Παρασκευή, Μαΐου 29, 2009



Ένας διεφθαρμένος δούλος


Ο Λευκός Τίγρης
Αραβίντ Αντίγκα
Εκδ. Μοντέρνοι Καιροί
Σελ. 381


Ο Μπαλράμ Χαλβάι είναι ένας paraiyar, στην κυριολεξία ένας παρίας από τις κατώτερες κάστες της Ινδίας, που σε ορισμένες περιοχές ακόμη και σήμερα, αν αγγίξει κάποιον, ή ακόμη κι αν τον κοιτάξει, θεωρείται μολυσματική δύναμη. Αποτελεί αντιπροσωπευτική περίπτωση ενός απόκληρου που μεγαλώνει στην μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου, με τις μεγαλύτερες ανισότητες στον κόσμο. Είναι μέλος μιας μεγάλης οικογένειας, μένει σε μια τρώγλη, παίζει μικρός μέσα στη λασπουριά ξυπόλυτος, δουλεύει που και που σε μια τσαγερία, και περιμένει να ζήσει μια ζωή, παρόμοια με τόσων άλλων, απόλυτα συνδεδεμένη με την εξαθλίωση και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Πατρίδα του είναι το Σκοτάδι, αλλά η μοίρα του επιφυλάσσει μια λαμπρή επιχειρηματική σταδιοδρομία στο Φως, την άλλη όψη της Ινδίας. Θέλει να ξεφύγει από το «Κοτέτσι», και να ζήσει διαφορετικά. Προορίζεται να κληρονομήσει το επάγγελμα του πατέρα του, ενός ταπεινού οδηγού που σέρνει με τη δύναμη του σώματός του, ένα παραδοσιακό ινδικό δίτροχο, ονόματι ρίκσο. Όμως, όταν μια μέρα ένας επιστάτης επισκέπτεται το σχολείο του, του αποκαλύπτει ότι ο ίδιος αποτελεί μια σπάνια περίπτωση για τη γενιά του, του λέει ότι είναι ο «Λευκός Τίγρης» του καιρού του, ένα ζώο ακριβοθώρητο και ευλογημένο, και ότι ο μικρός Μπαλράμ έχει προοπτικές για μεγάλα πράγματα.
Εκείνος με τη σειρά του, εκμεταλλευόμενος το σάπιο σύστημα των τσιφλικάδων της περιοχής του, μαθαίνει να οδηγεί και προσλαμβάνεται ως δεύτερος οδηγός στο σπίτι του τοπικού άρχοντα. Με τα πολλά, ξεπαστρεύει τον πρώτο οδηγό, εκβιάζοντάς τον επειδή ως μουσουλμάνος δούλευε κρυφά σε έναν επιφανή ινδουιστή. Γρήγορα μετατρέπεται στον προσωπικό σοφέρ του γιου του αφεντικού του, που πρόσφατα επέστρεψε από την Αμερική, με μια πιεστική σύντροφο, αλλά δυσκολεύεται να προσαρμοστεί σε ένα σύστημα που δε πιστεύει ότι μπορεί να είναι τόσο σάπιο και διεστραμμένο. Ο Μπαλράμ τον μεταφέρει στις δουλειές του, λαδώματα πολιτικών, κρυφές συναντήσεις με εργολάβους και ύποπτους επιχειρηματίες. Γνωρίζει το Νέο Δελχί, στο οποίο τα εμπορικά κέντρα και οι νέες τεχνολογίες συνδυάζονται αρμονικά με παραγκουπόλεις και καθημαγμένα πλήθη. Με έναν δισταγμό και μια σκωπτική ματιά, παρακολουθεί από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου την άλλη Ινδία, τη διεφθαρμένη, εκείνη που έχει αποφασίσει να θυσιάσει τα πάντα για να εξακολουθήσει να είναι η γρήγορα αναπτυσσόμενη χώρα που όλοι αντιλαμβάνονται, ένας νέος παίκτης στην παγκόσμια οικονομική πολυπολική σκακιέρα.
Ο Μπαλράμ απευθύνεται, μέσω ίντερνετ, και ξεδιπλώνει τη ζωή και την καριέρα του, με μακροσκελή e-mails, στον πρωθυπουργό της Κίνας Χου Ζιντάο, η χώρα του οποίου συνδυάζει τον πολιτικό απολυταρχισμό με έναν άκρως επικερδή ελεγχόμενο κρατικό καπιταλισμό. Ο Μπαλράμ μαθαίνει ότι ο πρόεδρος του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας έρχεται στην Ινδία για επιχειρηματικούς λόγους, και αποφασίζει να τον κατατοπίσει. «Θα κυριαρχήσει ο κίτρινος και ο καφετής άνθρωπος. Οπως εσείς κι εγώ», λέει ο ήρωας προς τον Κινέζο πρωθυπουργό, σε κάποιο σημείο. Το εύρημα του συγγραφέα, τον διευκολύνει να παρουσιάσει στους άρχοντες της Κίνας, «που δεν έχουν και πολύ μεγάλη σχέση με τη δημοκρατία», τη δική του χώρα μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου, που για να ζήσει έπρεπε να πέσει στο βούρκο της διαφθοράς και να πατήσει επί πτωμάτων. Η ανάγκη για επιβίωση, οδηγεί πολλούς στο να ιδιωτεύουν σ’ αυτό το απόκοσμο ανέβασμα επί πτωμάτων, να λειτουργούν ακόμη δουλοπρεπώς, και να μην αγωνίζονται συλλογικά για τις διαρθρωτικές βελτιώσεις της ζωής τους. Η εξαθλίωση, η εξαχρείωση και η εκμετάλλευση, δεν διαφέρει και πολύ ανάμεσα σε Κίνα και Ινδία, μολονότι η τελευταία έχει την ψευδαίσθηση ότι λειτουργεί η δημοκρατία της, δηλαδή μια φιλελεύθερη τρόπον τινά ελίτ που έχει ανοίξει τις θύρες της στην οικονομία της αγοράς, και αναπαράγει ένα σύστημα εξουσίας κλειστό σαν τις κάστες που δύσκολα διαρρηγνύονται.
Η πολιτική στόχευση του Αντίγκα, εμφανής στο βιβλίο υπέρ το δέον, δεν είναι μονομερής. Η κατάσταση που περιγράφει, είναι ένας ιδιότυπος συνδυασμός μιας διεφθαρμένης ηγεσίας και μιας πλατιάς λαϊκής βάσης, που πρώτα απ’ όλα έχει εσωτερικεύσει ένα λυπηρό είδος δουλείας. Η διαφθορά και η ατιμωρησία διαπερνά ολόκληρη την κοινωνία, σαν ένα είδος αργής αποσύνθεσης. Το χειρότερο που ο Αντίγκα παρατηρεί είναι ότι αυτό, εάν άλλαζε, δεν είναι βέβαιο ότι θα λειτουργούσε θετικά. Μοιάζει να παραλληλίζει τους συμπατριώτες του με τους φυλακισμένους που βγαίνουν από τα κάτεργα και δεν έχουν τι να κάνουν τη ζωή τους και την ελευθερία τους, γιατί βαθιά μέσα τους ο συμβιβασμός για μια ζωή βιολογική μοναχά είναι η υπέρτατη αξία. «Το βιβλίο της επανάστασης σου είναι μέσα στην κοιλιά σου νεαρέ Ινδέ. Χέσ’ το και διάβασε», λέει ο Μπαλράμ σε μια έξαρση της πολιτικής του συνείδησης. Η δημοκρατία, όπως έλεγε και ο Καστοριάδης, είναι σαν τη θάλασσα, αν δεν κολυμπήσεις δε θα μάθεις.
Κι όλα αυτά, στη μέγγενη της επιτακτικής ανάγκης για ανάπτυξη. Ο Αντίγκα μοιάζει να καταδεικνύει το αυτονόητο. Είναι ανάπτυξη να έχει κάποιος τηλεόραση, αλλά όχι σύστημα αποχέτευσης η πόσιμο νερό; Ο συγγραφέας, μέσα από τα δίπολα -στην σχετικά απλή φόρμα του- που αναδεικνύουν άλλους κόσμους και ανισότητες, και μέσω μιας «ποιητικής» της λάσπης και της ακαθαρσίας, κυριολεκτικής και συμβολικής, επισημαίνει τη βιαιότητα των αλλαγών, την ανικανότητα του ανθρώπου να ακολουθεί συνεχώς τις εξελίξεις χωρίς να ξέρει αν πηγαίνουν προς το καλό δρόμο, ή τον δρόμο που κάθε φορά είναι σε θέση να ακολουθήσει.
Επιζητά την ωρίμανση των κοινωνιών ο συγγραφέας, όχι μόνο της Ινδίας, την αυτοσυνειδησία τους, και αυτό γίνεται μόνο από τα κάτω και όχι από τα πάνω, επιβαλλόμενο και εξωγενές. Κάτι που βέβαια ενισχύει και την κριτική του στον Γκάντι, που δεν γλιτώνει από το σαρκασμό του. Ο εργάτης που δολοφονεί τον εργοδότη του στο βιβλίο, δεν πρέπει να θεωρηθεί μια πολιτική πρόταση του Αντίγκα, προς τους κολασμένους της πατρίδας του, ούτε μια λανθάνουσα προσφορά επαναστατικής προοπτικής. Άλλωστε ακόμη κι αυτός που δολοφονεί, το κάνει όχι για να αλλάξει ένα σύστημα αλλά για να υπάρξει με καλύτερους όρους μέσα σ’ αυτό. Στο ίδιο διεφθαρμένο σύστημα. Ακόμη κι αυτό, η ριζική σύγκρουση χρειάζεται μια αυθυποβολή που πρέπει να ζυμωθεί με αλλαγές, νοοτροπίες, άτεγκτες παραδόσεις και μια κουλτούρα συνυφασμένη με την καθημερινή ζωή της εξάντλησης και του μόχθου, γι’ αυτές τις χώρες που έχουν άλλους ρυθμούς. Χρειάζεται μια ριζική, εσώτερη τομή. Ο Αντίγκα δε μένει στο χιουμοριστικό κήρυγμα του Μπαλράμ, ούτε στη διδασκαλία για καλύτερη δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα, και αξιοπρεπή ζωή. Ξέρει ότι στη Δύση είναι φαλκιδευμένα, αλλά προτρέπει τους συμπατριώτες του να τα δοκιμάσουν έστω κι έτσι. Ακόμη και η πιο ριζοσπαστική απάντηση του Αντίγκα στα ζητούμενα της εποχής θα ήταν: και πώς να πιάσει όπλο στα χέρια κάποιος, χωρίς ο ίδιος να το αναζητήσει μόνος;
Ο «Λευκός Τίγρης» είναι ένα ανάγνωσμα που λειτουργεί περισσότερο ως αντεστραμμένος καθρέφτης του φαινομένου που ονομάζεται «εξαγωγή» δημοκρατίας. Οι Δυτικοί το είδαν σαν τις ωδίνες ενός τοκετού, για την ανάπτυξη και την πρόοδο, και όχι σαν μια προσπάθεια να επανεξεταστούν οι αρχές και αξίες τους από το μάτι ενός «εξωτερικού» παρατηρητή. Δεν διαθέτει ιδιαίτερες γλωσσικές αρετές το μυθιστόρημα, αλλά μια υποβόσκουσα ένταση που κινεί την κάπως χαλαρή πλοκή του. Ο Αντίγκα στο πρώτο του μυθιστόρημα μοιάζει να διατηρεί στοχεύσεις και ιδέες. Διαστρέφει τις εύκολες αναπαραστάσεις τύπου Slumdog Millionaire, καυτηριάζοντας μια τουριστική οπτική, κατάλοιπο της αποικιοκρατίας. Άλλοτε σκληρό, άλλοτε αστείο, πότε σοβαρό, πότε εξεζητημένα αφελές. Είναι μια ιστορία που τη διαβάζεις, αλλά δεν έχεις την ανάγκη να επιστρέψεις σ’ αυτήν. Αισθητικά δεν έχεις να πάρεις πολλά πράγματα, αλλά μπορείς να κάνεις έναν ωραίο νοητό διάλογο για την παγκοσμιοποίηση, τον καπιταλισμό, τη δημοκρατία, τον άνθρωπο, και τον κόσμο. Αυτό όμως είναι ένα γενικότερο φαινόμενο της καλλιτεχνικής δημιουργίας σήμερα, η διάρκεια και η χρησιμότητά της. Κέρδισε, παρόλα αυτά, το σημαντικό βραβείο Man Booker Prize 2008.

Δεν υπάρχουν σχόλια: