Κυριακή, Ιανουαρίου 04, 2009

Τα χάπια στην καρέκλα

Διήγημα

«Δεν τον χωνεύω μωρέ με τίποτα!» μου είπε ένα βροχερό απόγευμα του Μάρτη ο Πολύκαρπος, σε ένα γωνιακό τραπέζι του καφενείου, δίπλα από ένα σώμα καλοριφέρ που έτριζε. Το έλεγε λες και αποκρινόταν σε κάποιο ντουβάρι που δεν έλεγε να καταλάβει κάτι το αυτονόητο. «Δεν τον βλέπεις πως κάνει, για κλωτσιές είναι!» συνέχισε τρίζοντας τα δόντια με θυμό, γουρλώνοντας τα μάτια με μια δολοφονική σπίθα. Η ερώτηση που τόλμησα να ξεστομίσω ήταν γιατί του ‘χε κρατημένο, εκείνου του γεροντάκου, τέτοιο φθόνο, που για μένα ήταν υπερβολικός και ακατανόητος. «Στα ‘χω ξαναειπωμένα, αλλά δε λες να καταλάβεις μου φαίνεται, είσαι μήπως χαζός;» είπε μανιασμένα, αλλά με τη φωνή πάντα τόσο δυνατή, όσο για να καταλαβαινόμαστε, και να μη μας ακούν από τα γύρω τραπέζια. Ρουφούσε τον ελληνικό με μια απίστευτη βιαιότητα, που μου ενοχλούσε τα αυτιά. Και με μια κίνηση των ματιών του, έδειχνε το αντικείμενο της οργής του. Απ’ ότι μου επέτρεψε να καταλάβω, μάλλον σοβαρολογούσε, αλλά δε σκόπευε να φτάσει στα άκρα. Μολονότι, είχε, κατά το παρελθόν, προσπαθήσει αρκετά γι’ αυτό.
Είχαμε μπει στην ουσία της συζήτησής μας, μετά από ένα σύντομο διάλογο, τι κάνεις, πώς είσαι, καλά, και όλα τα συναφή. Τον είδα να μπαίνει από την πόρτα, με εκείνο το καστόρινο μπουφάν που ήταν σήμα κατατεθέν του, κουμπωμένο μέχρι το λαιμό, τα χέρια στις τσέπες, και τα μάγουλα κατακόκκινα από το κρύο που έξω λυσσομανούσε. Με χαιρέτησε πρώτα με τα μάτια, εκείνες τις γκριζοπράσινες μπίλιες, που θα μπορούσαν άνετα να ανήκουν είτε σε έναν ψυχασθενή και μανιακό δολοφόνο, είτε σε ένα παιδάκι που με λαχτάρα σκίζει το πακεταρισμένο δώρο του. Όλες οι καρέκλες ήταν πιασμένες και ήρθε κατευθείαν στην μοναδική αδειανή, που ήταν στο δικό μου τραπέζι. Χάρηκα είναι η αλήθεια, γιατί ήξερα ότι με τα καλαμπούρια του, θα περνούσε ευχάριστα η αργόσυρτη ώρα στο καφενείο του χωριού, ανάμεσα σε γέροντες που συζητούσαν για φάρμακα και συντάξεις, και νέους που ρουφούσαν φραπέ και τσιγάρο, και τσακωνόντουσαν για το ποια εξάτμιση είναι μανούλα για το κάθε μηχανάκι. Αυτό που πρόσεξα ήταν ότι ο Πολύκαρπος είχε αρχίσει να ασπρίζει επικίνδυνα, έτσι μου φάνηκε, αν και γνώριζα ότι είχε ξεπεράσει τα σαράντα. Και ανύπαντρος, με μηδαμινές πιθανότητες αποκατάστασης. Και μου φάνηκε περίεργο διότι δεν πίστευα ποτέ στην ενηλικίωσή του.
Δεν ήξερα πολλά για αυτόν, αλλά του έκανα παρέα, όποτε κατέβαινα στα πάτρια εδάφη, και μου ‘λεγε τα νέα του τόπου με μια καίρια ματιά, συνοπτικά, με μια άποψη που σε άφηνε πάντα σύξυλο για την ακρίβεια και το βάθος της. «Πώς να πάνε μωρέ τα πράγματα, κατά διαόλου και ακόμα πιο πέρα! Αν υπήρχε Θεός θα έπρεπε να μας ρίξει αστροπελέκι, να μη μείνει κανένας όρθιος» μου αποκρινόταν όταν τον ρωτούσα πως έβλεπε τις καταστάσεις. Και αμέσως μετά εκείνο το υπόκωφο, μα κακαριστό γέλιο, επίσης σήμα κατατεθέν του, αινιγματικό και σιβυλλικό, που δεν ήξερες από πια διάθεση προερχόταν κάθε φορά, αφήνοντάς σε, σε μια μετέωρη συναισθηματική ακροβασία, και που χρησιμοποιούσε πάντοτε είτε για να αναγγείλει έναν θάνατο από καρκίνο, είτε ένα ευτράπελο γεγονός. Εκείνη τη μέρα μου είπε για ένα γραφικό γέροντα, μπεκρή, που έπεσε με το τρακτέρ του στον (ευτυχώς άδειο, λιγοστές οι βροχές που έπεσαν τότε) αύλακα, και γλίτωσε παρά τρίχα, με τρία τέσσερα βατράχια στις τσέπες γιατί τον βρήκαν τουμπαρισμένο μετά από πολλή ώρα. Εκείνος δεν είχε γρατσουνιστεί καθόλου, ενώ το τρακτέρ πήγε πάραυτα για απόσυρση. Την ώρα που μου τα έλεγε αυτά ο Πολύκαρπος, ο γέροντας έπαιζε μπιρίμπα στη τσόχα, λίγο πιο δίπλα, και ρουφούσε με μικρές και απολαυστικές γουλιές το ούζο του. Δεν έβαλε μυαλό, και μετά από δυο χρόνια πέθανε με το συκώτι τούμπανο. Στην κηδεία του λέγανε όλοι πως ο παπάς αντί για λάδι και χώμα, έπρεπε να του πετάξει στο πρόσωπο, κατά τα ειωθότα, ούζο και τηγανητούς κεφτέδες και κόκκινες πιπεριές. Κάτι που βέβαια δεν έγινε και στενοχώρησε τον Πολύκαρπο. «Μα να πεθάνεις από πιόμα! Αλλά τέτοιος μαλάκας ήταν κι αυτός!» κατέληξε με ένα μειδίαμα διαβολικό, σαν να έλεγε καλά έπαθε, και έμπηξε τα χείλια στο λευκό φλιτζάνι φυσώντας το καφέ να κρυώσει. «Πριν λυπηθείς κάποιο γεροντάκι, μάθε πρώτα αν ήταν στα νιάτα του διάολος!»
Ο Πολύκαρπος είχε έναν αξιαγάπητο πατέρα, που τον συμπαθούσα και με συμπαθούσε, με κέρναγε και τον κέρναγα όποτε βρισκόμασταν μαζί στο καφενείο. Ήρεμος άνθρωπος, δε μιλούσε πολύ, απλά κοιτούσε με γαλήνη τον κόσμο πίσω από τα μεγάλα γυαλιά του, και δεν είχε να πει κακή κουβέντα για άλλον άνθρωπο, σε εκπληκτική αντίθεση με τον μικρότερο γιο του. Ο μεγαλύτερος γιος του, και αδερφός του Πολύκαρπου, είχε μεταναστεύσει πριν από μία δεκαετία σχεδόν στη Γερμανία. Σε ένα καταπράσινο προάστιο της Νυρεμβέργης, άνοιξε ένα εστιατόριο, παντρεύτηκε και έκανε δύο παιδιά με μια ξερακιανή γερμανίδα, που δίπλα του ήταν κατσιασμένο σκιάχτρο, μιας και ο Φάνης ήταν ντερέκι κανονικό, σε αντίθεση με τον Πολύκαρπο που είχε αρχίσει να καμπουριάζει λίγο από την εφηβεία του ακόμα. Ο Πολύκαρπος, αν το επέτρεπαν οι αγροτικές ασχολίες του, πήγαινε δυο φορές το χρόνο στη Γερμανία, να δει αδερφό και ανίψια, και να βοηθήσει στη κουζίνα. Τα δύο μικρά ανιψάκια του, έκαναν σαν τρελά μόλις τον έβλεπαν, γιατί τον έσερναν στην αγορά να τους πάρει παιχνίδια. Ρωτούσαν αυτά τη τιμή στα γερμανικά, του την έλεγαν και αυτός πλήρωνε, στολίζοντας τους δύσμοιρους πωλητές με κοσμητικά επίθετα. «Τι μιλάτε έτσι ρε γαμώτο τη μάνα σας, σας σφίξανε με τανάλια τα στόματα;» αναρωτιόταν με μεγάλη δυσφορία. Σε μερικούς πελάτες στο μαγαζί του αδελφού του, τους φώναζε, σκάζοντας μόνος του στα γέλια, «Χάι κοπρόσκυλα, χάι μαλάκες του κερατά» και εκείνοι απαντούσαν με ένα σπασμωδικό χαμόγελο. Μη γνωρίζοντας ότι ο Πολύκαρπος έβριζε την κωλογλώσσα τους και τον Χίτλερ. Χάιδευε τις μικρές κοτσίδες των ανιψιών του, δυο ξανθών διαβόλων του δημοτικού, και τους έλεγε «Να μάθετε ελληνικά, να μπορείτε να βρίζετε σαν άνθρωποι και να το ευχαριστιέστε!». Και εκείνα γελούσαν και δεν καταλάβαιναν τίποτα.
«Τον βλέπεις; Συνέχεια πάρλα, δε λέει να το βουλώσει μια δόση να πάρει και ο άλλος σειρά να σταυρώσει δυο κουβέντες! Τι κουβέντα δηλαδή, που ο άλλος θα πάει για φούντο σε λίγο… Να, να κοίτα…Μη λες ότι τα παραλέω…» είπε, προτάσσοντας τη μύτη σε μια ένδειξη αποστροφής προς τον ογδοντάχρονο γέρο, που είχε στριμώξει έναν άλλο δύσμοιρο σε μια γωνιά, και τον πυροβολούσε με αλλεπάλληλα ξεσπάσματα λέξεων και χειρονομιών, σε σημείο που ο νεότερος μουστακαλής να κοιτάει στο πάτωμα, και να κουνάει το κεφάλι πάνω κάτω, συμφωνώντας με όσα έλεγε ο μπάρμπα Τάσος, με το τσιγάρο να στάζει τη στάχτη μόνο του, μαγκωμένο στο χέρι και ξεχασμένο, από ένα κεφάλι που είχε φουσκώσει επικίνδυνα από τη λογοδιάρροια του απέναντι κεφαλιού. Απελπισία σκέτη. «Τώρα κανονικά αυτός θα έπρεπε να σηκωθεί και να του φέρει το τασάκι στο κεφάλι μπας και ψοφήσει να ησυχάσουμε! Να, να κοίτα πώς ξεφυσάει ο χριστιανός, για να μη λες ότι τα παραλέω…»
Η αλήθεια ήταν ότι ο μπάρμπα Τάσος άμα ξεκίναγε δύσκολα τέλειωνε. Του άρεσε να μιλάει και να τον ακούν. Μιλούσε με τέτοιο τρόπο, που ο απέναντι δεν τολμούσε να του πει, μπάρμπα, περίμενε λίγο με κούρασες, ή χειρότερα, άντε παραπέρα αδερφέ γιατί μου τα έκανες κορόμηλα. Δημιουργούσε στον απέναντί του (γιατί συνομιλητή δε τον λες τον παρακολουθούντα) μια αίσθηση ντροπής και αδράνειας ταυτόχρονα, εκ του αποτελέσματος καταστροφική για την αδύναμη φύση των ανθρώπινων νεύρων. Μιλούσε έτσι ώστε ο απέναντι που κατά κανόνα ήταν μόνος (οι υπόλοιποι της εκάστοτε παρέας έφευγαν και μόνο που τον έβλεπαν, μέσα από τα τζάμια, από μακριά να φθάνει) να κάθεται εκεί απέναντί του, σα ναρκωμένος, με τα μάτια θολά και τον εγκέφαλο να αναποδογυρίζει σε κάθε λόγο του γέροντα. Το σαγόνι του, ζωσμένο από μεγάλες και διακριτές ρυτίδες, όπως και όλο το κεφάλι του ως την καράφλα, δε καθόταν ποτέ κλειστό, μονίμως κροτάλιζε για θέματα άσχετα, ξεπερασμένα, και τις περισσότερες φορές ακατανόητα για τον άλλο. Καθόταν σκυφτός μπροστά στο τραπέζι, και όποτε είχε ζέστη τα καλοκαίρια, έβγαζε τα παπούτσια του, που τα είχε σκίσει με μαχαίρι μπροστά, επειδή είχε πρόβλημα στα νύχια, μεγάλωναν στραβά, και μπήγονταν σαν κοφτερές λεπίδες στο κρέας. Γι’ αυτό περπατούσε περίεργα, αλλά προπάντων επειδή τα κόκαλά του έπαιρναν περίεργη μορφή, καμπυλώνανε και στραβώνανε, με αποτέλεσμα να κινείται σαν κακοφτιαγμένο κάρο. Καλοστεκόταν όμως και οδηγούσε και ένα μικρό παπάκι, που είχε μια μπουκωμένη εξάτμιση και ξεκούφαινε κόσμο. Τους χειμώνες καθόταν μέσα στο καφενείο με σκουφί, την κάπα που φόραγε στις βόλτες του, και την ομπρέλα την κρατούσε στα χέρια, επειδή φοβόταν μη την αρπάξει κανείς. Έτσι έσταζε το νερό στο πλακάκι, σχεδόν παντού, γιατί ο μπάρμπα Τάσος γυρόφερνε το μαγαζί μπας και του κεράσει κανένας τον καφέ, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια δυο φορές, δυο άντρες να γλιστρήσουν και να πάνε με σπασμένα κόκαλα στο νοσοκομείο. Παρά ταύτα, ποτέ κανένας δεν του έκανε παράπονο, τον άκουγαν και τον κερνούσαν, δείχνοντας πολλές φορές μεγαλοσύνη ψυχής απέναντι σε ένα γέροντα που από στιγμή σε στιγμή θα τα κακάρωνε-έτσι πίστευαν αλλά εκείνος είχε στείλει πολύ κόσμο στο τάφο. Ο ίδιος μάλιστα είχε φτιάξει έτοιμο και το μνημείο του στο νεκροταφείο, χήρος ων και μόνος στη ζωή. Ο Πολύκαρπος είπε ότι αυτό δεν ήταν τυχαίο, και ότι ο γέροντας το έκανε για να μας βγάλει τη γλώσσα και να μας κοροϊδέψει. Εξέφρασε επίσης το φόβο ο Πολύκαρπος, ότι μπορεί ο γέροντας να ξεχαστεί από το Χάρο, κάτι που βεβαίως ο Χάρος θα το ευχόταν καθότι λιγομίλητος. Αλλά ήταν πολύ καλά στην υγεία του, κατά τα άλλα, δεν έλεγε να πάει σε γιατρούς ούτε και το χρειαζόταν, έπινε, κάπνιζε, έτρωγε και τηγανητά χωρίς δισταγμό. Η κατάστασή του προκαλούσε έκπληξη σε σημείο να πει ένα συντοπίτης του κάποτε: «Άμα κάνουμε και εμείς μνημεία πριν πεθάνουμε λέτε να μας δώσει ο Θεός καμιά παράταση; Εγώ μέχρι και την κηδεία προπληρώνω, βέβαια…»
«Μη τον βλέπεις έτσι γέρο και κακομοίρη» μου είπε ο Πολύκαρπος διαβάζοντας τις σκέψεις που διέτρεχαν το πίσω μέρος του μυαλού μου, «είναι πολύ μεγάλη λέρα, καθίκι από τα λίγα!». Και ενώ είχα πίσω από το δόντια μου, μια ακόμη απορία να εκφράσω, πώς ήταν τόσο βέβαιος για όσα έλεγε, και πάλι με πρόλαβε, τρομάζοντάς με κιόλας, χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι. «Ο Πολύκαρπος δε μιλάει στον αέρα! Κατάλαβες; Ό,τι σου λέω το ‘χω δει με τα μάτια μου, και ακόμη κι αν δεν το έχω δει ήταν σαν να το ‘χω δει, έχω ρουφιάνους, τους καλύτερους, δε λένε ψέματα ποτέ!» μου είπε με μια υπεροπτική ματιά, κουνώντας το ποτήρι με το νερό, ούτως ώστε να καταλάβω ότι οι ρουφιάνοι του ήταν γεροντάκια που τα πότιζε με ούζα και τσίπουρα και μετά τους έκλεβε τα λόγια μέσα απ’ τα στόματά τους. «Το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο είναι να ψαρεύεις γερόντια, και είναι και φθηνό! Το πιόμα δε ψεύδεται ποτέ, φίλε μου από τα αστικά κέντρα της κακιάς συμφοράς!» τόνισε κουνώντας το κεφάλι σαν να μου έλεγε ότι αυτά τα πράγματα για εκείνον ήταν ψωμοτύρι. «Κι αυτά που σου λέω εγώ μη περιμένεις να τα ακούσεις από κανέναν άλλο εδώ μέσα. Εδώ όλοι γλείφονται αναμεταξύ τους δημοσίως και όταν ο ένας γυρνάει την πλάτη, ο άλλος έχει ήδη φτάσει στα δυο μέτρα στο λάκκο που του σκάβει! Αυτά είναι αλήθειες φίλε, και ό,τι άλλο ακούς να το πετάξεις στα σκουπίδια! Και αυτόν δε τον πειράζει κανένας γιατί ξέρει πολλά το στόμα του. Παλιότερα όποτε πιανόταν στα χέρια με κανέναν, όταν είχε ακόμα τρίχες στο κεφάλι, μπορεί να μάζευε πολλές μπουνιές, αλλά σκότωνε τον άλλο με εκείνα που ξεφούρνιζε…Έκλεισε πολλά σπίτια, και ήταν η αιτία να βγουν τα μαχαίρια απ’ τα θηκάρια…Σωστό κοπρόσκυλο! Όλοι όμως ξέρουν και τις δικές του τις πομπές, αλλά κανένας δε μιλάει, σου λένε που να μπλέκω τώρα με το δεινόσαυρο, αλλά εμένα άμα μου την ανάψει καμιά μέρα, θα τον κοπανήσω άγρια! Μέχρι τώρα πάντως τον πολεμάω με άλλα μέσα…»
Οι όποιες προσπάθειές μου να καταλάβω την αιτία πίσω από αυτό το μένος έπεσαν στο κενό. Ούτως η άλλως το θέμα είχε ξεφύγει, και πλέον βρισκόμουν ήδη στην καρδιά των γεγονότων, σε ένα ποτάμι που δεν είχε γυρισμό. Έτσι αποφάσισα να αφοσιωθώ στα λεγόμενα του Πολύκαρπου, να ρίξω το κεφάλι μου μέσα στα χέρια μου, να στυλώσω τους αγκώνες στο τραπέζι, και να αρχίσω να ακούω προσεκτικά.
«Πρώτα απ’ όλα δε του έχουνε σεβασμό, ούτε τα σχολιαρόπαιδα! Περνάνε δίπλα του με τα ποδήλατα, τον ξυρίζουνε και τον βρίζουνε, αλλά εκείνος κάνει πως δεν καταλαβαίνει τάχα. Του λένε «μπάρμπα Τάσο, ε μπάρμπα Τάσο, θα πας στην κόλαση!» χασκογέλασε ο Πολύκαρπος. «Εκατόν πενήντα χρονών κουφάρι και θέλει μηχανάκι! Που πας ρε μπάρμπα; Και τι μηχανάκι, ένα σπαστικό παπάκι χαλασμένο από την ίδια του τη μάνα. Περνάει, το ακούς και νομίζεις ότι σκάνε στη σειρά πενήντα φούσκες, σκατά εξάτμιση και δε λέει να την αλλάξει. Και έχει λεφτά, μη νομίζεις, αλλά μπορεί και να τα κρατάει φυλαγμένα στο τάφο του… Παλιά νοίκιαζε το ισόγειο του σπιτιού του, πότε σε φροντιστήρια, πότε στους Αλβανούς, πότε για κρεοπωλείο…Τα μεσημέρια το καλοκαίρι, φέτος μιλάμε τώρα, που έκαιγε ο ήλιος και δε κουνιόνταν ούτε τα τζιτζίκια, αυτός το χαβά του, με την εξάτμιση παγανιά, και δεν άφηνε τον κόσμο να κοιμηθεί, γιατί εμείς εδώ κοιμόμαστε με ανοιχτά τα παράθυρα, γιατί τραβάει ρεύμα, είμαστε κοντά στο βουνό. Μια μέρα λέω, έτσι είσαι, πήγα και πήρα από το ψιλικατζίδικο της Μαρίας από εκείνες τις φούσκες που γεμίζεις με νερό. Γέμισα καμιά εικοσαριά και την ώρα που πέρναγε μπροστά από το σπίτι μου, άρχισα να τις του πετάω στο κεφάλι. Είχα βάλει σημάδι καλό… Μέχρι να καταλάβει αυτός από που του ήρθανε, εγώ είχα κλείσει το παράθυρο και έκανα πως κοιμόμουνα, μη με δει και ο πατέρας και γίνω ρεζίλι. Την άλλη μέρα βρήκε τον πατέρα μου στο καφενείο και τον ρώτησε για μένα, ξέρει ότι τον κοιτάω περίεργα, αλλά αυτός δεν ήξερε τίποτα, μέχρι που έβαλα ένα παιδάκι να πάει να του καρφώσει κάτι άλλα παιδάκια, ότι εκείνα τον κάνανε μπουγέλο. Έπρεπε να δεις πως ήτανε, σαν βρεμένη γάτα!»
«Αλλά και πάλι δεν έβαλε μυαλό, μας πήρε τα αυτιά με το διάολο, και να πεις ότι προχωράει μωρέ καθόλου, τίποτα, η χελώνα πάει πιο γρήγορα…Έτσι είσαι λέω, θα σε πάρει ο διάολος τώρα…Τι έκανα; Πήγα στο κασετόφωνο, στο σαλόνι, πήρα μια παλιά κασέτα από τα δημοτικά του πατέρα και του έστησα καρτέρι. Τελικά βέβαια δεν έπαθε τίποτα, κακό σκυλί ξέρεις ψόφο δεν έχει, αλλά εγώ το έκανα και έσκασα στα γέλια…Ο δρόμος έξω από το σπίτι μας, ξέρεις μωρέ στη μεγάλη τη στροφή, έχει από τις δυο πλευρές δυο τσιμεντένιες κολόνες του ηλεκτρικού, τι έκανα λοιπόν, ξεχαρβάλωσα τη κασέτα και έδεσα τη ταινία από τη μια μεριά στην άλλη, και έτσι όπως θα πέρναγε θα του φαινόταν περίεργο είπα, και έλεγα άμα είμαι τυχερός μπορεί να πέσει απ’ το μηχανάκι και να σπάσει και κανένα κόκαλο…Τζίφος όμως! Έπεσε όμως…Σαν καρπούζι έσκασε στην άσφαλτο, αλλά δεν έπαθε τίποτα… Φώναζε μετά, βγήκαν έξω οι γείτονες, κάλεσαν ασθενοφόρο και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Τίποτα δεν είχε πάθει…Μας αναστάτωσε πάλι χωρίς λόγο…Και απ’ ότι έμαθα μετά, ο πορνόγερος έβγαζε τη γλώσσα στις νοσοκόμες, αντί να πει και ευχαριστώ που δε το στείλανε στον άλλο κόσμο με χειρουργείο…Μια φορά έπρεπε το ρημάδι το νοσοκομείο να κάνει λάθος, και δεν έκανε! Ατυχία, σκέτη!»
Τον άκουγα ανέκφραστος, χωρίς να ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να πάρω στα σοβαρά αυτά που έλεγε, και να τρομοκρατηθώ, από εκείνη την παιδική, έως δολοφονική του ανευθυνότητα. Πρέπει να τα έκανε όντως γιατί τα περιέγραφε με τέτοια ακρίβεια, που ήταν σαν να τα είχες μπροστά σου.
«Μιλάμε για μεγάλο πουτανιάρη! Εδώ δε μπορεί να κατουρήσει που λέει ο λόγος, κι αυτός θέλει γυναίκες σε τέτοια ηλικία, με τον τάφο έτοιμο, σκαμμένο! Αλλά τον ξέραμε δα τι είναι… Πηγαίνει στα καφενεία στη πόλη, ξέρεις αυτά με τις μεγάλες τζαμαρίες, για να βλέπει έξω, και όποτε περνάει καμιά γυναίκα, σκύβει τάχα μου να δέσει τα κορδόνια, και πασχίζει να δει καμιά γάμπα, κανένα μπούτι μέσα από τις κινήσεις των φουστανιών, και άμα είναι τυχερός, κανένα βρακί, και όσο πιο νέα η γυναίκα, τόσο περισσότερο ξερογλείφεται…Για να μη σου πω γι’ αυτά που κάνει ακόμη και τώρα με κάτι χήρες, που ζήλεψαν το πουταναριό με τον άνδρα στο νεκροταφείο. Τσούκου τσούκου, πάει από δω, πάει από κει, τις βρίσκει στις αποθήκες και στα κοτέτσια, και ποιος διάολος ξέρει τι κάνουνε. Τι κάνουνε αναρωτιέμαι; Πόσο μπορούνε ακόμα, δεν έχουν καταρρεύσει τα ορμονικά μωρέ;…Τέλος πάντων, είπαμε μεγάλος πορνόγερος, αλλά αυτό που δεν αντέχεται με τίποτα είναι αυτό που κάνει με τις μικρές τσιγγανοπούλες και τις μανάδες τους, άμα λάχει. Έτσι όπως αφήνουν τα φορτηγά οι τσιγγάνοι δίπλα στον αύλακα, για να έχουν νερό να πλυθούν, ξέρεις εκεί κάτω από τις μεγάλες τις ιτιές, πάει απέναντι και παρακολουθεί με κιάλια τις γυναίκες που κατουράνε! Ξέρεις αυτές δεν έχουν κανένα πρόβλημα. Κατεβάζουν το βρακί όπου να ‘ναι και πιτσιλάνε αμέσως τον τόπο να ξαλαφρώσουνε…»
«Αλλά όμως αυτό που βλέπω και μου έρχεται να του φτύσω τη καράφλα με χίλιες χλέπες, είναι το πώς κινείται στην εκκλησία. Μπαίνει μέσα με ένα ύφος σοβαρού και σοφού γέροντα. Σφιγμένο το πρόσωπο, ντυμένος στην τρίχα, να μοιράζει χαμόγελα στις γυναίκες, και σουτ με το δάχτυλο στους άνδρες που βαριούνται το κήρυγμα του παπά και αρχίζουν ψιλοκούβεντο στα πίσω καθίσματα. Και κάνει ένα σταυρό τεράστιο, να τον βλέπουν όλοι, φαρισαϊκό τελείως! Ηθοποιός κανονικός ρε, τον βλέπεις άμα δε τον γνωρίζεις και λες συνταξιούχος στρατιωτικός θα είναι, δε μπορεί…Και όμως το παίζει ωραία το παραμύθι, ενώ στην ουσία ήταν ανέκαθεν κοπρόσκυλο και τεμπέλης. Κληρονόμησε σπίτια και αγόραζε καπνό, δεν είχε πάει ποτέ στο χωράφι να δει πως είναι το χώμα, μόνο κοκεταρία το έπαιζε και ιστορία μεγάλη…Αλλά εγώ τον έκανα καλά τη Μεγάλη Εβδομάδα πέρσι! Και στην περιφορά του επιταφίου και στο Χριστός Ανέστη στην αυλή της εκκλησίας του πέταγα τα δυναμιτάκια ακριβώς στα πόδια του! Ξέρεις πως έκανε, χόρευε σαν καλικάντζαρος, να αποφύγει το μπαρούτι! Μια φορά δυστυχώς, έφυγε ένα πετραδάκι, από το σκάσιμο, και αντί να καρφωθεί στο μάτι εκείνου, πήγε και έβγαλε το αριστερό μάτι του Γιάννου του επιστάτη. Κρίμα…»
Ομολογουμένως, η απόσταση ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι αυτού του ανθρώπου, αν ίσχυαν τα όσα έλεγε ο Πολύκαρπος, ήταν ασύλληπτη. Ήταν σα να έβαζες στην κούνια μωρό να κοιμηθεί, και μετά να σου ξύπναγε ο μπαμπούλας…
«Αλλά τώρα του ετοιμάζω κι άλλο χουνέρι!» είπε με εκείνο το περίεργο γέλιο ξανά, τρίβοντας τα χέρια με μια σατανική ικανοποίηση, σαν να είχαν έρθει οι καταστροφικές συνέπειες για το γέροντα, ακριβώς μπροστά στα μάτια του, όπως ακριβώς τα υπολόγιζε και τα φανταζόταν. «Τώρα περιμένω πότε θα πάρει τη σύνταξη, ξέρεις το μισθό που του δίνει το κράτος, λες και έδωσε ποτέ λεφτά για ασφάλιστρα, την πρώτη του μηνός, και θα του τη στήσω έξω από την εκκλησία το βράδυ. Εκεί ο δρόμος δεν έχει φως, θα κρυφτώ πίσω από τα κάγκελα, και μόλις τον δω να περνάει, τόσο αργά όπως σου είπα, θα τρέξω και θα του βάλλω το δάχτυλο στην πλάτη, θα φοράω και κουκούλα, και θα του πω καθίκι δώσε τα λεφτά γιατί θα στην ανάψω…Ποιος ξέρει μπορεί να φοβηθεί τόσο, που να μείνει εκεί στον τόπο, αλλά κι αν δε γίνει αυτό, γιατί είναι κακό σκυλί, εμένα θα μείνουν τα λεφτά!» είπε και έβγαλε ένα ακόμη πιο απόκοσμο γέλιο, που τον ικανοποιούσε φαίνεται τόσο πολύ που άρχισε να βήχει από τη χαρά του.
Λίγο μετά, σηκώθηκε και μου είπε ότι θα πήγαινε λίγο στο μπάνιο, και να μη φύγω, θα επέστρεφε σύντομα. Την ώρα που σηκώθηκε, έπεσε στην άδεια καρέκλα ένα πακετάκι με χάπια, που δεν πρόσεξε ότι του έπεσε και συνέχισε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Με το που το είδα, χωρίς δισταγμό, άπλωσα το χέρι, το πήρα και το κούνησα έτσι που κατάλαβα ότι ήταν μάλλον γεμάτο. Τότε εμφανίστηκε μπροστά μου ο μπάρμπα Τάσος, επιβλητικός, με το βλέμμα του τόσο επικριτικό, σαν να με κακολογούσε που τόση ώρα άκουγα τον Πολύκαρπο που τον έσφαζε με το γάντι. Αμέσως όμως άλλαξε μορφή το πρόσωπό του, οι ρυτίδες του τραβήχτηκαν και φάνηκε ένα χαμόγελο ειλικρινούς συμπόνιας και κατανόησης.
«Να του τα δώσεις» μου είπε σιγανά «αν δε θες να τον πιάσει κρίση εδώ μέσα και να γεμίσουν τα χέρια σου αφρούς…Να του τα δώσεις, αν δε θες να σου μείνει στα χέρια, είναι σε κακή κατάσταση το παιδί…»










Δεν υπάρχουν σχόλια: