Δευτέρα, Μαρτίου 31, 2008

Ιδέες προς κατανάλωση;
Ο « Άνθρωπος Καλαμπόκι» προτείνει έναν τρόπο επιβίωσης σε μια ναρκωμένη κοινωνία

Ο «Άνθρωπος Καλαμπόκι»
Δημήτρης Σωτάκης
Εκδ. Κέδρος

Τι είναι αυτό που νοηματοδοτεί την ανθρώπινη φύση, ώστε, ανώδυνα, να επέλθει κάποτε το μοιραίο; Τι είναι αυτό που μας βοηθά να σκεπάσουμε πρόσκαιρα την μαύρη τρύπα της ύπαρξής μας, που οδηγεί αναπόφευκτα στην εξαφάνιση; Παρακινδυνευμένες θα είναι οι όποιες απαντήσεις, εξ’ αιτίας της φύσης των ερωτημάτων. Ο μέσος άνθρωπος μπορεί να τρομάξει στο άκουσμα τους, και να θωρακιστεί πίσω από τη σιωπή. Ο ήρωας του Σωτάκη, όμως, με μια βεβαιότητα παιδικής πίστης (και τη θρασύτητα που αυτή συνεπάγεται), σηκώνει το δάκτυλο θαρραλέα και λέει απερίφραστα: το καλαμπόκι! Τότε ο μέσος άνθρωπος, βγαίνει από το ησυχαστήριό του, και με ένα υπεροπτικό μειδίαμα, χαρακτηρίζει (ορθώς;) τον «Άνθρωπο Καλαμπόκι», τρελό, λαλημένο, ανισόρροπο, εκτός τόπου και χρόνου.


Ως γνωστόν τα πιο σοβαρά θέματα, θίγονται μέσω τραγελαφικών ή εξωπραγματικών καταστάσεων. Το μυθιστόρημα του Δημήτρη Σωτάκη, θα χαρακτηριζόταν συμβατική περίπτωση γραφικότητας, που όμως καταλήγει να είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Πρόκειται στην ουσία για μια πρωτοπρόσωπη απολογία μιας αποτυχίας, από έναν εκ πεποιθήσεως αρνητή της σύγχρονης ζωής. Ο ήρωας, επαρκώς παρεκκλίνων από τα χρηστά ήθη, θέτει στο κέντρο της ζωής και του σύμπαντός του, το Καλαμπόκι, το οποίο και θεωρεί πανάκεια για τα πάντα: από μια παθολογική ασθένεια μέχρι την πνευματική κενότητα. Τότε αποφασίζει (τι άλλο;), ως γνήσιος ιδεολόγος, να αυτοανακηρυχθεί Μεσσίας, Μωάμεθ (ή ότι άλλο σας βρίσκεται πρόχειρο), και να δώσει τα φώτα του σε μια κοινωνία ηλιθίων που τολμά να μην ασχολείται με το καλαμπόκι. Ο στόχος φαντάζει δύσκολος, όχι όμως και ακατόρθωτος. Ο μύστης του καλαμποκιού, μεταβαίνει στη Μέκκα του καλαμποκιού, στην πόλη Μίτσελ, όπου εδρεύει το Βασίλειο του καλαμποκιού, για να ξεκινήσει το έργο του.



Και επειδή είναι δύσκολο (σαν από μια ανεξήγητη ιστορική ειρωνεία) να μην υπάρξουν ευήκοα ώτα για τον οποιοδήποτε Μεσσία, βρίσκει μια τετράδα ιδιόμορφων ανθρώπων, στην οικία Φάνιγκαν, που ασπάζονται το δόγμα (χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία) και μετατρέπονται σε «Μουτζαχεντίν» του Καλαμποκιού. Βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για την οικουμενικότητα του καλαμποκιού σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα, και εκεί επικυρώνεται (με αλαλαγμούς και συνθήματα) η δημιουργία μιας αίρεσης, απόλυτα πιστής και απαρέγκλιτης (ακόμη και μετά το ψεύτικο θάνατο του ήρωα), που όμως δε μπορεί να εξηγήσει την αφοσίωσή της στο (ιδιάζον) δόγμα - φυσιολογικό πάντως, καθότι αν ήταν εξηγήσιμο, δε θα αποτελούσε δόγμα. Εκ των υστέρων, διαπιστώνεται ότι ο δημιουργός της, μάλλον έχασε τα θεωρητικά του στηρίγματα, με αποτέλεσμα το δόγμα να δεχθεί σημαντικά πλήγματα. Από τη στιγμή, που το καλαμπόκι, έφυγε από τη βασιλεύουσα (στο δικό του σύμπαν) θέση και κατέστη η «μαγεία» του προσπελάσιμη σε πολλούς, άρχιζε να γκρεμίζεται το κάστρο, που ως προπύργιο δημιουργήθηκε στον εγκέφαλό του, με αποτέλεσμα να χάσει τα «λογικά» του. Άρχισε δηλαδή να βιώνει τη ζωή του, μέσα από την ανθρώπινη ματαιότητα, όπως όλη η ηλίθια κοινωνία. Το αποτέλεσμα ήταν, προκειμένου να μην αφήσει τη γλυκιά ζωή, να απομυθοποιήσει το καλαμπόκι, και να επαναπροσδιορίσει τον προορισμό του στη γη, μέσω του κρεμμυδιού.Παραμένει άγνωστο αν το φύλαξε για τον εαυτό του, ή αν αποδύθηκε σε έναν νέο ακτιβισμό για τα δικαιώματα του κρεμμυδιού, αυτή τη φορά, που λόγω της φυσικής του σύνθεσης, φέρνει ευκολότερα δάκρυα.



Η δράση του μυθιστορήματος, διευκολύνεται από ευτράπελα γεγονότα, που εξυπηρετούν τους σκοπούς του ήρωα, και δε του θέτουν εμπόδια. Έχει προνοήσει ο συγγραφέας να τον συντροφεύει πάντοτε ένας «από μηχανής θεός». Η αφήγηση ρέει γρήγορα, σχεδόν κινηματογραφικά, και σε αναγκάζει να φτάσεις άμεσα στο τέλος, που θα μπορούσε να είναι ένας εμπαιγμός. Η καταβύθιση του ήρωα σε υπαρξιακά φαινόμενα, συμπληρώνεται όμορφα από την επιδερμικότητα των δεύτερων «ρόλων». Ωστόσο τα πρόσωπα, είναι μάλλον καθηλωμένα στο παρόν, δεν έχουν ούτε παρελθόν, ούτε μέλλον. Η απεικόνιση των φίλων του, της οικείας Φάνιγκαν, με τα τέσσερα πορτρέτα τους, όπως επίσης και οι πίνακες που συνοδεύουν τις 229 σελίδες, είναι το αντίδοτο στην σχοινοβασία που υποβάλλει ο συγγραφέας τον αναγνώστη, ανάμεσα στο «πραγματικό» και το φανταστικό. Παρότι ο ήρωας επιδιώκει την παραπλάνηση στην αρχή του βιβλίου, απορρίπτοντας οποιουσδήποτε συνειρμούς παρωδιών, οφείλουμε να επισημάνουμε τον μη επιτηδευμένο τρόπο, με τον οποίο τελικά παρωδούνται σχεδόν τα πάντα: από την πολιτική και την ιδεολογία, την ανθρώπινη μονομανία, μέχρι τα λογοτεχνικά ήθη και μοτίβα, από την εκούσια διαφορετικότητα μέχρι τα δόγματα της πίστης, όπως αυτή εκφράζεται από την (όποια) θρησκεία. Παραταύτα, ο ήρωας απέχει πολύ από το να θεωρηθεί αντιήρωας, για ευνόητους λόγους. Μπορεί ο αναγνώστης να τον συμπαθήσει, αλλά δύσκολα τον δικαιολογεί, αφού αποδεικνύεται λίγος για ένα ιδεώδες που τελικά δεν υπηρέτησε μέχρι τέλους. Γι’ αυτό το λόγο: είναι ένας ενδιαφέρων ήρωας, που όμως δε μπορεί να καθίσει στους θρόνους των λογοτεχνικών μας ηρώων. Είναι φευγαλέος, και μάλλον αυτό επιδιώκει. Η αυτοκτονία θα ήταν μια καλή λύση, όπως παραδέχεται και ίδιος στην αρχή της ιστορίας του. Δε την επιλέγει, αντιθέτως προτιμά την ατραπό, που όμως γίνεται σχετικά γρήγορα ένα εύκολο μονοπάτι, που τον οδηγεί γρηγορότερα στην αποτυχία.

Καθώς η ανάγνωση εξακολουθεί να αποτελεί διαδικασία ερμηνευτική, ο καθένας μπορεί να διαλέξει ποιο από τα ερεθίσματα που του δίνει ο συγγραφέας, θέλει να επεξεργαστεί: από σύγχρονα, που απηχούν την οικολογική καταστροφή και την ουσία του ακτιβισμού, μέχρι δυσεπίλυτα φιλοσοφικά αινίγματα, για την ανθρώπινη αλλοτρίωση. Η ξεκάθαρη «πλατφόρμα» πάντως είναι η αποδόμηση των βεβαιοτήτων και η υπερίσχυση των αντιθέτων τους.
Ένα μεγάλο ρεπορτάζ
Πώς μια δικογραφία μεταμορφώνεται σε ανατριχιαστικό βιβλίο

Η Ιστορία ενός Αθώου
John Grisham
Εκδόσεις Bell

Ο Τζόν Γκρίσαμ, θεωρείται στον χώρο της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας, μέτρ του δικαστικού θρίλερ, ένα μείγμα αστυνομικής πλοκής, και απλούστευσης νομικών όρων και δικονομικών πρακτικών. Ο ίδιος εγκατέλειψε πρώιμα, το επάγγελμα του δικηγόρου, για να γράψει βιβλία που δεν απομακρύνθηκαν καθόλου από τις πρότερες εμπειρίες του. Η Ιστορία ενός αθώου, είναι το πρώτο μη- μυθοπλαστικό έργο του, που όμως δεν υστερεί σε δυναμική, σε σχέση με τα προηγούμενα μυθοπλαστικά. Αντιθέτως αποτελεί τρανό παράδειγμα, που αποδεικνύει πώς πολλές φορές η φαντασία, ωχριά μπροστά στην ίδια την πραγματικότητα. Υπάρχουν πρόσωπα, συγκρούσεις, ιστορίες απίστευτες και θέματα, που αναπτύσσονται στις παρυφές της πραγματικότητας, αλλά δεν προτιμώνται από τους συγγραφείς, λόγω της τεράστιας πολυπλοκότητάς τους. Ο Γκρίσαμ, σε αυτό το βιβλίο, ανοίγει τον φάκελο της ζωής του Ρον Γουίλιαμσον, ταξινομεί τα γεγονότα, διαυγάζει τα θολά σημεία, και προσφέρει μια ανατριχιαστική υπόθεση στον αναγνώστη. Έκανε, δηλαδή, ότι έκανε τόσα χρόνια ιδιωτικώς με τις δικογραφίες. Απλά, η διαδικασία αυτή έγινε βιβλίο, μετά από έρευνες και συναντήσεις, με τα πρόσωπα που θα συναντήσουμε στις σελίδες του.

Ο φόνος – μεταξύ άλλων - της Ντέμπι Κάρτερ, μιας σερβιτόρας, χωλαίνει στη διαλεύκανσή του. Ο Ρον Γουίλιαμσον, ένας ταλαντούχος παίκτης του μπέιζμπολ που είχε γρήγορο τέλος στην καριέρα του, εμπλέκεται στην υπόθεση απροσδιόριστα, ακριβώς την περίοδο της προσωπικής του παρακμής. Έμπλεξε με κραιπάλες και ναρκωτικά, είχε έναν αποτυχημένο γάμο, και απέκτησε –μετά και την επαγγελματική ανομβρία- έναν ακατανόητο για την κοινωνία χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα έπασχε από έντονη κατάθλιψη, είχε κλονισθεί η ψυχική του ισορροπία, αλλά στην ουσία αποτέλεσε ένα ιδανικό θύμα, όλου του συστήματος. Ο πρότερος «ανέντιμος» βίος του, η διαβληθείσα προσωπικότητα από πράξεις αμαρτωλές, θα γίνουν η αιτία να περάσει πολλά χρόνια στη φυλακή για κάτι που ποτέ δεν έκανε, με την απαραίτητη συνεισφορά, ονείρων που έγιναν ένορκες καταθέσεις, χαφιέδων, εγκάθετων «εμπειρογνωμόνων» και κυνικών λειτουργών της δικαιοσύνης.


Δικαστές και εισαγγελείς, από τη μια, εντεταλμένοι από το «σύστημα» μιας ακατανόητης λογικής, μιας γραφειοκρατικής διεκπεραίωσης, που αποδίδει αίμα στο αίμα, απλώς για την ισοστάθμιση στα ζύγια του κακού, και από την άλλη η Δικαιοσύνη εξοβελισμένη, ακόμα κι όταν μπορεί να βρει τη λύση, για έναν άνθρωπο, με παραγκωνισμένα δικαιώματα. Ο Γκρίσαμ, ασχολείται με ένα σάπιο σύστημα, αλλά δεν επιστρατεύει αφορισμούς ή ηθικοπλαστικά αντεπιχειρήματα εναντίον του: αυτά προκύπτουν από την εξονυχιστική εμβάθυνση στη σαπίλα. Γράφει ένα μεγάλο δικαστικό ρεπορτάζ, και δίνει ταυτόχρονα τη δική του γνώμη, στο πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται αυτά τα θέματα (π.χ το τεκμήριο της αθωότητας), σε άλλες περιπτώσεις. Η διασαφήνιση της αλήθειας γίνεται ανάβαση στη κορυφή ενός δύσβατου βουνού, και οι απλές ή γρήγορες εξηγήσεις καταντούν φαντάσματα.


Η απλή γλώσσα, με μεγάλη δόση (μοιραία) δημοσιογραφικής συμβατικότητας – μυρηκαζόμενες θα έλεγε κανείς απλώνονται στο χαρτί οι λέξεις- συνάδει με την πεζή, σκληρή πραγματικότητα, και την τραγικότητα της υπόθεσης, αλλά και των προσώπων. Εξαίρεση αποτελούν τα ελάχιστα διαλογικά μέρη, που εμφανίζονται στις μικρο-δραματικές κορυφώσεις. Εν ολίγοις, ο Γκρίσαμ δεν δραματοποιεί το δράμα. Αυτό είναι και μια αιχμή για τις κανιβαλιστικές διαθέσεις των Μέσων Ενημέρωσης, που στο βιβλίο, εκπροσωπούνται από την (εύκολα χειραγωγίσιμη) τοπική εφημερίδα, η οποία γίνεται στενογράφος της ψεύτικης κατηγορίας, του σεναρίου που παρουσιάζει η εξουσία για τον αδικαιολόγητα κατηγορούμενο. Η ιστορία, επιπροσθέτως, συμπληρώνεται και από όψεις της αμερικανικής κοινωνίας, όπως η άκρατη ατομικότητα και η μεγάλη θρησκοληψία, ενδεικτικές του πλαισίου στο οποίο αναπτύσσεται η δράση.


Η καρδιά του βιβλίου, η διερώτηση για τη χρησιμότητα της θανατικής ποινής, που διατηρείται σε πολλές αμερικανικές πολιτείες, αντιμετωπίζεται δια της αντιπαραβολής. Από τη μια μεριά, η ανώτατη τιμωρία, η ενσυνείδητη αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής από το νόμο, και από την άλλη ένα σύστημα, εντελώς ανίκανο, με ελαφρά ανθρωπιστικά ήθη, που ακόμη και τώρα που την εφαρμόζει, την αντιμετωπίζει γραφειοκρατικά. Η θανατική ποινή, ακόμη κι αν έχει σκοτώσει έναν αθώο, καθίσταται αυτομάτως αποτυχημένη. Σκοτώνοντας το δολοφόνο, αναβιώνουμε το φόνο του θύματος, τίποτα παραπάνω. Αυτό, προσπαθεί να πει ο συγγραφέας.


Η οργή είναι αυτή που ξεφυλλίζει την Ιστορία ενός αθώου, και όχι τα χέρια μας. Το πιο άθλιο χάλκευμα (διότι και οι πλεκτάνες είναι στοιχειωδώς ευφυείς), συνθλίβει έναν άνθρωπο, πνευματικά και σωματικά. Δεν μιλάμε για λογοτεχνία ολκής, ούτε όμως για λογοτεχνία που σε αφήνει αδιάφορο-τη στιγμή μάλιστα που ξέρεις τι διαβάζεις. Οι δύο πετυχημένες λειτουργίες του βιβλίου; Mας θυμίζει (εξ αποστάσεως και δημοσιογραφικά…) την καφκική παράνοια του νόμου, κατά πρώτον, και κατά δεύτερον, καταφέρνει να εγκαταστήσει στα αυτιά μας, το φοβερό ουρλιαχτό του Ρον, που μας βασανίζει, ακόμη κι όταν το βιβλίο τοποθετηθεί στη βιβλιοθήκη- στη μεριά των διαβασμένων.

Ο «παππούς» των ανθρώπων
Ένα ανθρωπιστικό παραμύθι, σεμινάριο αντιμετώπισης του ιστορείν

E. H. Gombrich
Μικρή ιστορία του κόσμου
Εκδόσεις Πατάκη

Η Μικρή ιστορία του κόσμου προήλθε από δύο ανάγκες, ενός από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς του εικοστού αιώνα, του Έρνστ Γκόμπριχ. Ήθελε, αφ’ ενός, να γράψει ένα δικό του ιστορικό βιβλίο για παιδιά (απογοητευμένος από ένα αντίστοιχο που κλήθηκε να μεταφράσει), και αφ’ ετέρου να μιλήσει απλά και κατανοητά, για την ιστορία, σε μια περίεργη μικρούλα, με την οποία αλληλογραφούσε. Το βιβλίο αυτό, πρωτοδημοσιεύθηκε στη Βιέννη το 1935, και αναθεωρήθηκε το 2001, από τον ίδιο τον συγγραφέα (του πιο γνωστού σε μας Χρονικού της Τέχνης) μετά το θάνατό του. Φέτος έτυχε μιας σημαντικής πρώτης έκδοσης του στα ελληνικά, από τον Πατάκη, σε μετάφραση της Έλενας Καμηλάρη. Ο Γκόμπριχ, μέσα σε ένα βιβλίο 350 σελίδων συμπίεσε επιτυχώς (όπως παραδέχονται ειδήμονες του πεδίου) την ανθρώπινη ιστορία, ξεκινώντας από την προϊστορία, και καταλήγοντας στη νευραλγική εποχή της ατομικής ενέργειας (που επανήλθε, τα τελευταία χρόνια έντονα, στο προσκήνιο).

Η προσφορά του βιβλίου στον αναγνώστη είναι λειτουργική και πολυεπίπεδη. Ταξινομεί τα γεγονότα, απαλλάσσοντάς μας από την ασάφεια ή την επιλεκτικότητα με την οποία βλέπουμε το παρελθόν. Μας παραθέτει τους συνεκτικούς δεσμούς, μέσω των οποίων μεταβαίνουμε ομαλά από την μια ιστορική περίοδο στην άλλη, αποκαθιστώντας, με τη γραμμικότητα ενός ιδιότυπου (πλην απλού στα μάτια μας) «παραμυθιού», την ενιαία και «πανοπτική» σύλληψη της ιστορίας-όσο το επιτρέπει η έκταση του εγχειρήματός του. Το σημαντικότερο όμως που επιτελεί, είναι ότι γράφει το βιβλίο, για τους πάσης φύσεως αναγνώστες, και όχι για τα μεγάλα ράφια των βιβλιοθηκών, όπου η σκόνη μόνο θα το συντρόφευε.

Η Μικρή (στο μάτι) ιστορία του κόσμου, είναι ένα βιβλίο ταγμένο να διαβαστεί απνευστί, και τα επιμέρους κεφάλαια να γίνουν τα ερεθίσματα για περαιτέρω προσωπική διερεύνηση της ιστορίας. Όταν λ.χ. αποκαθίσταται η «τιμή» του Μεσαίωνα, και το σχετικό κεφάλαιο τιτλοφορείται «Η έναστρη νύχτα», ο καθείς θα αναρωτηθεί για το έναστρο του πράγματος, και με λίγη παραπάνω ενημέρωση, δε θα ταυτίζει πλέον το σκοταδισμό, με μια σημαίνουσα, στα καθ’ ημάς ανθρώπινα, περίοδο πνευματικής έκρηξης, όπως υπήρξε ο Μεσαίωνας. Ο Γκόμπριχ ανατινάζει πολλές ιστορικές στερεοτυπίες (π.χ. η κατώτερη πνευματικά και άξεστη ανατολή) που πολλές φορές γκετοποιούν την ίδια την ιστορία. Διασώζει, εν ολίγοις, τη γοητεία της ιστορίας, με τις προσωπικότητες και τις συγκρούσεις που τη διαμόρφωσαν, έχοντας ως βασικό του όπλο τη ζωντανή και (περιεκτικά) γλαφυρή γλώσσα.

Τα κύρια χαρακτηριστικά του λόγου του, είναι βασικά δύο. Εν πρώτοις, η διατήρηση της δραστικότητας της αισώπειας γλώσσας, και των διδακτικών (όχι δασκαλίστικων) της υπονοημάτων. Κατά δεύτερον, η ενσωμάτωση των ιστορικών γεγονότων σε μια παλλόμενη, αφηγηματική τεχνική, επικών καταβολών, που μετατρέπει τον αναγνώστη, σε πραγματικό συνοδοιπόρο, σε αυτό το σύντομο, πλην γοητευτικό ταξίδι στο παρελθόν. Ο αφηγηματικός λόγος, χρησιμοποιείται διότι εκφράζει δύο θεμελιώδεις μηχανισμούς, που αφορούν την ανταλλαγή γνώσης και τη διαμόρφωση κοσμοαντίληψης στο καθημερινό κοινωνικό (παγκόσμιο ή τοπικό) γίγνεσθαι.

Είναι πρόδηλο, ότι ο Γκόμπριχ γράφει τη δική του ιστορία. Κάνει δηλαδή αυτό που διακαώς επιθυμούν να κάνουν οι περισσότεροι επιστήμονες ιστορικοί, να αφήσουν μια δική τους πινελιά να αγγίξει τον καμβά της ιστορίας. Να γράψουν μια ιστορία με (αποδεδειγμένα) καλούς και κακούς, χωρίς την ενοχλητική παρουσία των πολλών ημερομηνιών, που ρουφούν τη ζωτικότητα των λέξεων, φυτρώνοντας ακατάπαυστα στις σελίδες των βιβλίων. Χωρίς τις παραπομπές, που το μόνο που καταφέρνουν είναι να διασπάσουν το φανταστικό σύννεφο, μέσω του οποίου ταξιδεύουμε διαβάζοντας. Χωρίς το άπιαστο και ,εν τέλει ανέφικτο, αγαθό της απογυμνωμένης από τα πάθη, αντικειμενικότητας. Της μεγαλύτερης πλάνης που έχει κατασκευαστεί, και συνήθως η επίκλησή της συνεπάγεται την απουσία της. Με άλλα λόγια: πρόκειται για μια μη-ιστορία, με πρωτογενές υλικό το ιστορικό παρελθόν, γραμμένη όμως ενσυνείδητα και δομημένη, πάνω στην θελκτική λειτουργία της λογοτεχνίας.

Στο επίκεντρο του έργου βρίσκεται η αγάπη για τον άνθρωπο. Η ιστορία του συλλαμβάνεται ως «σκυταλοδρομία» προς την πρόοδο και την ευημερία, σε αυτό το μεγάλο ψηφιδωτό, που ονομάζεται Γη. Αυτή είναι η δική του οπτική γωνία, το μισογεμάτο δηλαδή ποτήρι, που αποπνέει μια αισιοδοξία, αν και η ιστορία είναι φύσει σκληρή, από ένα κομβικό σημείο και μετά. Ο Γκόμπριχ ξέρει ότι, οσάκις επιστρέφεις στο παρελθόν, δεν φυσά καθαρός αέρας, αλλά θρασομανά ο μανιχαϊσμός. Άλλωστε στην ιστορία δεν συγκρούονται γεγονότα συνήθως, αλλά ερμηνείες γεγονότων. Σε κάποια σημεία μάλιστα, παραδέχεται (και νιώθει) ότι ντρέπεται για το (ανθρώπινο) είδος του (κονκισταδόρες, Χίτλερ κτλ), επομένως αυτό το έντονο συναίσθημα συμπάθειας για το ανθρώπινο υποκείμενο και την αυτονομία του, είναι εμφανώς στρατηγικό στοιχείο του τρόπου θέασης και κατανόησης (που ο ίδιος προτείνει) του ιστορικού μας παρελθόντος.

Η ιστορία βρίσκεται ακατάπαυστα εν εξελίξει, και αυτό είναι κάτι που ξεχνιέται. Ο συγγραφέας την παρομοιάζει με ποτάμι, κατά το γνωστό παράδειγμα του Ηράκλειτου, στο οποίο είναι αδύνατο να μπούμε στο ίδιο ποτάμι, καθώς το νερό δεν είναι ποτέ το ίδιο. Εμείς πετάμε πάνω από το ποτάμι, αλλά ενδιάμεσα υπάρχει ένα σύννεφο, μέσω του οποίου βλέπουμε (ή δε βλέπουμε) τα πράγματα. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «αναθεωρητικό», καθώς ο Γκόμπριχ, έρχεται να διορθώσει τον εαυτό του, και να ανασκευάσει γνώμες προγενέστερες, που, προϊόντος του χρόνου, απεδείχθησαν είτε εσφαλμένες, είτε μονολιθικές. Ταυτόχρονα, είναι ένα είδος δοκιμιακού στοχασμού, πάνω στην ιστορία, και στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται: τι πρέπει οπωσδήποτε να αποκλείσουμε, και τι οφείλουμε να ανυψώσουμε, όταν μπλεχτούμε στα γοητευτικά της δίχτυα. Παραδόξως, στον πυρήνα των ιδεών του, θα συναντήσουμε τη λογική και μια σύνεση, που σήμερα είναι κάτι ζητούμενο. Ζητούμενο, εφόσον ο άνθρωπος αυτοκαταστρέφεται, χωρίς να συνειδητοποιεί (και να διαφυλάττει) ούτε καν το στοιχειώδες, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.

Ο συγγραφέας προτείνει κάτι που δεν ανάγεται στις ασάφειες του φιλελεύθερου ουμανισμού, ούτε προσεγγίζει το χριστιανικό «αγαπάτε αλλήλους». Η μαγική λέξη στο βιβλίο είναι η ανεκτικότητα, που είναι (φαινομενικά) πρακτικώς εφαρμόσιμη, αλλά δύσκολα αφομοιώσιμη. «Πρέπει (όλοι) να μάθουν από την ιστορία πόσο εύκολα μπορεί η υποδαύλιση του μίσους και η μισαλλοδοξία να μετατρέψουν τους ανθρώπους σε απάνθρωπα όντα» τονίζει ο Γκόμπριχ, χωρίς να χάνει την αισιοδοξία του. «Οι άνθρωποι ανέκαθεν ονειρεύονταν μια «χρυσή εποχή», και τώρα που το όνειρο αυτό έχει σχεδόν πραγματοποιηθεί για τόσους πολλούς ανθρώπους κανείς δε θέλει να το παραδεχτεί». Αλήθεια είναι, αν παραδεχτούμε ότι μαγικό ραβδί δεν υπάρχει, και ότι παράλληλα με τους ανθρώπους, αναπτύσσονται και συμφέροντα. Τα τελευταία, μάλλον, εμποδίζουν την πρακτική εφαρμογή της ανεκτικότητας. Άλλωστε οι αγνές προθέσεις δεν οδηγούν μόνο στον παράδεισο…

Τα παραμύθια των παππούδων, εισάγουν τα εγγόνια σε δίπολα, καλό και κακό, ωραίο και άσχημο, επωφελές ή επιζήμιο. Ο εκάστοτε παππούς προετοιμάζει το εγγόνι του, να αντιμετωπίσει (αρχικά) τον κοινωνικό του περίγυρο, επειδή το αγαπά. Ο Γκόμπριχ αγαπά τον άνθρωπο, έχει καθίσει στην πολυθρόνα του, δίπλα στο τζάκι, και μας περιμένει με ανοιχτή την Μικρή ιστορία του κόσμου, για να μας εισαγάγει στην κατανόηση του πολύπλοκου κόσμου μας. Θα αντισταθείτε στο μεγαλύτερο παραμύθι, του μεγαλύτερου παππού στον κόσμο;

Η Λογοκρισία έσωθεν
Γνήσια ορθολογική σκέψη, λογοτεχνικής αμεσότητας

Περί Λογοκρισίας
Τζ.Μ. Κούτσι
Εκδόσεις Πατάκη


Ας υποθέσουμε, ότι τα μάτια σας «σαρώνουν» τους νέους τίτλους, στις προθήκες ενός βιβλιοπωλείου. Ένα βιβλίο, με έντονο κόκκινο εξώφυλλο - στο οποίο αναπαρίσταται (σε μια ξυλογραφία) ένα ανθρώπινο κεφάλι, που ασφυκτιά, καθώς τρία χέρια έχουν φροντίσει, να του σφαλίσουν το στόμα, και να του κλείσουν τα μάτια – σας κεντρίζει το ενδιαφέρον. Συγγραφέας ο Νομπελίστας (2003) Τζ.Μ. Κούτσι. Περί Λογοκρισίας. Η πιθανότερη (συνειρμική και μη) εξέλιξη, που περιμένετε φαινομενικά, είναι υψηλού επιπέδου μύδροι. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρό, για τους πιο ελκυστικούς αφορισμούς. Η «νομιμοποίηση» από όλους μας δεδομένη, για’ αυτό το πράγμα, το κακό. Το φαινόμενο της λογοκρισίας από τη μια, και από την άλλη, ο εντεταλμένος της εγγράμματης αυθεντίας, σε ρόλο πυροβολαρχίας. Ωραίο θέαμα, 525 σελίδες, φλογερής παράθεσης κακών, ορθότατα δαιμονοποιημένων , τα οποία μας κληροδότησε το «ολοκληρωτικό» μας χθες!

Κι όμως, «η ήρεμη δύναμη» της συγγραφικής και ακαδημαϊκής κοινότητας, δε μας κάνει τη χάρη. Κάπου εδώ ανακύπτει η πρωτοτυπία του πράγματος. Αντί να καθίσει απέναντι από το Τέρας της λογοκρισίας (σε όποια μορφή κι αν σαρκώνεται), και να το κατακρίνει, παρακολουθώντας την αποκρουστική του όψη, προτιμά να το χειρουργήσει στον «εγκέφαλο». Όπως ένας υψηλού επιπέδου χειρουργός, με χέρια ψύχραιμα, έτσι κι αυτός ψάχνει το Τέρας, βλέπει πώς λειτουργεί, και το κάνει να «ξεράσει» ορισμένα πράγματα, από την πνευματική τροφή, που (στη διάρκεια των αιώνων) έχει καταβροχθίσει. Ερείσματα, στο εγχείρημά του αυτό, η ευρύτητα των αναγνωσμάτων του, η ακαδημαϊκή του διαλλακτικότητα, και η επαμφοτερίζουσα γλώσσα – ένα εκκρεμές ανάμεσα στο λογοτεχνικό οίστρο, και την επιστημονική σχολαστικότητα.

Ο ίδιος λέει πώς δεν συμμερίζεται διαισθητικά το φαινόμενο αυτό του δημόσιου βίου, που φωλιάζει στις πιο απόκρυφες και εσώτερες ανθρώπινες κρυψώνες, και ελίσσεται «διεπιστημονικά» για να βρει την άκρη. Στο επίκεντρο, όμως είναι ο (εκάστοτε) δημιουργός ,η αντίδρασή του, και οι επιπτώσεις που είχε γι’ αυτόν η λογοκρισία, είτε ως πρακτική εις βάρος του, είτε ως απλή ύπαρξη στο (εκάστοτε) περιβάλλον του, ως σύμβολο απαγόρευσης, παντός τύπου. Ο Κούτσι αφορμάται από την υποψία, και ενσταλάζει τη καχυποψία για τη γλώσσα. Η παρακολούθηση της γλώσσας λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία, σε αυτά τα δοκίμια, και ο αναγνώστης θα αντιληφθεί, μέχρι που μπορεί να φτάσει ο αναστοχασμός πάνω σ’ αυτή. Πώς οι δημιουργοί αναμετρήθηκαν με τη γλώσσα, πριν αναμετρηθούν με το σύστημα που τους επέβαλε απαγόρευση, σιωπή, ή κριτήρια στοχασμού; Ένα σύστημα, πολυσχιδές, λαβυρινθώδες, που μόνο επίπλαστο εφησυχασμό, μπορεί να προσφέρει («δεν υπάρχει τελικά στη γλώσσα» ) πρέπει να παρακολουθείται με περισσότερη προσοχή σε καθεστώτα που βιάζουν την ελευθερία της έκφρασης. Της έκφρασης, διότι, πολλοί έφτασαν στο σημείο, να έχουν την ιδέα πίσω από τα χείλη, αλλά να μη μπορούν να την ξεδιπλώσουν στο χαρτί. Αρρώστησαν, λέει ο ίδιος, και μόνο στην ιδέα ότι ξένα (δηλαδή λογοκριτικά) μάτια είχαν μολύνει το έργο τους.

Ο συγγραφέας δε φοβάται την πρόσκρουση σε λογικό αδιέξοδο, ούτε το να περπατήσει σε σαθρό έδαφος εννοιών, που από μόνες τους έχουν απορροφήσει αιώνες σκέψης, για να προσεγγισθούν. Εκεί έγκειται το μεγάλο του στοίχημα, και καταφέρνει, αν όχι να απαντήσει σε όλα, να υποδείξει το σωστό σημείο προς θέαση, να εντοπίσει ποια οπτική γωνία, έχει τις λιγότερες πιθανότητες παραπλάνησης και αποτυχίας. Η λογοκρισία, σε αυτές τις στοχαστικές δοκιμές, προσωποποιείται ποικιλόμορφα (από την κεφαλή του κράτος, τη κατώτερη γραφειοκρατία, μέχρι τον εσωτερικό χωροφύλακα του καθενός), και μάλιστα αποκαλύπτει την επιθυμία της: το ξερίζωμα της επιθυμίας αυτού που έχει στο στόχαστρο. Επιθυμεί τη μη-επιθυμία. Βαθύτερο μέλημα, του Λογοκριτή, είναι να αποσυρθεί, και η αυτολογοκρισία να κάνει τη δουλειά της. Τι συμβαίνει όμως με τον συγγραφέα; Πώς τοποθετείται, ανάμεσα στην κοινωνική του υπόσταση και την, φύσει, συγκρουσιακή του ιδιότητα, που του επιβάλλει να αντιταχθεί στον λογοκριτή; Η ματιά του Κούτσι, είναι ψυχρή, και δε δίνει εύκολα συγκατάβαση στο δημιουργό. Αναρωτιέται, ακόμα, για ποιον ακριβώς λόγο ζητά ο δημιουργός συγκατάβαση, χωρίς αυτό να σημαίνει, φυσικά, ότι η λογοκρισία ελκύει τη δική του, θετική γνώμη.

Τα δύο πρώτα δοκίμια, καλύπτουν τεράστιο εύρος θεμάτων, που θίγονται πιο συστηματικά στα επόμενα. Υπάρχουν ωστόσο, ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και θέσεις. Η προσβολή εξετάζεται ως γλωσσική πράξη. Στη λογοκρισία, μέγα πρόβλημα, είναι τα όρια ανάμεσα στο θεμιτό και το λογοκριτέο- κάτι που συντείνει στο ότι τα καθεστώτα απαγόρευσης, έχουν αδιακρίτως ανεγερθεί υπό παρανοϊκές παραδοχές, ασαφών κριτηρίων. Ο νόμος, το ερωτικό και το άσεμνο, η επιθυμία, ο έλεγχος, η τρέλα, η «αυτοαστυνόμευση», διαπλέκονται εκπληκτικά, για να ερεθίσει η κάθε πρόταση το μάτι του αναγνώστη, και να τον ρίξει ευμενέστερα, στα πιο δύσκολα νερά των επιμέρους περιπτώσεων.

Βασικές χρονικές περίοδοι εξέτασης είναι το σοβιετικό καθεστώς, και το νοτιοαφρικανικό απαρτχάϊντ, για το οποίο ο Κούτσι έχει αυξημένη, όπως είναι φυσικό, εμπλοκή. Πώς ο Μάντελσταμ, αντέδρασε στον ποιητικό «ευνουχισμό» που του επέβαλε ο Στάλιν, αναγκάζοντάς τον να συνθέσει μια ωδή σε αυτόν, που κατά βάθος σιχαινόταν; Πώς ο Σολζενίτσιν ανεδείχθη νικητής στη σφοδρή μάχη, με το σοβιετικό σύστημα και τη «Νέα γλώσσα» που επέβαλε; Μακροπρόθεσμα, νίκησαν και οι δύο. Ο Μάντελσταμ δολοφονήθηκε (ως απλός στιχοπλόκος…) σε κάποιο γκουλάγκ, αλλά ο Σολζενίτσιν ζει ακόμη, και μάλιστα πρόσφατα βραβεύτηκε από τον Πούτιν! Η αναπαράσταση της μορφής στην ωδή, και η ανασκευή της ίδιας της γλώσσας στον Σολζενίτσιν (ως άρνηση των κριτηρίων που άνωθεν εκπήγαζαν) είναι παραδείγματα αξιομνημόνευτα, για την αντίσταση ενός δημιουργού στη λογοκρισία.

Οι σελίδες που μνημονεύουν τη λογοκρισία στη Νότια Αφρική, την περίοδο του απαρτχάϊντ, είναι εξίσου αποκαλυπτικές για τη χρήση της γλώσσας. Η μεταφορά και η μετωνυμία, η αφανής δύναμη που αυτές κουβαλούν, αναλύεται εκπληκτικά σε ένα (θεωρητικό) σύστημα που ανήγαγε τους μαύρους σε μολυσματικά στοιχεία, τους απανθρωποποίησε, και οδήγησε στα γνωστά εγκλήματα των λευκών. Η περίπτωση του μυθιστοριογράφου, Αντρέ Μπρίνκ, και η πολιτική της διαφωνίας του, αναδεικνύεται σε πρόταση προς τους συγγραφείς: το μακροπρόθεσμο δίκιο τους και η απόδειξη της παράνοιας του λογοκριτή. Ο ποιητής Μπρέυτεν Μπρέυντενμπαχ, με την ανάσα του κακού στην πλάτη, στρέφεται στο «μέσα» του, και παλεύει με τους δαίμονές του, τοποθετώντας τον αναγνώστη στο κάτοπτρο, για μια ποίηση εκουσίως δυσερμήνευτη, ειρωνική και διττή για το καθεστώς.

Τα δοκίμια για το «άσεμνο» του Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ, του Λόρενς, και τη φεμινιστική κριτική της Μακ Κίννον για την πορνογραφία, γίνονται αφορμή για την ανάδυση στο προσκήνιο, της σεξουαλικότητας, της επιθυμίας, του ερωτικού, και των ταμπού. Λογίζεται η απαγόρευση, ως απώθηση, και επομένως έχουσα το πεπρωμένο της ενδυναμωμένης επιστροφής. Ειδικότερα η κριτική στη φεμινίστρια Μακ Κίννον, και στην πολιτική διάσταση για την εξουσία που προβάλλει, δομείται και πάλι πάνω στη σχέση πραγματικότητας και αναπαριστώμενης πραγματικότητας-πολύ απλά. Στοχασμοί γαργαλιστικοί, διατυπώνονται με αφορμή το Μωρίας Εγκώμιον του Εράσμου. Η ανθεκτικότητα του κειμένου στις ερμηνείες, το α-πολιτικό, και η σημασία της θέσης σε μια διαφωνία. Για να πειστούμε, επιστρατεύεται ο φοβερός «διάλογος» Φουκώ-Ντεριντά για την τρέλα, με συμπλήρωμα την απαραίτητη λακανική συνεισφορά. Και όλα αυτά, επαρκώς ανοικτά στην ταπεινότερη των αντιληπτικών ικανοτήτων…

Η λογοκρισία, μεταλλάσσεται και προσαρμόζεται στα δεδομένα-είτε καθεστωτικά, είτε φιλελεύθερα-στην λανθάνουσά της μορφή. Σήμερα «αυτοί που ελέγχουν την πολιτική, ελέγχουν και την αισθητική» λέει ο Κούτσι. Ο συγγραφέας (που «στον 20 αιώνα δύσκολα διακρίνεται από τον δημοσιογράφο») έχει πάντα τον τελευταίο λόγο, και κατά συνέπεια, το τελειωτικό χτύπημα στη σύγκρουση.

Οι σελίδες του βιβλίου είναι σπαρμένες, με πολλούς πνευματικούς καρπούς. Δρέπεις και επιστρέφεις. Τι να εκθειάσεις και τι να παραμελήσεις; Ακόμη και τούτο το σημείωμα είναι, εν τινί τρόπω, «λογοκριτικό»! Άραγε ποιοι μηχανισμοί ενεργοποιήθηκαν, για να γραφτούν αυτά( και όχι κάποια άλλα;)…

Παλεύοντας με τη βλακεία
Η δηλητηριώδης πένα του Βόνεγκατ δεν αφήνει τίποτα όρθιο

Η φωλιά της γάτας
Κέρτ Βόνεγκατ
Εκδ. Κέδρος

Ένα περίεργο νησί, φάντασμα. Μια θρησκεία με δόγμα της, το ψέμα, και ένας θρησκευτικός ταγός, εν αγαστή συμπνοία με τον ολοκληρωτισμό. Ένας ανισόρροπος δικτάτορας αιμοσταγής, που κραδαίνει το τσιγκέλι, στους πειθήνιους υποτελείς του. Ένας επιστήμονας με καταστροφική αφέλεια, που αφού συνέβαλε στη δημιουργία της ατομικής βόμβας, δημιούργησε μια φοβερή ουσία που απειλεί να στερεοποιήσει κάθε υγρό στοιχείο (εκείνος πίστευε ότι θα βοηθούσε τους πεζοναύτες να απαλλαγούν από τη λάσπη), και να εξαλείψει τη ζωή από τη Γη. Τα τρία παιδιά του, διασπαρμένα στον κόσμο, φέρουν την κληρονομιά του επικείμενου αφανισμού. Ένας δημοσιογράφος, με τη φιλοδοξία να γράψει ένα βιβλίο με θέμα του, την τελευταία ημέρα του κόσμου. Αυτοί και άλλοι πολλοί, σημαίνοντες και παρείσακτοι, συνθέτουν τον ιδιότυπο συγγραφικό κόσμο, του αιρετικού Κέρτ Βόνεγκατ, στην Φωλιά της γάτας.

Ο Βόνεγκατ, αδυνατώντας να κατανοήσει την ανωμαλία της ανθρώπινης, ά-λογης δράσης, πλάθει έναν κόσμο, όπου η ανωμαλία καθίσταται φυσιολογική. Αυτή η φοβερή σάτιρα στον ανώτατο βαθμό γνησιότητας, η αλληγορική άμυνα απέναντι στο παράλογο, τα ακαθόριστα σύνορα ανάμεσα στο γελοίο και το τρομακτικό, είναι αποτέλεσμα της βαθιάς του λύπης, και του έντονου πεσιμισμού, για την εξαχρείωση του ανθρώπου. Ο ίδιος έζησε μια από τις σκληρότερες φάσεις του ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου, ως στρατιώτης, (το βομβαρδισμό της Δρέσδης που περιγράφει μοναδικά στο βιβλίο του Σφαγείο Νο 5), και ονόμασε αυτήν την πολύνεκρη σύρραξη «χαζοπόλεμο».

Ο χαρακτήρας του εγχειρήματός του είναι ξεκάθαρα αποδομητικός, και συμβαδίζει με την απελπισία της εποχής του. Το βιβλίο, είναι, κατά μια έννοια, ένα ανθρωπιστικό μανιφέστο, ζητά επιτακτικά την επαναφορά της λογικής, και εξυψώνει προς χάριν (και διάσωσή) της, έναν πολιτικό αμοραλισμό. Είναι ταυτόχρονα όμως, μια πολιτική πρόταση, στηριγμένη σε άλλα θεμέλια, και όχι τα αποσαθρωμένα, που ο ίδιος ροκανίζει με την πένα του. Δεν παραμελεί, επιπλέον, να στηλιτεύσει την επιστήμη, που παρεκκλίνοντας, έγινε αιτία για καταστροφή, τη τέχνη (ο μοναδικός εκπρόσωπός της στο βιβλίο είναι κοντός, σαν να καταδεικνύεται έτσι, περιπαικτικά, η αδυναμία της διανόησης) τη θρησκεία, που έχει απομυζήσει τα ορθολογικά ανακλαστικά, τις ιδεολογίες, και φυσικά τον άκρατο πατριωτισμό («η υψηλότατη δυνατή μορφή προδοσίας, είναι να πεις ότι οι Αμερικάνοι δεν είναι αγαπητοί όπου και αν πάνε, ότι κι αν κάνουν»), βάζοντας το δάκτυλο βαθιά στις ανοικτές πληγές της αμερικανικής ιστορίας και πολιτικής, σε επίμαχες περιόδους, φοβιών και αποτυχιών.

Ο θάνατος, καιροφυλακτεί σε απόσταση αναπνοής από μια ανοχύρωτη ηλιθιότητα. Η δράση και οι συνέπειες της, χαρακτηρίζουν μόνο τους δρώντες, χωρίς την παρεμβολή ανάμεσα στα δύο, της συνειδητοποίησης της ανθρώπινης υπόστασης. Το πνεύμα του βιβλίου, αλλά και η αίσθηση του Βόνεγακτ, είναι ξεκάθαρα: η μοίρα του ανθρώπινου είδους είναι η αυτοκαταστροφή του, λόγω της ηλιθιότητας και της ματαιοδοξίας του. Οι οξυδερκείς διάλογοι, και το φλεγματικό του χιούμορ, υποβαστάζουν μια σάτιρα, που ανατέμνει της πάσης φύσεως εξουσίες. Ξέρει ο ίδιος, φυσικά, ότι ποτέ και καμία σάτιρα δεν απετέλεσε αφορμή κοινωνικοπολιτικών μετασχηματισμών.

Η σάτιρά του, σχοινοβατεί ανάμεσα σε δύο επιφανειακές κατά κανόνα μεριές, τον επιφανειακό χλευασμό (που συντηρεί το αποφορτιστικό γέλιο σε σοβαρές καταστάσεις) και τον δογματικό αφορισμό (που ενδυναμώνει τις εξουσίες), έχει βρει δηλαδή τη χρυσή τομή, και αναπτύσσεται με απίστευτη κλιμάκωση. Ο εκάστοτε σατιρίζων, οφείλει να αποκαλύπτει, με αυτή τη γλώσσα της υπονοούμενης αλήθειας, τα ζωτικά όργανα των εξουσιών, να τις ανατέμνει για να βλέπουν οι πολίτες την καρδιά και τα χέρια τους. Σε διαφορετική περίπτωση, ο σατιρικός συγγραφέας, απλά «κοροϊδεύει» την εξουσία, που βήχει σε κρεβάτι παροδικού κρυολογήματος, συντηρώντας ταυτόχρονα το βαλτωμένο τοπίο, που είχε ως στόχο να καθαρίσει.

Η Φωλιά της Γάτας, γράφτηκε σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη περίοδο, μέσα σε ένα ψυχροπολεμικό κλίμα, την ενδυνάμωση του Φιντέλ Κάστρο και την υστερική αντίδραση στο μακαρθισμό. Κυρίως όμως, μέσα σε ένα κλίμα πηχτής ομίχλης και απογοήτευσης, που ακολούθησε, αναβιώνοντας το σοκ του ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως, κάθε βιβλίο ξαναδιαβάζεται στην εποχή του, όπως θα συμπλήρωνε ο Terry Eagleton. Σήμερα, με τις κλιματικές αλλαγές, στην κορυφή της ατζέντας κάθε σοβαρού κράτους, είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρο, ίσως επειδή οι άνθρωποι δεν αλλάζουν και πολύ- τα χρόνια περνούν μονάχα. Οι δύο μεγάλες δυνάμεις, ο αμερικανικός αετός και η (εσχάτως) ανανήψασα από μια βαθιά χειμερία νάρκη, ρωσική αρκούδα, ξαναζωντανεύουν το ψυχροπολεμικό κλίμα. Η νέα σύγκρουση, θα διεξαχθεί στην Ανταρκτική. Ήτοι, τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στον πλανήτη! Οι ηγεσίες των ανθρώπων (διότι ο πολίτης έχει απολέσει το δικαίωμα να καθορίζει τη μοίρα του προ πολλού) περιμένουν να λιώσουν οι πάγοι, για να ρουφήξουν τα αγαθά του κόσμου. Σε πολύ απλή γλώσσα: το ασυνείδητο βάδισμα του ανθρώπου προς την αυτοκαταστροφή του. Ένας ήρωας του Βόνεγκτατ, υψηλόβαθμος, θα απαντούσε: «Ε, και τι έγινε, μήπως θα ζήσω να τη δω»…
Ο ίδιος, πέθανε πρόσφατα, στις 11 Απριλίου του 2007.

Ορατών τε και αοράτων…
Διηγήματα του Μάνου ελευθερίου σε πρόζα ποιητική


Η Μελαγχολία της Πατρίδας Μετά τις Ειδήσεις των Οκτώ
Μάνος Ελευθερίου
Εκδόσεις Μεταίχμιο


Ο τίτλος αυτού του βιβλίου είναι εν μέρει παραπλανητικός. Θα μπορούσε να θεωρηθεί και διαφημιστικό τέχνασμα, «τυράκι» θα έλεγε κάποιος πιο δηκτικός, σε αυτή την περίοδο, που η τηλεόραση μονοπωλεί (αρνητικά) σχεδόν τους πολιτιστικούς δείκτες της χώρας. Ευτυχώς! Η τηλεόραση ανοιχτά υποτιμάται στο βιβλίο. Γενικότερα η πραγματικότητα συλλαμβάνεται ως παράγων διαβρωτικός της ανθρώπινης υπόστασης. Ο θάνατος δεν έχει καταταγεί (επακριβώς) κάπου στην κοσμοαντίληψη του συγγραφέα και γι’ αυτό οι μεταφυσικές ανησυχίες που τον συνοδεύουν, είναι μοιραία υπαρκτές, αλλά εμφανίζονται πολύ φυσιολογικές, μέρη της πεζής καθημερινότητας. Έτσι ξορκίζεται ο φόβος του θανάτου, με το να έρχεται πιο κοντά η πιθανότητά του, ως απλή βόλτα λόγου χάρη. Η Μελαγχολία Της πατρίδας Μετά Τις Ειδήσεις Των Οκτώ, τιτλοφορείται αυτή η συσσωμάτωση διηγημάτων του Μάνου Ελευθερίου, που αποτελείται από ιστορίες γραμμένες μέσα σε ένα διάστημα σαράντα ετών, από τα μέσα της δεκαετίας του 60’ μέχρι σήμερα. Το πρώτο σκέλος της πρότασης του τίτλου, αποτελεί και τη γενικότερη οπτική του συγγραφέα, ποιητή και στιχουργού, πάνω στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, όπως αυτός τη βίωσε, από τα μεταπολεμικά χρόνια και τον εμφύλιο, μέχρι τη δικτατορία και την ηρεμία των ύστερων μεταπολιτευτικών χρόνων. Μια μελαγχολία εσώτερη, υπόκωφη και αυτοοικτιρμική. Μια μελαγχολία που δείχνει να πηγάζει από μια εξομολογούμενη συναισθηματική μοναξιά. Που σκιαγραφείται, αλλά δεν γίνεται απόλυτα αντιληπτή.

Ο «ανυποψίαστος» αναγνώστης, ίσως νιώσει άβολα με αυτή την ιδιότυπη γραφή, που χαρακτηρίζει (την ποίηση κυρίως αλλά και) την πεζογραφία του Ελευθερίου. Αυτή την ελλειπτική, πολλές φορές ανοίκεια, και γεμάτη ποιητική πρόζα πεζογραφία, που ξεφεύγει από τα «ειωθότα» της πεζογραφίας, και ανυψώνεται σε δύσβατα, ακραιφνώς ποιητικά σε ορισμένες περιπτώσεις, ονειρικά και φανταστικά μονοπάτια. Δύσκολα γίνεται προσηνής ο λόγος αυτός, που λίγο διαφέρει από τις «ψυχοδιασπάσεις» ενός παραληρήματος, που παρά ταύτα καταφέρνει να διασώσει το φόντο του πραγματικού, έστω και διαθλασμένο.

Πολλά, ωραία (και γνωστά) ελληνικά τραγούδια του λαϊκού ρεπερτορίου φέρουν την υπογραφή του Μάνου Ελευθερίου, ο οποίος έχει συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες. Η στιχουργική του δεν απέχει πολύ από την ποίηση με την στενή της σημασία, και η πεζογραφία του υπάρχει μόνο σε εξάρτηση από την ποιητική του. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο Καιρός Των Χρυσανθέμων, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (2005). Ακολούθησε το 2006, Η Γυναίκα Που Πέθανε Δύο Φορές, χωρίς να ξεπεράσει τον ενθουσιασμό που δημιούργησε η πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά του στη πεζογραφία.

Αυτά τα διηγήματα φαίνεται να είναι η επικύρωση αυτής της στροφής του, (έστω μόνιμης) τα τελευταία χρόνια, σε ένα λόγο, απείρως πιο εύκολο (τον πεζογραφικό) αλλά που ο ίδιος έχει επιλέξει να τον «περιχαρακώσει» στις παρυφές της ποίησης, για να μη γίνει τελείως συμβατικός, και χάσει αυτή την δημιουργική ιδιαιτερότητα που έχει κατακτήσει. Με τις πραγματικά ταξιδιάρικες εξάρσεις του, την ωραία και αναγκαία νοσταλγία, αλλά και έναν ήπιο λυρισμό μερικές φορές, που αγγίζει έναν λανθάνων και εν πολλοίς ρευστό (πλην ελεγχόμενο) συμβολισμό, ο οποίος τείνει να καταστήσει τα συναισθήματα, μια αυστηρά μεν ιδιωτική υπόθεση, που όμως προσφέρεται προς θέαση από μια βιτρίνα σκονισμένη. Είναι γεγονός ότι αυτό το τομίδιο θα μπορούσε να υπάρξει και χωρίς μερικά διηγήματα, αλλά αν τα υποδεχθούμε, ως θραύσματα και κομματάκια ενός ψαθυρού ψυχισμού, που συμπληρώνουν την κατάθεση του συγγραφέα για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του (μιας και πολλά έχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία), τότε διαβάζονται, με απορία και αμηχανία μεν, αλλά συγκαταβατικά. Αλλά έτσι είναι γενικώς η γραφή του Ελευθερίου. Κρατά το χαμένο, και αντιστέκεται στην δολιοφθορά του παροντικού. Προτιμά το φασματικό, αυτό που από πουθενά δεν πιάνεται, και κατά συνέπεια, πουθενά δεν καταλήγει. Διακρίνεται πάντως για έναν εσωτερικό ρυθμό, μια μουσικότητα που πιθανότατα αναβλύζει από την ανάγκη του, κάποτε, να γράψει στίχους προς μελοποίηση. Το ότι δέχεται να συνυπάρξει με τα λείψανα και τα όνειρα του παρελθόντος, τα χαμένα και αγαπημένα σε φόντο βαρύ, είναι επιλογή του ξεκάθαρη, είναι επιλογή «ηρωική», μα ενέχει και την αναπόφευκτη συντροφιά σκιών που γίνονται ενίοτε και φαντάσματα. Αυτή η αίσθηση της ερμητικότητας, και της αυτοπαθούς δημιουργίας, που επιστρέφει στον ίδιο πριν καν διασπαρθεί, θα μπορούσε να εξεταστεί στα πλαίσια του νεοσυμβολισμού, αν θεωρήσουμε ένα μεγάλο μέρος των κειμένων αυτών, σαν μια πεζόμορφη ποίηση.

Μια σχηματική διάκριση των κειμένων, που θα είχε ως κριτήριο το ποσοστό κατάληψης του ξυπνητού από το ονειρικό, αλλού απροκάλυπτα, αλλού πιο συγκρατημένα, θα τα κατέτασσε: σε αυτά που προσεγγίζονται λόγω της υποτυπώδους αφηγηματικής τους λειτουργικότητας (πιο πεζογραφικά), και σε αυτά που δεν προσεγγίζονται κανονιστικά, λόγω της διολίσθησης της γλώσσας τους σε ασυνείδητους ενδεχομένως παράγοντες και ενοράσεις (πιο ποιητικά). Στην δεύτερη αυτή κατηγορία, ανήκει και το μεγαλύτερο διήγημα (ή νουβέλα κατά τους λάτρεις της ειδολογικής ακριβολογίας), το «Γλυκό Κυδώνι», το οποίο αποτελεί ουσιαστικά τον σκελετό ενός μυθιστορήματος, που υπέστη «κοπτικήν και ραπτικήν», όπως ο ίδιος ο συγγραφέας έχει πει σε συνεντεύξεις του. Είναι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της «εργασίας» του, στα πλαίσια της οποίας πεζογραφεί ποιητικά και αντιστοίχως, «ποιεί» πεζογραφικά, επιτείνοντας το λιώσιμο των πάγων ανάμεσα στα δύο αυτά είδη του λόγου. Μια αέναη διαδικασία, με κινηματογραφικά λόγια, «σβησίματος» εικόνων και συναισθημάτων σε φοντύ ανσαινέ, που φεύγουν δίχως να αφήσουν ίχνη. Μεταξύ άλλων, παρακολουθούμε πώς ο Εθνικός Κήπος γεμίζει πολύχρωμες γάτες, πώς λιμνάζει το φαρμάκι στην ελληνική επαρχία της ψευδεπίγραφης καλοσύνης, πώς ένα παιχνίδι καταντά πορεία θανατική (φέρνει στο νου συνειρμικά (και ενοραματικά γιατί γράφτηκε πριν πολλές δεκαετίες) την «υπόθεση Άλεξ» στη Βέροια), και πώς αντιμετωπίζει μια οικογένεια την ιδιαιτερότητα των παιδιών της, που περπατούν πάνω στη θάλασσα, και φέρουν τα σημάδια της σταύρωσης – μια ιστορία που φλερτάρει με ένα μαγικό ρεαλισμό, στην πιο «ελληνοχριστιανική» εκδοχή του… Επίσης, ποια είναι η διαφορά μιας κρύπτης, από ένα ισόγειο στη Κυψέλη και πώς τα σπίτια μαρτυρούν τα μυστικά και τα αισθήματα των ανθρώπων που τα κατοικούν ή τα κατοίκησαν;

Ο Μάνος Ελευθερίου έχει υφάνει τις λέξεις, τις έχει γαζώσει με λεπτή κλωστή στις πυκνογραμμένες σειρές της πεζογραφίας. Αυτές όμως δείχνουν να δυσφορούν, πασχίζουν να ξεφύγουν από αυτές, και επιθυμούν την επιστροφή τους στον ελεύθερο αέρα και την χωρική επάρκεια της ποιητικής γλώσσας. Ένας αγώνας είναι, των λέξεων που οριζοντιώθηκαν, να επιστρέψουν στην κάθετη μορφή τους. Είτε έτσι, είτε αλλιώς πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα δοκιμή πάνω στη φασματική διάσταση της γλώσσας, ένα ταυτόχρονο παιχνίδι βιωματικής αναδίπλωσης και διάχυσης της.