Πέμπτη, Απριλίου 10, 2008

Το κουσούρι
Διήγημα
Την θαυμάζω είναι η αλήθεια. Έχει κατορθώσει να καταστήσει τα βλέμματα απλά βλέμματα. Τίποτα από εκείνες τις ματιές δε μένει πάνω της. Κι ούτε καν τις φυσά να ξεκολλήσουν. Οι ματιές, την βλέπουν και αλλάζουν πορεία στον αέρα. Αποσυντίθενται. Ξέρουν ότι δεν έχουν καμία ελπίδα να την επηρεάσουν.
Μοιάζει παράταιρη, μέσα σ’ αυτό το κοπάδι των υποκριτών. Που είναι ίδιοι. Άνδρες και γυναίκες. Προσπαθούν να την αποφύγουν (αυτό το διακρίνει κανείς εύκολα από μακριά), και αποφασίζουν, τάχα, να αλλάξουν κατεύθυνση τη τελευταία στιγμή. Βλέπουν ότι μπορεί να περάσουν από δίπλα της, και φοβούμενοι μη κολλήσουν τίποτα, άγνωστο τι, συμπεριφέρονται σαν μαριονέτες, χωρίς να ξέρουν που να πατήσουν και πώς να φερθούν. Τιποτένιοι!
Κάποιοι θυμούνται ότι είναι άνθρωποι, ότι μπορεί η τύχη να μη τους χτύπησε άσχημα ακόμα, και αναδιπλώνονται για λίγα δευτερόλεπτα. Στραβώνουν τις κόρες των ματιών τους για να την κοιτάξουν, είναι τόσο δειλοί που δεν μπορούν να την αντικρίσουν πρόσωπο με πρόσωπο. Πιθανότατα φοβούνται. Αυτό είναι. Από την άλλη έχουν και ένα δίκιο. Μπορεί εκείνη να τους ξεφτιλίσει, να τους πει «τι κοιτάτε ρε», αλλά ούτε και αυτό δεν είναι σε θέση να αντέξουν.
Στην πραγματικότητα, εκείνη ούτε που τους λογαριάζει. Διακρίνει από μακριά την ειλικρίνεια, και αυτό είναι ένα από τα λίγα θετικά, που απορρέουν από την κατάστασή της. Δύο μπαστούνια και προσπάθεια.
Πολλές φορές φωνάζει «μπορείτε να με βοηθήσετε», τους εγκλωβίζει μέσα στον ίδιο τους τον οίκτο, τους κάνει χώμα. Αυτοί, όταν πλέον ολοκληρώσουν αυτή την αποστολή, που τους επιβάλλει ο στοιχειώδης πολιτισμός και η εγωιστική τους ψυχούλα, απομακρύνονται με την ψευδαίσθηση ότι υπήρξαν, για λίγο, καλοί άνθρωποι, και ευσυγκίνητοι συνάνθρωποι.
Το να διασχίσεις τον προαύλιο χώρο και να ανέβεις τα σκαλιά για να φτάσεις στις αίθουσες διδασκαλίας μοιάζει απλό. Όσοι τη βλέπουν από μακριά, δε συνειδητοποιούν, ότι εκείνη σκέφτεται το ίδιο. Ναι το ίδιο σκέφτεται, δεν έχει πρόβλημα, ο εγκέφαλός της είναι τόσο ακέραιος, όσο και ο δικός τους. Ίσως να προέκυψε σ’ αυτήν μια πρόωρη ωρίμανση, επίκτητη, δύσκολη. Ναι μπορεί να το σκέφτεται, αλλά δεν είναι σε θέση να το πράξει κιόλας. Η πορεία της είναι προσχεδιασμένη, που θα σταθεί, πώς θα ρυθμίσει τις ανάσες τις, πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να βρίσκεται πάνω στην ώρα της, όπως όλοι.
Όταν οι καταστάσεις φέρνουν τα πράγματα σε ισορροπία, τους ισοπεδώνει όλους. Τους έχει αναγκάσει να την κοιτούν, ή τουλάχιστον, να την ακούνε με προσοχή. Όταν όλοι βρίσκονται καθισμένοι στις χαλασμένες καρέκλες της αίθουσας, τότε όλα ξεκινούν από το μηδέν. Κανείς δεν ξεκινά πρόωρα την κούρσα, χωρίς ο κριτής να πυροβολήσει δύο φορές τον ουρανό. Να σημάνει την παράβαση. Την πουστιά.
Οι απόψεις τις είναι καθαρές, κοφτές και προκλητικές. Δύσκολα διαφωνεί κάποιος μαζί της. Το στόμα της είναι ένας οδοστρωτήρας των δεδομένων, ένας δυναμίτης των αυτονόητων. Και οι άλλοι μπαίνουν για λίγο στη θέση της. Νιώθουν ακίνητοι και σαστισμένοι. Εγκεφαλική και πνευματική δυσκαμψία. Αυτό ισοσταθμίζει τον ανταγωνισμό. Τον ουσιαστικό ανταγωνισμό. Αυτόν που διαδραματίζεται μέσα στα κεφάλια, και όχι στις κινήσεις ποδιών ή των χεριών.
Νιώθει καλά. Τότε βιώνει την πραγματική ισότητα, γιατί η μερική παραλυσία της είναι εδώ, δεν μπορεί να την αγνοήσει. Είπαμε δυσκολεύεται, αλλά έχει επίγνωση της κατάστασης. Παραέξω διαπραγματεύεται τη θέση της διαφορετικά. Οι κρυφές της συζητήσεις με τον εαυτό της είναι πιο ειλικρινείς. Αλλά και εκεί, τίθενται κόκκινες γραμμές. Το κατώφλι, για να σε χαρακώνει ο οίκτος των άλλων, είναι το να παραδώσεις την αυτοεκτίμησή σου σε έναν κενό αυτοοικτιρμό.
Αυτά τα χέρια της, τα θαυμάζω. Όχι δεν είναι μούσκουλα, γεμάτα κρέας και τοξίνες, είναι λεπτά χέρια, χέρια κανονικά με κόκαλα και φλέβες. Χέρια που σηκώνουν το βάρος των ποδιών. Χέρια που είναι καθαρά, χέρια που είναι ταγμένα να κάνουν μόνο σοβαρά πράγματα. Χέρια που σφίγγουν αυτά τα μεταλλικά μπαστούνια, και τα χώνουν στο τσιμέντο, και έχουν φθαρεί τα πλαστικά παπούτσια τους. Δύσκολη η κίνησή της. Σε μένα μοιάζει μαρτυρική, όταν για λίγο, ο δειλός εγώ, βάζω τη θέση μου στη θέση της. Για εκείνη είναι ελευθερία, αέρας, ανάταση.
Κι όμως πολλοί έχουν βαλθεί να την νικήσουν. Ποιοι είναι αυτοί, θα ρωτήσετε, με βλέμμα γεμάτο αγανάκτηση. Η γραφειοκρατία θα σας απαντήσω. Δηλαδή, θα ζητήσετε ονόματα. Και θα σας πω, μη τη ψάχνετε κύριοι, η γραφειοκρατία δεν είναι εντοπίσιμη. Φτιάχνεται εύκολα, όλοι βάζουμε δυο τζούρες αδιαφορία, και πολλά κιλά, από τον πλεονάζων εαυτούλη μας. Τι την ψάχνετε λοιπόν;
Και φεύγετε γιατί πιστεύετε ότι λέω μαλακίες. Στο καλό, και να μη μου γράψετε. Τόσα γράφετε καθημερινά στα παλιά σας τα παπούτσια. Θα μείνω εδώ να την παρατηρήσω.
Είμαι σε ένα σκαμπό, μιας γωνιακής καφετέριας, και παρακολουθώ το θαύμα. Ένας φουσκωτός περνά με μια μηχανή, τι μηχανή αυτό είναι άλλο πράγμα άλογο μάλλον του μέλλοντος, και μου χώνει μια πυρακτωμένη ράβδο στον εγκέφαλο- η εξάτμιση θα είναι. Τον μισώ, και τον βρίζω. Από μέσα μου φυσικά, είπαμε είναι φουσκωτός. Αλλά από την άλλη, αφήνω λίγο τη σκέψη μου, να φύγει από το στόχο. Αυτός ο φουσκωτός έχει υποκατάστατα, όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι, δηλαδή οι κατεστραμμένοι. Έχει καταστήσει το γκάζι σεξουαλικό φετίχ, πιθανότατα το θεωρεί βυζί της γυναίκας που πρέπει να απομυζήσει, αλλά το βυζί δε φωνάζει, ή ακόμη καλύτερα νιώθει το πέος του, όταν γκαζώνει. Σιωπή! Ένας γδούπος! Ωραία τράκαρε…
Επιστροφή στο θέμα, το θαύμα, που κινείται ακόμη, έχει τη δύναμη. Όσο κι αν προσπαθούν να την εκπαραθυρώσουν από ένα μπαλκόνι, που μόνη το κατέκτησε, χωρίς ασανσέρ, δε τα καταφέρνουν. Η μάχη είναι ορατή σε μένα, άδικη και όπλα έχουν οι πολλοί, η γραφειοκρατία. Αν τους ρωτήσεις θα σου πουν, εμείς δε ξέρουμε τίποτα, που τα είδατε αυτά, αλλά μη μασάτε, το κάνουν. Κι αν δεν το καταλαβαίνουν το κάνουν, με τη συνήθεια της αδικίας, το κάνουν παρότι έχουν το θέμα, μπροστά στη μύτη τους.
Είναι άφθαρτη. Περνούν και την προσπερνούν πολλοί. Κάποια κεφάλια, με τρεις στρώσεις μακιγιάζ, μόνο βλεφαρίδες τεντωμένες χωρίς μάτια, κάτι παπουτσάκια περίεργα, άλλα με τακούνι, άλλα χωρίς. Και μέσες λυγιστές, και ώμοι ξεσκέπαστοι (ωραία πράγματα εδώ που τα λέμε!), και όλες λένε ευτυχώς που γεννηθήκαμε όμορφες και έξυπνες. Και κάποια άλλα κεφάλια την προσπερνούν. Αυτά κι αν αηδιάζουν. Έχουν τρίχες στα μάγουλα και μεγάλα γυαλιά ηλίου, μάτια της μύγας. Έχουν ανοιχτά τα ραντάρ και οι δύο αυτές φυλές που την προσπερνούν και την περνούν. Επικοινωνούν τα υπερυψωμένα πουλιά με τα αναθυμιάζοντα μουνιά. Έχουν καιρό για το πνεύμα, την περίοδο της παρακμής, κάτι να έχουν οξύ και κοφτερό, στα βαθιά τους γεράματα. Και λες αναγνώστη, που παρακολουθείς με ενδιαφέρον και ρωτάς. Πώς είναι δυνατόν να σπείρεις πάνω σε κοφτερές πέτρες, σε βράχους κυνικούς; Δεν έχω απάντηση, και γι’ αυτό προχωρώ.
Και οι δάσκαλοι, οι κύριοι της πραγματικότητας, έχουν διάθεση να συναναστραφούν μαζί τους. Τείνουν και χέρια, και η πένα γλιστρά, και πάλι από οίκτο, σε αύξοντες αριθμούς. Κάτι παραπάνω, έτσι, για την ήσυχη συνείδηση. Όμως έχουν και δουλειές, να πάνε σε εκδηλώσεις και μαζώξεις, να πούνε ότι δεν είναι δυνατόν τυφλά παιδιά, να επιλέγουν μάθημα κινηματογραφικό ή οπτικά μέσα σε σχολές επικοινωνίας ακοινώνητες. Ξέρουν άραγε ότι οι άλλες αισθήσεις είναι πιο ανεπτυγμένες σε αυτούς τους τυφλούς, και ότι μπορούν να ακούσουν πράγματα που εμείς δεν ακούμε, και να ακουμπήσουν πράγματα που εμείς δε μπορούμε, και να τα γευτούν, όπως εμείς δε θα το καταφέρουμε ποτέ; Αυτά για τους τυφλούς, ή εκείνους που έχουν προβλήματα όρασης. Υπάρχουν κι αυτοί, κι ας έχω στρέψει το βλέμμα στην κοπέλα με τα μπαστούνια.

Ο ήλιος πέφτει πάνω στα μαύρα μαλλιά της. Κάτοπτρο είναι, και τις ξεφορτώνεται γρήγορα τις ακτίνες, να πέσει το άσπρο φως πάνω σε μάτια κοιμισμένα, να δουν τι γίνεται. Αλλά που τέτοια τύχη…

Την θαυμάζω είναι η αλήθεια γιατί γελά με όλα μας τα κουσούρια, παρότι δεν φαίνονται στην επιφάνεια, την παραλυσία, την τυφλότητα, την γλώσσα μας με τις ίδιες γεύσεις. Γελά και ξεκαρδίζεται. Αυτή με το φανερό κουσούρι. Έχει πλήρη συναίσθηση του εαυτού της. Και γελά με κάποιους που ζουν, λέει, στα όρια. Καλά κάνει και γελά, αυτή τα έχει ξεπεράσει.
Υπάρχει μεγάλη φασαρία σήμερα. Φοιτητικές εκλογές. Πρόβατα, πράσινα, γαλάζια, κόκκινα, κουτάβια, κότες, μοβ, κόκορες, φασματικά, ύαινες, γύπες, άχρωμα, χρωματισμένα, μαύρα και απελπισμένα τα πράγματα. Βόθρος με άρωμα Gucci, που καλύπτεται με τεντόπανο Versace. Τραγούδια. Οι ήχοι οι επαναστατικοί συναντούν στον αέρα την επιούσια φτήνια. Κλαγγές χωρίς σπαθιά. Το παράδοξο τώρα: η δική της ψήφος είναι ισοδύναμη με όλων των άλλων. Κανείς όμως δεν της τh ζητά. Λένε άστη μωρέ, που να ανεβαίνει τώρα, και επιστρέφουν πάνω από τις σακούλες τους, μαζεύουν κουκιά καθώς γνωρίζουμε. Το να περιγράψω το αντίθετο, δηλαδή όλους να έχουν προβλήματα κινητικά, και αυτή να είναι η φυσιολογική, δεν έχει σημασία. Θα πουν τότε, εντυπωσιασμοί και φούσκες. Αφήστε τους, καλύτερα να είσαι δύσκαμπτος εσωτερικά, δε φαίνεται. Που να αντέχαμε τόσες δυστυχίες; Και που ξέρουμε αν και ο φυσιολογικός, στο υποτιθέμενο σενάριο, θα περνούσε καλά; Θα ένιωθε μια μειονεξία, ναι, στα σίγουρα! Αφήνουμε την τάξη των πραγμάτων άθικτη τελικά, δεν εξάπτουμε τα πάθη.

Ο κάθε κόσμος έχει την ουσία του, και τούτος εδώ έχει δομηθεί μοριακά πάνω στο άδικο και το ακατανόητο. Ίσως να είναι το περίβλημα η απόδειξη της εσωτερικής σκουριάς. Αυτό διδάσκει η φύση, και μπορεί να μη χρειαστεί επιστημονική επικύρωση.
Είναι ένα πορτοκάλι, ευωδιαστό και ζουμερό, που έχει αναγκαστεί να ζει, με τόσα σάπια, πράσινα με ξινούς τους χυμούς και σκουλήκια να σκάβουν τη φλούδα. Όμως δε θα σαπίσει, όπως μοιραία συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Έχει πλαστικό περίβλημα, μια σακούλα σουπερμάρκετ. Τώρα τη χρησιμοποιεί κι αυτή.

Αυτή που όλοι βλέπουν, και γελά γελά γελά…
Σαπίστε…

Δεν υπάρχουν σχόλια: