Πέμπτη, Απριλίου 10, 2008

Αναμνήσεις πριν τις καινούργιες
Διήγημα
Με σταθερό ρυθμό, ο ήλιος αγκάλιαζε σταδιακά όλα τα σπίτια, προσφέροντάς τους το πρώτο φως της ημέρας. Παραμερίζοντας με σχετική ευκολία τα σύννεφα που προκάλεσαν, τη προηγούμενη μέρα, μια αναπάντεχη νεροποντή στη μικρή επαρχιακή μας πόλη, άφησε τις ακτίνες του να γεμίσουν τα σοκάκια, να χαϊδέψουν τα δέντρα, και να διαπεράσουν με επιδεξιότητα τις σκούρες κουρτίνες στο μικρό δωμάτιο της Ελεονόρας. Ήταν η πρώτη φορά που τις περίμενε. Τις επιζητούσε. Με τα χέρια της να αγκαλιάζουν το προσκεφάλι της, σε μια αμυντική στάση, αλλά όχι φοβική, βγήκε από μέσα της το «καιρός ήταν»… Τινάζοντας ταυτόχρονα τα σκεπάσματα, βρέθηκε μέσα σε δευτερόλεπτα, μπροστά από το παράθυρο του ανατολικού δωματίου, που την φιλοξενούσε από τα επτά της χρόνια. Με μια κίνηση αποφασιστική τράβηξε την –χρώματος μπλε σκούρο- κουρτίνα της, και ένιωσε την αμείλικτη βιαιότητα που βιώνουν τα βλέφαρα μας όταν έρχονται σε επαφή με τον πρωινό ήλιο. Παράξενο, αφού δεν είχε κοιμηθεί αρκετά! Εδώ και τρεις ώρες, πριν την ανατολή, στριφογύριζε με δυσθυμία ανάμεσα στα σεντόνια, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί δε μπορούσε να κοιμηθεί, και χλευάζοντας την ίδια στιγμή τις αλχημείες με τα προβατάκια, και την αντίστροφη καταμέτρησή τους, που δεν απέφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Δε θέλησε –παρότι το σκοτάδι δεν είναι και ο καλύτερος φίλος της- να ανάψει τα φώτα, γιατί αυτό θα την ανάγκαζε να σηκωθεί. Ίσως, ακόμα, να κάνει μια ανούσια επιδρομή στο ψυγείο, όπου θα έριχνε απλώς μια διερευνητική ματιά για τυχόν παστάκια που την ξετρέλαιναν, ή απλώς να μπει για λίγο στην τουαλέτα, να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της, και σαρκαστικά να φτύσει (για να μη ματιάσει) τις χαραματιές που δημιουργούν οι διπλώσεις των σκεπασμάτων στο πρόσωπό της. Αποφάσισε να παραμείνει στο δωμάτιο της –δεν ήθελε να ξυπνήσει και τους γονείς της- και να ανοίξει τη ντουλάπα της. Μια ωραία μυρωδιά μαλακτικού, γέμισε τους πνεύμονές της, αλλά συνειδητοποιώντας το πλήθος των επιλογών που είχε (για τη σημερινή της έξοδο) επανήλθε στην ανιαρή πραγματικότητα. Όχι δεν αναλωνόταν σε τέτοιου είδους διλήμματα. Θα πιστοποιούσε μάλιστα η ίδια, ότι είχε φροντίσει να μειώσει τις επιλογές της –φορώντας συνεχώς τα ίδια και τα ίδια και ακυρώνοντας άλλα που έφεραν την ταμπέλα του μητρικού γούστου-σε δύο αγαπημένα τζιν, δύο κίτρινα μπλουζάκια, και ένα ζευγάρι σπορτέξ, με ιδιόρρυθμη χρωματική κατανομή. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Κυρίως δεν είχε χρόνο να εμπλακεί σε αμφιταλαντεύσεις. Τουλάχιστον τα δύο τελευταία, πολύ ψυχοφθόρα, χρόνια της ζωής της.
Μπήγοντας τα χέρια της στα κατσαρά καστανόξανθα μαλλιά της, έσκυψε και τα τίναξε. Χωρίς χρονοτριβή, έβγαλε το νυχτικό της – που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συντηρητικό- και φόρεσε ένα εφαρμοστό τζιν, αντιμετωπίζοντας όμως δυσκολίες στο κούμπωμα. «Γαμώτο, φαιές ουσίες και μαλακίες» είπε με δυσκολία, προσπαθώντας να κλείσει το κουμπί. Οι αιτιάσεις της μητέρας της, να τρώει πολλά γλυκά για να ανανεώνονται – λέει – τα νεκρά εγκεφαλικά κύτταρα, κατά τη διάρκεια των εξετάσεων, την ευχαρίστησε πρόσκαιρα. Σήμερα που θα πήγαινε στο λύκειο για να δει τις βάσεις, σήμερα που επισήμως θα έκλεινε όποιους λογαριασμούς είχε με αυτό που ή ίδια ονόμαζε «τρώγλη», αντιλαμβανόταν τα αποτελέσματα που επέφεραν οι δίσκοι, γεμάτοι κρουασάν, σοκολατάκια και φυσικά παστάκια, τα οποία με σχολαστικότητα άφηνε η μάνα της πάνω στο κρεβάτι, και τα οποία γευόταν χωρίς να σκέφτεται το κόστος στην περιφέρεια της, τους γλουτούς της, και φυσικά σε αυτό που ονομάζεται σαμπρελίτσα –πλέον- γι αυτή και όχι απλώς κοιλιά. Φόρεσε το μπλουζάκι που τόνιζε το αρκετά μεγάλο στήθος της, και τα αθλητικά, που είχαν σχεδόν φθαρεί από το φόρεμα σε αυτά τα δύο χρόνια, στις μονότονες διαδρομές μεταξύ σχολείου και φροντιστηρίου. Την τελική σύνθεση συμπλήρωσε ένα επίσης τζιν τζάκετ, και μια κάζουαλ τσάντα, που την φορούσε όποτε θυμόταν. Τα λεφτά και τα κλειδιά τα έβαζε πάντα στις μπροστινές τσέπες, φοβούμενη, μη βρεθεί «κανένας μαλάκας» και την ενοχλήσει.
Ήταν έτοιμη. Έριξε μια θανατηφόρα ματιά στην στοίβα των βιβλίων, που είχαν απορροφήσει ατέλειωτες ώρες από την προσοχή της, και με τρία μεγάλα βήματα βρέθηκε στη σκάλα που θα την οδηγούσε στον κάτω όροφο. Περπατώντας στο διάδρομο διέκρινε φώτα από την κουζίνα, και άκουσε το μπρίκι –μέσα στην ησυχία- να κοχλάζει. Πλησιάζοντας έπιασε με τη μύτη της τη μυρωδιά του καφέ, και κατάλαβε ότι οι γονείς είχαν ξυπνήσει.
«Καλημέρα παιδί μου» ακούστηκε ο πατέρας της, χωρίς όμως να σηκώσει το κεφάλι από τα έγγραφα που τον απασχολούσαν. Η μητέρα της, βάζοντας το γκαζάκι στο ντουλάπι, καλημέρισε κι αυτή με τη σειρά της, προσκαλώντας ταυτόχρονα τη κόρη της να πάρει το πρωινό της. Εξακολουθούσε να το απαιτεί, παρά το γεγονός ότι γνώριζε πως το πρωί, η Ελεονόρα, δεν ήταν διατεθειμένη να ανακατέψει το στομάχι της.
«Τουλάχιστον λίγο καφέ με μπόλικο γάλα βρε παιδάκι μου…»
«Άσε μάνα, αν θέλω θα βρω καφέ, χωρίς συμπληρώματα...»!
« Πώς και τόσο νωρίς;» ρώτησε ο πατέρας της, ελέγχοντας αν τα γυαλιά του ήταν ακριβώς στο μέσον της τεράστιας μύτης του.
«Πάω για να ξεμπερδεύω!».
Κι όντως έτσι το έβλεπε. Σαν ξεκαθάρισμα βεβαρημένων λογαριασμών. Αφού έδωσε το καθιερωμένο φιλί στους γονείς της, χαιρέτησε και έκλεισε με νωθρότητα πίσω της, την πόρτα του σπιτιού της.
Βγήκε στο κατώφλι, πήρε μια βαθιά ανάσα, και αντίκρισε τον ήλιο, που τσακωνόταν με τα εναπομείναντα σύννεφα, της χθεσινής βροχής. Η διαδρομή για το σημερινό προορισμό, γνωστή και εν πολλοίς μηχανική. Ήταν πολλά πράγματα, που διέκρινε σήμερα στο δρόμο για το λύκειο. Πρώτη φορά. Και της φάνηκε τόσο περίεργο. Τελικά η διάθεση είναι αυτή που καθορίζει όχι μόνο τι κάνεις, αλλά τι βλέπεις, και πώς το αντιμετωπίζεις κάθε φορά.
Φτάνοντας όμως, έξω από το κτίριο που πέρασε τρία χρόνια από την εφηβεία της, δε χρειάστηκε να εντείνει την προσοχή της –μήπως και της είχε ξεφύγει (κι εκεί) κάτι. Ήταν σίγουρη για την αθλιότητα, που βρισκόταν πίσω από τα σκουριασμένα κάγκελα. Ήταν ένα σκελετωμένο κτίριο, που μόνο η ταμπέλα του παρέπεμπε σε χώρο μάθησης. Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς εκείνο το κτίριο συμπαθητικό, για τα δεδομένα τούτης της χώρας. Οι μαθητές όμως, που γνώριζαν την εσωτερική κατάσταση, και την είχαν αποδεχτεί, ήταν εντελώς έτοιμοι να αντιμετωπίσουν όλες τις παθογένειές του. Διήνυσε σχετικά γρήγορα το τεράστιο προαύλιο, με τις διάσπαρτες λακούβες, και τις γόπες που συναγωνίζονταν σε αριθμό τα χαλίκια. Ερημιά. Ησυχία. Ξαναζωντάνευαν μπροστά στα μάτια της, όλα όσα απάρτιζαν την σχολική κοινότητα. Αγόρια σε παρέες, αγουροξυπνημένα με ένα καφέ στο χέρι και ένα τσιγάρο στο στόμα. Κορίτσια, με το μαλλί και την εμφάνιση στην τρίχα, παρά την πρωινή αγγαρεία, να χαχανίζουν κοιτάζοντας στην πλευρά των αγοριών. Μηχανάκια και βέσπες παρκαρισμένα κάτω από ένα προχειροφτιαγμένο υπόστεγο, που λόγω και της θέσης του στο συγκρότημα – δύσκολα ελεγχόταν από καθηγητές – αποτελούσε το άβατο, περίεργων συναλλαγών και εκρηκτικών καταστάσεων. Ζευγαράκια πίσω από φθαρμένες τσιμεντένιες κολώνες, στα πρόθυρα της ερωτικής συνεύρεσης, με φιλιά και χαϊδέματα, προκαλούσαν τους πουριτανούς καθηγητές που τα προσπερνούσαν, στηλιτεύοντάς τα πίσω από τα δόντια τους, με έκπληξη, λες και η δική τους εποχή ήταν καθαγιασμένη από αυτά. Οι φωνές την προσγείωσαν στην πραγματικότητα. Διέκρινε μια παρέα κοριστιών, που βαρύθυμα κάθονταν σε ένα παγκάκι είκοσι μέτρα περίπου, από το σημείο αιχμής. Ξαφνικά, μία από αυτές ξέσπασε σε ένα ανεξέλεγκτο χαχάνισμα-τι το ήθελε όμως, οι βάσεις, που την έθεταν εκτός ανωτάτων ιδρυμάτων, την ανάγκασαν (λίγο αργότερα) να παραδεχτεί πως της βγήκε ξινό. Είχε φτάσει έξω από την κεντρική είσοδο.
Ο καθηγητής Παρασκευόπουλος, είχε επωμιστεί το δύσκολο έργο της ανάρτησης των αποτελεσμάτων των βάσεων, που προέκυψαν από τις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις. Και ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο γι αυτόν, λόγω του ύψους του (έφτανε δεν έφτανε το 1,60μ με τα χέρια στην ανάταση) αλλά και της τεράστιας επιφάνειας όπου θα φιλοξενούνταν τα πορίσματα εκατοντάδων προσπαθειών. Εσύ πέτυχες, εσύ όχι. Εσύ ετοίμαζε βαλίτσες, εσύ ξαναέλα του χρόνου να μας τα πεις καλύτερα. Τόσο απλά, καταγραφόταν το μέλλον αρκετών μισανθρώπων-γιατί έτσι κατέληγαν όσοι στοιχειωδώς έπαιρναν στα σοβαρά τη διαδικασία. Αλλά η Ελεονόρα δε το έβλεπε έτσι. Είχε καταρριφθεί μέσα της, πλέον, ο μύθος του καθορισμού μιας ανθρώπινης ζωής από μια ξέπνοη διαδικασία. Παρότι γνώριζε ότι λίγο πολύ θα πετύχαινε την πρώτη της επιλογή, είχε πορευθεί δύο χρόνια τώρα, μέσα από ένα εντελώς διαφορετικό δρόμο. Της παράξενης ταύτισης με την αγωνία, για ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα. Της ψεύτικης προσμονής, που επιβεβαιώνεται ή εξοβελίζεται από κάποιους μαύρους αριθμούς πάνω σε λευκό χαρτί. Της συμπάθειας απέναντι σε αυτούς που δεν είχαν καν προσπαθήσει, επειδή πίστευε ότι τα κριτήρια που έθετε το σύστημα, ήταν ακατανόητα. Μα πως είναι δυνατόν να πιστεύουν πως ένα παιδί που δε γράφει τώρα ικανοποιητικά, είναι ανίκανο σε βάθος χρόνου να γίνει γιατρός ή ότι άλλο ήθελε σε τελική ανάλυση; Ποιοι είναι αυτοί που αποφασίζουν, για το ποια θέση θα καταλάβει ο καθένας σε αυτό που χαρακτηρίζεται κοινωνία; Ήταν αυτές οι σκέψεις που διαπερνούσαν το μυαλό της, κάθε φορά που ένας καθηγητής, ερχόταν φορτωμένος με κόλλες, για να τεστάρει αν «τα παιδιά ξέρουν το μάθημά τους». Πώς ζητούσαν να το ξέρουν το «μάθημα», τη στιγμή που κατέβαλαν όσες προσπάθειες μπορούσαν για να το κάνουν αηδιαστικό, φορτικό, αδιάφορο. Γρήγορα όμως τις έδιωχνε, αφού εμφανιζόταν ο πατέρας της σε ένα σύννεφο πάνω από το κεφάλι της και της έλεγε: «αν νομίζεις ότι θα αλλάξεις τον κόσμο, καλύτερα να το ξεχάσεις»! Δεν κατανοούσε απόλυτα τον κυνισμό του πατέρα της, αλλά σκοπός της ήταν να αλλάξει η ίδια και όχι ο κόσμος. Πίστευε ότι ήταν σε καλό δρόμο.
Βέβαια ο Παρασκευόπουλος, ενδεικτικό παράδειγμα της γυναικείας καταπίεσης, δεν ήταν της ίδιας κατηγορίας, με τους άλλους «βολεμένους» και τους αδιάφορους. Η Ελεονόρα, και για λόγους προσωπικής συμπάθειας, τον είχε απαλλάξει από αυτόν το συμψηφισμό, που οπωσδήποτε αδικούσε κι άλλους. Ο ίδιος κατέβαλε προσπάθεια να αναστήσει το χαμένο ενδιαφέρον των μαθητών του, με φόρμουλες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από αντιπαιδαγωγικές έως αντισυμβατικές. Μέχρι και αθλητική εφημερίδα είχε επιστρατεύσει στην τάξη για να προκαλέσει το ενδιαφέρον. Βεβαίως σκοπός του ήταν να παραπλανήσει για κάνα δεκάλεπτο την προσοχή των αγοριών – γιατί αυτά ήταν που αρχικά έδιναν το σύνθημα της μπαχαλοποίησης του μαθήματος- και μετά να τους εισάγει ευμενώς στη Νεότερη Ιστορία.
Οι προσπάθειες αποτύγχαναν παταγωδώς. Ούτως η άλλως οι μαθητές του, κάτω από τα θρανία, φρόντιζαν καθημερινά να έχουν εφημερίδες, και πορνοπεριοδικά. Σκοπός τους να σκανδαλίζουν τις θεούσες των αιθουσών, δείχνοντάς τους ανδρικά μόρια. Κατά βάθος το έκαναν για άλλο λόγο. Στην πραγματικότητα τους άρεσε η ψεύτικη ντροπή που επιδείκνυαν οι θεούσες, προσποιούμενες – βάζοντας έντρομες τα χέρια μπροστά τα μάτια τους- ότι έβλεπαν ψωλή για πρώτη φορά στη ζωή τους. Υπήρχαν και αληθινές θεούσες, αλλά ήταν μικρή, πολύ μικρή και σιωπηρή μειοψηφία…
Τη στιγμή που ο Προκόπης Παρασκευόπουλος ετοιμαζόταν να κατέβει από ένα πλαστικό σκαμπό, που τον βοηθούσε να φτάνει ψηλά, άνοιξε η μεγάλη πόρτα του λυκείου ( με χαλασμένο χερούλι και ένα σπάσιμο στην άκρη που καλύπτονταν με ζελοτέιπ ) και βγήκε η Κοντοπάνου.
«Πάκη, μη κατεβαίνεις, έχω και μία τελευταία κόλα προς ανάρτηση…»
«Πάκης; Μπράβο παρατσούκλι!» επιδοκίμασε η Ελεονόρα. Πρώτη φορά άκουγε το υποκοριστικό του Προκόπη. Και τι οικειότητα! Τι σκέρτσο, τι ευγένεια η κοντούλα! Στην αρχή σκέφτηκε κάτι πονηρό, αλλά γρήγορα το πέταξε στο κάδο των αχρήστων του εγκεφάλου της. Δε ήταν και ότι καλύτερο η υποχρεωτική συναναστροφή της Ελεονόρας με τη Θεοφανεία Κοντοπάνου, καθηγήτρια Φυσικής και Χημείας ταυτόχρονα, αφού καθηγητής δεν είχε έλθει ακόμα από το υπουργείο. Εδώ και τρία χρόνια δηλαδή. Η Κοντοπάνου ήταν διακριτός ανθρωπολογικός τύπος. Κουτσομπόλα ολκής, που εύκολα ταράζονταν τα ήθη της. Είχε εντυπωθεί στις μνήμες των μαθητών, λόγω του λαχανί ταγέρ που φορούσε σε κάθε αρχή σχολικού έτους, γιορτές, και παρελάσεις. Τα μαλλιά της ήταν κοντοκουρεμένα, σε ένα εξεζητημένο καρέ, που παρέπεμπε στα πλέιμομπιλ.
Ωστόσο, κορωνίδα της εκκεντρικότητάς της ήταν το έντονο μακιγιάζ της, που παρέπεμπε σε πορσελάνινη ιαπωνική κούκλα. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι το ρούζ που επέλεγε να βάφει τη μουτσούνα της, ήταν σα να την είχαν ταράξει στις μπουνιές. Κατηγορούσε τις μεσημεριανές εκπομπές, αλλά στο σπίτι της ήταν φανατική τους θαυμάστρια. Απέτυχε να σταδιοδρομήσει ακαδημαϊκά, και από τότε σταμάτησε να είναι θιασώτης του «γηράσκω αεί διδασκόμενος». Έκαστε στα αυγά της και περίμενε τη σύνταξη που θα την έσωζε από ένα τριτοκοσμικό σχολείο με μαθητές άξεστα θηρία. Εντασσόταν σε μια κατηγορία, φοβικών ανθρώπων, που τους αρέσει να εκπλήσσονται με πράγματα που όλοι τα αντιλαμβάνονται εκτός από την τηλεόραση, που της απέδιδε την πιστή απεικόνιση των πάντων. Πώς αλλιώς να την χαρακτηρίσει κάποιος, όταν μια μέρα ξεσήκωσε όλους τους καθηγητές από τις αίθουσες που δίδασκαν, για έναν αμελητέο λόγο;
Η Θεοφανεία που διαλαλούσε το πρόβλημα της συχνοουρίας της, σταμάτησε το μάθημα μια μέρα, και επικαλούμενη λόγους που δεν επιδέχονται αναβολής, κατέβηκε από τον πρώτο όροφο του σχολείου, και πήγε στις τουαλέτες του ισογείου-ανδρικές και γυναικείες χωρίζονταν μόνο από ένα λεπτό τοίχο. Μπήκε, έκανε την ανάγκη της, και πήγε να βρει λίγο σαπουνάκι στους νιπτήρες, για να πλύνει τα χέρια της. Φυσικά αντί για σαπουνάκι στα ειδικά δοχεία, βρήκε σβησμένα τσιγάρα. Και τη στιγμή που κατηγορούσε το μυαλό της, που είχε ξεχάσει τα μαντηλάκια καθαρισμού που έπαιρνε με το κιλό από τα Hondos Center της γειτονιάς της, άκουσε κάτι τριξίματα της πόρτας στην πλευρά των ανδρών. Έστησε καλύτερα το αφτί της, που χρόνια το εξασκούσε στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες των συναδέλφων της, και διέκρινε γρήγορες ανάσες και φωνήματα που έβγαιναν με δυσκολία μεν, από ένα στόμα, αλλά με προφανή τη διάθεση της ευχαρίστησης. Φυσικά η Κοντοπάνου δεν αρκέστηκε στο να ικανοποιήσει τα αυτιά της μόνο, αλλά έσπευσε με προσοχή να χορτάσει τα μάτια της. Υποψιασμένη για το τι μπορούσε να συμβαίνει στην ανδρική πλευρά, αλλά ταυτόχρονα υπέρμετρα βουλιμική εξαιτίας της περιέργειάς της, ανασηκώθηκε και με μικρά βηματάκια στις μύτες των παπουτσιών της (37 νούμερο), πέρασε το διαχωριστικό τοιχίο, και βρέθηκε στην πόρτα. Έλεγξε με προσοχή εάν το πεδίο ήταν καθαρό, και αφού έκανε με το δείκτη της ησυχία στο είδωλο του εαυτού της, στους καθρέπτες που ήταν ακριβώς απέναντι από τις πέντε πόρτες των επιμέρους αποχωρητηρίων, ετοιμάστηκε με μια ανάσα, να ανακαλύψει τι ήταν αυτό που θα την μετέτρεπε επί της ουσίας σε «μπανιστιρτζού».
Ο Φώτης, ένα φρικιό με ξυρισμένο κεφάλι και οκτώ σκουλαρίκια και στα δύο αυτιά, είχε ρίξει στα τέσσερα την Βίκυ και με γρήγορες παλινδρομικές κινήσεις – βίαιες θα έλεγε κανείς λόγω της στενότητας χώρου και χρόνου – της εξηγούσε ένα θεώρημα για την ισχύ που προφανώς η Κοντοπάνου δεν είχε προλάβει να της το εμπεδώσει στην αίθουσα. Η Βίκυ είχε βάλει τα χέρια της ακριβώς πάνω από το μπιντέ, και το φρικιό κρατούσε τη χαλασμένη πόρτα – εξού και το τρίξιμο- για να μη μπει κανένας αιφνιδιάζοντάς τους. Θα έλεγε κανείς ότι τον βόλευε στις παλινδρομικές του κινήσεις. Από την μικρή σχισμή που παρακολουθούσε η έντρομη καθηγήτρια, ένιωσε μια μικρή ανατριχίλα, βλέποντας ότι οι φιλότιμες προσπάθειες του Φώτη ευχαριστούσαν τη Βίκυ- εκείνη στριφογυρνούσε με λαγνεία το κεφάλι της, με τα ξανθά μαλλιά της να έχουν μετατραπεί σε χαλινάρι για το δεξί – γεμάτο τατουάζ- χέρι του επιβήτορά της. Μη ξεχνάτε ότι το αριστερό κρατούσε την πόρτα, έτσι νόμιζε το φρικιό…Προς στιγμήν η Κοντοπάνου παρασύρθηκε, δαγκώνοντας τα χείλη της. Πιθανώς να σκέφτηκε πώς θα ήταν αν η ίδια ήταν η Βίκυ. Πιθανώς να σκέφτηκε «άντε να χαθούν τα παλιόπαιδα με κόλασαν», πιθανώς να αυξήθηκαν οι χτύποι της καρδιάς της. Τίποτα, όμως, δε μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά. Το γεγονός πάντως ότι επέλεξε την βολιδοσκόπηση ( ή μπανιστήρι) και όχι τον άμεσο αιφνιδιασμό κάτι σημαίνει. Η ηθική όμως, ξεκουλουριάστηκε τάχιστα από μέσα της, και την τσίμπησε, επαναφέροντάς τη στην πραγματικότητα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, και τράβηξε με δύναμη την πόρτα, στην οποία αναγραφόταν ένα πόνημα με αξιοπρόσεχτη ομοιοκαταληξία, γραμμένο προφανώς από κάποιον φίλο του φρικιού: « το μουνί σου φλόγες βγάζει/ λες και είναι πετρογκάζι». Το πόνημα ήταν προειδοποιητικό και δηλωτικό της ατμόσφαιρας που επικρατούσε πάνω από τη χέστρα. Ήταν έντονα γραμμένο με μαύρο μαρκαδόρο και το πετρογκάζι γραμμένο «πετρογγάζη». Η Κοντοπάνου όμως, δεν το έλαβε υπ’ όψιν (ούτε καν το χλεύασε) και έκανε αυτό που τις επέβαλε η ναρκωμένη για λίγο, ηθική της. Διέκοψε το ζευγάρι τη στιγμή της κορύφωσης, εκεί ,που η Βίκυ επιζητούσε κι άλλο, κι άλλο…
«Τι κάνετε βρε παλιόπαιδα εδώ πέρα;» ρώτησε η Θεοφανεία, κουνώντας δασκαλίστικα το χέρι. Το φρικιό ήταν έτοιμο να της επισημάνει το προφανές, αλλά η Βίκυ που κρατούσε μέσα στην τάξη τουλάχιστον τα προσχήματα, έσπευσε να πει την καθιερωμένη βλακεία «δεν είναι αυτό που νομίζετε». Η Θεοφανεία, όμως, που πολύ θα ήθελε να κάνει επίδειξη πνεύματος και να της πει «τι λες βρε τσουλίτσα, ότι άπλωνες τραχανά;», κατέπνιξε αυτή την επιθυμία, και πριν προλάβουν να ξεμπλοκάρουν οι εραστές, είχε ήδη βγει έξω και καλούσε συναδέλφους και διευθυντή για να τη βοηθήσουν στη διαπόμπευση της αμαρτωλής και του αμαρτωλού.
Φοβισμένοι οι καθηγητές μήπως έχασε κανένας μαθητής τις αισθήσεις του – κάτι που ήταν σύνηθες φαινόμενο- βγήκαν γρήγορα από τις αίθουσες, ενώ ο διευθυντής κατέβηκε το ίδιο γρήγορα από το γραφείο του στον ημιώροφο-μια τρύπα που όμως ήταν η μοναδική με σταθερή θέρμανση και μια μικρή τηλεόραση.
Βρήκαν μια Κοντοπάνου αναψοκοκκινισμένη, γεμάτη ταραχή να κάνει επιδεικτικά αέρα στα μάτια της, που τόσο βάναυσα είχαν πληγεί πριν μερικά δευτερόλεπτα. Επιπλέον το καλσόν της, είχε χάσει δεκάδες πόντους, είχε φτάσει σε όρια αχρήστευσης.
«Τι συνέβη κυρία Κοντοπάνου και δημιουργείτε αναταραχή;»
Εκείνη που ήταν έξω φρενών, αλλά είχε και το νου της μη τη σχολιάσει κανείς για το καλσόν, άρχισε να εξηγείται, τραβώντας ταυτόχρονα την φούστα της.«Τι έγινε, τολμάτε και με ρωτάτε τι έγινε; Παιδί έγινε και εσείς κοιμάστε τον ύπνο του δικαίου ακόμα…» φώναξε σαλιώνοντας το σημείο εκκίνησης του ξεχειλώματος.
Απορημένος ο διευθυντής, που ήταν ένας άνθρωπος της πιάτσας, κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται. Κοίταξε την Κοντοπάνου, που προσπαθούσε να καταπιεί, και του έδειχνε με επιμονή τις τουαλέτες. Εκείνος κατευθύνθηκε γρήγορα προς αυτές, αλλά η είσοδός του συνέπεσε με την έξοδο του φρικιού και της Βίκυς. Ο Φώτης προσπαθούσε να κλείσει το φερμουάρ που είχε μπλεχτεί στο μποξεράκι με τις νεκροκεφαλές, και είχε σκαλώσει άτιμα. Η Βίκυ με σπασμωδικές κινήσεις , είχε φτάσει πλέον στο τελευταίο κουμπί του πουκαμίσου της, και ταυτόχρονα προσπαθούσε να ισιώσει το μαλλί που είχε γίνει κατσαρό από το ροντέο του φρικιού.
«Τι κάνατε ρε παιδιά, με σκοτώνετε, ποιος την ακούει τώρα! Θα μας βγάλει στα κανάλια και θα τρέχουμε…» είπε χαμηλώνοντας την ένταση της φωνής του σε έναν πιο προσωπικό τόνο.
Η Κοντοπάνου που είχε πάρει στο κατόπι τον διευθυντή για να είναι παρών στην ετυμηγορία της ενοχής, μόλις το άκουσε έβγαλε καπνούς από τα ρουθούνια της. «Αυτό έχετε να πείτε κύριε διευθυντά, εδώ σε λίγο θα τους δίνουμε άδειες μητρότητας!»
«Μην υπερβάλετε σας παρακαλώ!» είπε εκείνος βάζοντας τη μάσκα της άγνοιας. Ο διευθυντής παίρνοντας σοβαρό ύφος προσπάθησε να υποβαθμίσει ένα γεγονός μείζονος σημασία για τη καθηγήτρια, που είχε γεννηθεί στο Κοπανάκι Τριφυλίας, και δε τα σήκωνε αυτά. «Ήτο μια άτυχη στιγμή, παρορμητική που δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Παρακαλώ ας δώσουμε τόπον εις την οργήν, και να μη χαλάσουμε το κλίμα ηρεμίας με το οποίο πορευόμεθα εις τας εισαγωγικάς εξετάσεις…»
«Τι λέτε τώρα, σοβαρολογείτε» ωρυόταν η Κοντοπάνου, γουρλώνοντας τα μάτια που κόντευαν να πεταχτούν έξω, από την ηρεμία και την ψυχραιμία που επιδείκνυε ο διευθυντής. Το φρικιό και η Βίκυ σαν τα κουτάβια ένευαν καταφατικά, προσπαθώντας να πείσουν την Κοντοπάνου να συναινέσει στην απαλλαγή των κατηγοριών, που η ίδια ξεστόμιζε.
Ο διευθυντής, την πήρε μαζί του λίγο πιο πέρα και προσπάθησε να την ηρεμήσει, εξηγώντας της, πώς αν το θέμα έπαιρνε διαστάσεις θα έπληττε και την ίδια. «Σκεφτείτε» της είπε «τι θα πει ο κόσμος. Ότι στο σχολείο που διδάσκει η Κοντοπάνου γίνονται όργια και ασχήμιες! Θα αφήσετε μια τέτοια διαβολή να αμαυρώσει την εικόνα του σχολείου μας;». Η Κοντοπάνου, που δεν τα είχε χάσει εντελώς, ήταν έτοιμη να του πει ότι ήταν διευθυντής στο χειρότερο λύκειο της πόλης, αλλά επειδή η κοινωνία ήταν μικρή αποφάσισε να μαζευτεί. Στην πραγματικότητα ο διευθυντής, που λίγο νωρίτερα απομάκρυνε με νοήματα τους άλλους καθηγητές που πλησίαζαν, την παγίδευσε. Την έκανε να πιστέψει ότι η σιωπή της ήταν το τελευταίο πράγμα, από το οποίο κρεμόταν η υπόληψη όλων, πριν βαλτώσει στις συκοφαντίες. Την έκανε δηλαδή θεματοφύλακα ενός μυστικού που δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί.
Μολαταύτα, όλοι ήξεραν ότι οι τουαλέτες ήταν πρώτης τάξεως…μοτέλ, εκτός από αυτή, η οποία παρότι άκουγε για τέτοια φαινόμενα στην τηλεόραση, δε πίστευε ότι θα έπλητταν και το δικό της χώρο. Πείστηκε οριστικά και γι αυτό, αλλά και για την ανεκτικότητα του διευθυντή του λυκείου, όταν λίγες μέρες αργότερα συγκλήθηκε συνέλευση των καθηγητών για ένα περίεργο θέμα. Ένας μαθητής, λίγο χοντρούλης, με φαρδιά βρακιά, όπως η Θεοφανεία αποκαλούσε τη μόδα hip-hop, κατηγορούταν ότι αυνανίστηκε στο τελευταίο θρανίο, την ώρα των Αγγλικών. Όταν ο μαθητής ενώπιον των καθηγητών του ρωτήθηκε γιατί το έκανε, εκείνος παρέπεμψε για την απάντηση στην καθηγήτρια των Αγγλικών, που εκείνη τη μέρα φορούσε ένα μπλουζάκι που τόνιζε το μπούστο της, και ένα λευκό λινό παντελόνι που τόνιζε την παρουσία ενός τάνγκα εσωρούχου, χρώματος μαύρου, στα τουρλωμένα και ομολογουμένως σφιχτά οπίσθιά της.
«Εγώ φταίω κύριε διευθυντά;» διερωτήθηκε ο χιπχοπάς, παίρνοντας ένα βλέμμα αθώας περιστεράς.
Η απάντηση λοιπόν δόθηκε και η πλειοψηφία των καθηγητών- που ήταν άνδρες- απεφάνθη ότι τίποτα δεν γίνεται χωρίς καμία αιτία. Απάλλαξαν το χοντρούλη και τις ορέξεις του από την κατηγορία – που είχε εντείνει και πάλι η Κοντοπάνου – και συνέστησαν στην αγγλομαθή καθηγήτρια να προσεταιριστεί το συντηρητισμό του λαού, του οποίου τη γλώσσα πάσχιζε να διδάξει στους μαθητές της. Η Θεοφανεία, σφίγγοντας με θυμό τα χείλια, είπε στον εαυτό της: «τι να σου κάνω ρε χοντρέ, έπρεπε να ήμουν εγώ κυρία των αποφάσεων! Θα σε ανάγκαζα να βάλλεις το μισό σου κώλο και πάλι μέσα στα πεσμένα βρακιά σου…». Φεύγοντας από την αίθουσα, η καθηγήτρια είπε στη συνάδελφό της, ότι θα ήταν προτιμότερο να φοράει και κανένα ταγεράκι που και που. «Εμείς δηλαδή που σκάμε κάθε τόσο, γιατί δε βγάζουμε έξω τους ώμους μας;». Η «Αγγλίδα», που ήταν φιλελεύθερων πεποιθήσεων, άνοιξε το στόμα για να της πει ότι η εξωτερική εμφάνιση του καθένα, είναι πρώτον θέμα προσωπικών επιλογών, και πώς, δεύτερον, δε θα την εμπόδιζε κανείς, να βγάλει έξω και τους δικούς της ώμους ή ότι άλλο ήθελε. Όμως, την πρόλαβε, ο διευθυντής. Έβαλε τους αντίχειρες πίσω από τις κόκκινες τιράντες του, και σκύβοντας ελαφρά πάνω από το κεφάλι της «αγγλίδας» της είπε ψιθυριστά: « Κι όταν λέμε να αλλάξατε την τακτικήν σας, δεν εννοούμε να πάτε εις το άλλον άκρο, αυτό του μοναχισμού…». Σήκωσε τα μάτια από το ντεκολτέ, πήρε το σοβαροφανές ύφος του, και επέστρεψε με επιδεικτικό βηματισμό προς την τρύπα του.




Ήταν γι’ αυτή, παραδείγματα προς αποφυγή. Από τη μια ο Πάκης, η προσωποποίηση της υποταγής, των μικρών και σίγουρων οριζόντων, του συμβιβασμού. Από την άλλη η Κοντοπάνου. Η παράδοση της ζωής και της πραγματικότητας, σε μαύρα κουτιά, που είχαν ως κέρατα διαβολικά, τις κεραίες τους. Η δαιμονοποίηση του διαφορετικού, η απόρριψή του, και ο χλευασμός του. Τους έδινε, ωστόσο, πάντα σημασία. Είχαν κάτι περίεργο, κάτι που σε ανάγκαζε να επινοείς τη συνέχεια των ζωών τους, μετά την αίθουσα διδασκαλίας. Να αναπλάθεις έτσι αλόγιστα το παρελθόν τους, και να καθορίζεις το μέλλον τους. Η Ελεονόρα, γι’ αυτό το λόγο, ήταν από κείνους που τους πρόσεχε μέσα στην τάξη. Τους ακτινογραφούσε, έμπαινε μέσα στο κεφάλι τους και ξεμπρόστιαζε τις σκέψεις τους, την ώρα που άλλοι έπαιζαν φιδάκι με το κινητό τους, ή έβαφαν τα νύχια τους. Ήθελε να βλέπει όσα κρύβονταν. Ακόμη κι αν δε το κατάφερνε, τις αρκούσε που μέσω τις φαντασίας της ήλεγχε τον Πάκη και την Θεοφανεία. Είχαν ενδιαφέρον, σε σχέση με τους άλλους- καθηγητές και συμμαθητές. Άνθρωποι συνηθισμένοι ήταν οι υπόλοιποι. Απελπιστικά ίδιοι. Συμβατικές κοκεταρίες και αδιάφοροι καζανόβες. Οι προσπάθειες της, δεν κατέληξαν πουθενά. Τέλειωσε το λύκειο πιστεύοντας ότι ο τράχηλος του Παρασκευόπουλου υπέμενε την παντόφλα της γυναίκας του, και ότι την Κοντοπάνου είχε σταματήσει να την πηδάει ο άνδρας της. Είναι αλήθεια ότι περίμενε σημαντικότερα αποτελέσματα μετά από τόσο καιρό επιμελούς παρατήρησης, αλλά πλέον δε την ένοιαζε. Της αρκούσε που είχε βρει τρόπο να εξαφανίζει για λίγο την πλήξη της.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια, για να σκορπίσει στον αέρα, το σύννεφο (ναι καλά θυμάστε αυτό που χρησιμοποιούσε ενίοτε και ο πατέρας της) που τις χρησίμευσε στις γρήγορες αναδρομές της. Οι μαθήτριες – που εν τω μεταξύ είχαν συγκεντρωθεί – είχαν βάλει τον Παρασκευόπουλο κάτω από τα τακούνια τους, προκειμένου να εντοπίσουν τα ονόματά τους σε εκείνα των επιτυχόντων. Εκείνος κατόρθωσε να απεγκλωβιστεί, περνώντας ενδιάμεσα από κάτι γοφούς, αλλά όταν διαπίστωσε ότι έλειπαν τα γυαλιά του ήταν αργά. Είχαν γίνει θρύψαλα από την πατούσα της Πηνελόπης. Της νταρντανοκοπέλας της Χριστιανικής Ένωσης, που από το νηπιαγωγείο ακόμα έτρωγε τις μπαγκέτες που σήμερα μετά κόπων και βασάνων έτρωγαν μέσα σε μία ώρα δύο «ακρίδες». Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, «ακρίδες» χαρακτηρίζονταν από την Πηνελόπη οι αδυνατούλες του σχολείου. Όταν κάποτε κάποιος εξυπνάκιας ρώτησε την Πηνελόπη αν ο Θεός επέτρεπε να μιλάμε έτσι για τον πλησίον μας, με εμφανή τα σημάδια μιας επιφανειακής ειρωνείας, εκείνη τον αποστόμωσε: «Γιατί δηλαδή ποιο είναι το πρόβλημά σου με τις ακρίδες; Κι αυτές πλάσματα του Κυρίου είναι!».
Τη στιγμή ακριβώς που διέκρινε την αγανάκτηση του Πάκη, ένιωσε δύο χέρια να καλύπτουν τα μάτια της. Ψηλαφώντας τα, ένιωσε την παρουσία της Βίκυς.
«Βίκυ!»
«Αναρωτιέμαι γιατί το κάνω, αφού πλέον έχεις μάθεις ακόμη και τη γραμμή του θανάτου στην παλάμη μου», απογοητεύτηκε για μια ακόμη φορά.
«Συνήθεια».
«Έχεις δει τα αποτελέσματα;»
«Όχι ακόμα. Περιμένω να ξεψυχήσει ο Παρασκευόπουλος πρώτα»…
Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν η μία στην άλλη. Με δύο βήματα, βρέθηκαν στο σβέρκο των άλλων κοριτσιών, που εναγωνίως προσπαθούσαν να εντοπίσουν το όνομά τους. Πολλές από αυτές, τα προσπερνούσαν, χωρίς να τα δουν, εξ’ αιτίας του άγχους τους. Η Ελεονόρα, σαρώνοντας, όπως ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής τα αρχεία του, τα ονόματα, εντόπισε το δικό της.
«ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ». Αυτό ήταν δίπλα στο όνομά της. Είχε πέσει λίγο έξω. Προδιέγραψε την είσοδο της στο αντίστοιχο τμήμα της Θεσσαλονίκης, αλλά οι βάσεις υπήρξαν αμείλικτες. Σκεπτόμενη την απόσταση που την χώριζε από την συμπρωτεύουσα, σκέφτηκε: «όσο πιο μακριά, τόσο πιο ανεξάρτητα!».
Την σκέψη της διέκοψε η τσιρίδα της Βίκυς.
«Ρε μαλάκα, μπήκα στο Μαθηματικό Ιωαννίνων!»
«Αλήθεια; Την έκατσες. Θα κουραστώ να βλέπω τα μούτρα σου. Ιστορικό στην ίδια πόλη!»
Είχαν εξαφανιστεί οι υπόλοιποι από γύρω τους. Δεν τις ένοιαζαν ούτε κλάματα αποτυχίας, ούτε κραυγές επιτυχίας. Αγκαλιάστηκαν, χοροπηδώντας επί τόπου. Τελειώνοντας το παρατεταμένο σφίξιμο που τις κούρασε, άκουσαν την Πηνελόπη. «Είναι βέβαιο ότι κάποιος μου έκοψε μονάδες. Ποιος διορθωτής του σατανά, το έκανε αυτό!». Εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι η Πηνελόπη περνούσε στην Νομική Αθηνών. Απλώς γκρίνιαζε επειδή μια άλλη στο φροντιστήριό της, την είχε ξεπεράσει κατά 30 μόρια.
«Πάμε να φύγουμε!»
«Και να μη ξαναγυρίσουμε!» είπε η Ελεονόρα.
Με αστραπιαίες κινήσεις, γύρισαν την πλάτη στις άλλες, που αν τις παρατηρούσες από μακριά, διαπίστωνες ότι λίγο διέφεραν από τις κότες, που η μία τσιμπά το κεφάλι της άλλης, για να πάρει καλύτερη θέση στο σιδερένιο πιάτο που γεμίζει καλαμπόκι, στα οργανωμένα κοτέτσια. Πιάστηκαν αγκαζέ, κουνώντας περιπαικτικά τους πισινούς τους, κοροϊδεύοντας τις κότες, που είχαν έλθει με τσάντες και με επισημοφανή ρούχα, να δουν σε ποια πόλη, μελλοντικά, θα μπορούσαν να βγάζουν τα μάτια τους, χωρίς να ίπταται το φραγγέλιο της οικογενειακής τιμής πάνω από το κεφάλι τους, σαν άλλη δαμόκλειος σπάθη. Είχαν απομακρυνθεί αρκετά. Στάθηκαν στο πεζοδρόμιο, συζητώντας τον τρόπο με τον οποίο θα έφευγαν.
Ξαφνικά ακούστηκε ένας ήχος βασανιστικός, αλλά που θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει η Βίκυ, ανάμεσα σε χίλιους άλλους. Ενέτειναν τα βλέμματά τους, προς την κάθοδο του δρόμου. Διέκριναν ένα ταξί, που γρήγορα τις προσπέρασε. Πίσω ερχόταν το Φίατ του φρικιού, που ανήγγειλε την έλευση του με μια διαπεραστική κόρνα –λες και δεν έφτανε η τεμαχισμένη εξάτμισή του. Είχε ένα ξεθωριασμένο κόκκινο χρώμα, διαφορετικές ζάντες σε κάθε λάστιχο, και ένα μεγάλο ράγισμα στο παρμπρίζ. Μαρσάροντας, και διαγράφοντας ελιγμούς, σταμάτησε απότομα μπροστά τους. Ο Φώτης βγήκε, και χωρίς να πει τίποτα έχωσε τη γλώσσα του, μέσα στο στόμα της Βίκυς.
«Σιγά ρε, θα πνιγείς!» είπε η Ελεονόρα
Η Βίκυ, αφού απαλλάχτηκε από τη μανία του φρικιού, είπε με ρουφηγμένα και κατακόκκινα χείλη:
«Πάμε στου Θανάση, για κανά καφέ;»
«Ωραία ιδέα» συμφώνησε το φρικιό, στρέφοντας το βλέμμα προς τη φίλη της φίλης του.
«Αν μου δείξεις, πότε πέρασες τελευταία φορά ΚΤΕΟ, ίσως και να με πείσεις!» ειρωνεύτηκε η Ελεονόρα.
«Έλα τώρα ρε Έλινορ μη μου τη σπάς! Άλλωστε το Φιατάκι το χω για μικρές διαδρομές εντός και εκτός πόλης. Ο γέρος μου, δε μου δίνει το καινούργιο, γιατί πιστεύει ότι ακόμη είμαι άσχετος»…
«Δηλαδή δεν είσαι;»
«Γιατί με χτυπάς εκεί που πονάω! ΟΚ. Το στόκαρα σε δύο μαντρότειχους. Μια φορά γιατί εκπαιδευόμουν στην όπισθεν, και μια γιατί μου είχαν κάνει το κεφάλι κουδουνίστρα κάτι τσίπουρα που έπινα στου Θανάση»…
«Κάνε Χο!» απαίτησε η Έλινορ – όπως την προσφωνούσε το φρικιό προς μεγάλη της ενόχληση – ανοίγοντας το στόμα σαν να επρόκειτο να περάσει από αλκοτέστ.
«Σοβαρολογείς μωρέ! Είμαι καθαρός, πριν από λίγο ξύπνησα…»
Ξέσπασαν σε γέλια, και επιβιβάστηκαν στο Φιατάκι. Η Ελεονόρα βολεύτηκε πίσω. Ένιωσε κάτι αιχμηρό στο σημείο που βούλιαξε – μιας και στα καθίσματα είχαν δημιουργηθεί βαθουλώματα από κάτι φίλους του οδηγού, που προφανώς έτρεφαν καλά τους πισινούς τους. Ανασηκώθηκε, και διαπίστωσε ότι είχε πλακώσει ένα κουτί πίτσας. «Καλά ρε ούτε αυτό δεν πέταξες. Θα εμφανιστούν σκουλήκια σε λίγο!» υπερέβαλε η Ελεονόρα.
Το φρικιό, έβγαλε μια βαριά ανάσα, επειδή δεν μπορούσε – και δεν είχε όρεξη – να ανοίξει διάλογο μαζί της. «Ρε συ τον έπρηξες!» τον υπερασπίστηκε η Βίκυ. «Κοίτα μη βρεις κανένα τσόπ στίκ στο κώλο σου, και μετά θα σου πω εγώ!» απάντησε εκείνη. Το φρικιό, άνοιξε το στόμα, και τους έκανε την τιμή να μιλήσει –είχε ήδη πει πολλά πριν και είχε κουραστεί… « Δε μου αρέσουν τα φαγητά των μικροτσούτσουνων ούτε των Γιαπωνέζων…»
Και για να την εκδικηθεί, που του τάραξε τη νιρβάνα του εγκεφάλου του, έβαλε μπροστά εν ριπή οφθαλμού στο Φίατ, και σπινάρισε , για να την ταράξει, με την κρυφή ελπίδα ότι θα σταματήσει να τον πειράζει πρωινιάτικα. Ήταν κάτι που γινόταν κάθε τόσο, αλλά δεν πείραζε καθόλου το φρικιό, γιατί είχε αντισώματα από παλαιότερες ειρωνικές επιθέσεις της Ελεονόρας. Ήταν βέβαιος ότι τον συμπαθούσε, και υπέμενε τα πάντα.
«Σιγά ρε γλόμπο!» τσίριξε η Ελινορ, πέφτοντας και πάλι στα βαθουλωμένα καθίσματα. Είχε μπει προηγουμένως ανάμεσα στα δύο μπροστινά καθίσματα, για να την ακούν καλύτερα, ακριβώς πάνω από το ενσωματωμένη σταχτοθήκη, που φυσικά άρχιζε να ξεχειλίζει από τα αποτσίγαρα.
«Επιτέλους!» ακούστηκε η Βίκυ.
Στρέφοντας το κεφάλι προς το τζάμι, δημιούργησε μια μικρή τρύπα στο σκονισμένο τζάμι, για να μπορεί να βλέπει τα δέντρα και τους ανθρώπους, που κινούνταν σε αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν κάτι που από μικρή την ενθουσίαζε- άγνωστο γιατί. Η Βίκυ έσκυψε για να βρει τον αναπτήρα που είχε πέσει ανάμεσα στα πόδια του φρικιού, ανάμεσα στο γκάζι και το φρένο.
«Εεε! Υπάρχουν και ανήλικα εδώ μέσα, προσέξτε!»
Η Βίκυ γύρισε, την κοίταξε με ένα εύγλωττο, γεμάτο αγανάκτηση βλέμμα, και της είπε: «Τι να σου πω μωρέ κακέκτυπο της Κοντοπάνου. Το νου σου στη διαστροφή!»Ξέσπασαν όλοι σε γέλια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: