελαφρώς μονόμπαντη κίνησή του. Το βάρος ανάγκασε τα πίσω λάστιχα να τρέχουν πιεσμένα, και έτσι ο Φλογέρας ένιωθε ότι όλος ο δρόμος διανύθηκε με μια συνεχή και λεπτεπίλεπτη σούζα, που στο τέλος του άρεσε κιόλας. Αυτό που δεν μπόρεσε να αποφύγει εκ των πραγμάτων, ήταν η πολυλογία της θείας Ευανθίας. Κάθε λίγο και λιγάκι έκανε στάση, κάπνιζε, έκλεινε τα μάτια να ηρεμήσει, αλλά κάθε φορά η θεία Ευανθία, έβγαζε το κεφάλι από το παράθυρο και του έλεγε να συνεχίσει, γιατί δεν ήθελε να πληρώνει χασομέρηδες και χαραμοφάηδες. Επιπλέον, προς τι τόση καθυστέρηση και τόσες στάσεις, εφόσον κατούρησε μια φορά ο Φλογέρας;
Η θεία Ευανθία είναι η μεγαλύτερη αδελφή της μάνας μου. Η μάνα μου και ο πατέρας μου δεν υπάρχουν πια. Ο άντρας της θείας μου, ο Φίλιππος μας άφησε πριν δύο χρόνια. Πέρασε απαρατήρητος απ’ τη ζωή μέχρι που πέθανε και η εκκλησία γέμισε από κόσμο στην κηδεία του. Άλλοι συγγενείς, νεκροί ή ζωντανοί, δεν υπάρχουν. Ένα παιδί που γέννησε η θεία δεν έζησε τελικά. Ο ομφάλιος λώρος το έπνιξε. Η θεία Ευανθία έχει εμένα, κι εγώ αυτήν. Επομένως, το οικογενειακό μας δέντρο είναι φτωχό. Ένας γέρικος κορμός, κι ένα κλαδί, βορά στις διαθέσεις του ανέμου.
Τα χρόνια πέρασαν και θα ‘λεγε κανείς ότι τ’ αποτυπώματα του χρόνου είναι περισσότερο εμφανή πάνω μου, παρά πάνω στη θεία Ευανθία. Είναι ακόμη ξερακιανή, λυγερόκορμη, και φοράει ωραία εμπριμέ φουστάνια κάτω απ’ το γόνατο. Τα μαλλιά της τα πιάνει με ένα κότσο κι ένα δίχτυ στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Φοράει πάντα καφετί καλτσοδέτες, αλλά είναι τόσο αδύνατη που οι αστράγαλοί της διαγράφονται ξεκάθαρα κάτω από το ύφασμα. Τα παπούτσια της είναι πάντα στρωτά και το βήμα της νευρικό. Το πρόσωπό της είναι γλυκό, ακόμη και τώρα που οι ρυτίδες έχουν εγκατασταθεί στο γυαλιστερό της δέρμα. Μια μύτη λίγο γαμψή, στην οποία στερεώνονται τα γυαλάκια της όταν θέλει να πλέξει, της προσδίδει μια γοητεία γιαγιάδων μαγικών παραμυθιών. Τα φουντωτά της φρύδια σκεπάζουν δυο τσαχπίνικα μάτια, που παρατηρούν συνεχώς χωρίς αναπαμό. Το στόμα της έχει ζαρώσει κάπως, αλλά είναι το πιο δραστήριο μέρος του σώματός της. Η θεία μου είναι περίεργη, και πιστεύω ότι από αυτή κόλλησα το δημοσιογραφικό μικρόβιο. Ξέρει πολλά πράγματα, αλλά δεν μπορεί να τα κρατήσει μέσα της. Τα λέει όλα, κι όπως γίνεται ευκόλως κατανοητό, χρειάζεται τον ανάλογο χρόνο να τα εκθέσει. Επομένως δεν πρέπει να την κατατάξει κανείς στη βολική κατηγορία της πολυλογούς και της κουτσομπόλας. Η βασική μας διαφορά είναι ότι η θεία μου δε θα παραπεμπόταν ποτέ στο πειθαρχικό της Ενώσεως Συντακτών, ό,τι κι αν ξεστόμιζε. Ό,τι λέει είναι εγγύηση, διασταυρωμένο και σπαρταριστό. Οι ειδήσεις καρφώνονται στα αφτιά της, όπως το καρφί στο ξύλο. Κι αυτό γιατί τα ‘χει συνεχώς ανοικτά και επιπλέον, στη τωρινή της μοναξιά, παρακολουθεί πολλή τηλεόραση.
Η θεία Ευανθία για μένα, παρόλα ταύτα είναι πάντα μια ευκαιρία να επιστρέψω στον γενέθλιο τόπο και τα παιδικά μου χρόνια. Πάντα με μια νοσταλγία, που τείνει να εξιδανικεύσει τις καταστάσεις και να τις κατατάξει στη μνήμη μου αψεγάδιαστες. Ενώ δεν είναι έτσι. Ίσως επειδή, όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο λιγοστεύουν οι επιστροφές μου εκεί. Εκείνη όμως με επισκέπτεται τρεις φορές το χρόνο, έρχεται στο σπίτι, μου το καθαρίζει, μου πλένει, μου σιδερώνει και μαγειρεύει επιπλέον. Παρότι φέρνει μαζί της ωραία φαγητά, εγώ τα προσεγγίζω μόνο από πέντε μέτρα απόσταση. Μπάμιες, φασολάκια, γιουβαρλάκια, στιφάδο, γεμιστά, μελιτζάνες, σπαράγγια και χόρτα που κόβει μόνη απ’ την αυλή της. Βλέπω με πόση αγάπη είναι φτιαγμένα, αλλά ποτέ δεν έκανα την κίνηση να φάω κάτι απ’ αυτά, έστω για τυπικούς λόγους ευγένειας, μόνο και μόνο για να της δώσω τη χαρά που επιζητά κάθε καλή μαγείρισσα. Εκείνη όμως δεν παραπονιέται, μου λέει «ότι τραβάει η ψυχή σου θα φτιάξω» και μου ετοιμάζει, με ευθείες σπόντες για την κατάσταση του εντέρου μου, όλες τις παραλλαγές κρέατος που υπάρχουν. Μόνο κρέας τρώω, δυστυχώς. Όποτε όμως με πειράζει και με εκφοβίζει κραδαίνοντας χοληστερίνη και τριγλικερίδια, της λέω κάτι που άκουγα μικρός να της λέει ο άνδρας της ο Φίλιππος. «Υπήρχε μια εποχή που τρώγαμε αέρα, μετά τρώγαμε χόρτα, μετά πατάτες, και τώρα, δόξα τω Θεώ, κρέας! Φάτε όσο μπορείτε, γιατί η ζωή είναι πουτάνα και οι πολιτικοί κλέφτες! Μπορεί να ξαναγυρίσουμε πίσω χωρίς να το καταλάβουμε κιόλας…»
Ξέρω ότι είναι κάπως κωμικό να επικαλείσαι το κατοχικό σύνδρομο, μόνο και μόνο για να μην ακούς αυτά που δε σε συμφέρουν. Αλλά και τι να την κάνεις τη ζωή χωρίς καταχρήσεις; Ούτως η άλλως, μακροπρόθεσμα δύο μέτρα γη θα πάρουμε όλοι, άλλοι νωρίτερα, άλλοι αργότερα. Άλλωστε, όπως θα έλεγε και ο Περικλής, σημασία έχει να πιάσεις την ποιότητα απ’ τα μαλλιά, και να μην ενδιαφέρεσαι τόσο για την ποσότητα. Παρότι με συμφέρει να το λέω, έχω την υποψία ότι ο Περικλής θα ζήσει περισσότερο από μένα, μόνο και μόνο για να μου αποδείξει ότι δεν έχει άδικο. Η θεία Ευανθία πάλι διαφωνεί με τέτοιου είδους καθησυχαστικές φαιδρότητες, και μέχρι τώρα διατηρεί τη σιλουέτα και τη σβελτάδα της σε εντυπωσιακό βαθμό. Πλησιάζει τα εβδομήντα πέντε, αλλά το μάτι της παίζει και ο εγκέφαλός της διάγει την περίοδο της δεύτερης νιότης του.
Όποτε βλέπω τη θεία μου, είναι σα να κάνω μια νοητή βόλτα πίσω στο σπίτι της, ένα μέρος αγαπημένο, γιατί εκεί είχα παίξει τις περισσότερες φορές στα νιάτα μου, με όλα τα φιλαράκια. Το σπίτι της θείας μου ανήκε σε ένα μικρό συγκρότημα μονοκατοικιών κοντά στα περιβόλια και τα χωράφια της περιοχής. Ήταν κατά κάποιο τρόπο το προάστιο του χωριού μας. Ένα μικρό ποτάμι, με λίγο νερό και πολλά φυτοφάρμακα, έκοβε το χωριό στα δύο. Το σπίτι μας ήταν στην πυκνοκατοικημένη μεριά, δεν ανέπνεε από πουθενά, σε σημείο να ακούς τα καλοκαίρια τις κλανιές των γειτόνων που κοιμόντουσαν στρωματσάδα στα μπαλκόνια και τις ταράτσες. Ενώ το σπίτι της θείας ήταν άλλο πράγμα! Το φώτιζε ο ήλιος, σου γαργαλούσαν τη μύτη οι τριανταφυλλιές, και το βράδυ μύριζες το δροσερό αεράκι απ’ το ρετσίνι των πεύκων που κατέβαινε από το βουνό, και όλα αυτά με τα νυχτολούλουδα να σπάνε με το μαβί τους χρώμα, το σκοτάδι που έπεφτε νωρίς. Εκεί μάλιστα, είχες τ’ αφτί σου πάνω στους σφυγμούς του τόπου σου!
Ασφυκτιούσα και εγώ και οι φίλοι μου, και έτσι αποφασίζαμε να καβαλάμε τα ποδήλατα και να πηγαίνουμε στο μεγάλο χαγιάτι της θείας, που το ζώνανε ευωδιαστές πορτοκαλιές. Η πλατεία του χωριού παρακολουθούνταν από όλα τα καφενεία περιμετρικά, κι έτσι δεν μπορούσαμε να επιδιδόμαστε στην αγαπημένη μας ασχολία. Πηγαίναμε στο σιντριβάνι, στο κέντρο της, και κοκκινίζαμε με μικρές ντομάτες που κόβαμε απ’ τ’ αδέσποτα μποστάνια, τα αγάλματα που το κοσμούσαν. Ναζιάρικα αγγελάκια, με φλογέρες, που κατουρούσαν νερό και σχημάτιζαν ένα εκθαμβωτικό για μας θέαμα. Το βράδυ φωτιζόταν όμορφα, αλλά από ένα σημείο και μετά το παράτησαν στη μοίρα του. Το ‘χε φτιάξει ένας αρχαιόπληκτος κοινοτάρχης με παχύ μουστάκι και καθαρευουσιάνικη προφορά, αλλά μετά έχασε τις εκλογές και το σιντριβάνι υποβαθμίστηκε. Εμείς πηγαίναμε και χώναμε σ’ όλα τα κρυφά κι απόκρυφα σημεία των γυμνών αγαλμάτων τις μικρές ντομάτες, και μετά γελούσαμε διαβολικά. Πρέπει να το παρακάναμε γιατί ο νέος κοινοτάρχης παρακάλεσε τον παπά Κώστα να μας τραβήξει το αυτί στο κατηχητικό. Μας είπε ότι αν συνεχίζαμε να χώνουμε ντοματάκια στον πισινό των αγαλμάτων, δε θα μας κοινωνούσε ποτέ ξανά και ότι θα μας αφόριζε. Έτσι, μην μπορώντας να αντέξουμε τον περιορισμό, αλλάξαμε στέκι. Για το μόνο που λυπηθήκαμε ήταν ότι δε θα μπορούσαμε πλέον να βάζουμε χελώνες στα καθίσματα των τρακτέρ, ούτε να πετάμε πετραδάκια με τις σφεντόνες μας, στα πισινά του Μήτσου του κρεοπώλη. Αυτός έγδερνε τα αρνιά στα γόνατα, και επειδή φορούσε χαμηλοκάβαλα παντελόνια, λόγω τεράστιας κοιλιάς, η χαραμάδα του κώλου του έβγαινε στη φόρα. Εμείς του τη στήναμε πίσω από ένα μαντρότοιχο, και τον πυροβολούσαμε, και κείνος φώναζε με την μπάσα φωνή του «δε θα σας τσακώσω, θα σας πάρει ο διάολος»! Η αλλαγή πάντως είχε και τα καλά της. Η θεία Ευανθία, νέα τότε και δραστήρια, μας περίμενε με μια κανάτα σπιτική λεμονάδα, και ζυμωτό ψωμί που έψηνε στον πλινθόκτιστο φούρνο, ο οποίος έμοιαζε με ιγκλού πάνω σε τραπέζι.
Πόσο μ’ άρεσε να πετάω νοητά πάνω απ’ το χωριό! Πόσο με παρηγορούσε αυτό, σε ένα σημείο της ζωής μου, που ένιωθα ότι είχα σκαλώσει άσχημα σ’ ένα βαλτότοπο. Ότι η ζωή ξεγλιστρούσε μέσα απ’ τα χέρια μου, κι την παρατηρούσα σαν αμέτοχος παρατηρητής. Τώρα φτάνω κοντά στα σαράντα, δουλεύω σε μια δουλειά που δε μου αποφέρει αρκετά, και ζω σε μια πόλη που μισώ αλλά με τρέφει, οπότε δεν πρέπει να παραπονιέμαι. Έχω όμως μια παράξενη αίσθηση ότι γερνάω πριν την ώρα μου. Κάπου διάβασα ότι οι πολιτικοί συντάκτες γερνάνε νωρίτερα από τους άλλους δημοσιογράφους, Συμφωνώ απόλυτα. Κάνω εδώ και τέσσερα χρόνια κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ και έτσι έχω μια στενή σχέση με τη νωθρότητα και την μαλάκυνση. Η επανάληψη μπορεί να δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας στον άνθρωπο, αλλά όταν τη ζωή σου διακρίνει μόνο αυτό, τότε πρέπει ν’ αρχίσεις ν’ ανησυχείς. Έχω ήδη κατανοήσει τη σοβαρότητα της κατάστασή μου, δεδομένου ότι βλέπω ακόμη και στον ύπνο μου, συνεχώς, ένα βουλευτή της επαρχίας να παραπονιέται γιατί δεν έχει ο τόπος του δρόμους και νοσοκομείο.



§



Τα πράγματα πήγαν χειρότερα. Ακόμη κι η θεία έπεσε έξω στις προβλέψεις της. Με το που έπεσα στον καναπέ, στο μικρό σαλονάκι, δε μπόρεσα να ξανασηκωθώ. Στην τουαλέτα πήγαινα με μέτρο, και πάντα υποβασταζόμενος από τη θεία – να ‘ναι καλά, τι θα ‘κανα αν δεν είχε έρθει έτσι απρόσμενα; Κοιμόμουνα πολλές ώρες, έχανα την αίσθηση του χρόνου, αλλά όταν ξυπνούσα η θεία ήταν πάντα εκεί με το κουτάλι στο χέρι, προσπαθώντας να μου χώσει βίαια το φιδέ στο στόμα. Τον μύριζα και ανακατευόμουν άσχημα. Δεν έβλεπα και καλά. Λες κι είχαν κατακαθίσει σύννεφα στα βλέφαρά μου. Είχα και για κάποιο λόγο κλειστοφοβικές τάσεις. Από το απόγευμα της Τετάρτης και μέχρι το απόγευμα του Σαββάτου, έμενα ακίνητος μέσα στις κουβέρτες, ανήμπορος να κουνήσω ακόμη και τα δάχτυλά μου. Για κάτι, όμως, ήμουν απολύτως σίγουρος. Ό,τι η τηλεόραση ήταν ανοιχτή απέναντί μου ολημερίς κ’ ολονυχτίς, και ότι η θεία μου συζητούσε μαζί της σχολιάζοντας μοναχή της τα όσα συνέβαιναν στο μαγικό κουτί. Έπλεκε και με φρόντιζε. Μου έβαζε κομπρέσες και τις άλλαζε σε τακτά χρονικά διαστήματα. Ήταν η πρώτη φορά που απέκτησα αποκλειστική νοσοκόμα. Για μια στιγμή, μάλλον στον ύπνο μου, αναρωτήθηκα αν αυτό που βίωνα ήταν μια εικόνα από το μέλλον. Φοβήθηκα, όταν είδα ένα βράδυ τον εαυτό μου τριάντα χρόνια μετά, στο κρεβάτι του πόνου, αδύναμος και γέρος, να κατουράω σε πάπια και οι φλέβες μου να ‘χουν τρυπηθεί από τους πολλούς ορούς. Και στον ανήσυχο ύπνο, νοσοκόμα ήταν η θεία μου. Φορούσε άσπρη μπλούζα, με κοιτούσε και γελούσε κακαριστά, κρατώντας μια μεγάλη σήριγγα, και τότε ήταν που ξυπνούσα κάθιδρος, με σφάχτες στα πισινά μου.
Η ανάνηψή μου άρχισε κατά τις πέντε το απόγευμα του Σαββάτου. Ξύπνησα από ένα βαθύ ύπνο, και ένιωθα καλά, είχα πλήρη επίγνωση του χώρου και ένιωθα τα χέρια και τα πόδια μου. Και πάλι με περίμενε το παρηγορητικό χαμόγελο της θείας. Είχα όρεξη για φαγητό μετά από πολλές ημέρες. Μια σούπα με ρύζι και λίγο λεμόνι, με επανέφερε πλήρως στην πραγματικότητα. Η θεία με κοιτούσε με θαυμασμό, την ώρα που ρουφούσα το ζεστό που μου ετοίμασε με μεγάλη μαστοριά. Για μια ακόμη φορά σκέφτηκα ότι η θεία ήταν δώρο εξ’ ουρανού. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα, με φίλησε στο μέτωπο, και μου είπε να ηρεμήσω, το μεγάλο κακό είχε περάσει. Είχε δίκιο. Ανακτούσα τις δυνάμεις μου, και επιπλέον διαπίστωνα ότι τόσες μέρες είχα ξεχάσει έγνοιες και φασαρίες. Άρρωστος μεν, ήρεμος δε. Κάτι που για μένα δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Την είδα με μια πετσέτα στο χέρι να κατευθύνεται προς το μπάνιο. Τότε πήρα το τηλεκοντρόλ για να περιηγηθώ στα προγράμματα των καναλιών.
Αφού σκυλοβαρέθηκα βλέποντας ένα μουσικό πρόγραμμα με ξανθιές και μοντέλα, δύο ομάδες που προσπαθούσαν να παίξουν ποδόσφαιρο σ΄ ένα βαλτότοπο, και μια εκπομπή για τα δικαιώματα των τετραπόδων, έπεσα πάνω σε κάτι που είχε να κάνει με τη δουλειά μου. Το κανάλι της Βουλής είχε σε ζωντανή αναμετάδοση την προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση για την κύρωση του εθνικού προϋπολογισμού. Το είχα ξεχάσει τελείως. Προφανώς κάποιος άλλος συνάδελφος θα πήγε εκεί που κανονικά θα έπρεπε να είμαι εγώ. Άφησα το τηλεκοντρόλ κατά μέρος και άραξα για ν’ ακούσω πράγματα που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι μαγνητοσκόπηση μιας παρόμοιας συζήτησης μια δεκαπενταετία πριν. Μιλούσε ένας βουλευτής της Οικολογικής Ζωής (ΟΖ), με φουντωτά μαλλιά και τεράστια γυαλιά. Κατηγορούσε τα υπόλοιπα κόμματα με σθένος, επειδή, όπως έλεγε, ζούσαν σ’ έναν άλλο κόσμο, δεν έβλεπαν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, και επιπλέον δεν έκαναν τίποτα σε αναπτυξιακό επίπεδο για να συντονιστεί το κράτος με την πράσινη οικονομία και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Στηλίτευε με την στεντόρεια φωνή του, τα μπαζώματα των ποταμών, το κτίσιμο αυθαίρετων σε καμένες περιοχές, την ανυπαρξία κτηματολογίου και δασολογίου, αλλά και τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, ηλεκτρισμού και νερού, που παρήγαν περισσότερους ρύπους απ’ ότι ικανοποιητικές υπηρεσίες. Τη στιγμή που μιλούσε για την προστασία των εθνικών δρυμών, η κάμερα έκανε μια περιμετρική κίνηση στο σχεδόν άδειο κοινοβούλιο. Οι ελάχιστοι βουλευτές που τον παρακολουθούσαν ξύνονταν και μερικοί εξ αυτών ήταν εμφανώς νυσταγμένοι. Ο υφυπουργός που εκπροσωπούσε την κυβέρνηση εκείνη την ώρα, έστελνε μήνυμα με το κινητό του. Μετά την επισήμανση της ανησυχίας του, για την καφέ αρκούδα και τον άγριο τσαλαπετεινό, τέλειωσε την ομιλία του λέγοντας: «Όλα τα κόμματα έχετε τρομακτικές ευθύνες. Η χώρα πάει από το κακό στο χειρότερο, κι αν δε στραφούμε στην πράσινη οικονομία, οι προϋπολογισμοί που θα ψηφίζετε από δω και πέρα δε θα έχουν αντίκρισμα. Αυτή είναι η πραγματικότητα
Ακριβώς τότε είδα τη θεία Ευανθία να έρχεται με την πετσέτα στο κεφάλι σαν φακίρης, κρατώντας μια σκληρή χτένα στο ένα χέρι κι ένα μεγάλο κομμάτι βαμβάκι στο άλλο. Κάθισε στην πολυθρόνα και άρχιζε να χτενίζει τα μακριά μαλλιά της με δύναμη, με πείσμα θα ‘λεγε κανείς. Έμοιαζε από μακριά με άγριο τοπίο, με καταρράκτη που πίσω από τα τρεχούμενα νερά του, έκρυβε ένα σκαλισμένο πρόσωπο παλιό, μιας παγανιστικής θεότητας. Οι τρίχες που ξεκολλούσε με ευκολία η χτένα (σαν αυτή που χρησιμοποιούν οι μάνες για να σαρώσουν τις ψείρες στα μικρά παιδιά) κατέληγαν στο βαμβάκι, και στο τέλος σχημάτισαν ένα αηδιαστικό κουβάρι, που η θεία αν ήταν στο χωριό θα το έθαβε στον κήπο της. «Καλά τα μολογάει τούτος δω!» είπε αφήνοντας μια διερώτηση στον αέρα για να της απαντήσω. Δεν απάντησα, κι έστρεψα και πάλι το βλέμμα στην τηλεόραση.
Ακολούθησε ένας βουλευτής της Ενωμένης Αριστεράς (ΕΝΑ.), με σοφιστικέ ύφος και μια μικρή κοτσίδα. Δεν φορούσε γραβάτα, και πάντα άφηνε στο βήμα ένα βιβλίο με τις θεωρητικές αναζητήσεις της ανανεωτικής αριστεράς, αποδεικνύοντας ότι υπάρχουν και ανήσυχα πνεύματα. Αφού κατηγόρησε τα δύο μεγάλα κόμματα ότι συντηρούν ένα δικομματικό σύστημα που εναλλάσσεται και καπηλεύεται την εμπιστοσύνη και τον πλούτο του λαού, τόνισε τη σημασία που έχει η ίση κατανομή των βαρών σε ένα προϋπολογισμό. Έφερε ως παράδειγμα, σε έναν άλλο υφυπουργό που ψιλοβαριόταν, ότι η συντηρητική κυβέρνησή του είχε αυξήσει κατά 30% τους έμμεσους φόρους, είχε αφήσει ασύδοτους τους εμπόρους να γδάρουν τους μικρομεσαίους και τους συνταξιούχους, είχε δώσει το ελεύθερο στις τράπεζες να ρουφήξουν με το καλαμάκι το αίμα των πελατών τους, και ότι είχε κάνει τα στραβά μάτια απέναντι στα καρτέλ που λυμαίνονταν τον τόπο. Κάλεσε όλο το λαό να ακολουθήσει τον άλλο δρόμο, της προόδου και της ρήξης με το κατεστημένο, να εμπιστευτεί την Αριστερά που αναλογίζεται τις σύγχρονες προκλήσεις και παλεύει για ένα καλύτερο αύριο. Ξέχασε να προτείνει κάτι συγκεκριμένο, αλλά κατέληξε λέγοντας: «Η χώρα βυθίζεται στο βούρκο! Είστε διεφθαρμένοι, αλαζονικοί, και ανίκανοι! Η Αριστερά θα σας αποκαθηλώσει! Αυτή είναι η πραγματικότητα
Η θεία Ευανθία άκουγε τη συζήτηση μαζί μου χωρίς να μιλάει, κάτι που με χαροποίησε ιδιαίτερα. Άλλωστε, όπως μου ‘χε πει κάποτε, δεν την ενδιέφεραν τα πολιτικά. Είχε ήδη δέσει τον κότσο όμορφα και περιποιημένα. Πήγε για μια στιγμή στη κουζίνα, πήρε δύο μικρά ταψάκια, κι άρχιζε στην πολυθρόνα να ξεχωρίζει τις φακές, με τα γυαλάκια της. Η απόδειξη της συγκέντρωσής της σ΄ αυτή την λεπτή δουλειά, ήταν η γλώσσα της μισοβγαλμένη και μαγκωμένη ανάμεσα στα δόντια της. Ξαφνικά μίλησε πριν να ακολουθήσει ο επόμενος ομιλητής. «Καλά τα μολογάει τούτος δω!» και πάλι.
Το λόγο, στη συνέχεια, πήρε μια βουλευτίνα από το κόμμα των Αληθινών Κομμουνιστών, Μαρξιστών και Λενινιστών (ΑΚΟΜΑΛΕΝΙΝ).Προς αποφυγή απομιμήσεων η ονομασία, φυσικά… Ήταν η μόνη που μιλούσε με λόγο κοφτερό, σίγουρο και τεκμηριωμένο απόλυτα. Όλες οι κατηγορίες της δεν ήταν στον αέρα. Για όλα έφταιγαν οι καπιταλιστές, οι ιμπεριαλιστές, οι φονιάδες των λαών και όσοι τους στηρίζουν. Σπόντες πετούσε συνεχώς για τα υπόλοιπα κόμματα, μιλούσε για αστικά κόμματα, τις παραφυάδες και τα υποστυλώματά τους. Περιέγραψε με αξιοπρόσεκτη γλαφυρότητα τη σαπίλα και το βόθρο στον οποίο έχει σκαλώσει η χώρα. «Πρέπει ο λαός να ανασυνταχθεί, να ανατρέψει το δικομματισμό και τα ξαδέρφια του, να αλλάξει το συσχετισμό δύναμης και να βγει μπροστά για τα δικαιώματά του. Να διεκδικήσει ένα σοβαρό κράτος και να πετάξει στην άκρη τους ιδιώτες και τις πολυεθνικές που κάνουν σαν αδηφάγοι αρουραίοι! Μόνον με εμάς μπορεί, όταν αποφασίσει να ανατρέψει το καπιταλιστικό παρόν, να βρει ένα σοσιαλιστικό μέλλον, με την εξουσία στα χέρια του. Η εργατική τάξη, η νεολαία, και οι αγρότες θα σας ρίξουν μαύρο, γι’ αυτά που έχετε κάνει και συνεχίζετε -όλοι οι συστημικοί- να κάνετε! Είναι ένας προϋπολογισμός της πλουτοκρατίας και κείνων που τη λιβανίζουν! Των δεξιών και των σοσιαλδημοκρατών! Αυτή είναι η πραγματικότητα!» Για μια ακόμη φορά συμφωνούσα μαζί της στην περιγραφή της κατάστασης, κωλυόμουν όμως στο να συμφωνήσω μαζί της ως προς την επίλυση των προβλημάτων. Ακόμη αναρωτιέμαι, διάολε, γιατί πρέπει ένα κράτος να παράγει καρφίτσες, προφυλακτικά ή χαρτιά υγείας; Επίσης, γιατί ένα πρόβλημα που δύναται να λυθεί σήμερα επί καπιταλισμού, πρέπει να μείνει άλυτο, για να το λύσει ο κομμουνισμός, όταν έρθει; Η θεία δεν συμμεριζόταν τις σκέψεις μου απ’ ότι φαίνεται. Ήταν πιο κατηγορηματική. «Καλά τα μολογάει τούτη δω!» Το ίδιο είπε και για έναν βουλευτή του κόμματος της Εθνικής Υπερηφάνειας (ΕΥΠ), όταν είπε ότι η χώρα έχει μπουκώσει από τους πολλούς μετανάστες, κι αν δεν αρχίσουμε τις απελάσεις σε λίγα χρόνια, ακόμη κι οι παπάδες θα είναι μαύροι. Τη θεία Ευανθία, μια θεοσεβούμενη γυναίκα, μια τέτοια προοπτική τη φόβισε. Ήταν ελεγχόμενα θρησκόληπτη. Πίστευε στο Θεό, αλλά και ότι ο παπάς του χωριού έχωνε το χέρι του στο παγκάρι. Αυτό επιβεβαιώθηκε όταν ο παπάς άρχισε να κυκλοφορεί στο χωριό με ένα τζιπ 4Χ4, που μπορούσε να μεταφέρει ταυτόχρονα κολυμπήθρες, μανουάλια, εξαπτέρυγα, πρόσφορα, τα παπαδοπαίδια και τους επιστάτες του ναού.
Η ηλεκτρική κουζίνα άχνιζε και μια ωραία μυρωδιά μας ξύπνησε τη μύτη. Εμένα μου έτρεχαν τα σάλια και η θεία έσπευσε να βγάλει το κέικ από το φούρνο. Τότε στο βήμα ανέβηκε ένας βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του κόμματος των Σοσιαλδημοκρατών (ΣΟΚ). Μιλούσε σαν ένας παροδικός ταξιδιώτης και σκληρός τιμητής όλων των άλλων, μολονότι το κόμμα του είχε κυβερνήσει στο παρελθόν για μια εικοσαετία. Το ύφος του είχε κάτι από άτεγκτο εισαγγελέα, ενώ η γλώσσα του σώματος του, ομολογούσε ότι είχε κάνει πολλές κουβέντες με τον ίματζ μέϊκερ του κόμματος. Φορούσε ένα σακάκι με μπαλώματα στους αγκώνες και ζιβάγκο από μέσα. Μια επιλογή ένδυσης, η λεγόμενη σοσιαλιστική, που απαξάπαντες στο κόμμα υιοθέτησαν αφού έχασαν τις εκλογές, γιατί προηγουμένως τα χαρτιά που είχαν στα χέρια τους σκάλωναν στα χρυσά τους μανικετόκουμπα. Ο ίδιος είχε διατελέσει και υπουργός Υγείας, με επιτυχημένο έργο, καθώς κατόρθωσε να μειώσει τα ράντζα στους διαδρόμους των νοσοκομείων και να τα στελεχώσει με νεαρές νοσοκόμες της επιλογής του, προς τέρψιν των ασθενών. Αφού περιέγραψε με τα μελανότερα χρώματα την πορεία της χώρας από τη στιγμή που έφυγε η κυβέρνησή του, κατήγγειλε την κυβέρνηση για αδυναμία διαχείρισης, κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, πελατειακές πρακτικές, διαφθορά, κατάχρηση εξουσίας, χειραγώγηση της δικαιοσύνης, καταστροφική οικονομική πολιτική, λάδωμα των μέσων ενημέρωσης υπό τη μορφή κρατικών επιχορηγήσεων, ξεχείλωμα της κοινωνικής συνοχής και ευνοϊκή στάση απέναντι στους βιομηχάνους και τους εφοπλιστές. Επίσης χρέωσε στην κυβέρνηση την απαισιοδοξία του λαού, που, κατά τη γνώμη του, έβλεπαν τον κόσμο μαύρο κ’ άραχνο. Σε αυτό απέδωσε και τη μείωση των γεννήσεων. Στο τέλος της ομιλίας του, σαν να κορυφωνόταν μια σαγηνευτική άρια, είπε: «Επί των ημερών μας ο τόπος απέπνεε ευωδιές και υγεία, σήμερα ζόφο και βρόμα, και υπεύθυνοι είστε εσείς κύριοι! Ο λαός είναι με το μέρος μας, και θα το καταλάβετε καλά στις επόμενες εκλογές. Ζητά αναδιανομή του πλούτου και φιλολαϊκές πολιτικές. Εμείς έχουμε την εμπειρία και θα αλλάξουμε τα πράγματα, με τον αυριανό μας πρωθυπουργό! Οι σοσιαλιστές θα πάμε στην κυβέρνηση και όλα θα πάνε καλύτερα. Έχουμε πρόγραμμα και δίνουμε προοπτική και ελπίδα στον τόπο, για τον οποίο εσείς σε δίνετε δεκάρα. Είστε η παράταξη των εχόντων και εμείς η παράταξη με τις δημοκρατικές ευαισθησίες! Όσο πιο γρήγορα φύγετε, τόσο καλύτερα για τους πολίτες αυτής της χώρας. Αυτή είναι η πραγματικότητα!»
Η θεία άπλωσε μια χαρτοπετσέτα με δύο κομμάτια κέϊκ και μου την έδωσε. Φαινόταν εξαίσιο. Με γουρλωμένα μάτια μου είπε «Καλά τα μολογάει τούτος δω!» εξαίροντας τη δύναμη και την κινησιολογία του πολιτικού, την οποία συνέδεσε άρρηκτα με την αλήθεια των λόγων του. Κάθισε και άρχισε να τρώει κι αυτή μαζί μου, τεντώνοντας τα αυτιά της σκυμμένη. Άρχισε και πάλι να πλέκει με μια μαεστρία που θαύμαζα. Είχε πάρει την κατάσταση στα σοβαρά πάντως. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο πράγμα, μου εξομολογήθηκε.
Έφτασε και η ώρα να μιλήσει ένας βουλευτής της πλειοψηφίας από μια αγροτική περιοχή, του Λαϊκού Κόμματος Συνεργασίας (ΛΑΚΟΣ), που υπερασπίστηκε την κυβέρνησή του. Λίγο έλειψε να σκίσει τα ιμάτια του για να γίνει πιστευτός, αλλά ταυτόχρονα είχε υιοθετήσει ένα ύφος ήρεμο και σταθερό. Το ύφος που αρμόζει στους επιτυχημένους κι οι άλλοι τους φθονούν. Δεν έκανε καμία αναφορά στον προϋπολογισμό, αλλά θεώρησε σκόπιμο να απαντήσει στον προηγούμενο ομιλητή με σηκωμένο το δάκτυλο. Αφού περιέγραψε με τα μελανότερα χρώματα την πορεία της χώρας την περίοδο της παλιάς διακυβέρνησης, κατήγγειλε την αξιωματική αντιπολίτευση για το έργο που άφησε πίσω της. Για αδυναμία διαχείρισης, κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, πελατειακές πρακτικές, διαφθορά, κατάχρηση εξουσίας, χειραγώγηση της δικαιοσύνης, καταστροφική οικονομική πολιτική, λάδωμα των μέσων ενημέρωσης υπό τη μορφή κρατικών επιχορηγήσεων, ξεχείλωμα της κοινωνικής συνοχής και ευνοϊκή στάση απέναντι στους βιομηχάνους και τους εφοπλιστές. Στη συνέχεια, με μια αδιόρατη έπαρση, υπεραμύνθηκε το παραγόμενο έργο, και απέδωσε την οργή των αντιπάλων του, στο γεγονός ότι είχαν καιρό να βάλλουν το χέρι στο μέλι…Με εξυπνακίστικο ύψος, σα να ‘λεγε τι λέτε μωρέ χωριάτες, έφτασε στον επίλογο του πανηγυρικού του. «Δε καταλαβαίνω το πρόβλημα σας με τους ανθρώπους των επιχειρήσεων; Τι θέλετε δηλαδή να μας φύγουν και να πάνε να βρουν φθηνά μεροκάματα αλλού; Πώς θα αναπτυχθεί ο τόπος κύριοι, χωρίς επενδύσεις και κοινωνικές θυσίες; Άλλωστε το πρόβλημά μας είναι πρωτίστως η καταναλωτική μας μανία. Αυτή πρέπει να αλλάξουμε πρώτα. Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον είναι δύσκολο και δε μπορούμε να αυξήσουμε την παραγωγικότητά μας, μόνο με δημόσιους υπαλλήλους…Η κυβέρνηση λέει τα πράγματα με το όνομά τους! Δε χαϊδεύει τα αυτιά κανενός, και δεν πλειοδοτεί άσκοπα διευρύνοντας το δημόσιο χρέος, επιβαρύνοντας τις επόμενες γενιές. Έχουμε υπεύθυνη πολιτική και έργο ακόμη να κάνουμε. Σας αφήνουμε εκεί κάτω, κύριοι, στο πάτο του πηγαδιού, να συγχρωτιστείτε με τον λαϊκισμό και την ανευθυνότητα. Δε θα σας ακολουθήσουμε στις ατραπούς της αγνωμοσύνης. Η χώρα πάει μπροστά, κάνει βήματα, αλλά εσείς είστε τόσο πίσω, που βλέπετε μόνο τη σκόνη μας. Είμαστε αγωνιστικό αυτοκίνητο δύο χιλιάδων κυβικών, και σεις μια σακαράκα χωρίς πυξίδα. Αυτή είναι η πραγματικότητα
Της θείας της άρεσε το ευφυολόγημα, γι’ αυτό έριξε ένα θαμπό χαμογελάκι, λέγοντας «Καλά τα μολογάει τούτος δω!» Εκείνη τη στιγμή ένιωθα ότι ζω ταυτόχρονα πολλά πράγματα, που είχα ζήσει στο άμεσο παρελθόν. Οι κυβερνητικοί βουλευτές, ενθαρρυμένοι από την πρόζα του συναδέλφου τους, σηκώθηκαν από τα έδρανα και άρχιζαν να τον χειροκροτούν, σαν κλακαδόροι με τρία πτυχία. Τότε ήταν που φούσκωσα από βαρεμάρα. Τι θέατρο Θεέ μου! Τι κακοί ηθοποιοί! Τι παλιομοδίτικο έργο! Τι χαζός θεατής που είμαι! Τι μάρκα διαστροφή με διακατέχει!
Η θεία Ευανθία έπλεκε γρήγορα, και αναρωτιόμουν πως δεν τρυπάει τα δάκτυλά της. Την κοιτούσα με απορία και συγκίνηση. Χωρίς να σηκώσει τα μάτια της ρούπι από το εργόχειρό της, με μια ειλικρίνεια που την ένιωθες, με ρώτησε κάτι με την σιγανή φωνή της, σαν κι οι λέξεις της να ‘ταν μια ακόμη σταυροβελονιά.
«Όλα καλά βρε παιδί μου…Αλλά ένα πράμα δεν κατάλαβα. Πόσες, απ’ αυτό μωρέ, πως το λεν, α, ναι, πόσες πραγματικότητες υπάρχουν;»
Σήκωσε τα μάτια της επειδή η απάντηση αργούσε. Είχα μείνει άφωνος. Τρομοκρατήθηκα απ’ την ιδέα που στριφογυρνούσε στο μυαλό μου. Η πραγματικότητα δεν υπάρχει!



§



Την Κυριακή το πρωί η θεία θα επέστρεφε στο χωριό. Την έβλεπα ότι δε τη χωρούσε ο τόπος. Με μια κούπα καφέ στο χέρι, όρθιος πλέον και αρκετά δυνατός, την έβλεπα πως γέμιζε το ψυγείο, πώς το τακτοποιούσε για μένα, αμίλητος και σκεφτικός. Τότε άρχισε ένα μονόλογο που σε διαφορετικές περιστάσεις ίσως και να με πείραζε. «Να προσέξεις που θα πέσεις παλικάρι μου…Δε λέω, να στραβωθείς, έτσι γίνονται τ’ αντρόγυνα κι οι οικογένειες, αλλά πρόσεχε…» Τα λόγια της ήταν από καρδιάς, και ο τρόπος που με ακουμπούσαν οι λέξεις της, είχε μια ζεστασιά. «Δε τα βλέπεις μωρέ παιδί μου, εγώ θα σ’ τα πω…Από μικρές έχουνε το μυαλό στο τύλιγμα…Στο χωριό, δεν έχουνε πετάξει ακόμα βυζί, και έχουνε δει τι κρύβεται κάτω απ’ τα σκέλια του ανδρός…Κι άμα γίνονται αυτά εκεί που τα στόματα δεν έχουν σταματημό, φαντάσου εδώ…Τι να σου πω, πρόσεχε…Ξέρω ότι θα την περάσεις από κόσκινο αυτή που θα πάρεις, αλλά πρόσεχε...» Η θεία έκανε το χρέος της, μου τα είπε και κατέβηκε στο δρόμο, που την περίμενε ο Φλογέρας, έχοντας πατήσει τρεις τέσσερις φορές την κόρνα.
Τα φόρτωσε όλα, και ήταν έτοιμη να φύγει. Με έπιασε με τα δυο ζεστά της χέρια απ’ το κεφάλι, με τράβηξε προς το μέρος της, και με φίλησε στο μέτωπο. «Να προσέξεις που θα πέσεις παλικάρι μου…» μου ‘πε και πάλι κ’ έπειτα έφυγε. Έμεινα να κοιτάζω το αυτοκίνητο πως απομακρυνόταν στον μακρύ δρόμο. Αυτό που μου ‘χε κάνει εντύπωση, όσο κι αν φαίνεται αμελητέο, ήταν η φυσικότητά της. Απ’ αύριο θα έπρεπε να επιστρέψω σε μια κοινωνία που ο καθένας διαπραγματεύεται με τον άλλο το προφίλ του, μια κοινωνία στην οποία θα έπρεπε να μιλήσω διαφορετικά απ’ ότι στη θεία μου, για να μη νιώσω για μια ακόμη φορά απόκληρος. Τι καλά που ‘ρθε η θεία, σκέφτηκα. Είχα ανάγκη την ενστικτώδη σοφία της. Πήρα το πιο σημαντικό μάθημα απ’ αυτήν. Οι σωστές ερωτήσεις είναι αυτές που αργούν. Αυτές έχουν σημασία, κι όχι οι απαντήσεις που μένουν αναλλοίωτες ανά τους αιώνες, επειδή κανείς δε βρέθηκε να τις αλλάξει. Το ίδιο βράδυ, έφαγα απ’ τα φασολάκια της θείας Ευανθίας, και την ευχαρίστησα. Δεν ήταν τόσο άσχημα…

Τρίτη, Ιανουαρίου 06, 2009

Καιόμενος φίλος
Διήγημα


Όλοι το ξέρανε. Όλοι το μουρμουρίζανε και λέγανε τι κακό που ήταν να κυκλοφορεί ο θάνατος ελεύθερος στον τόπο και κανείς να μην αντιδρά. Μερικοί όμως, αφού τα λέγανε αυτά, άλλαζαν τροπάρι και έλεγαν, εντάξει αυτά γίνονταν και παλιότερα, αλλά πιο κρυφά. Ο Βαγγέλης, το παιδί του Πάνου του ξερακιανού, κυκλοφορούσε με εκείνο το πράσινο δίπορτο στα γύρω χωριά, και έδινε στα παιδιά χασίς. Αυτό ήτανε το σίγουρο, αλλά άλλοι έλεγαν ότι δεν έδινε μόνο χασίς αλλά και άλλα πιο σκληρά πράγματα. Ο Βαγγέλης ήτανε ψηλός, και λιγνός σαν τον πατέρα του, γύρω στα είκοσι πέντε, αλλά όλοι, άνδρες και γυναίκες, συμφωνούσαν ότι δεν πρέπει να υπήρχε στον κόσμο άλλος πιο άσχημος απ’ αυτόν. Ήτανε πραγματικά άσχημος, είχε ένα μικρό κεφάλι που έμοιαζε με ασβού, φουσκωμένα όλα, μάτια, μάγουλα, αυτιά, μέτωπο, αλλά το στόμα μικρό, μια μικρή σχισμή, χωμένη κάτω από μια γαμψή μύτη, και ένα μικρό μουστάκι, και για να καταλάβεις τι έλεγε (γιατί μιλούσε σαν ξεψυχισμένος) έπρεπε να σκύψεις πολύ και να δεις αν κουνιέται το στόμα, έτσι ράθυμα που κουνιότανε εκείνο το κεφάλι στο χρώμα στης στάχτης, στηριζόμενο σε ένα λαιμό, που τον χαρακτηρίζανε μεγάλες μαβιές φλέβες, που τρίζανε μοναχές τους.
Δούλευε σε ένα βενζινάδικο που το είχανε άλλοι δύο. Ο ένας ήταν γνωστό ότι στα νιάτα του ρούφαγε χασίς, και πολλοί είπαν «που αλλού θα πήγαινε να δουλέψει αυτός, και ποιος κανονικός άνθρωπος θα τον έπαιρνε στη δουλειά του! Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα!». Ο εργοδότης, στα νιάτα του, είχε κάνει φυλακή για λίγους μήνες για διακίνηση, αλλά βγήκε γρήγορα γιατί πλήρωσε τις εγγυήσεις. Τον είχανε μπουζουριάσει όταν ανακαλύψανε ότι, με άλλους πέντε, στο κέντρο ενός χωραφιού με καλαμπόκια, αλλά και μέσα σε λιοστάσια, είχανε φυτέψει δενδρύλλια και κάνανε κανονική δουλειά, παραγωγή και διανομή. Τους κάρφωσε ένα μπάτσος, όταν του είπανε ότι πλέον θα μειώνανε το μερτικό του, λόγω αναδουλειάς.
Ο Βαγγέλης δούλευε εκεί τη νυχτερινή βάρδια, και δεν ήταν λίγοι αυτοί που ξέρανε, πώς αν περάσουν νύχτα από κει, θα βρούνε πράμα καλό. Φορτηγατζήδες, μηχανόβιοι, οικογενειάρχες, πουτάνες, ξένοι που ανταλλάζανε το πράμα με άλλο πράμα, και περιθωριακοί που για να βρούνε λίγη παραίσθηση, δίνανε και το βρακί τους που λέει ο λόγος. Εκεί, μετά τα μεσάνυχτα μάζευε και πολλή νεολαία ο Βαγγέλης, είχε μπύρες και ξύδια η καντίνα του βενζινάδικου, και πήγαιναν οι πιο έμπειροι, αλλά και οι πρωτόβγαλτοι, για να μεγαλώσουν. Βλέπανε τσόντες στη καλωδιακή, και μετά πήγαιναν πίσω στην αποθήκη, όπου βάζανε τα σύνεργα για την πλύση των αυτοκινήτων, και κάνανε χασίς. Πολλές φορές ο Βαγγέλης έφερνε την Ούρσουλα, τη Ρουμάνα από το μπορντέλο «Εβίτα» από την πόλη, την άφηνε στην καρέκλα με ανοιχτά τα πόδια, και όσοι την έβλεπαν, έλεγαν ότι θέλουν να τη πηδήξουν. Μικροί και μεγάλοι, την πηδάγανε στην αποθήκη, άλλοι θέλανε να κάνουν παρτούζα, κι άλλοι μεθυσμένοι την πληρώνανε μόνο για ένα τσιμπούκι. Στην αποθήκη, κάτω από ένα πανί είχε κρύψει ο Βαγγέλης ένα στρώμα και μερικές κουβέρτες για τη δουλειά, αν και οι περισσότεροι την έπαιρναν στα όρθια, μέσα σε μυρωδιές από βενζίνη και απορρυπαντικά. Ο Βαγγέλης τα είχε κανονίσει με την Ούρσουλα, εκείνος θα της πήγαινε πελάτες, και αυτή θα του έδινε ένα μερίδιο από τα κέρδη.
Όλες οι δουλειές του πήγαιναν καλά και όλοι ήταν ευχαριστημένοι, μέχρι τη στιγμή που έκανε το λάθος να πουλήσει χασίς στον Κώστα, το παιδί του Μάνου, του φύλακα στα σφαγεία. Ο Κώστας ήτανε αυτό που λέμε άβγαλτος, φοβιτσιάρης, μοναχικός και καταπιεσμένος από τον πατέρα του, που τον ήλεγχε ακόμη και στον ύπνο του. Ήτανε δεκαέξι χρονών, κοκκινομάλλης, όπως και οι δύο μικρότερες αδελφές του, και όλοι το απέδιδαν αυτό στο γεγονός ότι γεννήθηκε στη Γερμανία, πριν έρθουν οι γονείς του και πάλι στο χωριό με ένα αξιοπρεπές κομπόδεμα. Όλα τα παιδιά τον κορόιδευαν, επειδή περπάταγε λέγανε σαν αδερφή, και δεν τον έβαζαν ποτέ να παίξει μπάλα μαζί τους, αντιθέτως εκεί που καθόταν στο παγκάκι επίτηδες σούταραν προς το μέρος του, και μια φορά ένα σουτ τον βρήκε τόσο καλά που έφυγε κλαίγοντας με τη μύτη γεμάτη αίματα και το αίσθημα εκδίκησης αναμμένο. Αλλά και όταν παίζανε μπάσκετ και τον έβαζαν στις ομάδες τους, επειδή δεν ήταν τελείως άσχετος, του κάνανε χουνέρια, του κατέβαζαν τη φόρμα μπροστά σε όλο το σχολείο, και έμενε με το βρακί μονάχα, και οι κοπέλες που καθόντουσαν στα μεγάλα σκαλοπάτια του σχολίου γελούσαν εις βάρος του και αυτό τον δυσαρεστούσε. Όλοι είχανε να θυμούνται μια μέρα στο σχολείο, Δευτέρα ήτανε, που ο διευθυντής του γυμνασίου στην πρωινή προσευχή, άρχισε να ψάχνει εκείνους τους μαθητές που στη διάρκεια του σαββατοκύριακου έσπαζαν για πλάκα τα τζάμια των τάξεων, και γέμιζαν τις κλειδαριές με ξυλαράκια, ώστε να μη γίνει μάθημα. Ρώτησε εκεί μπροστά όλα τα αλάνια, και όλα έδειξαν με το δάχτυλο τον ένοχο, τον Κώστα. Τότε ο διευθυντής τον πλησίασε και τον κοίταξε άγρια. Ο Κώστας ήξερε ότι δε θα τη γλιτώσει, αλλά δεν τολμούσε να πει την αλήθεια, γιατί ακόμη κι αν γλίτωνε από το διευθυντή, θα τις έτρωγε από τα αλάνια. Ο διευθυντής είχε το όνομα του σκληρού τιμωρού, μολονότι δυο πιθαμές άνθρωπος. Βάραγε κάτι σφαλιάρες γεμάτες, έτσι που σου έμενε το αποτύπωμα του χεριού ενθύμιο στο μάγουλο, αλλά το χειρότερο που έκανε ήταν άλλο. Έπιανε της φαβορίτες και τις τραβούσε προς τα πάνω μέχρι ο άλλος να βγάλει κραυγές, κι όσοι έξυπνοι, για να το αποφύγουν, πηγαίνανε και κουρεύονταν γουλί, τους έπιανε από τη μύτη, ή τους χτύπαγε με το κάτω μέρος της παλάμης στο μέτωπο και φώναζε «Θα το ξανακάνεις ρε;». Όταν του έριξε τη σφαλιάρα, ο Κώστας είχε ήδη δει το χάρο με τα μάτια του, φοβήθηκε τόσο πολύ και είχε κατουρηθεί πάνω του, το κάτουρο είχε βάψει την ανοιχτόχρωμη φόρμα του, και είχε φτάσει στις κάλτσες του. Τον είδανε όλοι και άρχισαν να γελάνε, αγόρια και κορίτσια. Ένιωσε τέτοια ντροπή που έφυγε τρέχοντας, χωρίς άδεια και πήγε στο σπίτι του να αλλάξει. Ευτυχώς δεν ήταν κανείς εκεί, οι μεγάλοι δούλευαν και οι μικρές ήταν στα σχολεία τους. Ήθελε να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί έτσι όπως είχε καταντήσει.
Με το που το έμαθε ο πατέρας του, πήγε στο σπίτι και τον έσπασε στο ξύλο, χωρίς να ενδιαφερθεί για το αν ήταν ένοχος ο γιος του× δεν πίστευε ότι είχε ένα γιο τόσο μαλθακό και φοβισμένο. Ήταν η δεύτερη φορά που έφαγε τόσο άγριο ξύλο ο Κώστας. Η πρώτη ήταν λίγο καιρό νωρίτερα, όταν μπήκε ο πατέρας στο δωμάτιο ξαφνικά, νύχτα, και τον βρήκε ξαπλωμένο με το ένα χέρι κάτω από τα σκεπάσματα να μαλακίζεται, και το άλλο να κρατάει ένα τσοντοπεριοδικό. «Τι κάνεις ρε του είπε; Μόνος σου νομίζεις ότι είσαι στο δωμάτιο; Οι αδελφές σου κοιμούνται δίπλα!» και τον έσυρε στο σαλόνι και του τις έβρεξε κανονικά. Ο Κώστας ήθελε να του πει ότι όλοι το κάνουν, ότι πιθανόν- τι πιθανόν δηλαδή σίγουρα αν ήταν φυσιολογικός- και ο ίδιος το έκανε όταν ήτανε στην ηλικία του, αλλά δεν είπε τίποτα, τις μάζεψε όσες ήταν να μαζέψει, πήγε πλύθηκε στο μπάνιο και επέστρεψε στο δωμάτιο να κοιμηθεί. Από εκείνη τη μέρα ξανάρχισε να τον ταλαιπωρεί εκείνο το πρόβλημα που είχε και στο δημοτικό, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Ξυπνούσε τα πρωινά, και το στρώμα ήταν βρεγμένο, και η μάνα του φώναζε μανιασμένη, ότι το παιδί της δε θα μεγάλωνε ποτέ. «Μα να έχει ακράτεια σαν τη πεθερά μου;» αναρωτιόταν. Ο Κώστας ένιωθε ότι κανένας δε τον καταλάβαινε και δε τον αγαπούσε. Το άγχος του τρυπούσε το στομάχι, και τα έντερά του ανακατεύονταν κάθε φορά που στο σπίτι ήταν πάντα το κακό θέμα της συζήτησης. Είχε φτάσει στο σημείο να φοβάται μέσα στο ίδιο του το σπίτι, τις φωνές του πατέρα του και τα βλέμματά του, τη βροντερή του φωνή ακόμη και στο καλημέρα, το μεγάλο στόμα της μάνας του που τα μαρτυρούσε όλα× κάθε ήχος, ακόμα και από τα πιάτα της κουζίνας ή το τρίξιμο της πόρτας, τον αναστάτωνε. Είχε φωλιάσει μέσα του ο φόβος της επόμενης φοράς.
Ο Κώστας που είχε ακούσει για τις δουλειές του Βαγγέλη και το πόσο κακό ήταν να καπνίζεις χασίς, αλλά και ότι μόλις το κάπνιζες άρχιζες να βλέπεις τον κόσμο με άλλα μάτια, με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και δύναμη, ότι εν τέλει τα παίρνεις άγρια και δεν καταλαβαίνεις τίποτα, αποφάσισε να εκδικηθεί όλους αυτούς που τον ταπείνωναν και δεν το καταλάβαιναν, την κοινωνία και τους γονείς του. Πήγε ένα μεσημέρι στο βενζινάδικο, όπου για καλή του τύχη βρήκε το Βαγγέλη να πίνει καφέ σε ένα τραπέζι της καντίνας. Χωρίς περιστροφές του είπε τι ήθελε, με πρόσχημα την αγορά λαδιών για το αγροτικό του πατέρα του, αλλά ο Βαγγέλης είχε επιφυλάξεις για το που θα έβρισκε τα λεφτά ο μικρός. Του είπε να μην ανησυχεί, και κανόνισαν τον τόπο όπου θα γινόταν η συναλλαγή. Συμφώνησαν να πάρει ο Κώστας ένα τσιγάρο, με αντάλλαγμα πολύ μεγάλο. Ο Βαγγέλης θα περνούσε κατά τις έντεκα το βράδυ από την παιδική χαρά, δίπλα από το σπίτι του Κώστα, και θα του το έδινε μέσα στο σκοτάδι. Ο Κώστας περίμενε πίσω από μια τσουλήθρα, να ακούγεται μόνο ο αέρας, και μόλις είδε το αυτοκίνητο να σταθμεύει, προσεκτικά για να μη τον πάρει κανένα μάτι, πήγε και πήρε το τσιγάρο πολύ γρήγορα, δίνοντας απ’ το μισοκατεβασμένο τζάμι τα λεφτά στο Βαγγέλη. Είχε σπάσει τον κουμπαρά, και έτσι πήγαν στράφι τα λεφτά που μάζευε για μια κονσόλα ηλεκτρονικών παιχνιδιών.
Το φύλαξε πολύ καλά, και περίμενε την κατάλληλη ώρα για να δράσει. Πέρασαν μήνες για να το αποφασίσει. Το απόγευμα του Πάσχα, αφού δεν είχε βάλλει μπουκιά στο στόμα του, είχε ακούσει ότι αν καπνίσεις νηστικός κάπως σου ‘ρχεται, αποφάσισε να το παίξει άρρωστος και άρχισε να βήχει στο κρεβάτι. Ο πατέρας και η μάνα του παραξενεύτηκαν με την αρρώστια μέσα στην τόση ζέστη, αλλά είπαν εντάξει καμιά παροδική ίωση θα τον είχε χτυπήσει το γιο τους. Ο Κώστας ήξερε ότι κάθε Πάσχα, το απόγευμα, αφού κάθε οικογένεια έψηνε το αρνί στην αυλή της, όλη του η οικογένεια θα πήγαινε στη θεία του την Τασία, στο διπλανό χωριό, τρία χιλιόμετρα μακριά, να ευχηθεί, να φάει γλυκό και να μείνει για βραδινό. Ο ίδιος είπε ότι δεν ένιωθε τόσο καλά, και ότι θα έμενε σπίτι να δει τηλεόραση. Είπε στους γονείς του να μην ανησυχούν και να πάνε στη θεία Τασία, και να μη γυρίσουν νωρίτερα εξαιτίας του. Τους καθησύχασε λέγοντας ότι είχε ήδη αρχίσει να νιώθει καλύτερα. Με το που άκουσε το αγροτικό να απομακρύνεται, κοίταξε έξω από το παράθυρο να δει αν είχαν εξαφανιστεί. Περίμενε ένα δεκάλεπτο, μη σπάσει ο διάβολος το ποδάρι του και επιστρέψουν πάλι, γιατί είχε μια μάνα ξεχασιάρα, και αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν πλέον μόνος να κάνει ότι θέλει, πήρε την απόφαση να καπνίσει το χασίς στο μπάνιο, κάτω από το παραθυράκι του εξαερισμού. Τον καιρό που μεσολάβησε μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή, σχεδίαζε τα όσα θα έκανε, ήθελε μια καλή εκδίκηση, να τους ταράξει όλους, να τον πάρουν στα σοβαρά, και σ’ αυτό τον είχε βοηθήσει μια ταινία που είχε δει στη τηλεόραση, και είχε πει αυτό θα κάνω, είναι αυτό που πρέπει να κάνω για να με νιώσουνε.
Έβγαλε το τσιγάρο απ’ την κρυψώνα, το μύρισε και αφού πήρε από το ψυγείο μια μπύρα, από τις πολλές που έπινε ο πατέρας του, κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Πριν απ’ όλα όμως, έτρεξε στο μικρό ντουλαπάκι της κουζίνας όπου η γιαγιά του φύλαγε τα ξυραφάκια, με τα οποία χαράκωνε τις ελιές. Άνοιξε τη βρύση, και άφησε το χλιαρό νερό να τρέξει μέχρι να γεμίσει η μπανιέρα σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο. Έβγαλε τα ρούχα του και έμεινε γυμνός, ένιωσε ένα κρύο να του γαργαλάει τις πατούσες και μια ανατριχίλα στο υπογάστριο και το λαιμό. Κούνησε σπασμωδικά τους ώμους, και αποφάσισε να συγκεντρωθεί κοιτώντας το πρόσωπό του στον καθρέφτη, με τα χέρια στο νιπτήρα, και περίμενε να πάρει το κατάλληλο ύφος. Έκλεισε τη βρύση, και δοκίμασε με το δεξί του χέρι το νερό, και σκέφτηκε πόσο μπορούσε να τον ξεθυμαίνει ένα καλό μπάνιο, να τον ηρεμεί και να τον ταξιδεύει. Αργά, με κινήσεις επιβλητικές, γιατί είχαν από καιρό σχεδιαστεί, έβαλε τα πόδια του την μπανιέρα, μετά έσκυψε, και τελικά έκατσε ανάσκελα στο γλοιώδες μάρμαρο, σε μια στάση αρχοντική. Αφού περίμενε να μουλιάσει, ενόσω έπινε τη μπύρα με μια μικρή έκφραση αηδίας στο πρόσωπο, ύστερα αποφάσισε να ανάψει το τσιγάρο, με τον αναπτήρα που η μάνα και η γιαγιά του άναβαν το καντήλι.
Είχε καπνίσει κι άλλα τσιγάρα κατά καιρούς, σε μέρη απόκρυφα και γεμάτος αγωνία, και κατέβαζε το καπνό κανονικά, όχι όπως έκαναν κάποιοι άλλοι μάγκες που τον περιέφεραν απλά στο στόμα, αλλά αυτό ήταν άλλο πράγμα. Πριν ρουφήξει την πρώτη τζούρα έκλεισε την πλαστική κουρτίνα και ένιωσε ότι δημιουργήθηκε ένας χώρος αποκλειστικά δικός του, όπως δεν υπήρξε ποτέ. Και άρχισε να φουμάρει με το αριστερό χέρι, το δεξί απλωμένο έξω από την μπανιέρα σε μια φάση παράδοσης, όπως και το κεφάλι του, που ακούμπησε στο μικρό πλάτωμα στο κεφάλι της μπανιέρας, με τα μάτια ψηλά, στο ταβάνι του μπάνιου που ήταν τσιμεντένιο και άβαφτο. Τον είχε βρει ένας καιόμενος φίλος ξαφνικά, που ήταν ο πιο στενός και ο πιο ανηλεής συνάμα, χωμένος στα τρεμάμενα χείλια του, και είχε πλέον φτάσει στα σωθικά του, και σκέφτηκε, ναι μόνος αυτός ξέρει τι γίνεται μέσα μου πραγματικά! Η κάθε εισπνοή μια συμπόνια της στιγμής που τώρα έπαιρνε άλλες διαστάσεις, κάθε φύσημα στο νοτισμένο αέρα του μπάνιου ένα φιλί στη μοναξιά του, και κάθε κομμάτι στάχτης στο νερό, ένα ξεκίνημα μιας μικρής καταστροφής, μια αποτίναξη βαρών και σκέψεων. Λόγια κουδουνίζανε στο κεφάλι του, σαν κάλπικα νομίσματα, ανείπωτα λόγια, χαμένα στον καπνό, με τα μάτια κλειστά από ένα σημείο και μετά, για να έχουν σα φυλαχτό τη φλόγα του φίλου του. Ένιωθε ότι είχε καβαλήσει ένα μεγάλο ελατήριο, που τη μια τον πήγαινε στα πιο μαύρα βάθη της θάλασσας, κάτω από την επιφάνεια του νερού της μπανιέρας, και πότε σε έναν κάτασπρο ουρανό, ξεπερνώντας τον τοίχο του σπιτιού του, τα δεσμά του. Και ήταν κυρίαρχος όλων αυτών, και κυρίως του δικού του εαυτού, έτσι ένιωσε για μια στιγμή, μοναδικός και ανυπέρβλητος.
Έφτασε στο τέλος μετά από πολλές τζούρες, πολλές φυγές, και πλέον το τσιγάρο είχε γίνει μια διασπασμένη στάχτη στο νερό που τον είχε μουδιάσει. Ανοιγόκλεισε τα μάτια, βεβαιώθηκε ότι δεν είχε φύγει πλήρως από εκεί που ήταν, και αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα. Πήρε στο δεξί του χέρι το ξυράφι, και άρχισε πρώτα να χαράζει τα χέρια του, από την πάνω τους πλευρά. Τα σήκωσε έξω από το νερό τα χέρια για να δει τα άτεχνα σχήματα του ξυραφιού, τα καμάρωσε και τα ξανάχωσε στο νερό. Χαρακιές σίγουρες και όχι πολύ βαθιές, με τις σταγόνες του αίματος να διαλύονται στο νερό πριν καν βγουν από το κομμένο δέρμα. Συνέχισε έπειτα επειδή κατάλαβε ότι δεν πονούσε, όλο πιο βαθιά και σίγουρα, το πιο αποφασιστικό πράγμα στη μέχρι τότε ζωή του, έκοψε τις φλέβες του, χάραξε βαθιά το στήθος του και την κοιλιά του, και έφτασε στους μηρούς τους. Σαν να ανέβαιναν κόκκινοι καπνοί από το νερό έβλεπε το αίμα, στην αρχή συντεταγμένο από κάθε οπή να πηγάζει, και ύστερα μπλεγμένες όλες οι κόκκινες λωρίδες μεταξύ τους, να ανακατεύονται, να γίνονται ένα και σιγά σιγά να κοκκινίζουν το άχρωμο νερό, να του δίνουν μακάβριο χρώμα και αυτό να του αρέσει. Και όταν είδε ότι έπλεε σε μια κόκκινη μπανιέρα, σήκωσε το ξυραφάκι και το έβαλε στο λαιμό. Αργά το έχωσε στη μια πλευρά, και αργά το πήγε από τη μια άκρη στην άλλη. Από εκείνη τη θανατερή σχισμή έτρεχε το αίμα σαν παχύρευστο σιρόπι και κατέληγε στην επιφάνεια του νερού, όπου διαλύονταν η υφή και το χρώμα του, σε εκείνο το φασματικό κόκκινο, εκείνη την υγρή κουβέρτα, που από κάτω της έκρυβε ένα μακελεμένο σώμα.
Το μόνο, που αρκετή ώρα μετά, έμεινε να κουνιέται ανεπαίσθητα στην κόκκινη επιφάνεια, ήταν το αποτσίγαρο.




Κυριακή, Ιανουαρίου 04, 2009

Ο διάδρομος


Ξυπνάς σ’ έναν μαύρο διάδρομο που φωτίζει η σκόνη
απ’ έναν ήχο, σα να σπάζει μάρμαρο
και στο χέρι κρατάς μια χρυσή βαριοπούλα
μα πριν προλάβεις να νιώσεις τη μεγαλοσύνη και τον σκοπό της στο χέρι σου
πέφτει ένα θολό φως στο διάδρομο να σηκωθείς
και φαίνονται καμπύλες φλούδες άσπρες και λες
Είναι αγάλματα!
Ήταν όλα τους σε τάξη και το καθένα είχε αρπάξει τη μορφή σου
από τη γέννα μέχρι το βαθύ σου το γήρας
κακότεχνες κατασκευές θα πεις
σμιλεμένο το ψέμα χωρίς το ίχνος μιας λαχτάρας πάνω τους
Κι αρχίζεις την τίμια δουλειά με μανία
γκρεμίζοντας τα όσα χτίστηκαν ερήμην σου
αλλά με τη μορφή σου αναμφίβολα – το πατρόν που δε φύλαξες ποτέ!
Και σπάζεις και σπάζεις και σπάζεις
και φεύγει με ρυθμό σταλάγματος το βάρος που πέτρωσαν στο στήθος σου
και συ σε μια στιγμή το χάιδεψες για την τόση στερεότητά του…
Και έρχεται η στιγμή των θραυσμάτων!
Τα κομμάτια μιας άναρχης ομορφιάς που σε κατακλύζει
και πόση αλήθεια λένε τα κομμάτια από μόνα τους!
Φτάνεις στο τέλος του διαδρόμου και η σκόνη σαλεύει γρήγορα τώρα
που μεσολάβησε η δράση
και ξεκουράζεται το βλέμμα σου
στον ορίζοντα μιας δικής σου χειροποίητης καταστροφής
και ξαπλώνεις έμπλεος δικαιοσύνης στο διάδρομο χάνοντας τις ανάσες σου
και βλέπεις που σε περικυκλώνουν κάποιοι κ’ αρχίζουν να γελούν γλυκά
με το έργο σου τα μάτια σου αρχίζουν
να κλείνουν οι σκοτεινές αυλαίες των βλεφάρων σου
Προλαβαίνεις όμως
ν’ αντικρίσεις τη διαδικασία της επανασυγκόλλησης που κάνουν μόνα τα κομμάτια.
Η προσμονή


Στέλνεις τη μοναξιά σου μια στιγμή
στις γρίλιες του παραθύρου να βλεφαρίσει στο στενό κ’ ανήλιαγο σοκάκι –
τον κόσμο σου όλο προς το παρόν σε κάδρο
Σταχτιά σπουργίτια χορεύουν πάνω σε χάλκινα φύλλα
το τίμημα της γύμνιας των χτικιασμένων δέντρων
που σταλάζαν ακόμα περασμένη θλίψη φθινοπώρου
πάνω στις υγρές πέτρες, τις δεμένες στα βρύα του χρόνου, τις τροχισμένες από πέταλα και αέρα
γλιστρούσαν ακόμα και φαντάσματα, εκείνα που πέφτουν απ’ τις κεραμοσκεπές, εκείνα τα λέπια της θαλπωρής
εκεί όπου η βροχή σε ρυθμούς ξεχασμένων αισθημάτων χορεύει
και το χιόνι σαν άδειο σάβανο απλώνεται με τον Χριστό διαφεύγοντα
και ο ουρανός μουντός χορτασμένος μαύρο νερό
με μαυροπούλια να τον σχίζουν μ’ ακίνητα φτερά
οι λεπίδες της απεραντοσύνης , εκεί που σβήνουν οι κορφές της γης
Σε μια κουνιστή καρέκλα είσαι –ρυθμός θανατικός-
έχεις αφήσει το σκήνωμα της πιο τρανής σου επιθυμίας
να τελευτήσει πλήρως κ’ ακούγονται βαριά οι ανάσες της αναχώρησης
κ’ ένα τζάκι σταματημένο κ’ άψυχο μ’ αραχνιασμένα παραμύθια κι άλλα ανείπωτα
στάχτες που το τρέφουν κι απελπισία
κ’ ένα ρολόι χωρίς δείκτες, ανεύθυνο να επικρέμαται
να μη σε βάζει στη μοίρα του χρόνου τους
και μια βαλίτσα ανοιχτή και άδεια, που κουράστηκε από σταθμούς και ανθρώπους
να θυμίζει το μάταιο των δρόμων, της ζωής
Υγροί τοίχοι, σκασμένοι, ζωσμένοι
πεθαμένες φωτογραφίες σ’ ατσάλινα άκαμπτα καρφιά
και περιμένεις
πότε θα συντονιστούν όλα στη σιωπή
ν’ ακούσει ο κόσμος τη μαγιά του.
Τα χάπια στην καρέκλα

Διήγημα

«Δεν τον χωνεύω μωρέ με τίποτα!» μου είπε ένα βροχερό απόγευμα του Μάρτη ο Πολύκαρπος, σε ένα γωνιακό τραπέζι του καφενείου, δίπλα από ένα σώμα καλοριφέρ που έτριζε. Το έλεγε λες και αποκρινόταν σε κάποιο ντουβάρι που δεν έλεγε να καταλάβει κάτι το αυτονόητο. «Δεν τον βλέπεις πως κάνει, για κλωτσιές είναι!» συνέχισε τρίζοντας τα δόντια με θυμό, γουρλώνοντας τα μάτια με μια δολοφονική σπίθα. Η ερώτηση που τόλμησα να ξεστομίσω ήταν γιατί του ‘χε κρατημένο, εκείνου του γεροντάκου, τέτοιο φθόνο, που για μένα ήταν υπερβολικός και ακατανόητος. «Στα ‘χω ξαναειπωμένα, αλλά δε λες να καταλάβεις μου φαίνεται, είσαι μήπως χαζός;» είπε μανιασμένα, αλλά με τη φωνή πάντα τόσο δυνατή, όσο για να καταλαβαινόμαστε, και να μη μας ακούν από τα γύρω τραπέζια. Ρουφούσε τον ελληνικό με μια απίστευτη βιαιότητα, που μου ενοχλούσε τα αυτιά. Και με μια κίνηση των ματιών του, έδειχνε το αντικείμενο της οργής του. Απ’ ότι μου επέτρεψε να καταλάβω, μάλλον σοβαρολογούσε, αλλά δε σκόπευε να φτάσει στα άκρα. Μολονότι, είχε, κατά το παρελθόν, προσπαθήσει αρκετά γι’ αυτό.
Είχαμε μπει στην ουσία της συζήτησής μας, μετά από ένα σύντομο διάλογο, τι κάνεις, πώς είσαι, καλά, και όλα τα συναφή. Τον είδα να μπαίνει από την πόρτα, με εκείνο το καστόρινο μπουφάν που ήταν σήμα κατατεθέν του, κουμπωμένο μέχρι το λαιμό, τα χέρια στις τσέπες, και τα μάγουλα κατακόκκινα από το κρύο που έξω λυσσομανούσε. Με χαιρέτησε πρώτα με τα μάτια, εκείνες τις γκριζοπράσινες μπίλιες, που θα μπορούσαν άνετα να ανήκουν είτε σε έναν ψυχασθενή και μανιακό δολοφόνο, είτε σε ένα παιδάκι που με λαχτάρα σκίζει το πακεταρισμένο δώρο του. Όλες οι καρέκλες ήταν πιασμένες και ήρθε κατευθείαν στην μοναδική αδειανή, που ήταν στο δικό μου τραπέζι. Χάρηκα είναι η αλήθεια, γιατί ήξερα ότι με τα καλαμπούρια του, θα περνούσε ευχάριστα η αργόσυρτη ώρα στο καφενείο του χωριού, ανάμεσα σε γέροντες που συζητούσαν για φάρμακα και συντάξεις, και νέους που ρουφούσαν φραπέ και τσιγάρο, και τσακωνόντουσαν για το ποια εξάτμιση είναι μανούλα για το κάθε μηχανάκι. Αυτό που πρόσεξα ήταν ότι ο Πολύκαρπος είχε αρχίσει να ασπρίζει επικίνδυνα, έτσι μου φάνηκε, αν και γνώριζα ότι είχε ξεπεράσει τα σαράντα. Και ανύπαντρος, με μηδαμινές πιθανότητες αποκατάστασης. Και μου φάνηκε περίεργο διότι δεν πίστευα ποτέ στην ενηλικίωσή του.
Δεν ήξερα πολλά για αυτόν, αλλά του έκανα παρέα, όποτε κατέβαινα στα πάτρια εδάφη, και μου ‘λεγε τα νέα του τόπου με μια καίρια ματιά, συνοπτικά, με μια άποψη που σε άφηνε πάντα σύξυλο για την ακρίβεια και το βάθος της. «Πώς να πάνε μωρέ τα πράγματα, κατά διαόλου και ακόμα πιο πέρα! Αν υπήρχε Θεός θα έπρεπε να μας ρίξει αστροπελέκι, να μη μείνει κανένας όρθιος» μου αποκρινόταν όταν τον ρωτούσα πως έβλεπε τις καταστάσεις. Και αμέσως μετά εκείνο το υπόκωφο, μα κακαριστό γέλιο, επίσης σήμα κατατεθέν του, αινιγματικό και σιβυλλικό, που δεν ήξερες από πια διάθεση προερχόταν κάθε φορά, αφήνοντάς σε, σε μια μετέωρη συναισθηματική ακροβασία, και που χρησιμοποιούσε πάντοτε είτε για να αναγγείλει έναν θάνατο από καρκίνο, είτε ένα ευτράπελο γεγονός. Εκείνη τη μέρα μου είπε για ένα γραφικό γέροντα, μπεκρή, που έπεσε με το τρακτέρ του στον (ευτυχώς άδειο, λιγοστές οι βροχές που έπεσαν τότε) αύλακα, και γλίτωσε παρά τρίχα, με τρία τέσσερα βατράχια στις τσέπες γιατί τον βρήκαν τουμπαρισμένο μετά από πολλή ώρα. Εκείνος δεν είχε γρατσουνιστεί καθόλου, ενώ το τρακτέρ πήγε πάραυτα για απόσυρση. Την ώρα που μου τα έλεγε αυτά ο Πολύκαρπος, ο γέροντας έπαιζε μπιρίμπα στη τσόχα, λίγο πιο δίπλα, και ρουφούσε με μικρές και απολαυστικές γουλιές το ούζο του. Δεν έβαλε μυαλό, και μετά από δυο χρόνια πέθανε με το συκώτι τούμπανο. Στην κηδεία του λέγανε όλοι πως ο παπάς αντί για λάδι και χώμα, έπρεπε να του πετάξει στο πρόσωπο, κατά τα ειωθότα, ούζο και τηγανητούς κεφτέδες και κόκκινες πιπεριές. Κάτι που βέβαια δεν έγινε και στενοχώρησε τον Πολύκαρπο. «Μα να πεθάνεις από πιόμα! Αλλά τέτοιος μαλάκας ήταν κι αυτός!» κατέληξε με ένα μειδίαμα διαβολικό, σαν να έλεγε καλά έπαθε, και έμπηξε τα χείλια στο λευκό φλιτζάνι φυσώντας το καφέ να κρυώσει. «Πριν λυπηθείς κάποιο γεροντάκι, μάθε πρώτα αν ήταν στα νιάτα του διάολος!»
Ο Πολύκαρπος είχε έναν αξιαγάπητο πατέρα, που τον συμπαθούσα και με συμπαθούσε, με κέρναγε και τον κέρναγα όποτε βρισκόμασταν μαζί στο καφενείο. Ήρεμος άνθρωπος, δε μιλούσε πολύ, απλά κοιτούσε με γαλήνη τον κόσμο πίσω από τα μεγάλα γυαλιά του, και δεν είχε να πει κακή κουβέντα για άλλον άνθρωπο, σε εκπληκτική αντίθεση με τον μικρότερο γιο του. Ο μεγαλύτερος γιος του, και αδερφός του Πολύκαρπου, είχε μεταναστεύσει πριν από μία δεκαετία σχεδόν στη Γερμανία. Σε ένα καταπράσινο προάστιο της Νυρεμβέργης, άνοιξε ένα εστιατόριο, παντρεύτηκε και έκανε δύο παιδιά με μια ξερακιανή γερμανίδα, που δίπλα του ήταν κατσιασμένο σκιάχτρο, μιας και ο Φάνης ήταν ντερέκι κανονικό, σε αντίθεση με τον Πολύκαρπο που είχε αρχίσει να καμπουριάζει λίγο από την εφηβεία του ακόμα. Ο Πολύκαρπος, αν το επέτρεπαν οι αγροτικές ασχολίες του, πήγαινε δυο φορές το χρόνο στη Γερμανία, να δει αδερφό και ανίψια, και να βοηθήσει στη κουζίνα. Τα δύο μικρά ανιψάκια του, έκαναν σαν τρελά μόλις τον έβλεπαν, γιατί τον έσερναν στην αγορά να τους πάρει παιχνίδια. Ρωτούσαν αυτά τη τιμή στα γερμανικά, του την έλεγαν και αυτός πλήρωνε, στολίζοντας τους δύσμοιρους πωλητές με κοσμητικά επίθετα. «Τι μιλάτε έτσι ρε γαμώτο τη μάνα σας, σας σφίξανε με τανάλια τα στόματα;» αναρωτιόταν με μεγάλη δυσφορία. Σε μερικούς πελάτες στο μαγαζί του αδελφού του, τους φώναζε, σκάζοντας μόνος του στα γέλια, «Χάι κοπρόσκυλα, χάι μαλάκες του κερατά» και εκείνοι απαντούσαν με ένα σπασμωδικό χαμόγελο. Μη γνωρίζοντας ότι ο Πολύκαρπος έβριζε την κωλογλώσσα τους και τον Χίτλερ. Χάιδευε τις μικρές κοτσίδες των ανιψιών του, δυο ξανθών διαβόλων του δημοτικού, και τους έλεγε «Να μάθετε ελληνικά, να μπορείτε να βρίζετε σαν άνθρωποι και να το ευχαριστιέστε!». Και εκείνα γελούσαν και δεν καταλάβαιναν τίποτα.
«Τον βλέπεις; Συνέχεια πάρλα, δε λέει να το βουλώσει μια δόση να πάρει και ο άλλος σειρά να σταυρώσει δυο κουβέντες! Τι κουβέντα δηλαδή, που ο άλλος θα πάει για φούντο σε λίγο… Να, να κοίτα…Μη λες ότι τα παραλέω…» είπε, προτάσσοντας τη μύτη σε μια ένδειξη αποστροφής προς τον ογδοντάχρονο γέρο, που είχε στριμώξει έναν άλλο δύσμοιρο σε μια γωνιά, και τον πυροβολούσε με αλλεπάλληλα ξεσπάσματα λέξεων και χειρονομιών, σε σημείο που ο νεότερος μουστακαλής να κοιτάει στο πάτωμα, και να κουνάει το κεφάλι πάνω κάτω, συμφωνώντας με όσα έλεγε ο μπάρμπα Τάσος, με το τσιγάρο να στάζει τη στάχτη μόνο του, μαγκωμένο στο χέρι και ξεχασμένο, από ένα κεφάλι που είχε φουσκώσει επικίνδυνα από τη λογοδιάρροια του απέναντι κεφαλιού. Απελπισία σκέτη. «Τώρα κανονικά αυτός θα έπρεπε να σηκωθεί και να του φέρει το τασάκι στο κεφάλι μπας και ψοφήσει να ησυχάσουμε! Να, να κοίτα πώς ξεφυσάει ο χριστιανός, για να μη λες ότι τα παραλέω…»
Η αλήθεια ήταν ότι ο μπάρμπα Τάσος άμα ξεκίναγε δύσκολα τέλειωνε. Του άρεσε να μιλάει και να τον ακούν. Μιλούσε με τέτοιο τρόπο, που ο απέναντι δεν τολμούσε να του πει, μπάρμπα, περίμενε λίγο με κούρασες, ή χειρότερα, άντε παραπέρα αδερφέ γιατί μου τα έκανες κορόμηλα. Δημιουργούσε στον απέναντί του (γιατί συνομιλητή δε τον λες τον παρακολουθούντα) μια αίσθηση ντροπής και αδράνειας ταυτόχρονα, εκ του αποτελέσματος καταστροφική για την αδύναμη φύση των ανθρώπινων νεύρων. Μιλούσε έτσι ώστε ο απέναντι που κατά κανόνα ήταν μόνος (οι υπόλοιποι της εκάστοτε παρέας έφευγαν και μόνο που τον έβλεπαν, μέσα από τα τζάμια, από μακριά να φθάνει) να κάθεται εκεί απέναντί του, σα ναρκωμένος, με τα μάτια θολά και τον εγκέφαλο να αναποδογυρίζει σε κάθε λόγο του γέροντα. Το σαγόνι του, ζωσμένο από μεγάλες και διακριτές ρυτίδες, όπως και όλο το κεφάλι του ως την καράφλα, δε καθόταν ποτέ κλειστό, μονίμως κροτάλιζε για θέματα άσχετα, ξεπερασμένα, και τις περισσότερες φορές ακατανόητα για τον άλλο. Καθόταν σκυφτός μπροστά στο τραπέζι, και όποτε είχε ζέστη τα καλοκαίρια, έβγαζε τα παπούτσια του, που τα είχε σκίσει με μαχαίρι μπροστά, επειδή είχε πρόβλημα στα νύχια, μεγάλωναν στραβά, και μπήγονταν σαν κοφτερές λεπίδες στο κρέας. Γι’ αυτό περπατούσε περίεργα, αλλά προπάντων επειδή τα κόκαλά του έπαιρναν περίεργη μορφή, καμπυλώνανε και στραβώνανε, με αποτέλεσμα να κινείται σαν κακοφτιαγμένο κάρο. Καλοστεκόταν όμως και οδηγούσε και ένα μικρό παπάκι, που είχε μια μπουκωμένη εξάτμιση και ξεκούφαινε κόσμο. Τους χειμώνες καθόταν μέσα στο καφενείο με σκουφί, την κάπα που φόραγε στις βόλτες του, και την ομπρέλα την κρατούσε στα χέρια, επειδή φοβόταν μη την αρπάξει κανείς. Έτσι έσταζε το νερό στο πλακάκι, σχεδόν παντού, γιατί ο μπάρμπα Τάσος γυρόφερνε το μαγαζί μπας και του κεράσει κανένας τον καφέ, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια δυο φορές, δυο άντρες να γλιστρήσουν και να πάνε με σπασμένα κόκαλα στο νοσοκομείο. Παρά ταύτα, ποτέ κανένας δεν του έκανε παράπονο, τον άκουγαν και τον κερνούσαν, δείχνοντας πολλές φορές μεγαλοσύνη ψυχής απέναντι σε ένα γέροντα που από στιγμή σε στιγμή θα τα κακάρωνε-έτσι πίστευαν αλλά εκείνος είχε στείλει πολύ κόσμο στο τάφο. Ο ίδιος μάλιστα είχε φτιάξει έτοιμο και το μνημείο του στο νεκροταφείο, χήρος ων και μόνος στη ζωή. Ο Πολύκαρπος είπε ότι αυτό δεν ήταν τυχαίο, και ότι ο γέροντας το έκανε για να μας βγάλει τη γλώσσα και να μας κοροϊδέψει. Εξέφρασε επίσης το φόβο ο Πολύκαρπος, ότι μπορεί ο γέροντας να ξεχαστεί από το Χάρο, κάτι που βεβαίως ο Χάρος θα το ευχόταν καθότι λιγομίλητος. Αλλά ήταν πολύ καλά στην υγεία του, κατά τα άλλα, δεν έλεγε να πάει σε γιατρούς ούτε και το χρειαζόταν, έπινε, κάπνιζε, έτρωγε και τηγανητά χωρίς δισταγμό. Η κατάστασή του προκαλούσε έκπληξη σε σημείο να πει ένα συντοπίτης του κάποτε: «Άμα κάνουμε και εμείς μνημεία πριν πεθάνουμε λέτε να μας δώσει ο Θεός καμιά παράταση; Εγώ μέχρι και την κηδεία προπληρώνω, βέβαια…»
«Μη τον βλέπεις έτσι γέρο και κακομοίρη» μου είπε ο Πολύκαρπος διαβάζοντας τις σκέψεις που διέτρεχαν το πίσω μέρος του μυαλού μου, «είναι πολύ μεγάλη λέρα, καθίκι από τα λίγα!». Και ενώ είχα πίσω από το δόντια μου, μια ακόμη απορία να εκφράσω, πώς ήταν τόσο βέβαιος για όσα έλεγε, και πάλι με πρόλαβε, τρομάζοντάς με κιόλας, χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι. «Ο Πολύκαρπος δε μιλάει στον αέρα! Κατάλαβες; Ό,τι σου λέω το ‘χω δει με τα μάτια μου, και ακόμη κι αν δεν το έχω δει ήταν σαν να το ‘χω δει, έχω ρουφιάνους, τους καλύτερους, δε λένε ψέματα ποτέ!» μου είπε με μια υπεροπτική ματιά, κουνώντας το ποτήρι με το νερό, ούτως ώστε να καταλάβω ότι οι ρουφιάνοι του ήταν γεροντάκια που τα πότιζε με ούζα και τσίπουρα και μετά τους έκλεβε τα λόγια μέσα απ’ τα στόματά τους. «Το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο είναι να ψαρεύεις γερόντια, και είναι και φθηνό! Το πιόμα δε ψεύδεται ποτέ, φίλε μου από τα αστικά κέντρα της κακιάς συμφοράς!» τόνισε κουνώντας το κεφάλι σαν να μου έλεγε ότι αυτά τα πράγματα για εκείνον ήταν ψωμοτύρι. «Κι αυτά που σου λέω εγώ μη περιμένεις να τα ακούσεις από κανέναν άλλο εδώ μέσα. Εδώ όλοι γλείφονται αναμεταξύ τους δημοσίως και όταν ο ένας γυρνάει την πλάτη, ο άλλος έχει ήδη φτάσει στα δυο μέτρα στο λάκκο που του σκάβει! Αυτά είναι αλήθειες φίλε, και ό,τι άλλο ακούς να το πετάξεις στα σκουπίδια! Και αυτόν δε τον πειράζει κανένας γιατί ξέρει πολλά το στόμα του. Παλιότερα όποτε πιανόταν στα χέρια με κανέναν, όταν είχε ακόμα τρίχες στο κεφάλι, μπορεί να μάζευε πολλές μπουνιές, αλλά σκότωνε τον άλλο με εκείνα που ξεφούρνιζε…Έκλεισε πολλά σπίτια, και ήταν η αιτία να βγουν τα μαχαίρια απ’ τα θηκάρια…Σωστό κοπρόσκυλο! Όλοι όμως ξέρουν και τις δικές του τις πομπές, αλλά κανένας δε μιλάει, σου λένε που να μπλέκω τώρα με το δεινόσαυρο, αλλά εμένα άμα μου την ανάψει καμιά μέρα, θα τον κοπανήσω άγρια! Μέχρι τώρα πάντως τον πολεμάω με άλλα μέσα…»
Οι όποιες προσπάθειές μου να καταλάβω την αιτία πίσω από αυτό το μένος έπεσαν στο κενό. Ούτως η άλλως το θέμα είχε ξεφύγει, και πλέον βρισκόμουν ήδη στην καρδιά των γεγονότων, σε ένα ποτάμι που δεν είχε γυρισμό. Έτσι αποφάσισα να αφοσιωθώ στα λεγόμενα του Πολύκαρπου, να ρίξω το κεφάλι μου μέσα στα χέρια μου, να στυλώσω τους αγκώνες στο τραπέζι, και να αρχίσω να ακούω προσεκτικά.
«Πρώτα απ’ όλα δε του έχουνε σεβασμό, ούτε τα σχολιαρόπαιδα! Περνάνε δίπλα του με τα ποδήλατα, τον ξυρίζουνε και τον βρίζουνε, αλλά εκείνος κάνει πως δεν καταλαβαίνει τάχα. Του λένε «μπάρμπα Τάσο, ε μπάρμπα Τάσο, θα πας στην κόλαση!» χασκογέλασε ο Πολύκαρπος. «Εκατόν πενήντα χρονών κουφάρι και θέλει μηχανάκι! Που πας ρε μπάρμπα; Και τι μηχανάκι, ένα σπαστικό παπάκι χαλασμένο από την ίδια του τη μάνα. Περνάει, το ακούς και νομίζεις ότι σκάνε στη σειρά πενήντα φούσκες, σκατά εξάτμιση και δε λέει να την αλλάξει. Και έχει λεφτά, μη νομίζεις, αλλά μπορεί και να τα κρατάει φυλαγμένα στο τάφο του… Παλιά νοίκιαζε το ισόγειο του σπιτιού του, πότε σε φροντιστήρια, πότε στους Αλβανούς, πότε για κρεοπωλείο…Τα μεσημέρια το καλοκαίρι, φέτος μιλάμε τώρα, που έκαιγε ο ήλιος και δε κουνιόνταν ούτε τα τζιτζίκια, αυτός το χαβά του, με την εξάτμιση παγανιά, και δεν άφηνε τον κόσμο να κοιμηθεί, γιατί εμείς εδώ κοιμόμαστε με ανοιχτά τα παράθυρα, γιατί τραβάει ρεύμα, είμαστε κοντά στο βουνό. Μια μέρα λέω, έτσι είσαι, πήγα και πήρα από το ψιλικατζίδικο της Μαρίας από εκείνες τις φούσκες που γεμίζεις με νερό. Γέμισα καμιά εικοσαριά και την ώρα που πέρναγε μπροστά από το σπίτι μου, άρχισα να τις του πετάω στο κεφάλι. Είχα βάλει σημάδι καλό… Μέχρι να καταλάβει αυτός από που του ήρθανε, εγώ είχα κλείσει το παράθυρο και έκανα πως κοιμόμουνα, μη με δει και ο πατέρας και γίνω ρεζίλι. Την άλλη μέρα βρήκε τον πατέρα μου στο καφενείο και τον ρώτησε για μένα, ξέρει ότι τον κοιτάω περίεργα, αλλά αυτός δεν ήξερε τίποτα, μέχρι που έβαλα ένα παιδάκι να πάει να του καρφώσει κάτι άλλα παιδάκια, ότι εκείνα τον κάνανε μπουγέλο. Έπρεπε να δεις πως ήτανε, σαν βρεμένη γάτα!»
«Αλλά και πάλι δεν έβαλε μυαλό, μας πήρε τα αυτιά με το διάολο, και να πεις ότι προχωράει μωρέ καθόλου, τίποτα, η χελώνα πάει πιο γρήγορα…Έτσι είσαι λέω, θα σε πάρει ο διάολος τώρα…Τι έκανα; Πήγα στο κασετόφωνο, στο σαλόνι, πήρα μια παλιά κασέτα από τα δημοτικά του πατέρα και του έστησα καρτέρι. Τελικά βέβαια δεν έπαθε τίποτα, κακό σκυλί ξέρεις ψόφο δεν έχει, αλλά εγώ το έκανα και έσκασα στα γέλια…Ο δρόμος έξω από το σπίτι μας, ξέρεις μωρέ στη μεγάλη τη στροφή, έχει από τις δυο πλευρές δυο τσιμεντένιες κολόνες του ηλεκτρικού, τι έκανα λοιπόν, ξεχαρβάλωσα τη κασέτα και έδεσα τη ταινία από τη μια μεριά στην άλλη, και έτσι όπως θα πέρναγε θα του φαινόταν περίεργο είπα, και έλεγα άμα είμαι τυχερός μπορεί να πέσει απ’ το μηχανάκι και να σπάσει και κανένα κόκαλο…Τζίφος όμως! Έπεσε όμως…Σαν καρπούζι έσκασε στην άσφαλτο, αλλά δεν έπαθε τίποτα… Φώναζε μετά, βγήκαν έξω οι γείτονες, κάλεσαν ασθενοφόρο και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Τίποτα δεν είχε πάθει…Μας αναστάτωσε πάλι χωρίς λόγο…Και απ’ ότι έμαθα μετά, ο πορνόγερος έβγαζε τη γλώσσα στις νοσοκόμες, αντί να πει και ευχαριστώ που δε το στείλανε στον άλλο κόσμο με χειρουργείο…Μια φορά έπρεπε το ρημάδι το νοσοκομείο να κάνει λάθος, και δεν έκανε! Ατυχία, σκέτη!»
Τον άκουγα ανέκφραστος, χωρίς να ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να πάρω στα σοβαρά αυτά που έλεγε, και να τρομοκρατηθώ, από εκείνη την παιδική, έως δολοφονική του ανευθυνότητα. Πρέπει να τα έκανε όντως γιατί τα περιέγραφε με τέτοια ακρίβεια, που ήταν σαν να τα είχες μπροστά σου.
«Μιλάμε για μεγάλο πουτανιάρη! Εδώ δε μπορεί να κατουρήσει που λέει ο λόγος, κι αυτός θέλει γυναίκες σε τέτοια ηλικία, με τον τάφο έτοιμο, σκαμμένο! Αλλά τον ξέραμε δα τι είναι… Πηγαίνει στα καφενεία στη πόλη, ξέρεις αυτά με τις μεγάλες τζαμαρίες, για να βλέπει έξω, και όποτε περνάει καμιά γυναίκα, σκύβει τάχα μου να δέσει τα κορδόνια, και πασχίζει να δει καμιά γάμπα, κανένα μπούτι μέσα από τις κινήσεις των φουστανιών, και άμα είναι τυχερός, κανένα βρακί, και όσο πιο νέα η γυναίκα, τόσο περισσότερο ξερογλείφεται…Για να μη σου πω γι’ αυτά που κάνει ακόμη και τώρα με κάτι χήρες, που ζήλεψαν το πουταναριό με τον άνδρα στο νεκροταφείο. Τσούκου τσούκου, πάει από δω, πάει από κει, τις βρίσκει στις αποθήκες και στα κοτέτσια, και ποιος διάολος ξέρει τι κάνουνε. Τι κάνουνε αναρωτιέμαι; Πόσο μπορούνε ακόμα, δεν έχουν καταρρεύσει τα ορμονικά μωρέ;…Τέλος πάντων, είπαμε μεγάλος πορνόγερος, αλλά αυτό που δεν αντέχεται με τίποτα είναι αυτό που κάνει με τις μικρές τσιγγανοπούλες και τις μανάδες τους, άμα λάχει. Έτσι όπως αφήνουν τα φορτηγά οι τσιγγάνοι δίπλα στον αύλακα, για να έχουν νερό να πλυθούν, ξέρεις εκεί κάτω από τις μεγάλες τις ιτιές, πάει απέναντι και παρακολουθεί με κιάλια τις γυναίκες που κατουράνε! Ξέρεις αυτές δεν έχουν κανένα πρόβλημα. Κατεβάζουν το βρακί όπου να ‘ναι και πιτσιλάνε αμέσως τον τόπο να ξαλαφρώσουνε…»
«Αλλά όμως αυτό που βλέπω και μου έρχεται να του φτύσω τη καράφλα με χίλιες χλέπες, είναι το πώς κινείται στην εκκλησία. Μπαίνει μέσα με ένα ύφος σοβαρού και σοφού γέροντα. Σφιγμένο το πρόσωπο, ντυμένος στην τρίχα, να μοιράζει χαμόγελα στις γυναίκες, και σουτ με το δάχτυλο στους άνδρες που βαριούνται το κήρυγμα του παπά και αρχίζουν ψιλοκούβεντο στα πίσω καθίσματα. Και κάνει ένα σταυρό τεράστιο, να τον βλέπουν όλοι, φαρισαϊκό τελείως! Ηθοποιός κανονικός ρε, τον βλέπεις άμα δε τον γνωρίζεις και λες συνταξιούχος στρατιωτικός θα είναι, δε μπορεί…Και όμως το παίζει ωραία το παραμύθι, ενώ στην ουσία ήταν ανέκαθεν κοπρόσκυλο και τεμπέλης. Κληρονόμησε σπίτια και αγόραζε καπνό, δεν είχε πάει ποτέ στο χωράφι να δει πως είναι το χώμα, μόνο κοκεταρία το έπαιζε και ιστορία μεγάλη…Αλλά εγώ τον έκανα καλά τη Μεγάλη Εβδομάδα πέρσι! Και στην περιφορά του επιταφίου και στο Χριστός Ανέστη στην αυλή της εκκλησίας του πέταγα τα δυναμιτάκια ακριβώς στα πόδια του! Ξέρεις πως έκανε, χόρευε σαν καλικάντζαρος, να αποφύγει το μπαρούτι! Μια φορά δυστυχώς, έφυγε ένα πετραδάκι, από το σκάσιμο, και αντί να καρφωθεί στο μάτι εκείνου, πήγε και έβγαλε το αριστερό μάτι του Γιάννου του επιστάτη. Κρίμα…»
Ομολογουμένως, η απόσταση ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι αυτού του ανθρώπου, αν ίσχυαν τα όσα έλεγε ο Πολύκαρπος, ήταν ασύλληπτη. Ήταν σα να έβαζες στην κούνια μωρό να κοιμηθεί, και μετά να σου ξύπναγε ο μπαμπούλας…
«Αλλά τώρα του ετοιμάζω κι άλλο χουνέρι!» είπε με εκείνο το περίεργο γέλιο ξανά, τρίβοντας τα χέρια με μια σατανική ικανοποίηση, σαν να είχαν έρθει οι καταστροφικές συνέπειες για το γέροντα, ακριβώς μπροστά στα μάτια του, όπως ακριβώς τα υπολόγιζε και τα φανταζόταν. «Τώρα περιμένω πότε θα πάρει τη σύνταξη, ξέρεις το μισθό που του δίνει το κράτος, λες και έδωσε ποτέ λεφτά για ασφάλιστρα, την πρώτη του μηνός, και θα του τη στήσω έξω από την εκκλησία το βράδυ. Εκεί ο δρόμος δεν έχει φως, θα κρυφτώ πίσω από τα κάγκελα, και μόλις τον δω να περνάει, τόσο αργά όπως σου είπα, θα τρέξω και θα του βάλλω το δάχτυλο στην πλάτη, θα φοράω και κουκούλα, και θα του πω καθίκι δώσε τα λεφτά γιατί θα στην ανάψω…Ποιος ξέρει μπορεί να φοβηθεί τόσο, που να μείνει εκεί στον τόπο, αλλά κι αν δε γίνει αυτό, γιατί είναι κακό σκυλί, εμένα θα μείνουν τα λεφτά!» είπε και έβγαλε ένα ακόμη πιο απόκοσμο γέλιο, που τον ικανοποιούσε φαίνεται τόσο πολύ που άρχισε να βήχει από τη χαρά του.
Λίγο μετά, σηκώθηκε και μου είπε ότι θα πήγαινε λίγο στο μπάνιο, και να μη φύγω, θα επέστρεφε σύντομα. Την ώρα που σηκώθηκε, έπεσε στην άδεια καρέκλα ένα πακετάκι με χάπια, που δεν πρόσεξε ότι του έπεσε και συνέχισε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Με το που το είδα, χωρίς δισταγμό, άπλωσα το χέρι, το πήρα και το κούνησα έτσι που κατάλαβα ότι ήταν μάλλον γεμάτο. Τότε εμφανίστηκε μπροστά μου ο μπάρμπα Τάσος, επιβλητικός, με το βλέμμα του τόσο επικριτικό, σαν να με κακολογούσε που τόση ώρα άκουγα τον Πολύκαρπο που τον έσφαζε με το γάντι. Αμέσως όμως άλλαξε μορφή το πρόσωπό του, οι ρυτίδες του τραβήχτηκαν και φάνηκε ένα χαμόγελο ειλικρινούς συμπόνιας και κατανόησης.
«Να του τα δώσεις» μου είπε σιγανά «αν δε θες να τον πιάσει κρίση εδώ μέσα και να γεμίσουν τα χέρια σου αφρούς…Να του τα δώσεις, αν δε θες να σου μείνει στα χέρια, είναι σε κακή κατάσταση το παιδί…»