Δευτέρα, Μαρτίου 31, 2008

Ένα μεγάλο ρεπορτάζ
Πώς μια δικογραφία μεταμορφώνεται σε ανατριχιαστικό βιβλίο

Η Ιστορία ενός Αθώου
John Grisham
Εκδόσεις Bell

Ο Τζόν Γκρίσαμ, θεωρείται στον χώρο της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας, μέτρ του δικαστικού θρίλερ, ένα μείγμα αστυνομικής πλοκής, και απλούστευσης νομικών όρων και δικονομικών πρακτικών. Ο ίδιος εγκατέλειψε πρώιμα, το επάγγελμα του δικηγόρου, για να γράψει βιβλία που δεν απομακρύνθηκαν καθόλου από τις πρότερες εμπειρίες του. Η Ιστορία ενός αθώου, είναι το πρώτο μη- μυθοπλαστικό έργο του, που όμως δεν υστερεί σε δυναμική, σε σχέση με τα προηγούμενα μυθοπλαστικά. Αντιθέτως αποτελεί τρανό παράδειγμα, που αποδεικνύει πώς πολλές φορές η φαντασία, ωχριά μπροστά στην ίδια την πραγματικότητα. Υπάρχουν πρόσωπα, συγκρούσεις, ιστορίες απίστευτες και θέματα, που αναπτύσσονται στις παρυφές της πραγματικότητας, αλλά δεν προτιμώνται από τους συγγραφείς, λόγω της τεράστιας πολυπλοκότητάς τους. Ο Γκρίσαμ, σε αυτό το βιβλίο, ανοίγει τον φάκελο της ζωής του Ρον Γουίλιαμσον, ταξινομεί τα γεγονότα, διαυγάζει τα θολά σημεία, και προσφέρει μια ανατριχιαστική υπόθεση στον αναγνώστη. Έκανε, δηλαδή, ότι έκανε τόσα χρόνια ιδιωτικώς με τις δικογραφίες. Απλά, η διαδικασία αυτή έγινε βιβλίο, μετά από έρευνες και συναντήσεις, με τα πρόσωπα που θα συναντήσουμε στις σελίδες του.

Ο φόνος – μεταξύ άλλων - της Ντέμπι Κάρτερ, μιας σερβιτόρας, χωλαίνει στη διαλεύκανσή του. Ο Ρον Γουίλιαμσον, ένας ταλαντούχος παίκτης του μπέιζμπολ που είχε γρήγορο τέλος στην καριέρα του, εμπλέκεται στην υπόθεση απροσδιόριστα, ακριβώς την περίοδο της προσωπικής του παρακμής. Έμπλεξε με κραιπάλες και ναρκωτικά, είχε έναν αποτυχημένο γάμο, και απέκτησε –μετά και την επαγγελματική ανομβρία- έναν ακατανόητο για την κοινωνία χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα έπασχε από έντονη κατάθλιψη, είχε κλονισθεί η ψυχική του ισορροπία, αλλά στην ουσία αποτέλεσε ένα ιδανικό θύμα, όλου του συστήματος. Ο πρότερος «ανέντιμος» βίος του, η διαβληθείσα προσωπικότητα από πράξεις αμαρτωλές, θα γίνουν η αιτία να περάσει πολλά χρόνια στη φυλακή για κάτι που ποτέ δεν έκανε, με την απαραίτητη συνεισφορά, ονείρων που έγιναν ένορκες καταθέσεις, χαφιέδων, εγκάθετων «εμπειρογνωμόνων» και κυνικών λειτουργών της δικαιοσύνης.


Δικαστές και εισαγγελείς, από τη μια, εντεταλμένοι από το «σύστημα» μιας ακατανόητης λογικής, μιας γραφειοκρατικής διεκπεραίωσης, που αποδίδει αίμα στο αίμα, απλώς για την ισοστάθμιση στα ζύγια του κακού, και από την άλλη η Δικαιοσύνη εξοβελισμένη, ακόμα κι όταν μπορεί να βρει τη λύση, για έναν άνθρωπο, με παραγκωνισμένα δικαιώματα. Ο Γκρίσαμ, ασχολείται με ένα σάπιο σύστημα, αλλά δεν επιστρατεύει αφορισμούς ή ηθικοπλαστικά αντεπιχειρήματα εναντίον του: αυτά προκύπτουν από την εξονυχιστική εμβάθυνση στη σαπίλα. Γράφει ένα μεγάλο δικαστικό ρεπορτάζ, και δίνει ταυτόχρονα τη δική του γνώμη, στο πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται αυτά τα θέματα (π.χ το τεκμήριο της αθωότητας), σε άλλες περιπτώσεις. Η διασαφήνιση της αλήθειας γίνεται ανάβαση στη κορυφή ενός δύσβατου βουνού, και οι απλές ή γρήγορες εξηγήσεις καταντούν φαντάσματα.


Η απλή γλώσσα, με μεγάλη δόση (μοιραία) δημοσιογραφικής συμβατικότητας – μυρηκαζόμενες θα έλεγε κανείς απλώνονται στο χαρτί οι λέξεις- συνάδει με την πεζή, σκληρή πραγματικότητα, και την τραγικότητα της υπόθεσης, αλλά και των προσώπων. Εξαίρεση αποτελούν τα ελάχιστα διαλογικά μέρη, που εμφανίζονται στις μικρο-δραματικές κορυφώσεις. Εν ολίγοις, ο Γκρίσαμ δεν δραματοποιεί το δράμα. Αυτό είναι και μια αιχμή για τις κανιβαλιστικές διαθέσεις των Μέσων Ενημέρωσης, που στο βιβλίο, εκπροσωπούνται από την (εύκολα χειραγωγίσιμη) τοπική εφημερίδα, η οποία γίνεται στενογράφος της ψεύτικης κατηγορίας, του σεναρίου που παρουσιάζει η εξουσία για τον αδικαιολόγητα κατηγορούμενο. Η ιστορία, επιπροσθέτως, συμπληρώνεται και από όψεις της αμερικανικής κοινωνίας, όπως η άκρατη ατομικότητα και η μεγάλη θρησκοληψία, ενδεικτικές του πλαισίου στο οποίο αναπτύσσεται η δράση.


Η καρδιά του βιβλίου, η διερώτηση για τη χρησιμότητα της θανατικής ποινής, που διατηρείται σε πολλές αμερικανικές πολιτείες, αντιμετωπίζεται δια της αντιπαραβολής. Από τη μια μεριά, η ανώτατη τιμωρία, η ενσυνείδητη αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής από το νόμο, και από την άλλη ένα σύστημα, εντελώς ανίκανο, με ελαφρά ανθρωπιστικά ήθη, που ακόμη και τώρα που την εφαρμόζει, την αντιμετωπίζει γραφειοκρατικά. Η θανατική ποινή, ακόμη κι αν έχει σκοτώσει έναν αθώο, καθίσταται αυτομάτως αποτυχημένη. Σκοτώνοντας το δολοφόνο, αναβιώνουμε το φόνο του θύματος, τίποτα παραπάνω. Αυτό, προσπαθεί να πει ο συγγραφέας.


Η οργή είναι αυτή που ξεφυλλίζει την Ιστορία ενός αθώου, και όχι τα χέρια μας. Το πιο άθλιο χάλκευμα (διότι και οι πλεκτάνες είναι στοιχειωδώς ευφυείς), συνθλίβει έναν άνθρωπο, πνευματικά και σωματικά. Δεν μιλάμε για λογοτεχνία ολκής, ούτε όμως για λογοτεχνία που σε αφήνει αδιάφορο-τη στιγμή μάλιστα που ξέρεις τι διαβάζεις. Οι δύο πετυχημένες λειτουργίες του βιβλίου; Mας θυμίζει (εξ αποστάσεως και δημοσιογραφικά…) την καφκική παράνοια του νόμου, κατά πρώτον, και κατά δεύτερον, καταφέρνει να εγκαταστήσει στα αυτιά μας, το φοβερό ουρλιαχτό του Ρον, που μας βασανίζει, ακόμη κι όταν το βιβλίο τοποθετηθεί στη βιβλιοθήκη- στη μεριά των διαβασμένων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: