Δευτέρα, Ιανουαρίου 19, 2009


Σάββατο με τη θεία Ευανθία

Διήγημα


Το βραδάκι της Τετάρτης μπήκα στο γραφείο του αρχισυντάκτη μου, και του είπα πως αν δεν πήγαινα να ξεκουραστώ, θα ‘ταν προτιμότερο, να στήσει από αύριο το γραφείο μου στην παθολογική κλινική του πλησιέστερου νοσοκομείου. Πρέπει να είχα κιτρινίσει πολύ άσχημα, γιατί μόλις με είδε, γούρλωσε τόσο τα μάτια, που τα φρύδια του έφτασαν μέχρι την καράφλα του. Προς στιγμήν φοβήθηκα μήπως εκτιμήσει την κατάσταση της υγείας μου εκείνη τη στιγμή, μιας κι όταν γεννήθηκε, δεν έκλαψε όπως ο υπόλοιπος κόσμος, αλλά άρχιζε να κουνάει το δάκτυλο στις αδελφές νοσοκόμες λέγοντάς τους «Εγώ τα ξέρω όλα!», όπως έλεγε ένα ανέκδοτο που του σκαρώσανε και κυκλοφορούσε στα δημοσιογραφικά γραφεία ερήμην του. Άλλωστε είχε πολλές παράλληλες καριέρες. Οικονομολόγος, κοινωνιολόγος, πολιτικός επιστήμων, κοινωνικός ανθρωπολόγος, πυρηνικός φυσικός, εγκληματολόγος, κλασσικός φιλόλογος, κριτικός της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου, γεωπολιτικός αναλυτής, ψυχαναλυτής, φιλόσοφος της καθημερινής ζωής, κι άλλα πολλά. Είχε τη προνοητικότητα όμως, να τ’ αποκρύπτει όλα αυτά, και να δηλώνει δημοσιογράφος, ούτως ώστε να μην του λέει κανένας τίποτα.
Ο Περικλής παραμένει ένας τυπικός αρχισυντάκτης μιας σοβαρής εφημερίδας. Ξερόλας, ψηλομύτης, ανάγωγος, κουτοπόνηρος, ευθυτενής, γυαλάκιας, με τόσο διαστρεβλωμένη άποψη για το μαύρο χιούμορ, που έχει το θράσος να το χρησιμοποιεί κιόλας. Το μεγαλύτερο όμως πλεονέκτημά του, που από καιρό έχω καταλάβει και είναι ομολογουμένως αξιοθαύμαστο, είναι να δείχνει ότι γνωρίζει περισσότερα απ’ όσα ήδη ξέρει. Και είναι λίγα, πιστέψτε με. Ο Περικλής δεν αποχωρίζεται ποτέ ορισμένα πράγματα. Τη διακοσμητική του πένα στην άκρη του γραφείου του, έναν δερματόδετο τόμο με τους κανόνες της δημοσιογραφικής και μιντϊακής δεοντολογίας, το σάλιο που παράγεται εν αφθονία στη στοματική του κοιλότητα και το οποίο χρησιμοποιεί δεόντως (φτύνει τους κατώτερούς του στην ιεραρχία, και γλείφει τους ανωτέρους), και τους καλλίγραμμους πισινούς των ασκούμενων νεαρών κοριτσιών, που θέλουν να κάνουν καριέρα και να ανυψώσουν το χαμηλό επίπεδο δημοσιογραφίας που χαρακτηρίζει όλους εμάς τους υπόλοιπους.
Ξεπερνώντας το πρώτο σοκ, παραμέρισε με ένα ύφος έμπειρου εργένη, τα άδεια κουτιά από τις ιταλικές μακαρονάδες που περιδρόμιαζε κάθε μέρα την ίδια ώρα, και μου είπε:
«Πραγματικά είσαι χάλια...» Έτριψε με σοβαρότητα το προγούλι του και συνέχισε. «Λες και έχει φύγει το αίμα από το πρόσωπό σου…Μπορείς να φύγεις, τι να σου πω, άλλωστε όπως μου είπε ο υλατζής παρέδωσες το ρεπορτάζ…»
Ένευσα κάπως βαριεστημένα και χαιρετώντας τον, έστρεψα το κεφάλι για να φύγω κατευθείαν. Η μυρωδιά της παρμεζάνας μου έφερνε αναγούλα, κι αν δεν διαπνεόμουν από μια λεπτεπίλεπτη αίσθηση ευγένειας, θα τον έκανα πατούρα στον εμετό, και μετά θα έπαιζα το γνωστό μελό, με συγχωρείτε δε το ‘θελα…
Πριν ακουμπήσω το πόμολο της πόρτας, που από μέσα την κοσμούσε ένας ξεβράκωτος κώλος με εμφανείς τις ανορθωτικές του επεμβάσεις, άκουσα να μου λέει κάτι αλλά δε γύρισα να τον αντικρίσω.
«Όπως πρόσεξα, έβαλες και τίτλο στο ρεπορτάζ σου» μου είπε με μια μαλαγάνα φωνή, μιας επαρχιώτικης υφής. Όπως θα μιλούσε μια ύαινα στο θήραμά της, πριν το αρπάξει απ’ το λαιμό. «Θα το διαβάσω και αν δω ότι χωρούν ορισμένες μικρές αλλαγές, φαντάζομαι ότι δε θα σε πείραζε να τον τελειοποιήσω…Άλλωστε εδώ μέσα, όλη μια οικογένεια είμαστε βρε…» κατέληξε, αφήνοντας μια ανάσα από εκείνες που αφήνουν οι πολυάσχολοι επιχειρηματίες όταν αναγκάζονται να ασχολούνται με μερεμέτια, κι όχι με εκατομμύρια.
«Εντάξει μπαμπά!» είπα κάπως πικρόχολα, αφήνοντας να πλανηθεί στον αέρα μια διασκεδαστική διάθεση. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου, σκεπτόμενος για μια ακόμη φορά ότι η άγνοια είναι για μερικούς προτιμότερη από τη γνώση. Ο καθένας οφείλει να φορτώνεται στους ώμους τους, μόνο όσα μπορεί να αντέξει.


§


Αφού οδήγησα σαν ζαλισμένη μύγα, ύστερα από βίαια ραπίσματα μιας αμείλικτης μυγοσκοτώστρας, και αφού ταλαιπωρήθηκα αρκετά στο πήξιμο των οδικών αρτηριών λες κι είχα μπροστά μου εξήντα πέντε χιλιάδες αργοκίνητες αγελάδες, έφτασα παλαντζάροντας στο κατώφλι του σπιτιού μου. Ξεφύσηξα και έσκυψα πιάνοντας τα γόνατά μου, όπως ο ταξιδιώτης της ερήμου, πριν ατενίσει τους καταπράσινους φοίνικες και το καθαρό νερό μιας ουρανοκατέβατης όασης. Για μια στιγμή πέρασαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, όλες οι στιγμές της επικείμενης χαλάρωσής μου× ένα ντούζ με χλιαρό και αναζωογονητικό νερό, ένα τσάι με άρωμα λεμόνι, ένα τηλέφωνο στο Λονδίνο για την γλυκιά παρηγοριά της Μαρίας (που βρισκόταν εκεί για παρατεταμένες μεταπτυχιακές σπουδές), μια ήρεμη ανάγνωση του βιβλίου που ‘χα στο κομοδίνο μου, ένας λυτρωτικός και βαθύς ύπνος. Η πόρτα μου φάνηκε προς στιγμήν μια πρωτοφανής πολυτέλεια, επειδή πίστεψα ότι πίσω από αυτήν με περίμενε όντως η θαλπωρή, η ζεστασιά, και η μοναξιά του σπιτιού μου. Λίγη ώρα αργότερα, μπορούσα να παραδεχθώ ακόμη και μπροστά στον Περικλή, ότι δεν ήμουν τίποτα άλλο, παρά ένας αδαής άρρωστος.
Το χαλάκι στην πόρτα ήταν για πρώτη φορά στη θέση του, κάτι που έπρεπε κανονικά να με προβληματίσει. Όμως, έχοντας άγνοια κινδύνου και έντονο πονοκέφαλο, άνοιξα με εγκράτεια την πόρτα όπως πάντα. Ήταν μια τακτική που είχα αποφασίσει να ακολουθώ για παν ενδεχόμενο, όταν ένας συνάδελφος μου περιέγραψε την ταραχή που τον έπιασε κάποτε, γυρίζοντας από ένα οικογενειακό σαββατοκύριακο στους κάμπους και τα λαγκάδια. Διαπίστωσε ότι του είχαν διαρρήξει το σπίτι και ότι του είχαν αρπάξει ακόμη και τη ξυριστική μηχανή, τις πορσελάνινες κούκλες της κόρης του, και τη μασέλα της πεθεράς του. Ανοίγοντας αμέσως και διάπλατα την πόρτα, μου εξήγησε, ήλθε αντιμέτωπος με τη γύμνια του σπιτιού του, δεν το άντεξε και κόντεψε να μείνει στον τόπο, από τη σφοδρότητα του γεγονότος και το ύψος της οικονομικής αποκατάστασης που υπολόγισε εκείνη την ώρα, μέσα στον πανικό του. Ευτυχώς η γυναίκα του ήταν εν ενεργεία νοσοκόμα, και πρόλαβε το έμφραγμά του, με τα ακονισμένα αντανακλαστικά της. Του χαλάρωσε τη γραβάτα και τον άρχισε με επιτυχία στις γρήγορες, κάτι που, όπως μου εκμυστηρεύτηκε με πλήρη ειλικρίνεια, χαροποίησε ιδιαιτέρως τη συμβία του. Επειδή λοιπόν, ούτε την οικονομική επιφάνεια του τσιγκούνη συναδέλφου μου έχω, πόσο μάλλον νοσοκόμα για συμβία, αποφάσισα την κακή στιγμή να μου μείνει το έμφραγμα και να μη χάσω τα υπάρχοντά μου.
Τα ρουθούνια μου μπούκωσαν απότομα με μια μυρωδιά που δε θα μπορούσα ποτέ να ξεχάσω. Σιχαινόμουν το βραστό κουνουπίδι εξ’ απαλών ονύχων, και με τρόμο διαπίστωσα ότι το σπίτι μου έπαψε να βρωμάει κλεισούρα και τσιγαρίλα. Κάποιος είχε τρυπώσει στην κουζίνα μου, έβρασε κουνουπίδι, και το άφησε να πλημμυρίσει τον προσωπικό μου χώρο. Τα παράθυρα ήταν όλα κλειστά, κι έτσι το σπίτι μου κατέληξε απλώς να είναι μια διογκωμένη χύτρα, που είχε στα σπλάχνα της ένα βρομερό καπνό, μια αηδιαστική μυρωδιά. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα, και τότε αντίκρισα όλα όσα μπορούσαν να με εκνευρίσουν μέχρι υστερίας. Τα τάπερ είχαν κάνει κατάληψη στο σπίτι μου! Ήταν παντού. Πάνω στα τραπεζάκια, πάνω στον καναπέ, πάνω στα καλοριφέρ, σκορπισμένα στους διαδρόμους, και έτσι όπως ήταν πολύχρωμα και στοιβαγμένα ασυνάρτητα, μου φάνηκε ότι είχα μπει σε παιχνιδότοπο και ετοιμαζόμουν να τα βάλλω με υπερκινητικούς μπόμπιρες. Με συνέφερε η πρόσκρουση μου πάνω σε ένα σκληρό χαρτοκιβώτιο, από κείνα που πακετάρονται τα βαζάκια συμπυκνωμένου γάλακτος. Είχε απομεινάρια μονωτικής ταινίας και σπάγκου πάνω του. Τα υπόλοιπα έχασκαν ανοιχτά εδώ και κει, σε σημείο να αναρωτηθώ αν με επισκέφτηκε η Πανδώρα, και μου ‘χε αφήσει πεσκέσια ορθάνοιχτα…
Μια πιο προσεκτική ματιά στο χέρι του δερμάτινου καναπέ μου, ήταν η αιτία για να ιδρώσω κι άλλο, να κολλήσει το πουκάμισο στην πλάτη μου σαν έμπλαστρο «Λέοντος». Σεμεδάκια το ένα πάνω στο άλλο, περίμεναν να καλύψουν όλες τις ακάλυπτες γωνιές της μοντέρνας διακόσμησης του σπιτιού μου. Αν είχαν ψυχή, θα ταλαιπωρούνταν από φλογερή προσμονή να στρωθούν κάπου. Λες και το ‘ξερα, έστρεψα το βλέμμα στο βάθος, εκεί που έστεκε η τηλεόρασή μου στη βουβαμάρα της, και που από κείνο το σημείο δύσκολα μπορεί να την διακρίνει κανείς απ’ το σκοτάδι. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβη το αντίθετο. Ένα κάτασπρο σεμεδάκι την είχε καταπλακώσει με μια φολκλορική μεγαλοπρέπεια, και το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι το σεμεδάκι κοσμούταν κυκλικά με επιπλέον δαντέλα φτιαγμένη στο χέρι…
«Παιδάκι μου ήρθες;» ακούστηκε μια τσιριχτή φωνή από το βάθος, στο αποκορύφωμα του ενθουσιασμού της. «Έλα παλικάρι μου, σου ‘φτιαξα κουνουπίδι βραστό που σ’ αρέσει!» συνέχισε στον ίδιο τόνο η φωνή, που άφηνε ένα μικρό αντίλαλο να ταλαιπωρεί τα πλακάκια της τουαλέτας μου. Τη στιγμή εκείνη το πρόσωπό μου συστρεφόταν σε μια άμορφη μάζα. «Ούτε συνεννοημένοι να ‘μασταν παιδί μου…»
Ήταν η θεία Ευανθία. Όπως φοβόμουν…


§



Εποχική γρίπη. Αρχικά το κεφάλι θα γινόταν τούμπανο από τον πόνο. Έπειτα τα μάτια θα γαντζώνονταν από τις κόγχες τους απ’ τον ακατάπαυστο βήχα. Κόκκινα ασπράδια, αλλήθωρες μπίλιες, και ένα ορμητικό ποτάμι από φλέγματα που θα μπορούσαν να εξαφανίσουν τα παγκόσμια αποθέματα χαρτομάντιλων. Στη συνέχεια, τρίξιμο των κοκάλων, παγωμάρες στις πατούσες και το σβέρκο, κλείσιμο του λαιμού, μειωμένη όραση και όσφρηση, αδυναμία, ατονία, αναγούλες. Τέλος, λούσιμο από κρύο ιδρώτα μέχρι τα νύχια και πυρετός που μπορεί να φτάσει σε ανησυχητικά επίπεδα, αν τον υποτιμήσω. Πιθανολογούνται εμετοί, αν τολμήσω να φάω πίτα γύρο, με τζατζίκι και ντομάτα. Απαγορεύεται ρητώς το κάπνισμα και το αλκοόλ, αν δεν θέλω ν’ αγκομαχάω αιωνίως σαν καρβουνιάρης στην Αθηνών-Λαμίας, και να μοιάζω με τοξικομανή που έχει να πάρει τη δόση του ένα εξάμηνο. Η ταυτότητα και το όνομα του ιού που με ταλαιπωρεί αγνοούνται. Είναι τόσο συνηθισμένος που δε χρειάζεται να ανησυχώ. Είναι παροδικός και φαινομενικά ακίνδυνος. Σούρνεται σε κλειστούς χώρους και μεταφέρεται με τα σταγονίδια του φταρνίσματος, ή από το ντάντεμα μικρών ανιψιών με κρεμάμενες μύξες. Αργά η γρήγορα θα αναζητήσει έναν άλλο ροδαλό οργανισμό, για να του αναστατώσει το ανοσοποιητικό σύστημα, κι εγώ θα ησυχάσω. Τρόποι αντιμετώπισης πολλοί. Χάπια και σιρόπια επιβάλλει η επιστήμη. Το κεφάλι μου φασκιωμένο με μια πετσέτα και τα ρουθούνια μου ολάνοιχτα, πάνω από μια κατσαρόλα, και εκτεθειμένα στις αναθυμιάσεις βρασμένης δάφνης, επιβάλλει η θεία Ευανθία. «Κοίτα να δεις, άμα δε σου κάμει τίποτα η δάφνη, έχω κι άλλα πράματα... Τα ‘χω φέρει τα σύνεργα για τις βεντούζες. Κι άμα θες δε σε κάνω μόνο με οινόπνευμα και εντριβή μετά…Έχω και ξυραφάκι να χαρακώσω το σκοτωμένο αίμα, όπως θα ‘χει φουσκώσει η πλάτη από τα πυρωμένα ποτήρια...» Βλέποντας με η θεία τρομοκρατημένο, αποφάσισε να αφήσει τις ριζοσπαστικές μεθόδους της στα σκληρά καρύδια, και για κει που την έπαιρνε. Η δάφνη τελικά κάπως με ξαλάφρωσε. Ένιωσα για μια στιγμή πως αισθανόταν η Πυθία χιλιάδες χρόνια πίσω…



§



Η θεία Ευανθία, πουρνό πουρνό την Τετάρτη, μπήκε στο ταξί του Κώστα του Φλογέρα, και μετά από τέσσερις ώρες ταξίδι έφτασε στο σπίτι μου. Το πήρε αγκαζέ και γέμισε το πορτπαγκάζ με καλούδια. Η πόρτα του δεν έκλεινε, τόσο είχε φορτωθεί, που ο Φλογέρας αναγκάστηκε να τα δέσει με τριχιά, που είχε φυλαγμένη για παν ενδεχόμενο. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, τα αυτοκίνητα που προσπερνούσαν το ταξί θαύμαζαν την ελαφρώς μονόμπαντη κίνησή του. Το βάρος ανάγκασε τα πίσω λάστιχα να τρέχουν πιεσμένα, και έτσι ο Φλογέρας ένιωθε ότι όλος ο δρόμος διανύθηκε με μια συνεχή και λεπτεπίλεπτη σούζα, που στο τέλος του άρεσε κιόλας. Αυτό που δεν μπόρεσε να αποφύγει εκ των πραγμάτων, ήταν η πολυλογία της θείας Ευανθίας. Κάθε λίγο και λιγάκι έκανε στάση, κάπνιζε, έκλεινε τα μάτια να ηρεμήσει, αλλά κάθε φορά η θεία Ευανθία, έβγαζε το κεφάλι από το παράθυρο και του έλεγε να συνεχίσει, γιατί δεν ήθελε να πληρώνει χασομέρηδες και χαραμοφάηδες. Επιπλέον, προς τι τόση καθυστέρηση και τόσες στάσεις, εφόσον κατούρησε μια φορά ο Φλογέρας;
Η θεία Ευανθία είναι η μεγαλύτερη αδελφή της μάνας μου. Η μάνα μου και ο πατέρας μου δεν υπάρχουν πια. Ο άντρας της θείας μου, ο Φίλιππος μας άφησε πριν δύο χρόνια. Πέρασε απαρατήρητος απ’ τη ζωή μέχρι που πέθανε και η εκκλησία γέμισε από κόσμο στην κηδεία του. Άλλοι συγγενείς, νεκροί ή ζωντανοί, δεν υπάρχουν. Ένα παιδί που γέννησε η θεία δεν έζησε τελικά. Ο ομφάλιος λώρος το έπνιξε. Η θεία Ευανθία έχει εμένα, κι εγώ αυτήν. Επομένως, το οικογενειακό μας δέντρο είναι φτωχό. Ένας γέρικος κορμός, κι ένα κλαδί, βορά στις διαθέσεις του ανέμου.
Τα χρόνια πέρασαν και θα ‘λεγε κανείς ότι τ’ αποτυπώματα του χρόνου είναι περισσότερο εμφανή πάνω μου, παρά πάνω στη θεία Ευανθία. Είναι ακόμη ξερακιανή, λυγερόκορμη, και φοράει ωραία εμπριμέ φουστάνια κάτω απ’ το γόνατο. Τα μαλλιά της τα πιάνει με ένα κότσο κι ένα δίχτυ στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Φοράει πάντα καφετί καλτσοδέτες, αλλά είναι τόσο αδύνατη που οι αστράγαλοί της διαγράφονται ξεκάθαρα κάτω από το ύφασμα. Τα παπούτσια της είναι πάντα στρωτά και το βήμα της νευρικό. Το πρόσωπό της είναι γλυκό, ακόμη και τώρα που οι ρυτίδες έχουν εγκατασταθεί στο γυαλιστερό της δέρμα. Μια μύτη λίγο γαμψή, στην οποία στερεώνονται τα γυαλάκια της όταν θέλει να πλέξει, της προσδίδει μια γοητεία γιαγιάδων μαγικών παραμυθιών. Τα φουντωτά της φρύδια σκεπάζουν δυο τσαχπίνικα μάτια, που παρατηρούν συνεχώς χωρίς αναπαμό. Το στόμα της έχει ζαρώσει κάπως, αλλά είναι το πιο δραστήριο μέρος του σώματός της. Η θεία μου είναι περίεργη, και πιστεύω ότι από αυτή κόλλησα το δημοσιογραφικό μικρόβιο. Ξέρει πολλά πράγματα, αλλά δεν μπορεί να τα κρατήσει μέσα της. Τα λέει όλα, κι όπως γίνεται ευκόλως κατανοητό, χρειάζεται τον ανάλογο χρόνο να τα εκθέσει. Επομένως δεν πρέπει να την κατατάξει κανείς στη βολική κατηγορία της πολυλογούς και της κουτσομπόλας. Η βασική μας διαφορά είναι ότι η θεία μου δε θα παραπεμπόταν ποτέ στο πειθαρχικό της Ενώσεως Συντακτών, ό,τι κι αν ξεστόμιζε. Ό,τι λέει είναι εγγύηση, διασταυρωμένο και σπαρταριστό. Οι ειδήσεις καρφώνονται στα αφτιά της, όπως το καρφί στο ξύλο. Κι αυτό γιατί τα ‘χει συνεχώς ανοικτά και επιπλέον, στη τωρινή της μοναξιά, παρακολουθεί πολλή τηλεόραση.
Η θεία Ευανθία για μένα, παρόλα ταύτα είναι πάντα μια ευκαιρία να επιστρέψω στον γενέθλιο τόπο και τα παιδικά μου χρόνια. Πάντα με μια νοσταλγία, που τείνει να εξιδανικεύσει τις καταστάσεις και να τις κατατάξει στη μνήμη μου αψεγάδιαστες. Ενώ δεν είναι έτσι. Ίσως επειδή, όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο λιγοστεύουν οι επιστροφές μου εκεί. Εκείνη όμως με επισκέπτεται τρεις φορές το χρόνο, έρχεται στο σπίτι, μου το καθαρίζει, μου πλένει, μου σιδερώνει και μαγειρεύει επιπλέον. Παρότι φέρνει μαζί της ωραία φαγητά, εγώ τα προσεγγίζω μόνο από πέντε μέτρα απόσταση. Μπάμιες, φασολάκια, γιουβαρλάκια, στιφάδο, γεμιστά, μελιτζάνες, σπαράγγια και χόρτα που κόβει μόνη απ’ την αυλή της. Βλέπω με πόση αγάπη είναι φτιαγμένα, αλλά ποτέ δεν έκανα την κίνηση να φάω κάτι απ’ αυτά, έστω για τυπικούς λόγους ευγένειας, μόνο και μόνο για να της δώσω τη χαρά που επιζητά κάθε καλή μαγείρισσα. Εκείνη όμως δεν παραπονιέται, μου λέει «ότι τραβάει η ψυχή σου θα φτιάξω» και μου ετοιμάζει, με ευθείες σπόντες για την κατάσταση του εντέρου μου, όλες τις παραλλαγές κρέατος που υπάρχουν. Μόνο κρέας τρώω, δυστυχώς. Όποτε όμως με πειράζει και με εκφοβίζει κραδαίνοντας χοληστερίνη και τριγλικερίδια, της λέω κάτι που άκουγα μικρός να της λέει ο άνδρας της ο Φίλιππος. «Υπήρχε μια εποχή που τρώγαμε αέρα, μετά τρώγαμε χόρτα, μετά πατάτες, και τώρα, δόξα τω Θεώ, κρέας! Φάτε όσο μπορείτε, γιατί η ζωή είναι πουτάνα και οι πολιτικοί κλέφτες! Μπορεί να ξαναγυρίσουμε πίσω χωρίς να το καταλάβουμε κιόλας…»
Ξέρω ότι είναι κάπως κωμικό να επικαλείσαι το κατοχικό σύνδρομο, μόνο και μόνο για να μην ακούς αυτά που δε σε συμφέρουν. Αλλά και τι να την κάνεις τη ζωή χωρίς καταχρήσεις; Ούτως η άλλως, μακροπρόθεσμα δύο μέτρα γη θα πάρουμε όλοι, άλλοι νωρίτερα, άλλοι αργότερα. Άλλωστε, όπως θα έλεγε και ο Περικλής, σημασία έχει να πιάσεις την ποιότητα απ’ τα μαλλιά, και να μην ενδιαφέρεσαι τόσο για την ποσότητα. Παρότι με συμφέρει να το λέω, έχω την υποψία ότι ο Περικλής θα ζήσει περισσότερο από μένα, μόνο και μόνο για να μου αποδείξει ότι δεν έχει άδικο. Η θεία Ευανθία πάλι διαφωνεί με τέτοιου είδους καθησυχαστικές φαιδρότητες, και μέχρι τώρα διατηρεί τη σιλουέτα και τη σβελτάδα της σε εντυπωσιακό βαθμό. Πλησιάζει τα εβδομήντα πέντε, αλλά το μάτι της παίζει και ο εγκέφαλός της διάγει την περίοδο της δεύτερης νιότης του.
Όποτε βλέπω τη θεία μου, είναι σα να κάνω μια νοητή βόλτα πίσω στο σπίτι της, ένα μέρος αγαπημένο, γιατί εκεί είχα παίξει τις περισσότερες φορές στα νιάτα μου, με όλα τα φιλαράκια. Το σπίτι της θείας μου ανήκε σε ένα μικρό συγκρότημα μονοκατοικιών κοντά στα περιβόλια και τα χωράφια της περιοχής. Ήταν κατά κάποιο τρόπο το προάστιο του χωριού μας. Ένα μικρό ποτάμι, με λίγο νερό και πολλά φυτοφάρμακα, έκοβε το χωριό στα δύο. Το σπίτι μας ήταν στην πυκνοκατοικημένη μεριά, δεν ανέπνεε από πουθενά, σε σημείο να ακούς τα καλοκαίρια τις κλανιές των γειτόνων που κοιμόντουσαν στρωματσάδα στα μπαλκόνια και τις ταράτσες. Ενώ το σπίτι της θείας ήταν άλλο πράγμα! Το φώτιζε ο ήλιος, σου γαργαλούσαν τη μύτη οι τριανταφυλλιές, και το βράδυ μύριζες το δροσερό αεράκι απ’ το ρετσίνι των πεύκων που κατέβαινε από το βουνό, και όλα αυτά με τα νυχτολούλουδα να σπάνε με το μαβί τους χρώμα, το σκοτάδι που έπεφτε νωρίς. Εκεί μάλιστα, είχες τ’ αφτί σου πάνω στους σφυγμούς του τόπου σου!
Ασφυκτιούσα και εγώ και οι φίλοι μου, και έτσι αποφασίζαμε να καβαλάμε τα ποδήλατα και να πηγαίνουμε στο μεγάλο χαγιάτι της θείας, που το ζώνανε ευωδιαστές πορτοκαλιές. Η πλατεία του χωριού παρακολουθούνταν από όλα τα καφενεία περιμετρικά, κι έτσι δεν μπορούσαμε να επιδιδόμαστε στην αγαπημένη μας ασχολία. Πηγαίναμε στο σιντριβάνι, στο κέντρο της, και κοκκινίζαμε με μικρές ντομάτες που κόβαμε απ’ τ’ αδέσποτα μποστάνια, τα αγάλματα που το κοσμούσαν. Ναζιάρικα αγγελάκια, με φλογέρες, που κατουρούσαν νερό και σχημάτιζαν ένα εκθαμβωτικό για μας θέαμα. Το βράδυ φωτιζόταν όμορφα, αλλά από ένα σημείο και μετά το παράτησαν στη μοίρα του. Το ‘χε φτιάξει ένας αρχαιόπληκτος κοινοτάρχης με παχύ μουστάκι και καθαρευουσιάνικη προφορά, αλλά μετά έχασε τις εκλογές και το σιντριβάνι υποβαθμίστηκε. Εμείς πηγαίναμε και χώναμε σ’ όλα τα κρυφά κι απόκρυφα σημεία των γυμνών αγαλμάτων τις μικρές ντομάτες, και μετά γελούσαμε διαβολικά. Πρέπει να το παρακάναμε γιατί ο νέος κοινοτάρχης παρακάλεσε τον παπά Κώστα να μας τραβήξει το αυτί στο κατηχητικό. Μας είπε ότι αν συνεχίζαμε να χώνουμε ντοματάκια στον πισινό των αγαλμάτων, δε θα μας κοινωνούσε ποτέ ξανά και ότι θα μας αφόριζε. Έτσι, μην μπορώντας να αντέξουμε τον περιορισμό, αλλάξαμε στέκι. Για το μόνο που λυπηθήκαμε ήταν ότι δε θα μπορούσαμε πλέον να βάζουμε χελώνες στα καθίσματα των τρακτέρ, ούτε να πετάμε πετραδάκια με τις σφεντόνες μας, στα πισινά του Μήτσου του κρεοπώλη. Αυτός έγδερνε τα αρνιά στα γόνατα, και επειδή φορούσε χαμηλοκάβαλα παντελόνια, λόγω τεράστιας κοιλιάς, η χαραμάδα του κώλου του έβγαινε στη φόρα. Εμείς του τη στήναμε πίσω από ένα μαντρότοιχο, και τον πυροβολούσαμε, και κείνος φώναζε με την μπάσα φωνή του «δε θα σας τσακώσω, θα σας πάρει ο διάολος»! Η αλλαγή πάντως είχε και τα καλά της. Η θεία Ευανθία, νέα τότε και δραστήρια, μας περίμενε με μια κανάτα σπιτική λεμονάδα, και ζυμωτό ψωμί που έψηνε στον πλινθόκτιστο φούρνο, ο οποίος έμοιαζε με ιγκλού πάνω σε τραπέζι.
Πόσο μ’ άρεσε να πετάω νοητά πάνω απ’ το χωριό! Πόσο με παρηγορούσε αυτό, σε ένα σημείο της ζωής μου, που ένιωθα ότι είχα σκαλώσει άσχημα σ’ ένα βαλτότοπο. Ότι η ζωή ξεγλιστρούσε μέσα απ’ τα χέρια μου, κι την παρατηρούσα σαν αμέτοχος παρατηρητής. Τώρα φτάνω κοντά στα σαράντα, δουλεύω σε μια δουλειά που δε μου αποφέρει αρκετά, και ζω σε μια πόλη που μισώ αλλά με τρέφει, οπότε δεν πρέπει να παραπονιέμαι. Έχω όμως μια παράξενη αίσθηση ότι γερνάω πριν την ώρα μου. Κάπου διάβασα ότι οι πολιτικοί συντάκτες γερνάνε νωρίτερα από τους άλλους δημοσιογράφους, Συμφωνώ απόλυτα. Κάνω εδώ και τέσσερα χρόνια κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ και έτσι έχω μια στενή σχέση με τη νωθρότητα και την μαλάκυνση. Η επανάληψη μπορεί να δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας στον άνθρωπο, αλλά όταν τη ζωή σου διακρίνει μόνο αυτό, τότε πρέπει ν’ αρχίσεις ν’ ανησυχείς. Έχω ήδη κατανοήσει τη σοβαρότητα της κατάστασή μου, δεδομένου ότι βλέπω ακόμη και στον ύπνο μου, συνεχώς, ένα βουλευτή της επαρχίας να παραπονιέται γιατί δεν έχει ο τόπος του δρόμους και νοσοκομείο.



§



Τα πράγματα πήγαν χειρότερα. Ακόμη κι η θεία έπεσε έξω στις προβλέψεις της. Με το που έπεσα στον καναπέ, στο μικρό σαλονάκι, δε μπόρεσα να ξανασηκωθώ. Στην τουαλέτα πήγαινα με μέτρο, και πάντα υποβασταζόμενος από τη θεία – να ‘ναι καλά, τι θα ‘κανα αν δεν είχε έρθει έτσι απρόσμενα; Κοιμόμουνα πολλές ώρες, έχανα την αίσθηση του χρόνου, αλλά όταν ξυπνούσα η θεία ήταν πάντα εκεί με το κουτάλι στο χέρι, προσπαθώντας να μου χώσει βίαια το φιδέ στο στόμα. Τον μύριζα και ανακατευόμουν άσχημα. Δεν έβλεπα και καλά. Λες κι είχαν κατακαθίσει σύννεφα στα βλέφαρά μου. Είχα και για κάποιο λόγο κλειστοφοβικές τάσεις. Από το απόγευμα της Τετάρτης και μέχρι το απόγευμα του Σαββάτου, έμενα ακίνητος μέσα στις κουβέρτες, ανήμπορος να κουνήσω ακόμη και τα δάχτυλά μου. Για κάτι, όμως, ήμουν απολύτως σίγουρος. Ό,τι η τηλεόραση ήταν ανοιχτή απέναντί μου ολημερίς κ’ ολονυχτίς, και ότι η θεία μου συζητούσε μαζί της σχολιάζοντας μοναχή της τα όσα συνέβαιναν στο μαγικό κουτί. Έπλεκε και με φρόντιζε. Μου έβαζε κομπρέσες και τις άλλαζε σε τακτά χρονικά διαστήματα. Ήταν η πρώτη φορά που απέκτησα αποκλειστική νοσοκόμα. Για μια στιγμή, μάλλον στον ύπνο μου, αναρωτήθηκα αν αυτό που βίωνα ήταν μια εικόνα από το μέλλον. Φοβήθηκα, όταν είδα ένα βράδυ τον εαυτό μου τριάντα χρόνια μετά, στο κρεβάτι του πόνου, αδύναμος και γέρος, να κατουράω σε πάπια και οι φλέβες μου να ‘χουν τρυπηθεί από τους πολλούς ορούς. Και στον ανήσυχο ύπνο, νοσοκόμα ήταν η θεία μου. Φορούσε άσπρη μπλούζα, με κοιτούσε και γελούσε κακαριστά, κρατώντας μια μεγάλη σήριγγα, και τότε ήταν που ξυπνούσα κάθιδρος, με σφάχτες στα πισινά μου.
Η ανάνηψή μου άρχισε κατά τις πέντε το απόγευμα του Σαββάτου. Ξύπνησα από ένα βαθύ ύπνο, και ένιωθα καλά, είχα πλήρη επίγνωση του χώρου και ένιωθα τα χέρια και τα πόδια μου. Και πάλι με περίμενε το παρηγορητικό χαμόγελο της θείας. Είχα όρεξη για φαγητό μετά από πολλές ημέρες. Μια σούπα με ρύζι και λίγο λεμόνι, με επανέφερε πλήρως στην πραγματικότητα. Η θεία με κοιτούσε με θαυμασμό, την ώρα που ρουφούσα το ζεστό που μου ετοίμασε με μεγάλη μαστοριά. Για μια ακόμη φορά σκέφτηκα ότι η θεία ήταν δώρο εξ’ ουρανού. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα, με φίλησε στο μέτωπο, και μου είπε να ηρεμήσω, το μεγάλο κακό είχε περάσει. Είχε δίκιο. Ανακτούσα τις δυνάμεις μου, και επιπλέον διαπίστωνα ότι τόσες μέρες είχα ξεχάσει έγνοιες και φασαρίες. Άρρωστος μεν, ήρεμος δε. Κάτι που για μένα δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Την είδα με μια πετσέτα στο χέρι να κατευθύνεται προς το μπάνιο. Τότε πήρα το τηλεκοντρόλ για να περιηγηθώ στα προγράμματα των καναλιών.
Αφού σκυλοβαρέθηκα βλέποντας ένα μουσικό πρόγραμμα με ξανθιές και μοντέλα, δύο ομάδες που προσπαθούσαν να παίξουν ποδόσφαιρο σ΄ ένα βαλτότοπο, και μια εκπομπή για τα δικαιώματα των τετραπόδων, έπεσα πάνω σε κάτι που είχε να κάνει με τη δουλειά μου. Το κανάλι της Βουλής είχε σε ζωντανή αναμετάδοση την προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση για την κύρωση του εθνικού προϋπολογισμού. Το είχα ξεχάσει τελείως. Προφανώς κάποιος άλλος συνάδελφος θα πήγε εκεί που κανονικά θα έπρεπε να είμαι εγώ. Άφησα το τηλεκοντρόλ κατά μέρος και άραξα για ν’ ακούσω πράγματα που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι μαγνητοσκόπηση μιας παρόμοιας συζήτησης μια δεκαπενταετία πριν. Μιλούσε ένας βουλευτής της Οικολογικής Ζωής (ΟΖ), με φουντωτά μαλλιά και τεράστια γυαλιά. Κατηγορούσε τα υπόλοιπα κόμματα με σθένος, επειδή, όπως έλεγε, ζούσαν σ’ έναν άλλο κόσμο, δεν έβλεπαν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, και επιπλέον δεν έκαναν τίποτα σε αναπτυξιακό επίπεδο για να συντονιστεί το κράτος με την πράσινη οικονομία και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Στηλίτευε με την στεντόρεια φωνή του, τα μπαζώματα των ποταμών, το κτίσιμο αυθαίρετων σε καμένες περιοχές, την ανυπαρξία κτηματολογίου και δασολογίου, αλλά και τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, ηλεκτρισμού και νερού, που παρήγαν περισσότερους ρύπους απ’ ότι ικανοποιητικές υπηρεσίες. Τη στιγμή που μιλούσε για την προστασία των εθνικών δρυμών, η κάμερα έκανε μια περιμετρική κίνηση στο σχεδόν άδειο κοινοβούλιο. Οι ελάχιστοι βουλευτές που τον παρακολουθούσαν ξύνονταν και μερικοί εξ αυτών ήταν εμφανώς νυσταγμένοι. Ο υφυπουργός που εκπροσωπούσε την κυβέρνηση εκείνη την ώρα, έστελνε μήνυμα με το κινητό του. Μετά την επισήμανση της ανησυχίας του, για την καφέ αρκούδα και τον άγριο τσαλαπετεινό, τέλειωσε την ομιλία του λέγοντας: «Όλα τα κόμματα έχετε τρομακτικές ευθύνες. Η χώρα πάει από το κακό στο χειρότερο, κι αν δε στραφούμε στην πράσινη οικονομία, οι προϋπολογισμοί που θα ψηφίζετε από δω και πέρα δε θα έχουν αντίκρισμα. Αυτή είναι η πραγματικότητα
Ακριβώς τότε είδα τη θεία Ευανθία να έρχεται με την πετσέτα στο κεφάλι σαν φακίρης, κρατώντας μια σκληρή χτένα στο ένα χέρι κι ένα μεγάλο κομμάτι βαμβάκι στο άλλο. Κάθισε στην πολυθρόνα και άρχιζε να χτενίζει τα μακριά μαλλιά της με δύναμη, με πείσμα θα ‘λεγε κανείς. Έμοιαζε από μακριά με άγριο τοπίο, με καταρράκτη που πίσω από τα τρεχούμενα νερά του, έκρυβε ένα σκαλισμένο πρόσωπο παλιό, μιας παγανιστικής θεότητας. Οι τρίχες που ξεκολλούσε με ευκολία η χτένα (σαν αυτή που χρησιμοποιούν οι μάνες για να σαρώσουν τις ψείρες στα μικρά παιδιά) κατέληγαν στο βαμβάκι, και στο τέλος σχημάτισαν ένα αηδιαστικό κουβάρι, που η θεία αν ήταν στο χωριό θα το έθαβε στον κήπο της. «Καλά τα μολογάει τούτος δω!» είπε αφήνοντας μια διερώτηση στον αέρα για να της απαντήσω. Δεν απάντησα, κι έστρεψα και πάλι το βλέμμα στην τηλεόραση.
Ακολούθησε ένας βουλευτής της Ενωμένης Αριστεράς (ΕΝΑ.), με σοφιστικέ ύφος και μια μικρή κοτσίδα. Δεν φορούσε γραβάτα, και πάντα άφηνε στο βήμα ένα βιβλίο με τις θεωρητικές αναζητήσεις της ανανεωτικής αριστεράς, αποδεικνύοντας ότι υπάρχουν και ανήσυχα πνεύματα. Αφού κατηγόρησε τα δύο μεγάλα κόμματα ότι συντηρούν ένα δικομματικό σύστημα που εναλλάσσεται και καπηλεύεται την εμπιστοσύνη και τον πλούτο του λαού, τόνισε τη σημασία που έχει η ίση κατανομή των βαρών σε ένα προϋπολογισμό. Έφερε ως παράδειγμα, σε έναν άλλο υφυπουργό που ψιλοβαριόταν, ότι η συντηρητική κυβέρνησή του είχε αυξήσει κατά 30% τους έμμεσους φόρους, είχε αφήσει ασύδοτους τους εμπόρους να γδάρουν τους μικρομεσαίους και τους συνταξιούχους, είχε δώσει το ελεύθερο στις τράπεζες να ρουφήξουν με το καλαμάκι το αίμα των πελατών τους, και ότι είχε κάνει τα στραβά μάτια απέναντι στα καρτέλ που λυμαίνονταν τον τόπο. Κάλεσε όλο το λαό να ακολουθήσει τον άλλο δρόμο, της προόδου και της ρήξης με το κατεστημένο, να εμπιστευτεί την Αριστερά που αναλογίζεται τις σύγχρονες προκλήσεις και παλεύει για ένα καλύτερο αύριο. Ξέχασε να προτείνει κάτι συγκεκριμένο, αλλά κατέληξε λέγοντας: «Η χώρα βυθίζεται στο βούρκο! Είστε διεφθαρμένοι, αλαζονικοί, και ανίκανοι! Η Αριστερά θα σας αποκαθηλώσει! Αυτή είναι η πραγματικότητα
Η θεία Ευανθία άκουγε τη συζήτηση μαζί μου χωρίς να μιλάει, κάτι που με χαροποίησε ιδιαίτερα. Άλλωστε, όπως μου ‘χε πει κάποτε, δεν την ενδιέφεραν τα πολιτικά. Είχε ήδη δέσει τον κότσο όμορφα και περιποιημένα. Πήγε για μια στιγμή στη κουζίνα, πήρε δύο μικρά ταψάκια, κι άρχιζε στην πολυθρόνα να ξεχωρίζει τις φακές, με τα γυαλάκια της. Η απόδειξη της συγκέντρωσής της σ΄ αυτή την λεπτή δουλειά, ήταν η γλώσσα της μισοβγαλμένη και μαγκωμένη ανάμεσα στα δόντια της. Ξαφνικά μίλησε πριν να ακολουθήσει ο επόμενος ομιλητής. «Καλά τα μολογάει τούτος δω!» και πάλι.
Το λόγο, στη συνέχεια, πήρε μια βουλευτίνα από το κόμμα των Αληθινών Κομμουνιστών, Μαρξιστών και Λενινιστών (ΑΚΟΜΑΛΕΝΙΝ).Προς αποφυγή απομιμήσεων η ονομασία, φυσικά… Ήταν η μόνη που μιλούσε με λόγο κοφτερό, σίγουρο και τεκμηριωμένο απόλυτα. Όλες οι κατηγορίες της δεν ήταν στον αέρα. Για όλα έφταιγαν οι καπιταλιστές, οι ιμπεριαλιστές, οι φονιάδες των λαών και όσοι τους στηρίζουν. Σπόντες πετούσε συνεχώς για τα υπόλοιπα κόμματα, μιλούσε για αστικά κόμματα, τις παραφυάδες και τα υποστυλώματά τους. Περιέγραψε με αξιοπρόσεκτη γλαφυρότητα τη σαπίλα και το βόθρο στον οποίο έχει σκαλώσει η χώρα. «Πρέπει ο λαός να ανασυνταχθεί, να ανατρέψει το δικομματισμό και τα ξαδέρφια του, να αλλάξει το συσχετισμό δύναμης και να βγει μπροστά για τα δικαιώματά του. Να διεκδικήσει ένα σοβαρό κράτος και να πετάξει στην άκρη τους ιδιώτες και τις πολυεθνικές που κάνουν σαν αδηφάγοι αρουραίοι! Μόνον με εμάς μπορεί, όταν αποφασίσει να ανατρέψει το καπιταλιστικό παρόν, να βρει ένα σοσιαλιστικό μέλλον, με την εξουσία στα χέρια του. Η εργατική τάξη, η νεολαία, και οι αγρότες θα σας ρίξουν μαύρο, γι’ αυτά που έχετε κάνει και συνεχίζετε -όλοι οι συστημικοί- να κάνετε! Είναι ένας προϋπολογισμός της πλουτοκρατίας και κείνων που τη λιβανίζουν! Των δεξιών και των σοσιαλδημοκρατών! Αυτή είναι η πραγματικότητα!» Για μια ακόμη φορά συμφωνούσα μαζί της στην περιγραφή της κατάστασης, κωλυόμουν όμως στο να συμφωνήσω μαζί της ως προς την επίλυση των προβλημάτων. Ακόμη αναρωτιέμαι, διάολε, γιατί πρέπει ένα κράτος να παράγει καρφίτσες, προφυλακτικά ή χαρτιά υγείας; Επίσης, γιατί ένα πρόβλημα που δύναται να λυθεί σήμερα επί καπιταλισμού, πρέπει να μείνει άλυτο, για να το λύσει ο κομμουνισμός, όταν έρθει; Η θεία δεν συμμεριζόταν τις σκέψεις μου απ’ ότι φαίνεται. Ήταν πιο κατηγορηματική. «Καλά τα μολογάει τούτη δω!» Το ίδιο είπε και για έναν βουλευτή του κόμματος της Εθνικής Υπερηφάνειας (ΕΥΠ), όταν είπε ότι η χώρα έχει μπουκώσει από τους πολλούς μετανάστες, κι αν δεν αρχίσουμε τις απελάσεις σε λίγα χρόνια, ακόμη κι οι παπάδες θα είναι μαύροι. Τη θεία Ευανθία, μια θεοσεβούμενη γυναίκα, μια τέτοια προοπτική τη φόβισε. Ήταν ελεγχόμενα θρησκόληπτη. Πίστευε στο Θεό, αλλά και ότι ο παπάς του χωριού έχωνε το χέρι του στο παγκάρι. Αυτό επιβεβαιώθηκε όταν ο παπάς άρχισε να κυκλοφορεί στο χωριό με ένα τζιπ 4Χ4, που μπορούσε να μεταφέρει ταυτόχρονα κολυμπήθρες, μανουάλια, εξαπτέρυγα, πρόσφορα, τα παπαδοπαίδια και τους επιστάτες του ναού.
Η ηλεκτρική κουζίνα άχνιζε και μια ωραία μυρωδιά μας ξύπνησε τη μύτη. Εμένα μου έτρεχαν τα σάλια και η θεία έσπευσε να βγάλει το κέικ από το φούρνο. Τότε στο βήμα ανέβηκε ένας βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του κόμματος των Σοσιαλδημοκρατών (ΣΟΚ). Μιλούσε σαν ένας παροδικός ταξιδιώτης και σκληρός τιμητής όλων των άλλων, μολονότι το κόμμα του είχε κυβερνήσει στο παρελθόν για μια εικοσαετία. Το ύφος του είχε κάτι από άτεγκτο εισαγγελέα, ενώ η γλώσσα του σώματος του, ομολογούσε ότι είχε κάνει πολλές κουβέντες με τον ίματζ μέϊκερ του κόμματος. Φορούσε ένα σακάκι με μπαλώματα στους αγκώνες και ζιβάγκο από μέσα. Μια επιλογή ένδυσης, η λεγόμενη σοσιαλιστική, που απαξάπαντες στο κόμμα υιοθέτησαν αφού έχασαν τις εκλογές, γιατί προηγουμένως τα χαρτιά που είχαν στα χέρια τους σκάλωναν στα χρυσά τους μανικετόκουμπα. Ο ίδιος είχε διατελέσει και υπουργός Υγείας, με επιτυχημένο έργο, καθώς κατόρθωσε να μειώσει τα ράντζα στους διαδρόμους των νοσοκομείων και να τα στελεχώσει με νεαρές νοσοκόμες της επιλογής του, προς τέρψιν των ασθενών. Αφού περιέγραψε με τα μελανότερα χρώματα την πορεία της χώρας από τη στιγμή που έφυγε η κυβέρνησή του, κατήγγειλε την κυβέρνηση για αδυναμία διαχείρισης, κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, πελατειακές πρακτικές, διαφθορά, κατάχρηση εξουσίας, χειραγώγηση της δικαιοσύνης, καταστροφική οικονομική πολιτική, λάδωμα των μέσων ενημέρωσης υπό τη μορφή κρατικών επιχορηγήσεων, ξεχείλωμα της κοινωνικής συνοχής και ευνοϊκή στάση απέναντι στους βιομηχάνους και τους εφοπλιστές. Επίσης χρέωσε στην κυβέρνηση την απαισιοδοξία του λαού, που, κατά τη γνώμη του, έβλεπαν τον κόσμο μαύρο κ’ άραχνο. Σε αυτό απέδωσε και τη μείωση των γεννήσεων. Στο τέλος της ομιλίας του, σαν να κορυφωνόταν μια σαγηνευτική άρια, είπε: «Επί των ημερών μας ο τόπος απέπνεε ευωδιές και υγεία, σήμερα ζόφο και βρόμα, και υπεύθυνοι είστε εσείς κύριοι! Ο λαός είναι με το μέρος μας, και θα το καταλάβετε καλά στις επόμενες εκλογές. Ζητά αναδιανομή του πλούτου και φιλολαϊκές πολιτικές. Εμείς έχουμε την εμπειρία και θα αλλάξουμε τα πράγματα, με τον αυριανό μας πρωθυπουργό! Οι σοσιαλιστές θα πάμε στην κυβέρνηση και όλα θα πάνε καλύτερα. Έχουμε πρόγραμμα και δίνουμε προοπτική και ελπίδα στον τόπο, για τον οποίο εσείς σε δίνετε δεκάρα. Είστε η παράταξη των εχόντων και εμείς η παράταξη με τις δημοκρατικές ευαισθησίες! Όσο πιο γρήγορα φύγετε, τόσο καλύτερα για τους πολίτες αυτής της χώρας. Αυτή είναι η πραγματικότητα!»
Η θεία άπλωσε μια χαρτοπετσέτα με δύο κομμάτια κέϊκ και μου την έδωσε. Φαινόταν εξαίσιο. Με γουρλωμένα μάτια μου είπε «Καλά τα μολογάει τούτος δω!» εξαίροντας τη δύναμη και την κινησιολογία του πολιτικού, την οποία συνέδεσε άρρηκτα με την αλήθεια των λόγων του. Κάθισε και άρχισε να τρώει κι αυτή μαζί μου, τεντώνοντας τα αυτιά της σκυμμένη. Άρχισε και πάλι να πλέκει με μια μαεστρία που θαύμαζα. Είχε πάρει την κατάσταση στα σοβαρά πάντως. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο πράγμα, μου εξομολογήθηκε.
Έφτασε και η ώρα να μιλήσει ένας βουλευτής της πλειοψηφίας από μια αγροτική περιοχή, του Λαϊκού Κόμματος Συνεργασίας (ΛΑΚΟΣ), που υπερασπίστηκε την κυβέρνησή του. Λίγο έλειψε να σκίσει τα ιμάτια του για να γίνει πιστευτός, αλλά ταυτόχρονα είχε υιοθετήσει ένα ύφος ήρεμο και σταθερό. Το ύφος που αρμόζει στους επιτυχημένους κι οι άλλοι τους φθονούν. Δεν έκανε καμία αναφορά στον προϋπολογισμό, αλλά θεώρησε σκόπιμο να απαντήσει στον προηγούμενο ομιλητή με σηκωμένο το δάκτυλο. Αφού περιέγραψε με τα μελανότερα χρώματα την πορεία της χώρας την περίοδο της παλιάς διακυβέρνησης, κατήγγειλε την αξιωματική αντιπολίτευση για το έργο που άφησε πίσω της. Για αδυναμία διαχείρισης, κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, πελατειακές πρακτικές, διαφθορά, κατάχρηση εξουσίας, χειραγώγηση της δικαιοσύνης, καταστροφική οικονομική πολιτική, λάδωμα των μέσων ενημέρωσης υπό τη μορφή κρατικών επιχορηγήσεων, ξεχείλωμα της κοινωνικής συνοχής και ευνοϊκή στάση απέναντι στους βιομηχάνους και τους εφοπλιστές. Στη συνέχεια, με μια αδιόρατη έπαρση, υπεραμύνθηκε το παραγόμενο έργο, και απέδωσε την οργή των αντιπάλων του, στο γεγονός ότι είχαν καιρό να βάλλουν το χέρι στο μέλι…Με εξυπνακίστικο ύψος, σα να ‘λεγε τι λέτε μωρέ χωριάτες, έφτασε στον επίλογο του πανηγυρικού του. «Δε καταλαβαίνω το πρόβλημα σας με τους ανθρώπους των επιχειρήσεων; Τι θέλετε δηλαδή να μας φύγουν και να πάνε να βρουν φθηνά μεροκάματα αλλού; Πώς θα αναπτυχθεί ο τόπος κύριοι, χωρίς επενδύσεις και κοινωνικές θυσίες; Άλλωστε το πρόβλημά μας είναι πρωτίστως η καταναλωτική μας μανία. Αυτή πρέπει να αλλάξουμε πρώτα. Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον είναι δύσκολο και δε μπορούμε να αυξήσουμε την παραγωγικότητά μας, μόνο με δημόσιους υπαλλήλους…Η κυβέρνηση λέει τα πράγματα με το όνομά τους! Δε χαϊδεύει τα αυτιά κανενός, και δεν πλειοδοτεί άσκοπα διευρύνοντας το δημόσιο χρέος, επιβαρύνοντας τις επόμενες γενιές. Έχουμε υπεύθυνη πολιτική και έργο ακόμη να κάνουμε. Σας αφήνουμε εκεί κάτω, κύριοι, στο πάτο του πηγαδιού, να συγχρωτιστείτε με τον λαϊκισμό και την ανευθυνότητα. Δε θα σας ακολουθήσουμε στις ατραπούς της αγνωμοσύνης. Η χώρα πάει μπροστά, κάνει βήματα, αλλά εσείς είστε τόσο πίσω, που βλέπετε μόνο τη σκόνη μας. Είμαστε αγωνιστικό αυτοκίνητο δύο χιλιάδων κυβικών, και σεις μια σακαράκα χωρίς πυξίδα. Αυτή είναι η πραγματικότητα
Της θείας της άρεσε το ευφυολόγημα, γι’ αυτό έριξε ένα θαμπό χαμογελάκι, λέγοντας «Καλά τα μολογάει τούτος δω!» Εκείνη τη στιγμή ένιωθα ότι ζω ταυτόχρονα πολλά πράγματα, που είχα ζήσει στο άμεσο παρελθόν. Οι κυβερνητικοί βουλευτές, ενθαρρυμένοι από την πρόζα του συναδέλφου τους, σηκώθηκαν από τα έδρανα και άρχιζαν να τον χειροκροτούν, σαν κλακαδόροι με τρία πτυχία. Τότε ήταν που φούσκωσα από βαρεμάρα. Τι θέατρο Θεέ μου! Τι κακοί ηθοποιοί! Τι παλιομοδίτικο έργο! Τι χαζός θεατής που είμαι! Τι μάρκα διαστροφή με διακατέχει!
Η θεία Ευανθία έπλεκε γρήγορα, και αναρωτιόμουν πως δεν τρυπάει τα δάκτυλά της. Την κοιτούσα με απορία και συγκίνηση. Χωρίς να σηκώσει τα μάτια της ρούπι από το εργόχειρό της, με μια ειλικρίνεια που την ένιωθες, με ρώτησε κάτι με την σιγανή φωνή της, σαν κι οι λέξεις της να ‘ταν μια ακόμη σταυροβελονιά.
«Όλα καλά βρε παιδί μου…Αλλά ένα πράμα δεν κατάλαβα. Πόσες, απ’ αυτό μωρέ, πως το λεν, α, ναι, πόσες πραγματικότητες υπάρχουν;»
Σήκωσε τα μάτια της επειδή η απάντηση αργούσε. Είχα μείνει άφωνος. Τρομοκρατήθηκα απ’ την ιδέα που στριφογυρνούσε στο μυαλό μου. Η πραγματικότητα δεν υπάρχει!



§



Την Κυριακή το πρωί η θεία θα επέστρεφε στο χωριό. Την έβλεπα ότι δε τη χωρούσε ο τόπος. Με μια κούπα καφέ στο χέρι, όρθιος πλέον και αρκετά δυνατός, την έβλεπα πως γέμιζε το ψυγείο, πώς το τακτοποιούσε για μένα, αμίλητος και σκεφτικός. Τότε άρχισε ένα μονόλογο που σε διαφορετικές περιστάσεις ίσως και να με πείραζε. «Να προσέξεις που θα πέσεις παλικάρι μου…Δε λέω, να στραβωθείς, έτσι γίνονται τ’ αντρόγυνα κι οι οικογένειες, αλλά πρόσεχε…» Τα λόγια της ήταν από καρδιάς, και ο τρόπος που με ακουμπούσαν οι λέξεις της, είχε μια ζεστασιά. «Δε τα βλέπεις μωρέ παιδί μου, εγώ θα σ’ τα πω…Από μικρές έχουνε το μυαλό στο τύλιγμα…Στο χωριό, δεν έχουνε πετάξει ακόμα βυζί, και έχουνε δει τι κρύβεται κάτω απ’ τα σκέλια του ανδρός…Κι άμα γίνονται αυτά εκεί που τα στόματα δεν έχουν σταματημό, φαντάσου εδώ…Τι να σου πω, πρόσεχε…Ξέρω ότι θα την περάσεις από κόσκινο αυτή που θα πάρεις, αλλά πρόσεχε...» Η θεία έκανε το χρέος της, μου τα είπε και κατέβηκε στο δρόμο, που την περίμενε ο Φλογέρας, έχοντας πατήσει τρεις τέσσερις φορές την κόρνα.
Τα φόρτωσε όλα, και ήταν έτοιμη να φύγει. Με έπιασε με τα δυο ζεστά της χέρια απ’ το κεφάλι, με τράβηξε προς το μέρος της, και με φίλησε στο μέτωπο. «Να προσέξεις που θα πέσεις παλικάρι μου…» μου ‘πε και πάλι κ’ έπειτα έφυγε. Έμεινα να κοιτάζω το αυτοκίνητο πως απομακρυνόταν στον μακρύ δρόμο. Αυτό που μου ‘χε κάνει εντύπωση, όσο κι αν φαίνεται αμελητέο, ήταν η φυσικότητά της. Απ’ αύριο θα έπρεπε να επιστρέψω σε μια κοινωνία που ο καθένας διαπραγματεύεται με τον άλλο το προφίλ του, μια κοινωνία στην οποία θα έπρεπε να μιλήσω διαφορετικά απ’ ότι στη θεία μου, για να μη νιώσω για μια ακόμη φορά απόκληρος. Τι καλά που ‘ρθε η θεία, σκέφτηκα. Είχα ανάγκη την ενστικτώδη σοφία της. Πήρα το πιο σημαντικό μάθημα απ’ αυτήν. Οι σωστές ερωτήσεις είναι αυτές που αργούν. Αυτές έχουν σημασία, κι όχι οι απαντήσεις που μένουν αναλλοίωτες ανά τους αιώνες, επειδή κανείς δε βρέθηκε να τις αλλάξει. Το ίδιο βράδυ, έφαγα απ’ τα φασολάκια της θείας Ευανθίας, και την ευχαρίστησα. Δεν ήταν τόσο άσχημα…

3 σχόλια:

Δελφοίνιος είπε...

Μάλιστα. Ο Στάθης μας λέει για τη θεια του τη Φωτούλα, εγώ συνήθως για τη γιαγιά μου τη Μπεργερίνα, άρχισες κι εσύ τώρα να ζηλεύεις τη θυμοσοφία των οικογενειακών μας δέντρων. Πάντως τείνεις να γίνεις η φωνή της φαινομενολογίας, πράγμα για το οποίο άλλους κατηγορείς...

xylanthi! είπε...

Τι μάρκα διαστροφή με διακατέχει! (+)?

ε?

Δελφοίνιος είπε...

Φίλε ό,τι και να σου γράψει μην την ακούς. Τα παίρνει προσωπικά ρε δε σκαμπάζει από μυθοπλασία και τις λοιπές ευγενείς τέχνες που υπηρετούμε...