Δευτέρα, Οκτωβρίου 27, 2008

Ήλθε ο χειμώνας μου…


Διήγημα


Ο αέρας έσερνε κατάμαυρα, μικρά καμένα ξύλα, και στάχτες νεκρών φύλων, σε ρυθμούς κυκλικούς, κροταλίζοντας πάνω στις υγρές κακοτράχαλες πέτρες τ’ απομεινάρια τους, έτσι που οι ριπές εκείνες έμοιαζαν με ζοφερές σιδεριές - κομμάτια ίσια σε μέταλλο και δύναμη - μιας αλυσίδας βίαιης που ήλθε να τιμωρήσει αυτόν τον κόσμο, και να τον κλείσει πίσω από τις τρομαγμένες πόρτες του. Συνωμοτώντας ο ουρανός με την τρεμάμενη γη, πριν το δειλινό σβηστεί στη φωτιά του, είχε απλώσει μαύρες κουρτίνες στο αυλακωμένο στερέωμα, και από τα στριφώματά τους, έρρεαν ασθενικές ψιχάλες, που εξαφανίζονταν πριν καν φτάσουν στις κορυφές των δέντρων, τα οποία έγερναν με την ακρίβεια και την ένταση ενός ελατηρίου –δεξιά, αριστερά. Όλος ο τόπος ανέδιδε την ταγκή μυρωδιά της παρακμασμένης φύσης, και τα ζώα είχαν λουφάξει με φωτεινά μάτια στις κρυψώνες τους, περιμένοντας με άσβεστη δίψα να δουν νέα δεινά και νέες συμφορές.
Η γυναίκα μετακίνησε το κουρτινάκι από το παράθυρο της κουζίνας με το βρεγμένο χέρι της, βλεφάρισε προς τον έξω κόσμο, και πείστηκε πλέον ότι η πυρκαγιά που ρήμαξε τον τόπο, δεν ήταν παρά μια προειδοποιητική αντίδραση της προδομένης φύσης. Έπλυνε το τελευταίο ποτήρι, και κλείνοντας τη βρύση ένιωσε την ανάσα της να σταματάει. Το νερό έτρεχε με μια καθησυχαστική μονοτονία για αρκετή ώρα, και χανόταν στο στόμιο του μαρμάρινου νεροχύτη με έναν ήχο σχεδόν ανεπαίσθητο, την ώρα που συγκεντρωνόταν γύρω του ένας αφρός αποτελούμενος από μεγάλες φουσκάλες, που έσκαγαν αφήνοντας εδώ και κει την μικρή άσπρη ψυχή τους. Εκείνες οι στιγμές την είχαν εγκλωβίσει σε ένα ήρεμο αίσθημα, σχεδόν παραλυτικό, και μόλις στριφογύρισε τη βάνα, όλα διακόπηκαν απότομα. Αφήνοντας το ποτήρι να στραγγίξει σε μια βαμβακερή πετσέτα, και γυρνώντας απότομα το κεφάλι προς τα πίσω, ήλθε αντιμέτωπη με το σκοτεινό περίγραμμα της πόρτας, που άχνιζε σιωπή και ζόφο.
Η νύχτα που στάλαζε πηχτή από τα μαύρα βουνά, δεν είχε πνίξει ακόμη τις τελευταίες αναλαμπές φωτός, και στο σπίτι μέσα, μια θλιβερή μονοκατοικία δίπλα στο δρόμο, μπορούσες ακόμη να περπατήσεις. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν τα περιγράμματα των πραγμάτων, που λες και άχνιζαν μια φασματική γκριζάδα, ένα πρελούδιο για το απόλυτο σκοτάδι που θα ακολουθούσε. Δε θέλησε να ανάψει κανένα φως, εκμεταλλευόμενη το μεταίχμιο εκείνο της μετάβασης από το αμυδρό φως που ξερνούσαν τα πράγματα, λίγο πριν γίνουν ένα με το χρώμα του ουρανού, ο οποίος άρχιζε να παίρνει τόσες διαβαθμίσεις του μαύρου, που θα ‘λεγες πως η μια πυκνότητα αντιμαχόταν την άλλη σε τρομάρα. Στην πραγματικότητα ήταν μια ακόμη δοκιμή για εκείνη, μια επιβεβαίωση πως τα πόδια άντεχαν ακόμη και πως το μυαλό εξακολουθούσε να λειτουργεί φυσιολογικά, ότι μπορούσε, εν τέλει, να περπατήσει άνετα - ακόμη και μέσα στο σκοτάδι – σε αυτό το σπίτι που της είχε απομυζήσει τριάντα πέντε χρόνια έγγαμου βίου, και όσα ακόμη της απόμεναν μέχρι το τέλος. Βάδιζε αργά στο διάδρομο, με βέβαια βήματα που έβγαλαν ένα απόκοσμο σύρσιμο, και επιπλέον, δεν σήκωσε τα χέρια να προσανατολιστεί με την αφή. Τα πράγματα της μιλούσαν, αλλά εκείνη τα προσπερνούσε με την απάθεια που οι περαστικοί δείχνουν σε μαυροφορεμένες ζητιάνες. Με την άκρη του ματιού, καθώς προχωρούσε, αναζήτησε τα τριαντάφυλλα στο βάζο, που κοσμούσε την καλογυαλισμένη επιφάνεια της σερβάντας. Μαύρα φύλλα, γερμένα και σκελετωμένα κοτσάνια. Κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας - μια γριά πόρτα, παλιομοδίτικη, βαμμένη με άσπρη λαδομπογιά σκασμένη από τον καιρό εδώ και κει - και έστρεψε το βλέμμα στην μικρή ακτίνα φωτός, που δραπέτευε από το άνοιγμα της πόρτας, κάτω κάτω, λίγων μόνο χιλιοστών εκείνη η χαρακιά, μια πορτοκαλιά γραμμή, πού όσο πήγαινε και έσβηνε στη μαυρίλα του δαπέδου. Άπλωσε το χέρι, ακούμπησε την πόρτα με δύο δάχτυλα του δεξιού χεριού, και περίμενε να κοπάσουν τα τριξίματα από τους σκουριασμένους μεντεσέδες, για να μπει σε ένα δωμάτιο, με ένα κρεβάτι, που κάποτε την περίμενε στολισμένο, με ρύζι, ροδοπέταλα, σταφίδες και λεφτά. Το κρεβάτι του γάμου της. Και στον τοίχο απέναντι, κρεμασμένα τα στέφανα, μπλεγμένα μέσα σε ένα ξύλινο πλαίσιο με γυάλινη πρόσοψη, να μαραίνονται σε εκείνο το μπεζ χρώμα της λήθης. Όπως και εκείνη, μπλεγμένη και μαραμένη.
Το καντήλι στο κομοδίνο έφεγγε ακόμα, και ήταν θέμα χρόνου το λάδι να σωθεί και το λουμίνι να ακουμπήσει σκέτο νερό. Η μικρή φλόγα, που είχε αρχίσει το ξεψύχισμα, έβγαινε υποβλητική μέσα από το κιτρινωπό εφαρμοστό τζάμι, και διαθλασμένη καθώς απλωνόταν στο σκοτάδι, γεμίζοντας τους τοίχους με ένα χρώμα παλιότερων εποχών, έμοιαζε με φωτιά που απειλούσε να κατακάψει το σπίτι – θα μπορούσε να κάνει αυτό που δεν έκανε η πραγματική πυρκαγιά, που πέρασε και σταμάτησε στη ξεχορταριασμένη αυλή του σπιτιού. Πίσω από το καντήλι, γερμένη στο τοίχο μια εικόνα της Παναγίας, και μπροστά από το καντήλι, παράταιρα, υπήρχε ένα πιάτο της σούπας άδειο, με το κουτάλι να φέγγει περίεργα. Το φως εξακτινωνόταν σαν χοάνη προς το ταβάνι, και καθώς τρεμόπαιζε αθόρυβα, η γυναίκα σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να προδώσει παλιές σκιές που γαντζωμένες από την οροφή, περίμεναν να θρέψουν την ύπαρξή τους με θάνατο.
Το σώμα του άνδρα της, τυλιγμένο μέσα σε παχιές κουβέρτες - για έναν άνθρωπο υπό φυσιολογικές συνθήκες θα ήταν αφόρητες - που έμοιαζαν να τον καταβροχθίζουν αθόρυβα και ύπουλα, ήταν ακόμη ζωντανό. Το φως το είχε μετατρέψει σε ένα οριζοντιωμένο κέρινο ομοίωμα, ένα μνημείο πλήρους ακινησίας που το συντηρούσε αποκλειστικά μια καρδιά υποτονική. Τα χέρια αυτά, που τώρα πλάκωναν τη δίπλωση της κουβέρτας και ήταν μισάνοιχτα σε μια στάση παράδοσης, τα χέρια αυτά με τις μαυρισμένες φλέβες, πρησμένες από τους ορούς, και τις ρυτίδες που είχαν εξαφανίσει τη δύναμή τους, ήταν ανήμπορα, σχεδόν άχρηστα. Και όμως αυτά τα χέρια την είχαν κάνει πολλές φορές να νιώσει τον πόνο, τη βία, αλλά και την ηδονή. Πότε η σάρκα της μελάνιαζε κάτω από το μανιασμένο σφίξιμο εκείνων των δαγκάνων, και πότε τα χάδια τους σε απόκρυφα σημεία, ήταν η αρχή ενός ποταμού πρωτόγονης ευχαρίστησης, που θέριευε και την έκανε να αναριγεί σαν ένα γυμνό σώμα στην παγωνιά. Σε εκείνα τα χέρια που τη μια βάφονταν με το αίμα του κορμιού της, και την άλλη με τις ζεματιστές εκκρίσεις της. Και το στόμα του, που τώρα μαράζωνε σφαλιστό, με τις λέξεις να τριγυρνάνε στην κοιλότητά του, αλλά να μην έχουν την ώση να βγουν και ν’ ακουστούν, αυτό το στόμα της είχε κάποτε μεταδώσει με καυτά φιλιά, ένα πάθος ανυπέρβλητο που χάθηκε κάπου στο δρόμο, και την είχε εξευτελίσει άλλες τόσες φορές, όταν το πικρό σάλιο του την έβρισκε στο πρόσωπο και τα μαλλιά, μέσα σε κυκεώνες από βρισίδια και σκληρές ταπεινώσεις. Αυτά τα μαβιά χείλια με το αμυδρό χρώμα τους συντάραζαν το πρόσωπο, ένα τοπίο απεγνωσμένης σιωπής, κάτωχρο, τρομακτικό, και τώρα πλέον απόλυτα ξένο.
Τα πάντα σε εκείνο το πρόσωπο ήταν δύσκαμπτα, άσπαστα όπως τα χαρακτηριστικά μιας κούκλας που δε σαλεύουν από κανένα εξωτερικό ερέθισμα, γιατί έτσι φτιάχτηκαν. Μόνο τα μάτια, εκείνοι οι γεμάτοι θλίψη βόλοι που άλλαζαν χρώματα, άνοιγαν για λίγα λεπτά τη μέρα, και με μεγάλη προσπάθεια κινούνταν αργά προς όλες τις κατευθύνσεις, και προσεκτικά, γιατί θα μπορούσαν να φύγουν και να κατρακυλήσουν στο λαιμό. Αυτά μιλούσαν για τις ανάγκες του σώματος, και από την όψη τους η γυναίκα καταλάβαινε τι έπρεπε να κάνει κάθε φορά. Αυτά μαρτυρούσαν ότι το σώμα είναι ξύπνιο, και αυτά θα υποδέχονταν το θάνατο με ένα γούρλωμα, την τελευταία αναλαμπή, εκείνη την σπίθα της τελειωτικής παράδοσης, όποτε αποφάσιζε το σώμα να περάσει στην άλλη όχθη της λήθης.
Μια διάφανη πλαστική μάσκα, κάλυπτε τη μύτη και το στόμα του άνδρα της, και από ένα σωλήνα που λειτουργούσε σαν αρτηρία, δύο μεγάλες σιδερένιες φιάλες οξυγόνου (πίσω από το ξύλινο διπλό κρεβάτι) υποβοηθούσαν τα πνευμόνια, ώστε να γεμίζουν με καθαρό αέρα. Έμοιαζαν με πυραύλους, αλλά η σκουριά που απλωνόταν στην επιφάνειά τους, προσλάμβανε διακλαδώσεις που δημιουργούσαν ακανόνιστα σχήματα, και ήταν η απόδειξη ότι οι φιάλες ήταν παλιές, χρησιμοποιημένες παλιότερα από άλλους που τώρα ήταν νεκροί, και έτοιμες να μεταφερθούν αλλού, όταν ο άντρας που αναπαυόταν στο κρεβάτι, αποφάσιζε να κάνει το στερνό ταξίδι με το Βαρκάρη. Η γυναίκα, τις είχε νοικιάσει από έναν ευφυή αλουμινά και οξυγονοκολλητή, και όταν θα της επέστρεφε, αυτό θα σήμαινε ότι ο άνδρας της θα ήταν νεκρός. Η χρήση τους ήταν εύκολη. Άνοιγες τις βάνες, ζούσε ο άνδρας σου, την έκλεινες, τον σκότωνες.
Έστεκε με τα χέρια φασκιωμένα μέσα στη πλεχτή ζακέτα, και κοιτούσε αυτό το θλιβερό τοπίο για ώρα, όπως έκανε τα τελευταία χρόνια, πάντα γερμένη στις παραστάδες της πόρτας, με μια βουή που μεγάλωνε στο κεφάλι της όσο προχωρούσε η νύχτα. Και η σκέψη άδεια, για να μη κουράζεται. Έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή και στρέφοντας το κεφάλι προς το ταβάνι, είδε ένα σκηνικό γνώριμο, που της ήταν οικείο, ανεξάρτητα από το αν ήταν η όχι πραγματικό – εκείνη το είχε εντάξει στα τρέχοντα μαρτύριά της. Το ταβάνι, έτσι όπως φωτιζόταν αμυδρά από το τρεμάμενο καντήλι, έμοιαζε με σάρκα πιεσμένη, γερασμένη, μια κυματοειδής επιφάνεια που έμοιαζε με το σώμα της, και της το θύμιζε για λίγες στιγμές, μέχρι να αναθεματίσει το μάστορα που είχε διαπράξει μια απίστευτη κακοτεχνία στο σοβάτισμα, η οποία αποκαλυπτόταν στα μάτια της μόνο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες.
Μαύρα στόματα, κεντημένα στο ταβάνι, σαν θλιβερά εκζέματα, ανθρώπινα στόματα κάποιων που είχαν φύγει από αυτόν τον κόσμο και άλλων που έρχονταν από το μέλλον, όλα απρόσκλητα και φασαριόζικα, ανοιγόκλειναν αχνίζοντας ζεστό καπνό και προέτρεπαν τη γυναίκα να δράσει.
«Κλείσε τις βάνες!» έλεγαν όλα εκ περιτροπής, άλλο ψιθυρίζοντας, ερεθίζοντας τα μηνίγγια της, άλλο γελώντας τρομακτικά, σχεδόν σαρκαστικά, όλα συντονισμένα σε μια κλίμακα τρόμου, γιατί γνώριζαν ότι η πρόταση τους δεν ήταν δικιά τους. Βρισκόταν καλά θαμμένη ακόμα στα απόκρυφα κομμάτια της γυναίκας, με την αξίνα της αξιοπρέπειας που την έσερνε τόσα χρόνια σ’ αυτό το χάλι. Αυτές οι λέξεις είχαν κατακαθίσει στο κεφάλι της, και περίμεναν αυτές τις φωνές, να τις τσιγκλήσουν, να τις αναστήσουν από το λήθαργό τους, και να τις μετατρέψουν σε πράξεις. Η γυναίκα είχε καλέσει τα στόματα. Αυτή το ‘χε κάνει.
Το μέτωπο γέμισε στάλες ιδρώτα, ο λαιμός της ξεράθηκε και τα μάτια στράφηκαν μόνα τους στο πάτωμα. Και κει στόματα που ξερνούσαν μια ρευστή μαυρίλα. Το κεφάλι της έπεσε στα ανοιγμένα χέρια, και το μαρτύριο τελείωσε όταν η ίδια, σε μια απίστευτη έκρηξη γενναιότητας, πήρε την πρωτοβουλία να πασπατέψει τον τοίχο δίπλα της και να ανοίξει το διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος. Ο πολυέλαιος στην κρεβατοκάμαρα άναψε. Στη στιγμή τα πάντα επέστρεψαν στην άβυσσό τους, και τα στόματα έκλεισαν γρήγορα, παίρνοντας μαζί τα λόγια και τα ξερατά τους. Ο άντρας ατάραχος. Το καντήλι τσίριξε και έσβησε κι αυτό. Η γυναίκα με το χέρι να συγκρατεί τον εμετό στο στόμα, έτρεξε στο μπάνιο να ξαλαφρώσει. Ο άντρας κούνησε τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού, ή μπορεί και να μη τον κούνησε. Ένα ανεπαίσθητο σάλεμα. Η γυναίκα δε το είδε.

¨
Το ξημέρωμα μια μέρας, όσο κακό κι αν είναι, πάντα προδιαθέτει τον άνθρωπο να βγει στον κόσμο και να στραγγίξει τις λιγοστές σταγόνες αισιοδοξίας, που ξεφεύγουν σα διαμάντια από τις γούρνες, όπου, από ένα σημείο και μετά βαλτώνει η ζωή του. Όλοι οι άνθρωποι είναι ναρκομανείς, ξυπνάνε το πρωί με καρφωμένες στις φλέβες τους απρόσωπες σήριγγες, γεμάτες με το ηδονικό της αισιοδοξίας, την ελπίδα. Κανείς δεν είναι τόσο δυνατός, ώστε να αφήσει τούτο τον κόσμο, επειδή απλά ο ουρανός είναι γκρίζος, η ατμόσφαιρα τόσο στυφή, επειδή έχει χάσει τον έρωτα, μερικούς αγαπημένους, και το μόνο που περιμένει είναι το τέλος. Ο άνθρωπος έχει δύο μεγάλα πλεονεκτήματα. Ξεχνά και θυμάται. Θυμάται και ξεχνά. Πότε το ένα, πότε το άλλο, ανάλογα με το συμφέρον του, για να συνεχίσει να ζει. Δε γίνεται αλλιώς. Το μυαλό αν μείνει στατικό, αποκτήσει εμμονές και φαντάσματα με ονοματεπώνυμο, θα εκραγεί σαν πεπιεσμένη χύτρα. Το μυαλό πρέπει να είναι κέντρο διερχομένων.
Η γυναίκα ξύπνησε από ένα ύπνο βαθύ, γαληνεμένο τον λες, αν τα γνώριμα όνειρα σε έχουν προς στιγμήν εγκαταλείψει. Αν βλέπεις όλη τη νύχτα μαύρο φόντο. Εκείνη όμως, με το που τρεμόπαιξε τις βλεφαρίδες, αναστατώθηκε τόσο πολύ και με τα χέρια σταυρωμένα, αναρωτήθηκε τι θα γίνει από δω και μπρος, αν αποφάσιζαν, οι μαύρες φιγούρες και τα λόγια τους, να φύγουν μια για πάντα από το χαγιάτι των ονείρων της. Ήταν η παρέα της, στην οποία παραδινόταν κάθε βράδυ, και κρυφάκουγε τους διάλογους με μεγάλη ζέση, τα χάχανα και τις μπηχτές, το παιχνίδι των παύσεων και της σιωπής, χωρίς να θυμάται το πρωί τίποτα απολύτως. Τι θα απογινόταν, αν τα όνειρα χάνονταν, όπως και οι άνθρωποι;
Ήταν μια γυναίκα, αυτή που τώρα σηκώνεται μέσα στο διάφανο νυχτικό της, από το καναπέ- γινόταν και κρεβάτι για τους ξένους, όπως αυτή τώρα πια – του καθιστικού, μόνιμο λημέρι ανάπαυσης από τότε που ο άνδρας έμεινε κατάκοιτος, η οποία δεν έζησε έτσι ώστε να ελπίζει πολλά πράγματα από τα μελλούμενα. Δεν ήταν τόσο αδαής, ώστε να πιστεύει ότι το γκρίζο του ορίζοντα, αυτό που κανείς δεν το ξέρει και είναι μπροστά, θα μετατρέπεται αιώνια στο άσπρο, επειδή έτσι το θέλουν μερικοί. Ή αντιστοίχως στο μαύρο, για όσους έχουν λουφάξει, πριν την ώρα τους, κάτω από καμιά υγρή ταφόπλακα. Το γκρίζο είναι γκρίζο, έλεγε κι αυτό δεν αλλάζει. Ούτε μαύρο, ούτε άσπρο, αλλά γκρίζο. Ο φόβος απέναντι στο επερχόμενο, και ταυτόχρονα η ηρεμία μέχρι το νεφελώδες μέλλον να δεήσει και να στραφεί στο παρόν, να το μορφοποιήσει με τα φοβερά του χέρια, να αποκαλύψει τις αλήθειες. Το ‘λεγε και το πίστευε. Το γκρίζο το αποζητούνε πολλοί, και με το να το δείχνουν σαν μαύρο ή σαν άσπρο, αυτοί οι επιτήδειοι, σε κάνουν κουμάντο. Εκείνη είχε αποφασίσει να μετρήσει τις μέρες, τους μήνες, και αν ήταν τυχερή – ναι, τυχερή! - τα χρόνια, με αυτό το γκρίζο στην καρδιά, με αισθήματα που δεν είχαν πλέον χρώμα, με σκέψεις βαριεστημένες (γιατί γνώριζε που θα κατέληγαν όσες κι αν σκαρφιζόταν), με λόγια κλεισμένα στο στόμα για τα μεγάλα της ύπαρξής της, και με ένα μόνο πράγμα συμφιλιωμένη, τη μνήμη της. Από δω και πέρα. Ζούσε, και θα ζούσε, όσο της δινόταν, με απάθεια για το παρόν και αδιαφορία για το μέλλον. Θα τα υπόμενε όλα τα ραπόρτα της μνήμης, καλά και κακά, σαν τα φιλιά της μάνας στο μέτωπό της. Ένα συναίσθημα της ροκάνιζε το μέσα της μονάχα, μην αποφασίσουν οι θύμησες και χαθούν από το μυαλό, μη σηκωθούν τα όνειρα και φύγουν, να βρουν αλλού τυραννισμένες ψυχές να ξεφαντώσουν, μη μείνει άδειο το χαγιάτι των ονείρων της. Έτσι λοιπόν ζούσε τώρα, μόνο ως άνθρωπος, ούτε σαν προφήτης, ούτε σαν πεθαμένη.
Η κουζίνα. Μέρος ηρεμίας και μοναδικός χώρος που υπενθυμίζει σε μερικούς ότι ακόμα είσαι άνθρωπος, και ότι για να ζήσεις, πρέπει να φας και κάτι. Ιδού ένα μέρος μνήμης λοιπόν, κατά τα λοιπά, για τη γυναίκα. Μια μυρωδιά, ένας ήχος, μια κίνηση, όλα ικανά να τη πάνε πίσω, σε εκείνα που ήθελε και σε εκείνα που τ’ άφησε θαμμένα κάπου, με μια ανάσα πρόσκαιρης ανακούφισης. Και ήταν πολλές οι ώρες τα πρωινά, που παρακολουθούσε το είδωλό της να τρέμει στην επιφάνεια του κρύου καφέ, με τα χέρια σταυρωμένα και τα μάτια γουρλωμένα, πανέτοιμα λες, να δουν κάτι που της διέφευγε, συμφορές που πήγαιναν να κρυφτούν για να επανεμφανιστούν δυνατότερες. Και παράλληλα, ματιές στο ρολόι του τοίχου, εκεί που ο χρόνος ουδέτερα κινείται, αλλά που σε πείσμα της αστοχασιάς της, έριχνε σπρωχτές ματιές, μπας και κινηθούν οι δείκτες, να περάσει η ώρα, να φύγει το πρωινό. Εκείνες οι ώρες δεν την ενθουσίαζαν, μόλις όμως έμπαινε το μεσημέρι, άλλαζε ο αέρας που φυσούσε μέσα της και ετοιμαζόταν, σαν καλή μάνα, να ανοίξει με προσοχή την πόρτα του δωματίου του γιου της. Εκεί, με γλυκές ανάσες κοιμόταν το παιδί της, και το άφηνε να κοιμηθεί πολύ, να το ‘χει όσες ώρες μπορούσε παραπάνω στο σπίτι της. Να μείνει η μυρωδιά του στα σεντόνια, μέχρι τη στιγμή που θα επέστρεφε να λιώσει και πάλι πάνω τους. Και πριν μπει, κάτι της πάγωνε τα χέρια και αναρωτιόταν. Είμαι ακόμα μάνα; Άραγε να ζει κάπου εκεί έξω; Η ανάσα του γιου της, κολλημένη στη μέσα πλευρά του τοίχου, και εκείνη πάντα με το αυτί να ακουμπά το κρύο ντουβάρι, μη τη χάσει. Και άνοιγε με δύναμη την πόρτα να το διαπιστώσει. Και η ανάσα χανόταν.
Σε εκείνο το δωμάτιο, όπως και σε όλο το σπίτι γενικώς, δεν κινούταν τίποτα. Ούτε καν η σκόνη. Ήταν το δωμάτιο του γιου, ένα δωμάτιο όπως πολλά άλλα, τέτοιων σπιτιών, τέτοιων οικογενειών, ένα συνηθισμένο ανατολικό δωμάτιο. Η μάνα έμπαινε μόνο τη μέρα εκεί μέσα, γιατί η νύχτα μπορεί να τις χρωστούσε πράγματα που δε θα ήθελε να αντικρίσει. Τις μέρες, λοιπόν, την υποδεχόταν (ή εκεί στρέφονταν τα μάτια της με λαχτάρα) μια φωτογραφία του μονάκριβου παιδιού της, που έστεκε σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης. Ένα πρόσωπο με μετρημένες γωνίες, εκφραστικά χείλη, μάτια υποσχετικά, και μαύρα μαλλιά να το στεφανώνουν. Ο γιος της, σε μια στιγμή της ζωής του, που απέπνεε χαρά και ευχαρίστηση, σε μια στιγμή πριν γίνουν όλα εκείνα που γκρέμισαν τις σχέσεις και άφησαν παντού στα μυαλά και στις καρδιές, χαλάσματα. Ήταν μια φωτογραφία που απεικόνιζε ένα, αν όχι ειδυλλιακό, όμως ήρεμο οικογενειακό παρελθόν. Με μια βιβλιοθήκη στην οποία η σκόνη μαγάριζε τις χάρτινες σελίδες των βιβλίων και ένα μικρό γραφείο για τις ώρες τις μελέτης – το βράδυ ένα μικρό λαμπατέρ φώτιζε τη σκοτεινιά, επειδή ο γιος ήταν μελετηρός και η μέρα δεν του έφτανε να διαβάσει και να γράψει. Είχε μπει στο πανεπιστήμιο, σε ένα τμήμα πολιτικών μηχανικών, και ήταν μια επιτυχία για την οποία η μάνα, κυρίως, είχε να το λέει και ελεγχόμενα να κοκορεύεται. Μια ντουλάπα, για καιρό κλειστή, έμοιαζε με στόμα που είχε πεισμώσει και αρνιόταν την κάθε κουβέντα σ’ αυτόν που την κοιτούσε. Μέσα της, πάνω σε πλαστικές κρεμάστρες, ακίνητα συνωστίζονταν πουκάμισα, και μπουφάν του γιου. Η μάνα την άνοιγε πότε πότε, όχι για κανένα συγκεκριμένο λόγο, αλλά από τη μέρα που είδε στον ύπνο της το γιο της (μέσα στη ντουλάπα), να έχει πέσει προς τα πίσω, παρασύροντας τα πουκάμισα, με μια τεράστια τρύπα στο μέτωπο, μαύρη αυτή και γεμάτο αίματα ξεραμένα το παιδί της, αποφάσισε να μην την ξαναπλησιάσει. Την είχε συνοδεύσει (στο όνειρο) και τις είχε ανοίξει τα φύλλα της ντουλάπας, μια γυναίκα γερασμένη, που μετά από μέρες, και αφού θυμόταν με τρόμο το πρόσωπό της, με μια ασυνήθιστη εμμονή, θυμήθηκε τελικά ότι επρόκειτο για κείνη που χρόνια πριν την είχε ξεγεννήσει. Και όταν άνοιξε τα φύλλα της ντουλάπας, την άκουσε η μάνα να λέει, ή να σκέφτεται η μαμή, με το χέρι απλωμένο σε μια στάση ευγένειας, να δείχνει προς τα μέσα, «πέρασε μάνα, πέρασε στην κόλαση»!
Και ήταν και το κρεβάτι. Πάντα, τα πάντα, το κρεβάτι. Που το πρόσεχε σαν τα μάτια της, για να μπορεί να ‘χει ακόμα μάτια. Κάθε μέρα, με την ίδια προθυμία, και το ίδιο μαχαίρι καρφωμένο σε εκείνη την αναξιοπαθούσα καρδιά, το ξέστρωνε, άλλαζε σεντόνια και σκεπάσματα, τίναζε τα μαξιλάρια και άλλαζε τις μαξιλαροθήκες, δίπλωνε τις κουβέρτες και τις τοποθετούσε στοιβαγμένες στα πόδια του κρεβατιού. Και τα νέα σκεπάσματα όλα φρέσκα, και σιδερωμένα με τσάκιση λεπτομερή, που κανένα σώμα δεν ερχόταν να την λειάνει. Τα σεντόνια όλα άσπρα, σαν σάβανα. Όλα έμεναν απείραχτα, μέχρι να ‘ρθει εκείνη να τα πειράξει. Και πριν γδύσει το κρεβάτι και το ξαναντύσει, έχωνε τα μαξιλάρια στη μύτη για να νιώσει το ξεραμένο ιδρώτα του παιδιού της, που ήταν πλέον αλλού, και άφηνε τον ιδρώτα του αλλού, για να ζήσει, έτσι τα λογάριαζε, έτσι τουλάχιστον ήλπιζε. Και έβλεπε τα βαθουλώματα που είχε αφήσει το σώμα του παιδιού στο στρώμα, εκείνα τα θλιβερά απομεινάρια, που σχημάτιζαν κάθε μέρα, για χάρη της, την πλάτη και το στέρνο, τη μέση και τα πόδια, το παλλόμενο μετείκασμα του γιου της. Τον επανέφεραν μπροστά στα μάτια της με τη δύναμη της απώλειας. Και χάιδευε το στρώμα, αργοσέρνοντας τις παλάμες πάνω στα απαλά σεντόνια, και αφήνοντας εκεί κομμάτια του εαυτού της, μόνο και μόνο για να τα βρει την επόμενη μέρα, με ρινίσματα σιδήρου στο λαιμό, και τροχισμένες πέτρες στο στήθος της. Και είχε ηρεμήσει από καιρό. Τώρα πλέον όλα γίνονταν αργά. Με ρυθμούς μιας ονειρικής τελετής, λιτανείας, για να μπορεί να βιώνει στο πετσί της και τα φανερά και τα αφανέρωτα. Να μπορεί να εγκλωβίζει στη θύμησή της, κάτι από μια εικόνα, που τώρα την είχε χάσει, και η φωτογραφία το μόνο που έκανε ήταν να τη διαστρέφει συνεχώς, να την αλλοιώνει, η ατάραχη φωτογραφία, η ένοχη για τόσες νεκρές αναμνήσεις. Και ήταν πράγματι ήρεμη, αν αναλογιστεί κανείς το βίαιο ψάξιμο που την ταρακουνούσε κάθε μέρα, τον πρώτο καιρό, που ήταν γεμάτος δάκρυα. Έμπαινε έντρομη μέσα στο δωμάτιο, και άρχιζε να ψάχνει (για το παιδί της) στα πιο απίθανα σημεία, να σηκώνει μονάχη της το στρώμα και να σπάζει τις σανίδες του κρεβατιού× να κοιτάει για ώρα το ταβάνι μην υπήρχε καμιά τρύπα για δραπέτες× να γρονθοκοπεί τους τοίχους και τα άψυχα έπιπλα× να στέκει στην άκρη του κρεβατιού με τα χέρια χωμένα ανάμεσα στους μηρούς της, και ν’ ανεβοκατεβαίνει, σαν νευρόσπαστο, σαν άνθρωπος που είχε χάσει τα λογικά του, μέσα σε αναφιλητά, που μόνο μια άλλη μάνα, στην ίδια κατάσταση, θα μπορούσε να καταλάβει. Και τα βράδια (εκείνα το πρώτα τρομερά βράδια της φυγής του γιου) ακουμπούσε παραδομένη την πλάτη στην κλειστή πρώτα του δωματίου, και έπεφτε σιγά, σχεδόν αυτοκτονούσε, στο έδαφος κλαίγοντας, και αφού ξεθύμαινε έπαιρνε το αποφασισμένο ύφος του φρουρού. Προστάτευε το γιο της, από εκείνους που θα έρχονταν δόλια και υποχθόνια τη νύχτα να τον κλέψουν, και αυτή να τη ρημάξουν. Και κρατούσε ανοιχτά τα μάτια όλη νύχτα, τα βλέφαρα την πονούσαν, αλλά άντεχε, ακόμη κι αν αντιμετώπιζε το απόλυτο σκοτάδι. Γιατί πίστευε ότι μέσα κοιμόταν το παιδί της.
Την ώρα που όλα όσα είχε να κάνει τέλειωναν, άλλοτε πρωτύτερα, άλλοτε αργότερα, με διαφορετική σειρά και δύναμη, αλλά με την ίδια πάντα ματαιότητα, η γυναίκα έστρεφε το ξαναμμένο και κάτισχνο πρόσωπό της στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου. Κι ήταν τότε, που τα πράγματα και οι σκέψεις της σταματούσαν τις ανίερες συμμαχίες× την ώρα που σώπαιναν λοιπόν, και ήταν σαν να σταματούσε απότομα μια χιονοστιβάδα ήχων και εικόνων, εκείνη μετρούσε την ανάσα της, και έβαζε το χέρι στο μέρος της καρδιάς να δει αν η ταραχή ήταν ακόμη εκεί× αν είχε ακόμη ένα σκοπό στη ζωή της× φοβόταν μη και χαθεί η προσμονή. Εκείνο το παράθυρο ήταν ερμητικά κλειστό, βουβό και αναίσθητο. Τα ξύλινα παντζούρια, με τις χαρακιές και τους νοτισμένους αρμούς, ήταν μανταλωμένα, και θα έμεναν έτσι αιώνια, όπως οι πύλες του παραδείσου. Η τζαμαρία είχε σπάσει εκείνο το απόγευμα, στη δεξιά πλευρά, και είχε μείνει έτσι μέχρι τη στιγμή που η γυναίκα αποφάσισε να την κλείσει με ένα χαρτόνι. Το σπάσιμο ήταν η απόδειξη και δεν ήθελε να την εξαφανίσει Από τότε δεν ξανάβαλε κουρτίνες στο παράθυρο, γιατί δε χρειάζονταν. Οι κουρτίνες εκείνο το απόγευμα, με ανοιχτό το παράθυρο και τον αέρα να τις κουνάει μανιασμένα, ήταν αυτές που της μαρτύρησαν πως ο γιος της είχε δραπετεύσει, από κείνο το παράθυρο, αυτό το παράθυρο που βλέπει κάθε μέρα. «Τον έχασες!» τις είπαν με ένα γέλιο απόκοσμο, κοροϊδευτικό, αποστασιοποιημένο και άπονο. Μέσα από τα συρίγματα και τα ραπίσματα του ανέμου, έμοιαζαν με γλώσσες που πλατάγιζαν και ξερνούσαν κρύο αέρα. Κι ήταν έτσι, γιατί η γυναίκα αρχικά δεν τις πίστεψε και έτρεξε στο παράθυρο που είχε ανοίξει διάπλατα, ακουμπώντας το περβάζι με δύο χέρια που ήταν ικανά να λειώσουν το τσιμέντο. Και μετά πείστηκε. Τα μάτια δε μπορούσαν να δουν μακριά. Πυκνή ομίχλη είχε κατακλύσει τον ορίζοντα, καταπίνοντας τη γνώση για τα πράγματα. Αντίκρισε ένα άσπρο τοπίο, που ενώ σε άλλους γαληνεύει τη ψυχή, σε εκείνη μαρμάρωσε το σώμα. Και έμειναν ζωντανά μόνο τα μάτια στις κόγχες τους, γιατί τα ερέθιζαν τα δάκρυα που μάγκωναν τα βλέφαρά της. Το βλέμμα ακολούθησε τις πατημασιές πάνω στο χιόνι, και ύστερα χάθηκε και το βλέμμα, πάγωσαν και τα μάτια, έσπασαν και σκόρπισαν σαν πολύτιμες μικρές πέτρες, σαν ανεκτίμητες χάντρες, στο σκληρό πάτωμα. Δε μπόρεσαν να δουν τις μαύρες νιφάδες που άρχισαν να πέφτουν νωχελικά από έναν κάτασπρο ουρανό τα μάτια της. Και τότε ήταν που η φύση της υπενθύμισε τη μοναξιά της. Τα δέντρα έκλαψαν τα μαραμένα φύλλα τους, τα σκόρπισαν στο άσπρο τοπίο, και τα χαμοπούλια αγκαλιάστηκαν με τις φτερούγες τους, παγωμένα, σε μια κίνηση σεβασμού και συγκατάβασης, συμπάσχοντας στον πόνο της. Και η μάνα ψιθύρισε με φοβισμένη ψυχή… «Ήλθε ο χειμώνας μου»…

¨
Εκείνο το απόγευμα η γυναίκα δεν είχε τη δύναμη να παρακολουθήσει τη σύγκρουση, φάνηκε δειλή, και πήγε και κλείστηκε στην κουζίνα, ακούγοντας όμως με υψηλή καθαρότητα τους βρυχηθμούς του άντρα της στο καθιστικό. Ένα λιοντάρι κάτω από το δέρμα ενός όψιμου μεσήλικα, που είχε αποφασίσει να διαταράξει τις μόνες σταθερότητες της ζωής του. Και ήταν ένα λιοντάρι κλεισμένο στο κλουβί, που ‘χε να καταπιεί σάρκα για αιώνες. Ο πατέρας είχε σταυρώσει τα χέρια, τα νύχια της μιας παλάμης μπηγμένα στην αφράτη σάρκα της άλλης και τα έτριβε τόσο δυνατά, που πετούσαν σπίθες. Το σώμα του έτρεμε από την οργή, τα δόντια σφίγγονταν με οξύτητα στο στόμα, ενώ οι φλέβες του φούσκωναν από τα ορμητικά κύματα του μανιασμένου αίματός του, εκείνης της ροής που θα τα παράσερνε όλα σε τόπο που κανείς δε θα μπορούσε να βρει τα κομμάτια, να τα ενώσει πάλι. Στην άβυσσο.
Μια κάργα ανήγγειλε τον ερχομό του γιου. Και ήταν ακόμη ο ήλιος στο στερέωμα. Αλλά κρύφτηκε πίσω από ένα σύννεφο κι αυτός, λάκισε, τίποτα να μη δει. Ο γιος είχε μπει μέσα στο σπίτι. Το κατάλαβε η μάνα, τη στιγμή που έκλεισε σαν τάφος η πόρτα του σπιτιού, και έκλεισε απ’ έξω το πέταγμά της, εκείνα τα φθονερά κρωξίματα. Και τότε τα κατακόκκινα μάτια του πατέρα τον κοίταξαν. Το παιδί έστεκε σε μια στάση προσοχής, λες και είχε δραπετεύσει από στρατόπεδο, αλλά του είχε μείνει κουσούρι η πειθαρχία. Σηκώθηκε και πήγε κοντά στο γιο του, που τον εξέταζε ευθυτενής, με ένα ψυχρό διαπεραστικό βλέμμα – αυτό που εκείνη την ώρα του άξιζε. Κανείς δεν είπε τίποτα, οι σιωπές έβγαλαν μαχαίρια και άρχισαν τη σύγκρουση, με απαιτητικούς υποβολείς – το μίσος και από τις δυο πλευρές, ασίγαστο και ζωοδότης των πραγμάτων. Αυτό που ένιωθε ο ένας κοιτώντας τον άλλο, τότε, ήταν το μίσος, ανόθευτο από συναισθήματα και δεσμούς αίματος, το γνωστό σε όλους τους ανθρώπους, το ανθρώπινο μίσος. Αυτό που φωλιάζει παντού, ακόμη και στο πιο αγνό πρόβατο, στον πιο μυροβλήτη άγιο. Η μάνα δεν άκουγε τη σιωπή αλλά την ένιωθε, το κρύο φυσούσε στα κόκαλά της, σαν μια φλογέρα περιορισμένων σκοπών, και άρχισε σύγκορμη να παραδίνεται σε ένα τρέμουλο αποφορτιστικό –φοβόταν εκείνη την ώρα και δε μπορούσε να το κρύψει, από ποιόν, και γιατί να το κρύψει; Αυτό που άκουσε ξεκάθαρα, και ήταν κάτι που έμελλε να είναι το τελευταίο που άκουγε από τα χείλια του παιδιού της, ήταν ένα φτύσιμο. Μια απαξιωτική βλέννα, γεμάτη πικρία και απορία, που πήγε και καρφώθηκε στα πόδια του πατέρα, και είχε μεγάλη δύναμη, γιατί η μάνα είχε θελήσει να το κάνει κι αυτή, αλλά δε το τόλμησε ποτέ. Μια διαβολική αγαλλίαση διαπέρασε το στόμα της, που γέμισε σάλιο, εκείνο το σάλιο που πλημμυρίζει τα στόματα των σκυλιών, όποτε βρίσκουν ξεκοιλιασμένα ανθρώπινα κουφάρια. Και τότε άστραψαν τα μάτια της, και ευχήθηκε να γίνει φονικό, ο γιος να χώσει τον πατέρα στο χώμα. Και έστειλε κύματα μίσους κι αυτή στο γιο της, να τον ενδυναμώσει, να τον κάνει αδίστακτο. Να πετύχει ο γιος το σκοπό της. Να τελειώσει αίσια το πράγμα.
Ετοιμάστηκε. Πήγε και πήρε τη θέση της - πάντα κλεισμένη στην κουζίνα – γι’ αυτό που ήξερε ότι θα συνέβαινε, το ‘χε προβλέψει, το ‘χε ευχηθεί. Και τώρα ετοιμαζόταν να το ευχαριστηθεί, μέσα στην απόλυτη κενότητα, ένα αραχνιασμένο και άσπαρτο χωράφι η ψυχή της. Την ώρα που κούνησε το κουρτινάκι από το παράθυρο της κουζίνας, άρχισαν να πέφτουν τα πρώτα χτυπήματα, και τα άκουγε τώρα με απόλυτη πείνα, έχοντας καρφωμένο το βλέμμα έξω, στο δρόμο, στην απόμακρη, κι όμως διπλανή γειτονιά, που κινούταν στον έξω κόσμο με δαιμόνιους ρυθμούς, απαθής γι’ αυτά που εκείνη βίωνε τώρα, και φυσικά βουβή, γιατί δεν είχε ανοίξει το παράθυρο η γυναίκα – δεν ήθελε κανείς να διακόψει απ’ έξω τη ζωή του και να πει, να ρωτήσει, τι διάβολο συντελούταν πίσω από εκείνους τους τοίχους. Και η μάχη, ένα τοίχο πιο πέρα, συνεχιζόταν και μεγάλωνε τη φρίκη της. Έπιπλα που μετά από χρόνια ξύριζαν το πάτωμα, ανάσες που δεν ολοκληρώνονταν γιατί η πάλη ήταν αδυσώπητη, χτυπήματα φοβερά σαν γδούποι, μια σάρκα απέναντι στην άλλη, γυαλικά να σπάζουν και ιδρώτας να ποτίζει το αίμα και να το νερώνει. Κόκαλα που έτριζαν, και στόματα που είχαν προτάξει δόντια, κι αποζητούσαν την καταστροφή. Και ψηλά στον τοίχο, μια ομάδα εικόνων να ευλογεί με νηφαλιότητα τα δύο αγρίμια, που είχαν αποφασίσει να πάνε μέχρι τελικής πτώσεως, για να κερδίσει ο νικητής το φωτοστέφανο των αγίων. Ψυχροί κριτές.
Και μέσα στον πάταγο, εκείνη, είχε συντροφιά τη βουβή εικόνα της γειτονιάς, που αίφνης άρχισε να κινείται αντίστροφα. Οι άνθρωποι προχωρούσαν τώρα προς τα πίσω, εκείνοι που είχαν φύγει επέστρεψαν στα σπίτια τους, με ανάποδο βήμα. Τα πουλιά άνοιξαν τα φτερά και περίμεναν ένα δυνατό άνεμο να τα πάρει μαζί του, όπως τα αδέσποτα φύλλα των δέντρων, κι ήταν τόσο αφημένα στη μανία του, που σε λίγο ο ουρανός γέμισε με μικρές μαύρες κηλίδες, περιστρεφόμενες, λες και κατέβαινε ένα τεράστιο κοπάδι μολυσμένων ακριδών που είχε έρθει να κατασπαράξει τα σπαρτά - κι όμως απομακρύνονταν όλα, με διαταγή του ουρανού, που τα ρουφούσε ακατάσχετα. Οι γούρνες με το θολό νερό, ταράχτηκαν και άρχισαν να σηκώνονται υπό μορφή σταγόνων στον αέρα, ανάποδα εντελώς και έξω από της φύσης τα πρέπει, να ενώνονται με άλλες πολλές και να φτιάχνουν μαύρα σύννεφα, που κόλλησαν στον ουρανό, σαν καρκινικά σημάδια, διατηρώντας στα σπλάχνα τους το νερό που είχε θρέψει τη γη. Κι έτσι τα μικρά φυτά, απαλλάχτηκαν από τις έννοιες, και άρχιζαν να σκάβουν μόνα τους το χώμα για να βρουν τις ρίζες τους και να τις φάνε, μη τυχόν και ξαναβγούν στην επιφάνεια να ζητήσουν αχτίδες ακριβοθώρητες του ήλιου. Και έμειναν άθικτες και ατάραχες μόνο οι βελανιδιές, που αρμάθιαζαν το χωματόδρομο της γειτονιάς από τις δυο πλευρές του. Και ανάμεσά τους, σε κοντινή απόσταση, τρία παιδιά, με το ίδιο πρόσωπο, αλλά με διαφορετική ηλικία (ένα πέντε, το άλλο δέκα, και το τρίτο δεκαεπτά), της κέντρισαν το ενδιαφέρον. Το πρώτο, καθισμένο ανακούρκουδα κάτω από τον ίσκιο μιας βελανιδιάς, κουνούσε χάρτινα καράβια μέσα σε ένα τσίγκινο κουβά γεμάτο νερό. Το δεύτερο τεντωνόταν, ακροπατώντας στο χώμα, για να πιάσει ένα καρπό που ήταν μακρινός για το ύψος του. Κι όμως εκείνο προσπαθούσε, τεντωνόταν, ξέροντας ότι ποτέ δε θα το πιάσει αν δεν έκοβε από τη ρίζα του το πεισμωμένο κλαδί. Και το άλλο, το τρίτο, φορτωμένο με ένα σάκο, μέσα σε ένα κατάμαυρο πανωφόρι, έκανε τσιγάρο ακουμπισμένο στο κορμό της βελανιδιάς, πετούσε τη γόπα στο χώμα, και έπειτα με αργά και βασανιστικά βήματα απομακρυνόταν από τη γειτονιά, φτιασιδώνοντας το φορτίο του στις πλάτες, για να δείξει ότι ήταν βαρύ και ασήκωτο. Και είχαν όλα τα παιδιά το ίδιο πρόσωπο, τα ίδια μάτια, την ίδια απόγνωση. Ήταν το παιδί της, σπασμένο σε τρία ίδια κομμάτια.
Και τα σπαράγματα πήραν τόση απρόβλεπτη τρομάρα, που για να αποφύγει το σάλεμα των λογικών της, βούλωσε με τα χέρια τα αυτιά της. Και πλέον δε μπορούσε να ακούσει τίποτα έξω από αυτήν, ούτε γδούπους, ούτε γδαρσίματα. Το μόνο που άκουγε, κι είχε αφεθεί απόλυτα σ’ αυτό, ήταν η βουή που έβγαζαν τα αυτιά της. Άκουγε το αίμα της πως κυκλοφορούσε στις φλέβες της, το ράπισμα των κυμάτων του, πως προσέκρουε στα τοιχώματα της γερασμένης σάρκας της. Ένιωθε μόνο εκείνον τον τρομακτικό ήχο, που προηγείται καταστροφών και καταποντισμών, σαν να σαλεύει το χάος, και νομίζεις ότι η γη ανοίγει και σε καταπίνει αυτούσιο. Και έτσι όπως είχε σκύψει να ακούσει καλύτερα, δεν είδε τον άντρα της που μπήκε στην κουζίνα, χωρίς ορμή, με την αργοπερπατησιά του νικητή, που έχει ήδη φυλακίσει, το ελεεινό ή περήφανο, τελευταίο βλέμμα του θύματός του. Έτσι όπως τη βρήκε απροετοίμαστη, την έπιασε από τα μαλλιά, με τα δύο αιματοβαμμένα χέρια του, και της χτύπησε με δύναμη το κεφάλι στο μαρμάρινο νεροχύτη. Την ώρα που την σήκωσε από τις τρίχες της κεφαλής της, και εκείνη ξαφνιάστηκε χωρίς να ξέρει τι της ήρθε κι από πού, πρόλαβε μόνο να δει ερημωμένη τη γειτονιά έξω από το παράθυρο. Τα τρία παιδιά εξαφανισμένα. Τα σπίτια είχαν μετατραπεί σε τεράστια στραπατσαρισμένα πρόσωπα, που γελούσαν μαζί της, με το χάλι της, βγάζοντας τη γλώσσα. Η γυναίκα δεν πέθανε. Το χτύπημα όμως, ενείχε τις απαραίτητες δόσεις νεκρικής ηδονής, ώστε να πέσει κάτω αναίσθητη και μετά από ώρες να επανέλθει στον κόσμο των ζωντανών με ένα μεγάλο τραύμα, στον αριστερό της κρόταφο, με το βρακί κατεβασμένο και τον κόλπο της γεμάτο από υγρά σημάδια ενός ικανοποιημένου λιονταριού. Δε πρόλαβε να δει τον άντρα που είχε μπει στη κουζίνα με το στόμα βαμμένο με αίμα. Και ήταν να αναρωτιέται κανείς, αν το αίμα ήταν δικό του, ή το ‘χε αποσπάσει από αλλού.

¨
Ένα βράδυ, όπως όλα τα άλλα, στις δύο τη νύχτα, που ‘ναι και νωρίς, που ‘ναι και αργά, η γυναίκα ένιωσε στα αυτιά της, ζεστές ανάσες να της ψιθυρίζουν μισόλογα, ακαταλαβίστικα αλλά με μια στοργή που την είχε θάψει στα παιδικά της χρόνια. Κι όταν ανασάλεψε, πριν ανοίξει τα βλέφαρα, ένιωσε στο στόμα να την μπουκώνουν στάχτες, και σηκώθηκε γρήγορα να βήξει, να βρει αέρα, μη πεθάνει τόσο άδοξα. Και στάθηκε για λίγο, ούτε ξύπνια και ούτε κοιμισμένη, με τα χέρια παραδομένα στους μηρούς της, σε εκείνη τη στάση οι παλάμες της ζητιανιάς. Και ήταν ένας μικρός ήχος, και μια μικρή αντανάκλαση φωτιάς, που την ξύπνησε τελείως μέσα στη νύχτα- κατάλαβε ότι αυτά που συνέβαιναν, γίνονταν πίσω από την πλάτη της. Γέρικες φωνές σε μια σκοτεινή ώσμωση, και χαρτιά που καίγονταν και άφηναν στον αέρα εκείνη τη στυφή μυρωδιά του καμένου ξύλου. Και σηκώθηκε όρθια, χωρίς να στρέψει το βλέμμα προς τη μεγάλη τραπεζαρία, που ήταν λίγα μέτρα πίσω από το ντιβάνι που πλάγιαζε.
Και έπρεπε να την βλέπατε τότε! Με το νυχτικό το διάφανο να καλύπτει τα λυμένα της κόκαλα, και τα μαλλιά απλωμένα σε εκείνους τους αδύναμους ώμους –μαλλιά σπασμένα, λιγδιασμένα, με άσπρες τούφες εδώ και κει, σημάδια απρόσμενα, που εμφανίστηκαν μέσα σε λίγες στιγμές, μετά από βαρύθυμες ανάσες, εκείνες που τις αφήνεις και τα πνευμόνια μένουν αίφνης ξερά.Και με τα πόδια ξυπόλυτα γύρισε να δει τι ήταν αυτό που της είχε ταράξει το λιγοστό της ύπνο. Και είδε τρεις γριές, ολόμαυρες στα ρούχα, φασκιωμένες με μαύρα επίσης μαντίλια, που συγκρατούσαν τα βαμβακένια τους μαλλιά, γριές που ‘χαν φάει τη ζωή ως το μεδούλι, με χέρια χαρακωμένα από σκαλιστήρι του χρόνου, τις έβλεπε λοιπόν, να έχουν αποδυθεί σε μια δουλειά με μεγάλη αφοσίωση, μέσα σε ένα κλίμα γενικότερης σύμπνοιας, εμμονής για να γίνει γρήγορα η δουλειά. Κάθονταν σκυμμένες, στις καρέκλες γύρω από το τραπέζι, και μια μεγάλη φωτιά, που έβγαζε μαύρο καπνό και πετούσε μικρές στάχτες στα μάτια τους, έριχνε αμυδρό φως στα ρυτιδιασμένα πρόσωπά τους. «Όλα...όλα…όλα…» έλεγε η μία μετά την άλλη, τσακίζοντας εκείνη τη μοναδική λέξη με τα χαλασμένα δόντια τους, και εννοούσαν τους λευκούς φακέλους που έριχναν γρήγορα στη φωτιά. Τα έκαιγαν πάνω σε μια πιατέλα, σε εκείνη που η γυναίκα έβαζε τη βασιλόπιτα και μετά την σταύρωνε ο άντρας κάθε Πρωτοχρονιά, και το τραπέζι ήταν γεμάτο με λευκούς φακέλους, πλημμύριζε, που τότε δεν ήταν απολύτως λευκοί, γιατί το κιτρινωπό φως, τους χάριζε απλόχερα εκείνη την σκουριά του χαρτιού, που μαρτυρούσε τώρα ότι τα γραμμένα είχαν πλέον παλιώσει.
«Σου χτυπάνε δε τα’ ακούς;» τις είπε μια από τις γριές, χωρίς να στρέψει το κεφάλι, ούτε να σταματήσει τη δουλειά της.
Η γυναίκα έμεινε άφωνη, μ’ αυτό που έβλεπε, αλλά προσπάθησε να θυμηθεί αν σε εκείνες τις ιλιγγιώδεις στιγμές, άκουσε χτύπημα στη πόρτα. Και τη στιγμή που κλωθογύριζε ήχους στο κεφάλι της, ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Λες και δικαιωνόταν η γριά μπροστά στα μάτια και τα αυτιά της. Έμοιαζε με κείνο τον ξαφνικό ήχο, που κάνουν τα άγαρμπα σπουργίτια όταν πέφτουν πάνω σε τζαμαρίες, και σε καταλαμβάνουν εξαπίνης, μέχρι να τα δεις, ξεφυσώντας, να σκουπίζουν το τζάμι, πέφτοντας με το ράμφος στραβωμένο. Ο ήχος ακούστηκε, ήταν ξεκάθαρο, από την ξύλινη εξώπορτα.
«Σου χτυπάνε δε τα’ ακούς;» επανέλαβε η γριά συνεχίζοντας να ρίχνει με κείνα τα γέρικα, μα σβέλτα, χέρια, τους φακέλους και τα γράμματά τους στη φωτιά που θέριευε επικίνδυνα.
Και η γυναίκα είχε κοκαλώσει, δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν σε όνειρο, ή στο ξύπνιο της. Αόρατα καρφιά είχαν ακινητοποιήσει στις πατούσες της. Έσπευσε, μετά λίγη ώρα, με το βλέμμα να πεταρίζει πότε στις γριές, πότε μπροστά της, διστακτικά, και όταν έφτασε κοντά στην πόρτα της κόπηκε η ανάσα. Ένα φως είχε φωτίσει τη χαραμάδα στο κάτω μέρος της πόρτας. Μια άλλη γριά από τις τρεις, είχε κινηθεί σαν φίδι στο σκοτάδι, και είχε σκύψει εκεί που τώρα κοιτούσε η γυναίκα, και με ένα τσαλακωμένο γράμμα στο χέρι, που έκαιγε κανονικά, της φώτιζε αυτό που μέσα στο σκοτάδι δε μπορούσε να διακρίνει. Ήταν ένα υγρό πηχτό, μαύρο, ίσως κόκκινο, που ξεκινούσε απ’ έξω από τη πόρτα, και είχε απλωθεί και μέσα στο σπίτι της.
Και όπως ήταν σκυμμένη η άλλη γριά, της είπε «σου χτυπάνε δε τα’ ακούς;» με την ίδια φωνή με τη προηγούμενη, κι όταν απόσωσε η φωτιά στη παλάμη της, χάθηκε μέσα στο σκοτάδι.
Με μια κίνηση απότομη, η γυναίκα ξεκλείδωσε την πόρτα, την άνοιξε και ήλθε αντιμέτωπη με ένα θέαμα που την εντυπωσίασε. Ένας μαύρος ουρανός, χωρίς αστέρια, με άσπρα σύννεφα όμως, και κίτρινα καρφιά να καρφώνουν τη γη, κεραυνοί, που τις έλεγαν να κάνει γρήγορα, γιατί ο ουρανός σε λίγο θα σκιζόταν και γέμιζε ο τόπος άφθονη βροχή. Η γυναίκα αντίκρισε εμβρόντητη έναν άντρα, σωριασμένο στο κατώφλι της, αναίσθητο, ίσως νεκρό, με το κεφάλι ακριβώς στο ύψος που έκλεινε η πόρτα του σπιτιού της. Τα ρούχα του η μαζεμένη φτώχεια του κόσμου ολόκληρου. Και το κεφάλι ανάβλυζε αίμα, αυτό ήταν λοιπόν, αίμα χωρίς σταμάτημα, που ‘χε για πηγή ένα διαμπερές τραύμα σε ένα κεφάλι με ένα πρόσωπο κάτισχνο και ταλαιπωρημένο. Και είχε γένια το πρόσωπο, τόσο μακριά, που έκρυβαν τα χαρακτηριστικά του, και έτσι όπως φοβήθηκε η γυναίκα φώναξε με σπασμένη φωνή «Χριστέ μου!»…
«Λάθος έκαμες!» τσίριξε μια τρίτη φωνή (η τρίτη γριά) από το σκοτάδι πίσω της, επιτείνοντας, με τη σκληράδα στη φωνή της, το βούρκωμα των ματιών της.
«Ποιος είναι;» ρώτησε η γυναίκα τις γριές, χωρίς να αφήνει από τα μάτια της το πτώμα.
«Ο Χριστός μια φορά δεν είναι!» γέλασε η πρώτη φωνή.
«Τότε ποιος;» ξαναρώτησε μ’ απόγνωση.
«Είναι κάποιος που ‘ρθε να σου δείξει το θάνατό του, δε σου αρκεί αυτό;» αναρωτήθηκε σοβαρεύοντας η δεύτερη φωνή. Οι φωνές πήραν θάρρος, και τώρα οι απαντήσεις τους είχαν ένα τόνο κατηγορηματικό, λες και η γυναίκα τα ήξερε όλα, και έπαιζε θέατρο μαζί τους.
«Ντροπή σου να πλανεύεις γριές γυναίκες!» πρόσθεσε η τρίτη γριά.
«Μα εγώ…»
«Θες να πεις πως δε ξέρεις ποιος είναι αυτός που ξεψυχά στο κατώφλι σου;» ρώτησε εκείνη με την σκληρή παλάμη.
«Όχι δε ξέρω!» απάντησε κατηγορηματικά, με όλη την αλήθεια που έβγαινε από την ψυχή της.
«Ψέματα λες!» φώναξαν όλες οι γριές μαζί, και στη συνέχεια η πρώτη πήρε το λόγο για να δώσει στη γυναίκα τη χαριστική τους βολή.
«Μάνα, δε γνωρίζεις το παιδί σου, το αποκήρυξες, το λησμόνησες, το ‘θαψες και κει που κανείς δε θάβεται, στα όνειρά σου;» της απευθύνθηκε ειρωνικά και άσπλαχνα.
Η γυναίκα χτυπήθηκε από ένα αστροπελέκι, ένα γλυκό μούδιασμα την εξόντωσε, και ήταν σαν μια ηλεκτρική εκκένωση μετά, όταν έστρεψε το κεφάλι προς τις γριές, για μια στιγμή, μη πιστεύοντας αυτό που είχε μόλις κλειστεί μέσα στα αυτιά της, εκείνο το νέο του θανάτου, και έμοιαζαν όλα με χτυπήματα τσεκουριού στο κεφάλι της. Οι γριές άφαντες. Μια μικρή φλόγα, η εκπνοή του φωτός, τρεμόπαιξε καταπίνοντας την τελευταία επιφάνεια του χαρτιού, και το δωμάτιο επέστρεψε στο βαθύ σκοτάδι, στη γνώριμη μυρωδιά της σβησμένης φωτιάς, με τις στάχτες να έχουν στήσει ένα τρελό χορό, να πλανώνται αθόρυβες στον αέρα, να συγχρωτίζονται με τον αέρα που άφησαν πίσω τους οι γριές φεύγοντας.
Κι όταν γύρισε γονατισμένη στο μέρος του νεκρού, με μάτια που έβλεπαν μόνο από την διακεκομμένη φαντασμαγορία των κεραυνών που συνέχιζαν να τρυπάνε ουρανό και γη, άπλωσε τα χέρια και πασπάτεψε το σώμα. Όμως η αφή της το μόνο που κατάφερε, ήταν να γεμίσει τα χέρια της με τη νοτισμένη σκόνη του τσιμέντου. Αναβοσβήνοντας ο ουρανός, εξαφάνιζε σταδιακά το σώμα, χάνονταν η πεθαμένη σάρκα με τα κουρέλια της, ώσπου ήλθε η στιγμή, με ένα τρομερό μπουμπουνητό, να μείνει εκεί έξω μόνο ένα άβρεχτο περίγραμμα, που εν ριπή οφθαλμού, άρχιζαν να το μελανιάζουν νιφάδες χιονιού, που εξαφανίζονταν στο τσιμέντο σαν φαρμακωμένες ψυχές.
Όλα άλλαξαν, σαν ψέμα, και σαν πρωτοφανής σκληρότητα της φύσης. Και εκεί που ο ουρανός είχε δείξει τα διαπιστευτήριά του, είχε αφήσει να φανούν οι προθέσεις του για έναν λυτρωτικό κατακλυσμό, που θα ξέπλενε το αίμα από το κατώφλι του σπιτιού, εκείνος άνοιξε τις στρόφιγγες και άφησε το χιόνι να πέσει και να τα παγώσει όλα. Και αυτό που είδε η γυναίκα εκείνη τη νύχτα, ήταν μια ατέλειωτη σειρά από ανεμοδαρμένες κουρτίνες, η μία πίσω από την άλλη, να λικνίζονται μαζί με τους στροβίλους μιας άξαφνης παγωνιάς, όλες κεντημένες με λεπτές βελονιές, τις νιφάδες του χιονιά.
«Ήλθε ο χειμώνας σου!»…ακούστηκαν και πάλι οι γριές.

¨
Και ήρθε μια εποχή, που τα αισθήματά της αγκάλιασαν την κατάσταση της. Το ένα κενό προστέθηκε στο άλλο, και έκαναν ένα κενό μεγαλύτερο, ικανό να την χωρέσει από κει και πέρα. Τότε, την άφησαν τα πράγματα και οι σκέψεις της, να ηρεμήσει. Να γίνει ένα άψυχο σκιάχτρο σε ένα άδειο σπίτι, χωρίς δυνάμεις να φαντάζεται, χωρίς εικόνες και ήχους να την περιτριγυρίζουν. Και τι ζητά κανείς από ένα σκιάχτρο, αν όχι την ασχήμια του; Και ζούσε έτσι, με μόνη κληρονομιά το να θυμάται αυτά που πέρασαν, με μια μορφή τρομερή. Και να θυμάται μόνο με την αφή. Μέσω της αφής, που κι αυτή κάποια στιγμή θα χαθεί. Μα πριν χαθεί, χαιρόταν να κάθεται με τα χέρια απλωμένα στον αέρα, σαν τη τυφλή, κι έτσι θυμόταν, πώς τα κρύα χέρια της έπιαναν τα ζεσταμένα πλευρά του μικρού παιδιού της. Τι ζεστασιά και τι αγαλλίαση το άγγιγμα, και από μέσα η καρδιά, προστατευμένη απ’ τα γερμένα κόκαλα, να πάλλεται σε ρυθμούς γαλήνιους, κατευναστικούς, αναστάσιμους. Και μετά το στερνό φιλί της στα κλεισμένα βλέφαρα του παιδιού της, το κλέψιμο της μιας στιγμής από τα μάτια του, μια δόση των ονείρων του, από εκείνο το τοπίο της απεραντοσύνης, που το φυλάκισε στα φύλλα της καρδιάς της.
Και όποιος τολμά, πλην του θανάτου, ας πάει να της τα κλέψει…

Δεν υπάρχουν σχόλια: