Οι Ελάσσονες
Διήγημα
Ο Νέος μπήκε στο γραφείο, με ένα μήλο καρφωμένο στο στόμα. Είδε τον Ανεξάρητο, πίσω από το γραφείο, να τον κοιτά βλοσυρά, περιστρέφοντας ένα χαρτοκόπτη στα δάχτυλά του.
«Ωραίος στόχος έγινες!» του είπε μειδιώντας.
(Η ώρα ήταν μία μετά τα μεσάνυχτα. Τηρουμένων των αναλογιών, υπήρχε ησυχία).
Για μια στιγμή σκέφτηκε, ότι μπορεί και να το εννοούσε. Τον θεωρούσε άλλωστε σαλεμένο τύπο, ένα απίστευτο πηγάδι ανάδευσης ψυχοπαθολογικών αγκυλώσεων. Πολύ πιο απλά, η βίδα είχε λασκάρει αλμπάνικα. Είδε το στόμα του να σπάει, με εκείνη την επίδειξη ανωτερότητας που διέκρινε τον καραφλό μπάτσο ( τον Ανεξάρητο), και βγάζοντας το καπέλο του, έκατσε, στο ακριβώς απέναντι γραφείο. Δίπλα στη πόρτα. Σε αμυντική σχεδόν στάση.
«Που το βρήκες ρε;» τον ρώτησε.
«Στο ψυγείο, που θες να το βρήκα» του απάντησε ο Νέος βαριεστημένα, ψάχνοντας κάποια χαρτιά, αλλά στην ουσία προσπάθησε να ξεφύγει, με αξιοζήλευτη ελαφρότητα, από μια ακόμη συζήτηση που θα κατέληγε σε φιάσκο. Έτρεμε κατά βάθος, αλλά δημοσίως δεν ήθελε να αποτελεί μόνο τον ευαίσθητο κορμό ενός μικρού φυτού, ένα μαλθακό κοτσάνι, μέσα σε ολόκληρο το σώμα. Ένας ακόμα ψαρωμένος χέστης.
«Εν ώρα υπηρεσίας δε τρώμε, δε σου το έμαθαν στην κωλοακαδημία που πήγες!» είπε με σφιγμένα χείλια, γέρνοντας απειλητικά μπροστά ο καραφλός μπάτσος. Τελείως κοροϊδευτικά.
«Έλα μωρέ, άσε το παιδί…» πετάχτηκε μέσα από τους φακέλους της βιβλιοθήκης ο Παλιός, κάνοντας ταυτόχρονα ένα νεύμα στο Νέο, ότι και καλά δεν έγινε τίποτα. Και έτσι ήταν. Ο Παλιός είχε βρει τον τρόπο, με ένα χιούμορ της συμφοράς, να επαναφέρει τις ισορροπίες, όποτε αυτές κινδύνευαν. Το πρόσωπο του Ανεξάρτητου, είχε μονίμως ένα στεγνό χαμόγελο, προκλητικά απαθές, είτε έβλεπε ντοκιμαντέρ, είτε ένα στυγερό φόνο. Συνεπώς δε μπορούσε κανείς να ξέρει πότε σοβαρολογούσε και πότε έκανε την πλάκα του. Όποτε προδιδόταν κάποιο συναίσθημα, υπεύθυνα ήταν τα μάτια και τα φρύδια του – μεγάλα σαν μάλλινες σκεπές πάνω από τα ανύπαρκτα βλέφαρα.
Ο καραφλός μπάτσος έσυρε προς τα έξω το τελευταίο συρτάρι του γραφείου του, και στη συνέχεια άφησε πάνω του ένα μισό μπουκάλι ουίσκι και ένα πλαστικό ποτήρι. Κοίταξε μέσα από το μπουκάλι την παραμορφωμένη φάτσα του Νέου, που έδειχνε εκτός από φοβισμένος και γελοίος. Γέλασε και πάλι μόνος του.
Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ο Ανεξάρτητος ήταν ήρεμος και μάλλον ψιλοβαριόταν. Προερχόταν από ξένοιαστο σαββατοκύριακο, και έδειχνε ήπιο το ηφαίστειο που συνήθως σιγόβραζε μέσα του. Σήμερα ήρθε για υπηρεσία στις οκτώ το βράδυ, και θα έκανε νυχτερινή βάρδια, όπως όλοι. Στη διάρκεια της απουσίας του, ο Παλιός, αυτός ο ψιλόλιγνος σαρανταπεντάρης με λίγα μαλλιά και γυαλιά μυωπίας, είχε διαφωτίσει το Νέο σχετικά με τις απρόσμενες εκρήξεις του Ανεξάρητου, που ήταν σχετικά νέος στο τμήμα, αλλά είχε γρήγορη ανέλιξη. Ρωτώντας πηγαδάκια και φρεάτια δεν έβγαλε άκρη. Όσοι του απάντησαν, του είπαν ένα ξερό «επιλογή άνωθεν» και τέρμα. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι είχε έρθει στο τμήμα με μετάταξη, ύστερα από ένα οκτάμηνο που βρισκόταν σε διαθεσιμότητα.
Μεσολάβησαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής. Ο Ανεξάρτητος πήρε το τηλεκοντρόλ στο χέρι, και άρχιζε να ψάχνει στην τηλεόραση για ένα πρόγραμμα που να τον ικανοποιούσε. Σταδιακά η ταχύτητα με την οποία άλλαζε τα κανάλια ανέβαινε. Η οθόνη γέμισε από απροσδιόριστα στοπ καρέ, που άλλαζαν με μια συνεχή ροή, και ενώ μεσολαβούσε μεταξύ τους ένα μαύρο φόντο. Τελικά, αφού δε βρήκε κάτι που να τον ικανοποιεί, πλάκωσε το τηλεκοντρόλ με την παλάμη του δεξιού του χεριού, με μια κίνηση δυνατή πάνω στο κόντρα πλακέ του γραφείου του, που συντάραξε τους δύο συναδέλφους του. Σαν να μην έκανε απολύτως τίποτα, έριξε ένα βιαστικό ξεφύλλισμα στο Playboy, που έχασκε δίπλα του ανοιχτό. Το είχε ξεκοκαλίσει. Δίστασε στην όγδοη φορά…
Τον κοίταξαν για λίγο, και επέστρεψαν στις δουλειές τους αμίλητοι. Ο Παλιός στην αρχειοθέτηση, και το ψάρι, ο Νέος, στα απλωμένα χαρτιά πάνω στο γραφείο του.
«Μα δε βλέπει κανείς τσόντα σε αυτή τη χώρα πλέον!» αγανάκτησε, ξεφυσώντας και αρχίζοντας γελάκια. Πράγμα που ήταν προάγγελος μιας νέας προσπάθειας του να πειράξει το νέο. «Για αυτό έχουμε γεμίσει πουστάρες αδελφές» βαυκαλίστηκε κουνώντας το κεφάλι του, για την τραγική διαπίστωσή του, στρέφοντας παράλληλα το βλέμμα του προς τον νεαρό αστυνομικό.
«Ε, ψιτ… Νέε!» σήκωσε τον τόνο της φωνής του.
«Τι έγινε» ρώτησε ο είκοσι δύο ετών αστυνομικός, ένας ξανθός συνεσταλμένος με μια απορία στα μάτια, σαν να έλεγε δε με παρατάς στην ησυχία μου.
«Δε μου λες ρε, γαμάς καθόλου, ή τσάμπα τα φοράς τα γαλόνια;»
Ο Παλιός βλεφάρισε προς το μέρος του, και αμέσως μετά προς το μέρος του μικρού. Ο τελευταίος δίστασε.
«Αυτά… πώς να το πω… είναι προσωπικά θέματα…» απάντησε βγάζοντας δύο κόκκινες κηλίδες στα μάγουλα ο νέος, χωρίς γέλιο όμως, μάλλον ενοχλημένος που αναγκάστηκε να απαντήσει έστω και έτσι. Σοβάρεψε και είπε «άσε με τώρα, έχω δουλειά…»
«Τι είναι αυτά ρε! Σαν κάτι κυράτσες κάνεις στη τηλεόραση…Απλό είναι ρε το θέμα, τον καρφώνεις σε καμιά τσουλίτσα ή όχι;» φώναξε ειρωνικά κουνώντας το χέρι. «Μπας κι είσαι και συ αδελφή, έτσι… τρυφερούδι που είσαι, δε θα σου… κακόπεφτα…» είπε κουνώντας τα φρύδια, και ξύνοντας το καβάλο του, έτσι όπως καθόταν με τις αρίδες του απλωμένες στο γραφείο.
Ο Νέος τον κοίταξε τόσο άγρια, με τα σαγόνια του να τρίβονται, αλλά κατέπνιξε το θυμό του. Προσπάθησε να δώσει τέρμα στη συζήτηση, μέσω της σιωπηλής του περιφρόνησης. Μα δε καταλαβαίνει ότι κανείς δε γουστάρει να συναναστρέφεται μαζί του αναρωτήθηκε, και άρχισε να πιέζει περισσότερο το στυλό πάνω σε ένα έγγραφο της υπηρεσίας. Έβγαλε εκεί την πρώτη έκρηξη του. Αθόρυβα.
Ο Ανεξάρητος καταλαβαίνοντας ότι το είχε ξηλώσει, έξυσε το κεφάλι με τα ακροδάχτυλα, και κοίταξε τον Παλιό, ο οποίος του είπε με ένα σαφέστατο νεύμα ότι το παράκανε. Άλλωστε δεν είχε πολύ όρεξη για χαβαλέ. Επιπλέον, τα έντερά του τον ειδοποιούσαν ότι αργά η γρήγορα θα έπρεπε να τα ξεφρακάρει. «Οκέι, εντάξει σταματάω…»Σήκωσε ψηλά τα χέρια, σε μια ψεύτικη κίνηση αποδοχής. «Κανείς δεν έχει χιούμορ σ’ αυτό τον στάβλο τελικά»…
Σηκώθηκε βαριεστημένα, έβγαλε το πουκάμισό του έξω από το παντελόνι, αφήνοντας να αναπνεύσει τελείως η τεράστια κοιλιά του. Δεν ήταν πλαδαρός. Η κοιλιά του ήταν σίδερο και οι πλάτες του τεράστιες. Ο Παλιός ήξερε ότι είχε κάνει παλιότερα και άρση βαρών. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα, με τα χέρια στο φερμουάρ, σχηματίζοντας έναν ρόμβο με τα δυο του πόδια, σε μια στιγμή που κοντοστάθηκε. «Πάω για ένα πουτσοκάτουρο!» είπε και γυρνώντας και πάλι προς τους συναδέλφους του τόνισε «δε θα αργήσω»...
Πριν κλείσει την πόρτα, τους έκλασε κανονικά στα μούτρα, ενώ θα μπορούσε να κρατήσει το αέριο μέχρι το μπάνιο. «Αχχχ!» ανακουφίστηκε. Απερίγραπτη μπόχα. Μηδενική ευγένεια.
«Άντε στο διάολο μαλάκα, στο βόθρο σου»… είπε χαμηλόφωνα ο Νέος, όταν πλέον η πόρτα είχε κλείσει και τα βήματα ακούστηκαν μακρινά στον άδειο διάδρομο του τμήματος.
«Θα το συνηθίσεις» είπε ο Παλιός πίσω από ένα φάκελο, που τοποθετούσε στα αρχεία. «Κοίτα τη δουλειά σου κι άσε τον να λαλάει…»
Δε θα περίμενε κανείς άλλη απάντηση από τον Παλιό. Ήταν οικογενειάρχης, με δύο μικρά παιδιά, και γενικώς φιλήσυχος άνθρωπος. Ο Νέος τον οίκτιρε από μέσα του, αλλά βρισκόταν στην ίδια ακριβώς κατάσταση με τον άντρα απέναντί του, δε μπορούσε να κάνει τίποτα. Τουλάχιστον αυτός φοβόταν στα είκοσι δύο. Δε μπορούσε να σηκώσει κεφάλι από τόσο νωρίς, γιατί μπορούσε κάποιος να τον βάλει στο μάτι.
Τα αρχεία της αστυνομίας, τα εσωτερικά, ανοίγουν επιλεκτικά. Και η κακή φήμη, η έγγραφη, ανεξάρτητα από το λόγο δημιουργίας της, προκαλεί τριβές και προκαταλήψεις. Είναι ο λεγόμενος πρότερος επαγγελματικός βίος.
¨
Το γραφείο στο οποίο ξεκουράζονταν ο Παλιός, ο Νέος, και ο Ανεξάρτητος, ήταν ένα συνηθισμένο γραφείο. Άσπροι τοίχοι, συμβατικά γραφεία, και ένας πολιτικός χάρτης της χώρας, που μονίμως κρεμόταν στραβά. Όταν έμπαινε κανείς στο γραφείο, έβλεπε τον χάρτη, και η κλίση που είχε, οδηγούσε τα μάτια στο σπασμένο παράθυρο που δεν επισκευαζόταν επίτηδες, γιατί ούτως η άλλως κάποιος θα το ράγιζε στην επόμενη επίθεση σε βάρος του τμήματος.
Το πολύπαθο αστυνομικό τμήμα βρισκόταν στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο παμπάλαιες πολυκατοικίες, σε ένα πολύ κεντρικό σημείο της πόλης. Όποτε ξεσπούσαν ταραχές στο κέντρο, και έπρεπε οι διαδηλώσεις να διασπαστούν, το συγκεκριμένο τμήμα πλήρωνε τα σπασμένα, γιατί βρισκόταν σε ένα δρόμο πολύ στενό, στον οποίο δεν χωρούσαν ούτε τα περιπολικά. Άλλοι συνάδελφοι τους, άλλων αστυνομικών τμημάτων χαρακτήριζαν όσους δούλευαν εκεί «αποκλεισμένους». Το χτυπούσαν με κάθε ευκαιρία οι «γνωστοί άγνωστοι» των δρόμων. Ακόμη και για την ανθρωπιστική κρίση στο Νταρφούρ το χτύπησαν, όπως ενημέρωνε κάποτε μια προχειροφτιαγμένη προκήρυξη (κάποιος αστυνόμος αναρωτήθηκε μετέπειτα τι σκατά είναι το Νταρφούρ, και όταν πείστηκε ότι δεν είναι μάρκα τυριού, ρώτησε τον Παλιό που ήξερε γεωγραφία και διαφωτίστηκε).
Έπεφταν μολότοφ στο πεζοδρόμιο, και κοτρόνες στα χαμηλά παράθυρα. Καπνός και ταραχή. Κανείς δε μπορούσε να αντιδράσει. Ήξεραν τι τους περίμενε, αλλά πάντα το μόνο που μπορούσαν να κάνουν, ήταν να ελπίζουν στην γρήγορη κατανάλωση των πυρομαχικών από πλευράς διαδηλωτών. Μια φορά ένας φρουρός πήγε να καεί ζωντανός μέσα σε ένα φυλάκιο, που δεν ήταν ικανό να προστατεύσει ούτε καναρίνι. Την επομένη η μάνα του βγήκε σε ένα δελτίο ειδήσεων παρέα με έναν συνδικαλιστή και έκραξε την ηγεσία της Αστυνομίας, που δε προστάτευε τα μέλη της.
Οι κάτοικοι στις γύρω πολυκατοικίες είχαν πάρει χαμπάρι τι συνέβαινε, και είχαν στήσει στα παράθυρά τους, μεγάλες σιδεριές, σαν προστατευτικά. Κανείς από το τμήμα δεν σκέφτηκε να κάνει το ίδιο. Ο διευθυντής έλεγε με ένα αξιοζήλευτο, όσο και άκαμπτο σθένος: «Εμείς είμαστε εξουσία ρε, τι να τα κάνουμε τα σίδερα;» Και ύστερα έπαιρνε τηλέφωνο στα κεντρικά να στείλουν μάστορες για τις ζημιές.
Εκείνο το πρωί ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, με εξαίρεση τρία μαύρα σύννεφα, που κουνιόνταν απειλητικά πάνω από τις συνοικίες της πόλης, μέχρι να αποφασίσουν ποιο ακριβώς σημείο θα κατέβρεχαν. Κατά τις έντεκα και τέταρτο, ο Ανεξάρτητος πέρασε το κατώφλι του τμήματος, με το νέο αστυφύλακα που καθόταν στο φυλάκιο, να τον κοιτά παράξενα. Βλέποντας ότι το βλέμμα του ψάρακα τον ακολούθησε από τη στιγμή που πάρκαρε το παπάκι του, μέχρι τη στιγμή που περνούσε τη μεγάλη πύλη του κτηρίου, αποφάσισε να σταματήσει μια στιγμή. Γύρισε με ένα φοβερό ύφος, και γρύλισε «Τι κοιτά ρε σπυριάρη!» αλλά μετά, αντιλαμβανόμενος ότι η φωνή του ακούστηκε με αντίλαλο στη μεγάλη σκάλα του τμήματος, γλύκανε «Πρώτη φορά βλέπεις άνθρωπο να γυμνάζει το σώμα του;» Το αναρωτήθηκε αυτό με ένα υποτυπώδες χαμόγελο, αμφίσημο. Σήκωσε το δεξί του χέρι και χαιρέτησε το νέο με ένα τρόπο που ο τελευταίος δεν κατάλαβε και πολύ καλά, προτάσσοντας το δεξί χέρι στο ύψος του θώρακά του. Με τα δάχτυλα ενωμένα και την παλάμη ελαφρώς ανιούσα. Σε περίπτωση που τα άνοιγε, θα ήταν σαν να τον μούτζωνε.
Ο νέος έμεινε με το στόμα ανοιχτό, να κοιτάει τον Ανεξάρτητο που ανέβαινε δύο δύο τα σκαλιά, σείοντας τη σκάλα που ήταν συνομίλικη με το τμήμα, σαράντα επτά ετών. Οι αρουραίοι είχαν πιο καθαρές τρύπες απ’ ότι το κτήριο της Ασφάλειας. Ο καραφλός φορούσε σπορτέξ παπούτσια, με ένα φούτερ, που το κοσμούσαν ρόμβοι σε πολλούς χρωματισμούς. Το περίεργο ήταν ότι φορούσε το υφασμάτινο παντελόνι της υπηρεσίας, αλλά και το ανάλογο καπέλο. Το σύνολο συμπλήρωνε ένα τζιν μπουφάν, με τρεις κονκάρδες στη δεξιά μπροστινή τσέπη, και φυσικά το μαύρο γυαλί ηλίου. Ο καραφλός είχε ένα κόκκινο λαιμό και μεγάλες κηλίδες ιδρώτα κάτω από τις μασχάλες. Είχε πάει αξημέρωτα γυμναστήριο, και μάλλον ήθελε να συνδυάσει και της δουλειές που είχε κείνο το πρωί. Τη δουλειά του στο τμήμα, και τη δουλειά του στο διάδρομο και τα βαράκια. Μετά την κάπως απροσδόκητη επισήμανση του Ανεξάρτητου, ο νέος ίσιωσε το καπέλο στο κεφάλι του και ξαναμπήκε στο φυλάκιο, μουρμουρίζοντας ότι δεν ήταν και τόσο άσχημη η ενδυματολογική επιλογή τελικά.
Όταν βρέθηκε στο διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο του, στάθηκε και αφουγκράστηκε τη σιωπή. Πήρε ανάσες. Που είχαν πάει όλοι; Σήμερα εξαφανίστηκαν που ήθελε να την κάνει; Σήμερα που ήθελε να πάει για ιππασία; Κατευθύνθηκε προς τα κει, περνώντας από άλλα γραφεία, των οποίων οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες. Άλλος κοιμόταν με τα χέρια πάνω στο γραφείο, άλλος σήκωνε το φλιτζάνι του καφέ με πρησμένα μάτια, κι άλλος αναπαυτικά ξεφύλλιζε τους 4 Τροχούς. Δε μίλησε σε κανέναν, ως συνήθως. Όσοι τον κοιτούσαν και είχε διάθεση να απαντήσει, ένευε κάπως ακατανόητα, και το έκανε λες και το γειά του ήταν χρυσάφι. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα της τουαλέτας (κοινή για τους πολλούς άνδρες και τις λίγες γυναίκες και λίγα μέτρα από το δικό του γραφείο) και ξεπετάχτηκε με μια χαρτοπετσέτα στα χέρια η Μόνιμη.
Μόλις τον είδε, ίσιωσε το πουκάμισό της, και σηκώνοντας το κεφάλι ώστε να επιδεικνύει την καλοφτιαγμένη φράντζα της, συνέχισε να περπατά πάνω στις γόβες της σαν βάρκα που την έδερναν τα κύματα. «Καλημέρα μωρό μου!» είπε με σουφρωμένα χείλη στον Ανεξάρτητο, και τον προσπέρασε ρίχνοντας κλεφτές ματιές πάνω από τον ώμο της. Ο καραφλός μπήκε στο παιχνίδι, όπως γινόταν καιρό τώρα, και κούνησε τα αυτιά του επιδεικτικά όπως οι σκύλοι. «Γεια σου και σένα!» είπε και πριν ανοίξει την πόρτα του γραφείου του, έβγαλε τη γλώσσα έξω και έκανε μια κίνηση απαίσια, όπως όταν ήτανε έτοιμος να ξεράσει πάνω από τον μπιντέ, μετά από νυχτερινή κραιπάλη.
Ξεφύσηξε δυνατά γιατί τη γλίτωσε φθηνά. Θα μπορούσε να τον κολλήσει στον τοίχο και να του τσαμπουνάει διάφορες αηδίες. Το είχε κάνει και στο παρελθόν με μεγάλη επιτυχία. Σήμερα όμως δε θα μπορούσε να μπει μετά στο γραφείο του και να κατσικωθεί για ώρες απέναντι του, και να τον ρωτά αν αγαπά την Τέχνη και τα Γράμματα. Σήμερα ο Ανεξάρητος θα έφευγε (ήδη ένιωθε στα χέρια του την χαίτη του αλόγου), παρά το γεγονός ότι ήρθε κάπως αργοπορημένος. Όλο αυτό το παιχνιδάκι δεν τον ικανοποιούσε πλήρως, το θεωρούσε όμως μια ακόμη υποχρέωση, αναντίρρητη, που εντασσόταν στις τεράστιες αρμοδιότητές του, ως αρσενικού. «Πρέπει να ευχαριστούμε τις γυναίκες! Τουλάχιστον με τα λόγια όταν δε το επιτρέπει η κατάστασή τους!» είχε πει στον Παλιό μια μέρα, όταν τον ρώτησε σχετικά με τη Μόνιμη, γιατί την άκουσε που έλεγε από δω και από κει, τελείως ανυπόστατα, ότι ήταν σύντροφός της. Εκείνο το σχόλιο του Ανεξάρτητου, το κάπως καυστικό μέσα στη μεγαλομανία του, η Μόνιμη δε το είχε ακούσει. Αν το άκουγε πιθανότατα θα απογοητευόταν, αλλά πάλι θα μπορούσε να πει ότι αυτά τα έλεγε για όλες τις περιπτώσεις πλην της δικής της, για να μπορεί να συνεχίζει απτόητη το στενό μαρκάρισμα. «Κοίτα αν έχω καιρό να αδειάσω το… ντεπόζιτο ίσως, με δύο τρία ουίσκι παραπάνω και ένα… DVD με την Πάμελα να παίζει, μπορεί και να έκανα το ψυχικό» είχε πει μια άλλη μέρα στον Παλιό ο Ανεξάρτητος, όταν εκείνος τον ψάρευε με γαλιφιές, που δεν περιγράφονται. Το τελευταίο σχόλιο η Μόνιμη το είχε ακούσει όμως. Από τον Παλιό. Της το μετέφερε πάραυτα. Ο Παλιός θα έπρεπε να ήταν κατάσκοπος στον Ψυχρό Πόλεμο. Κάλλιστα. Ο τρόπος με τον οποίο κολλούσαν πάνω του οι πληροφορίες και η επιδεξιότητα με την οποία τις διαχειριζόταν, ήταν μεγάλη μαστοριά.
Η Μόνιμη ήταν μια πενηντάρα στο νερό, με ακαταμάχητες τάσεις προς τον παλιμπαιδισμό. Το δέρμα της είχε το σκούρο καφέ της σοκολάτας, σε μια αποτυχημένη πάντως εκδοχή – άγνωστο, στην προκειμένη περίπτωση, αν το σολάριουμ αποτύγχανε ή το δέρμα άρχιζε να σαπίζει, και να φεύγουν δερμάτινες ξερές κρούστες από δω και από κει. Ντυνόταν σαν πιπίνι, και στα μαύρα ίσια μαλλιά της (πάντα περιποιημένα), είχε κοτσάρει μια φούξια ανταύγια, την οποία πετούσε στον αέρα και μιλούσε με χαμηλή, αργόσυρτη και σεξουλιάρικη φωνή. Που και που συμπλήρωνε την εικόνα της με μια τσίχλα. Φράουλα ήταν, και αυτό το καταλάβαινε όποιος της μιλούσε και εκείνη του απαντούσε. Τα κόκαλά της, μόλις που καλύπτονταν από το δέρμα της, ενώ τα γυαλιά με τον κόκκινο σκελετό που φορούσε, αναδείκνυαν ακόμη περισσότερο τα κόκαλα στα μάγουλα και το σαγόνι, που κόντευαν να γίνουν ατροφικά. Σκελετός με μακιγιάζ εν ολίγοις. Το έντονο κραγιόν που συνήθως φορούσε, χανόταν μέσα στις χαράδρες των ζαρωμένων χειλιών της.
Η Μόνιμη δούλευε στο τμήμα των ταυτοτήτων, αλλά έχαιρε της εκτίμησης όλου του τμήματος. Είχε άπειρες διασυνδέσεις και όλοι τη φώναζαν «Η αποτελεσματική γραφειοκράτισσα». Οι κατά καιρούς διευθυντές τις έκαναν τεμενάδες, ενώ οι συνδικαλιστές τη θεωρούσαν φίλη στους εσωτερικούς ανταγωνισμούς. Εθρυλείτο ότι υπήρξε η πρώτη παλακίδα, του πρώτου διευθυντή του τμήματος. Επίσης είχε ένα σκυλάκι τσιουάουα, που το έφερνε στο τμήμα, και το έχωνε μέσα σε ένα ψαθί, μέχρι την ώρα που έφευγε. Μια μέρα το έδωσε στον Ανεξάρτητο να το πάρει αγκαλιά, αλλά εκείνος το έπιασε ανάποδα από τα πόδια, όπως τους λαγούς από τα αυτιά, και ρώτησε αν τρώγεται. Έτσι η Μόνιμη κατάλαβε ότι η αγάπη που είχε για τα ζώα, ήταν ένα χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να διαταράξει της σχέση της με τον Ανεξάρτητο, όποτε αυτή κι αν επισημοποιούταν.
Μπαίνοντας στο γραφείο του, όπως ο καθένας θα έμπαινε στο σπίτι του, ο Ανεξάρτητος αντίκρισε ένα θέαμα που τον ξάφνιασε. Ένα μικρό παιδάκι καθόταν στο γραφείο του Παλιού. Ήταν τόσο μικρό, που τα πόδια του δεν έφταναν στο πάτωμα. Όμως είχε γραπώσει με τα δύο κατάλευκα χέρια του ένα Game Boy, και το κουνούσε πέρα δώθε, γουρλώνοντας τα μάτια και πατώντας τόσο δυνατά τα κουμπιά, που νόμιζες ότι σε λίγο θα πεταγόντουσαν από τη θέση τους. Ήταν ένα αγόρι στην ηλικία του δημοτικού, μικροκαμωμένο, μέσα σε μια φόρμα, καστανό, με εντυπωσιακά φρύδια. Το ζελέ στα μαλλιά του ήταν περισσότερο από τις τρίχες. Εξείχε θριαμβευτικά πάνω από το μέτωπο ένα τσουλούφι, που έμοιαζε με κύμα. Είχε αφήσει τη τσάντα του πάνω στο γραφείο, ενώ λίγο πιο δίπλα βρισκόταν ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς με τυρί και μορταδέλα. «Fuck, Fuck!» τσίριζε με σφιχτά δόντια. Είχε απορροφηθεί και το πρόσωπό του έπαιρνε μια σκληρή μορφή. Το παιχνίδι μάλλον δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες των δικών του ικανοτήτων. Φυσικά είχε γραμμένο τον Ανεξάρτητο, η μήπως όχι…
Ο Ανεξάρτητος περνώντας από μπροστά του, νυχοπατώντας καλύτερα, άπλωσε το χέρι και πήρε το σάντουιτς. Το άρπαξε. Ήθελε να δει αν ο μικρός ήταν σε θέση να αντιδράσει που κάποιος του πήρε το φαγητό, η είχε αποβλακωθεί τελείως, από τόσο νωρίς.
«Μη νομίζεις ότι δε σε είδα φιλαράκι!» είπε χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από το παιχνίδι του.
Ο Ανεξάρτητος ξαφνιάστηκε για μια ακόμη φορά, με την περίεργη στάση του μικρού. Και τον τρόπο με τον οποίο του απευθύνθηκε.
«Τι είπες;» ρώτησε τσαλακώνοντας το πρόσωπο του με απορία.
«Κοίτα, τώρα που χόρτασα, μπορείς να το φας»…
Ο καραφλός μπάτσος χαμογέλασε, πιθανόν και να σκέφτηκε ότι τα φαινόμενα απατούν, και ότι το παιδάκι ήταν ευγενικό κατά βάθος. Όπως οφείλουν να είναι όλα τα παιδάκια.
«Το άφησα όταν είδα μια μύγα πατικωμένη ανάμεσα στο ψωμί και το τυρί. Ήταν μπλιάχχ…» είπε με φυσικότητα ο μικρός, και έστριψε εντυπωσιακά προς τα δεξιά με το Game Boy. Κάτι, κάποιος θα έστριψε προφανώς και μέσα στο παιχνίδι που του ρουφούσε τα μάτια.
Ο Ανεξάρτητος ένιωσε μια αναγούλα. Έβγαλε τη μπουκιά από το στόμα και την κοιτούσε με αηδία.
«Αλλά μην αγχώνεσαι! Η κοιλιά σου είναι τόσο μεγάλη που δε θα το καταλάβεις…» γέλασε ο μικρός με θράσος, σηκώνοντας επίτηδες τους ώμους του.
Δεν ήθελε και πολύ ο καραφλός. Το αίμα του ανέβαινε σταδιακά στο κεφάλι, και την έβλεπες την κοκκινίλα, που κατέκλυζε το πρόσωπο. Τα μάτια έγιναν δυο σχισμές, και τα αυτιά του κουνιόντουσαν τόσο τρεμουλιαστά, που σε λίγο θα ανέδιδαν καυτό καπνό. Με μια φωνή, που στην αρχή ήταν άτονη, ανατριχιαστική, και στη συνέχεια βγήκε από το ορθάνοιχτο στόμα, όπως το νερό από τη μάνικα του πυροσβέστη, με τέτοια σφοδρότητα, συνταράζοντας την νωθρότητα του γραφείου, ο Ανεξάρτητος άρχισε επιτέλους τις ερωτήσεις.
«Τι είσαι; Ποιος σε έφερε εδώ, μικρή και θλιβερή κουράδα;»
Το παιδί ανασκουμπώθηκε, και με την άκρη του ματιού, κοίταξε τον καραφλό άνδρα που έσφιγγε τις γροθιές. Τα σπορτέξ του έτρεμαν. Ο θυμός είχε φτάσει μέχρι τα κάτω άκρα. Το θέμα είχε ξεφύγει. Το παιχνίδι χόντρυνε.
Ο Ανεξάρτητος πλησίασε τον μικρό, έβαλε τα χέρια του πάνω στο γραφείο, και έσκυψε από πάνω του, καλύπτοντάς τον με μια σκιά, τόσο φοβερή, που ο μπόμπιρας τα έχασε.
«Τι στο διάολο κάνεις εδώ μέσα, μικρή μύξα του κερατά;» ρώτησε πιάνοντας τη μύτη του μικρού. Όχι δυνατά πάντως. Απαιτητικά παρόλα αυτά.
Αυτό ήταν. Το παιδί βούρκωσε, και κατέβασε το στόμα του στο σαγόνι. Εκείνη τη στιγμή, είχε ένα τέτοιο φόβο, και μια τέτοια έκπληξη, λες και είχε δει τριανταπέντε διαφορετικά είδη φαντασμάτων.
«Θα μου πεις; Διαφορετικά θα αναγκαστώ να σε καταπιώ σα μια μικρή και ασήμαντη μύγα…» είπε χαμογελώντας. Τα δόντια του άστραψαν.
Δευτερόλεπτα σιωπής και αμηχανίας μεσολάβησαν. Ύστερα το παιδί έβαλε μια τσιρίδα, που έκανε το τζάμι του παραθύρου να τρίξει. Μετά έριξε και ένα κλάμα, και στη συνέχεια έπιασε τα μαλλιά του και φώναξε.
«Άσε με να φύγω! Μπαμπά που είσαι; Έλα να με πάρεις από δω!»
Μπαμπά; Τι ζητάει τέτοια ώρα το μικρό, αναρωτήθηκε ο Ανεξάρτητος. Τι να τον αφήσω, λες και τον πόνεσα κάνει. Ο μικρός είναι μεγάλο μούτρο, θεατρίνος του κερατά. Το κλάμα ήταν φτιαχτό για να γλιτώσει τις συνέπειες του θράσους του. Αυτά σκέφτηκε αστραπιαία ο Ανεξάρτητος. Δεν ήταν όμως κάτι που τον έβαλε σε πιο βαθιές σκέψεις. Δε το συνήθιζε ούτως ή άλλως. Πέρασαν άλλωστε πολλά από το μυαλό του. Πιθανότατα το παιδί είχε εξαφανιστεί, και το είχαν φέρει στο τμήμα, μέχρι κάποιος να αποφασίσει να το ψάξει. Αλλά σε αυτή την περίπτωση θα ήταν φοβισμένο, θα έτρεμε, δε θα είχε μια γλώσσα να! Ή μήπως ήταν κάτι ακόμη χειρότερο; Κάτι που δεν εξηγείται με το ψυχρό φως της κοινής λογικής; Κατάσκοπος! Αυτό ήταν. Ο Ανεξάρτητος είχε ανακαλύψει την περίτεχνη συνομωσία που πήγαιναν να του στήσουν. Δεν ήξερε ποιοι ήταν, αλλά σημασία είχε ότι είχε καταλάβει την πλεκτάνη. Και δεν υπάρχει καλύτερος να τρόπος να καλύψεις μια συνομωσία, από την αθωότητα και το γλυκό μουτράκι ενός παιδιού. Τα μάτια του γυάλιζαν, όπως τα μάτια του ροντβάιλερ, που βλέπει ότι ο κλέφτης του σπιτιού ήταν τόσο χαζός που πιάστηκε η μπλούζα του στο φράχτη, την ώρα που προσπαθούσε να γίνει καπνός.
«Ποιος μπαμπάς ρε πινέζα! Άφησέ τα αυτά και πες ποιος είσαι, και πώς μπήκες εδώ μέσα!»
Το παιδί σκυθρώπιασε. Ο Ανεξάρτητος είχε πάρει φόρα. Του άρεσε που η αλαζονεία του μικρού κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος όταν τον ακούμπησε. Γιατί πέραν του γεγονότος ότι συμμετείχε, μικρό παιδί, σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις, ήταν και προκλητικό. Ο Ανεξάρτητος δεν αγαπούσε τα μικρά παιδιά. Πόσο μάλλον το συγκεκριμένο, που θα μπορούσε να τον είχε δηλητηριάσει…
Ο Ανεξάρτητος δε παντρευόταν, γιατί πίστευε ότι τα παιδιά δεν είναι απαραίτητα. Ακόμη περισσότερο θεωρούσε ότι δεν ανήκαν σε αυτό που λέμε ανθρωπότητα. Ήταν απλώς ένα ακόμη όπλο του συστήματος, που όφειλες να του τα ακουμπάς, από τις πάνες μέχρι τα ακίνητα που θα του έγραφες στην κληρονομιά.
Επιπλέον ξάφνιασε το μικρό, που είχε αρκετό νιονιό, ώστε να θεωρεί πώς όταν ένα μικρό παιδί βρίσκεται σε ένα αστυνομικό τμήμα, θα έπρεπε να του συμπεριφερθούν καλά. Να του αγοράσουν κρουασάν και χυμό. Να το προστατέψουν. Ο μικρός ατύχησε. Έπεσε πάνω στην περίπτωση. Και ο φόβος του μεγάλωνε. Δε μιλούσε.
«Δε μιλάς έτσι; Ωραία λοιπόν, αφού το θέλεις έτσι, θα σε κάνω εγώ να μιλήσεις…»
Ο Ανεξάρτητος άπλωσε τα τεράστια χέρια του, και άρπαξε τον μικρό. Εκείνος κουνούσε τα πόδια και φώναζε μπαμπά, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ήταν σφιγμένος πλέον από δύο τανάλιες. Ο Ανεξάρτητος του έκλεισε το στόμα με το ένα χέρι. Τον έβαλε ανάμεσα στα πόδια του, τον εγκλώβισε και έτσι το παιδί ματαιοπονούσε, δε μπορούσε να ξεφύγει πλέον. Έμοιαζε με τσιπούρα στο παραγάδι. Έσυρε τον μικρό μέχρι την αλουμινένια βιβλιοθήκη, με τα συρόμενα φύλλα. Εκεί όπου για αιώνες ο Παλιός αρχειοθετούσε υποθέσεις. Στη μια υπήρχαν ράφια, στην άλλη όχι. Τον έχωσε στην άδεια πλευρά, και στη συνέχεια του πίεζε το κεφάλι προς τα κάτω. Ώσπου κατάφερε να κλείσει το φύλλο.
«Αν κάνεις καμιά μαλακία θα στις βρέξω! Κατάλαβες;»
Το κλάμα του μικρού ακουγόταν μέσα από το αλουμίνιο, διαθλασμένο, σαν ένα μικρό κουτάβι που βολοδέρνει στη παγωνιά.
«Ακούς εκεί! Έχεις μεγάλη γλώσσα ρε πινέζα, αλλά σε κανόνισα. Τι νομίζετε εσείς τα σκατά, ότι όλοι σας προσκυνάνε; Εγώ στην ηλικία σου, σήκωνα τσουβάλια με στάρι!»
Ο Ανεξάρτητος τέντωνε το λαιμό προς τη βιβλιοθήκη. Είχε ένα διδακτικό ύφος, ενώ μιλούσε με το χέρι σηκωμένο. Καθόταν πλέον με τα πόδια απλωμένα στο γραφείο. Αυτό που πέταξε ήταν άσχετο. Ήθελε όμως να το πει. Μια σύντομη εικόνα από τα παιδικά χρόνια του ήρθε στο μυαλό, και σκέφτηκε να την εκμεταλλευτεί, για να καυτηριάσει την ανεμελιά των παιδιών τη σήμερον ημέρα.
Το παιδί έκλαψε πιο δυνατά.
«Σκάσε ρε! Θα σε κουρέψω γουλί, και σου σπάσω το διάολο με τον οποίο έπαιζες…»
Το παιδί σώπασε απότομα. Το Game Boy δεν ήθελε με τίποτα να το χάσει. Για τα μαλλία δε θα έλεγε όχι.
«Στην Αφρική πεινάνε τα παιδιά ρε, και εσύ αφήνεις το φαγητό σου μισοτελειωμένο;»
Κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα. Έγειρε πίσω και ψαχούλεψε το σάντουιτς. Δεν υπήρχαν άλλες μύγες μέσα. Το κατάπιε και ρεύτηκε. Τελικά δεν μπόρεσε κανείς να τον εμποδίσει. Πήγε για ιππασία. Μόνο που ξέχασε το παιδί στη ντουλάπα.
ª
Εκείνη η μέρα δε θα μπορούσε εύκολα να διακριθεί από οποιαδήποτε άλλη. Εκείνη τη μέρα όμως, συνέβη κάτι το πρωτόγνωρο, κάτι απόλυτα πρωτοφανές, σχεδόν ιστορικό. Τα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων, από τα αριστερά μέχρι τα δεξιά, τα φύλλα εντός του συστήματος και εκείνα εκτός του συστήματος, οι ελαφριές εφημερίδες, οι δύσπεπτες, οι της κοινωνικής κριτικής και του κουτσομπολιού, ακόμη και οι αθλητικές, συνέκλιναν σε μια θλιβερή διαπίστωση: ότι δεν υπάρχει κράτος. Αυτή τη φορά, τον κόμπο έφτασε στο χτένι η αστυνομία, ο φορέας της κρατικής καταστολής.
Ο Παλιός διάβαζε με ενδιαφέρον τα νέα. Το σινάφι του είχε γίνει πρώτο θέμα στα έντυπα, και ο χλευασμός πέρασε γρήγορα, πρώτα στα ραδιόφωνα και ύστερα στις τηλεοράσεις. «Ευτυχώς που δεν του πήραν τα σώβρακα» ήταν ο τίτλος μιας καυστικής εφημερίδας, με μεγάλη απήχηση στο κοινό νου, και ιδίως στην τσέπη του. Αυτή είχε στα χέρια του και ο Παλιός. Η γραμματοσειρά ήταν χτυπητή, ελκυστική και κάλυπτε σχεδόν όλο το πρωτοσέλιδο. Χαμηλά στη πρώτη σελίδα, με μικρότερα, αλλά ευδιάκριτα γράμματα, αναγραφόταν με οργή: «Δε μπορούν να μοιράσουν δυο γαϊδουριών άχυρα – Κόλαση χθες στο κέντρο της πόλης από καταστρεπτική ολιγωρία της αστυνομίας – Μια μικρή διαδήλωση έκλεισε το κέντρο για πέντε ώρες – Ζημιές σε βιτρίνες και καταστήματα – Το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως αναμένεται να πάρει κεφάλια». Στο κέντρο του πρωτοσέλιδου, βρισκόταν μια φωτογραφία «που αποκαλύπτει τη γύμνια της αστυνομίας και αποδεινύει την ανικανότητα των οργάνων της να λειτουργήσουν στοιχειωδώς φυσιολογικά», όπως δραματικά ενημέρωνε ο διευθυντής της εφημερίδας στο κύριο άρθρο στη δεύτερη σελίδα – κάτω από μια διαφήμιση γνωστής κρέμας για την ανόρθωση των γλουτών. Το άρθρο με εμφανή την σκωπτική του τάση, κατέληγε, «αλλά έτσι είναι, αν μετατρέπεις την αστυνομία, σε δημοσιοϋπαλληλικό και κομματικό μαντρί, αυτά παθαίνεις».
Ο Παλιός μυρίστηκε από τόσο νωρίς το σάλο, το αίμα που θα έτρεχε από τα κομμένα κεφάλια των αξιωματικών, την ήχο που θα έκαναν τα γαλόνια καθώς θα άφηναν την περίοπτη θέση στις υπηρεσιακές στολές, καθώς επίσης και το σκίσιμο ενός ακόμη χαρτοφυλακίου, αυτό που ανήκει στον εκάστοτε πολιτικό προϊστάμενο, τον Υπουργό Δημοσίας Τάξεως, που σίγουρα, αργά ή γρήγορα, θα πήγαινε στο σπίτι του, με τη ρετσινιά του ανίκανου. Όλα αυτά βεβαίως ανάλογα με τη σφοδρότητα των επισημάνσεων από μέρους των μέσων μαζικής ενημέρωσης, και ανάλογα με τη διατήρηση του θέματος στο προσκήνιο.
Η φωτογραφία ήταν πραγματικός κόλαφος. Όλες οι εφημερίδες την είχαν στα πρωτοσέλιδά τους, και με περιπαικτική διάθεση, κατακεραύνωναν τους υπαιτίους. Ένας κουκουλοφόρος, ένας «γνωστός άγνωστος», όπως ομόθυμα τον χαρακτήριζαν οι επεξηγηματικές λεζάντες, σε μια ολόσωμη απεικόνιση που ανέδιδε μια αίσθηση θριαμβευτική, είχε σηκώσει στα χέρια του ένα κράνος που ανήκε σε έναν αστυνομικό των Επίλεκτων Δυνάμεων Καταστολής, και το επεδείκνυε όπως ο αρχηγός της εκάστοτε ομάδας, που κάθε χρόνο σηκώνει την κούπα του Τσάμπιονς Λίγκ. Το χειρότερο από όλα ήταν ότι ο κουκουλοφόρος, είχε αποσπάσει από το απρόσεκτο όργανο και την ασπίδα του, και τώρα την πατούσε ο «γνωστός άγνωστος» με κάτι μαύρες μπότες. Με τέτοια διάθεση λες και κάτω από τα πόδια του βρισκόταν πεθαμένο ολόκληρο το σύστημα. «Τι είναι αυτό που κρατά ο κουκουλοφόρος; Κράνος ή μήπως το κεφάλι του υπουργού» αναρωτιόταν μια εφημερίδα, ενώ μια άλλη πιο νεανική κατέληγε «Είναι βέβαιο πως αν ο κουκουλοφόρος προσπαθήσει να σερφάρει πάνω στα κράνη των οργάνων, κανείς δε θα το πάρει χαμπάρι!».
Το θέμα πήρε τεράστιες διατάσεις σε πολύ μικρό χρόνο, λόγω της συμβολικής διάστασης που πολλοί του απέδωσαν. Το περιστατικό είχε ξεπεράσει την απερισκεψία ενός μεμονωμένου συμβάντος, και είχε καταστεί ένας μεγεθυντικός φακός, που αποκάλυπτε τα τρωτά σημεία ενός συστήματος. Ακόμη και ένα μικρό παιδί μπορούσε να εξηγήσει, κατά τα άλλα, τι ακριβώς συνέβη εκείνο το μεσημέρι στο κέντρο της πόλης, στην περιφέρεια και τις παρυφές μιας διαδήλωσης διακοσίων απολυμένων από ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας, που έκλεισε λόγω χρεών και κατάρρευσης των μετοχών του στο χρηματιστήριο. Έπαθε αυτό που ένας καλός δημοσιογράφος θα χαρακτήριζε, στην εν λόγω περίπτωση και μεταφορικώς, «ξεχείλωμα».
Τη στιγμή ακριβώς που η ειρηνική πορεία κατέληγε, με τα συνθήματα και τα πανό της, στα κεντρικά του Υπουργείου Εργασίας, που αν θέλουμε να αυτοχαρακτηριζόμαστε ευρωπαίοι, και να ξεφύγουμε από εκείνα που μας χαρακτηρίζουν χωριάτες, μάλλον θα πρέπει να το πούμε Υπουργείο Απασχόλησης, τη στιγμή λοιπόν εκείνη, παρεισέφρησε από τα πλάγια των διαδηλωτών, μια ομάδα κουκουλοφόρων, με μαύρα ρούχα και παλούκια στα χέρια. Έτρεξαν μπροστά από εκείνους που κρατούσαν το μπροστινό πανό, και άρχισαν να χτυπούν με τα παλούκια, μερικά ήταν και μακρόστενα δύσκαμπτα σίδερα, αλλά οι παρατεταγμένες δυνάμεις της εξουσίας δεν αντιδρούσαν. Επίθεση χωρίς απάντηση. Στρατιωτάκια ακούνητα…
Η νέα εντολή του νέου υπουργού ήταν ότι θα άρχιζαν τα αντίποινα μόνο αν οι επιτιθέμενοι επέμεναν προκλητικά. Αν κάποιος αντιδρούσε σπασμωδικά, και είχαμε αίμα ή θάνατο, θα έκαιγε τον υπουργό, που την επομένη θα κυκλοφορούσε φωτογραφία του παντού, με το μουστάκι και τη φράντζα του Χίτλερ. Και από κάτω με μεγάλα, ματωμένα γράμματα, θα αναγραφόταν «Φασίστα γύρνα στο τάφο σου».
Οι ασπίδες προτάχθηκαν, και δυνατοί γδούποι ακούγονταν καθώς τα ξύλα και τα σίδερα τις χτυπούσαν, υπό την τρανταχτή φωνή κάποιου εργαζομένου, που διαμέσου της ντουντούκας, ζητούσε εκ μέρους των συναδέλφων του, την αποκατάστασή τους.
Όπως είναι γνωστό, ο παρατηρητής σε μια μάχη συνήθως συγκινείται από τον πιο αδύναμο, ταυτίζεται μαζί του, θυμάται τον Δαυίδ και τη σφεντόνα του, και εν τέλει αφήνει την άνετη θέση του για να ριχτεί στη μάχη. Τα μέλη των Επίλεκτων Δυνάμεων Καταστολής ήταν προφανώς περισσότερα από τους άτακτους μαυροφορεμένους, αλλά επειδή οι διαδηλωτές (νοικοκυραίοι χωρίς αμφιβολία, πλήν άνεργοι νοικοκυραίοι) έβλεπαν ότι δυσκολεύουν την κρατική καταστολή, οι απρόσκλητοι σύντροφοί τους, πείσθηκαν και άρχισαν να συμμετέχουν ενεργά. Ήταν μια χρυσή ευκαιρία να αποδείξουν την επιμονή και τη δύναμή τους. Τα πανό άρχισαν να ανεβοκατεβαίνουν, τα κοντάρια έγιναν και αυτά παλούκια, και χτυπούσαν στο ψαχνό. Τα πανό, έγιναν με τη σειρά τους απλές λινάτσες, που εμπόδιζαν την ορατότητα των αστυνομικών. Οι αστυνομικοί πίσω από τις ασπίδες και κάτω από τα κράνη, ένοιωθαν σαν πολιορκημένοι υπερασπιστές, που αν κάποιος επικεφαλής δεν τους έδινε την διαταγή να απαντήσουν, σίγουρα θα ποδοπατούνταν, γιατί η ορμή τις διαδήλωσης ήταν τέτοια και τόσο δυνατή που προοδευτικά τους καταπονούσε. Δεν είχαν χρησιμοποιήσει ακόμη τα γκλόμπς, κι αυτό ήταν σίγουρα μια χτυπητή παράβαση των καθηκόντων τους.
Αλλά επειδή η υπομονή έχει τα όριά της, δόθηκε σήμα, να αντιδράσουν μεθοδικά. Έτσι και έγινε. Εκεί που πισωπατούσαν, άρχισαν να επιτίθενται, με τα γκλόμπ να βγαίνουν από τα ανοίγματα του μεγάλου προστατευτικού κλοιού που είχαν σχηματίσει οι ασπίδες, και να σημαδεύουν ό,τι οι άλλοι άφηναν ακάλυπτο. Στη συνέχεια, ξεπετάχτηκαν από την αμέσως επόμενη σειρά που βρισκόταν από πίσω, κάποιοι τύποι με μακριές προβοσκίδες, και μπουκάλες που περιείχαν χημικά. Άρχισαν να ραντίζουν με μανία, τη στιγμή που από ακόμα πιο πίσω, κάποιοι άλλοι, πετούσαν δακρυγόνα στο σώμα των διαδηλωτών, ακολουθώντας μια παλιά τακτική των τοξοτών, θα έλεγε κανείς. Η αντεπίθεση ήταν καλά οργανωμένη και οι διαδηλωτές πισωπάτησαν, αυτοί τώρα, και άρχισαν να σκορπίζουν με τα χέρια στο στόμα και τα μάτια τους. Έμοιαζαν με τις σφήκες που κλείνονται σε πλαστικά μπουκάλια πορτοκαλάδας. Οι μαυροφορεμένοι δεν είχαν πρόβλημα ωστόσο, γιατί φορούσαν ακριβώς τις ίδιες προβοσκίδες με τους αστυνομικούς. Αυτό πρέπει να εκληφθεί ως σημαντικός παράγων εμπειρίας, γιατί αν αναλογιστεί κανείς το τσούξιμο και τη δύσπνοια των απλών διαδηλωτών, τότε πρέπει κανείς να αναλογιστεί τις προσωπικές ευθύνες που φέρει κάποιος, όταν αποφασίζει από πρόβατο να γίνει λιοντάρι, από μέρος να αποτελέσει σύνολο, και από νοικοκύρης παρτιζάνος.
Η μάχη όμως είναι μια διελκυστίνδα, ακόμη και αν οι δυνάμεις καταστολής χρησιμοποίησαν αθέμιτα μέσα, σε μια σύγκρουση που μέχρι εκείνη τη στιγμή αναγόταν σε εκείνες τις ρομαντικές ξιφομαχίες, που ο ένας ιππότης καρφώνει στην καρδιά έναν άλλο ιππότη για να κερδίσει την καρδιά της πριγκίπισσας με τη ζώνη αγνότητας. Είναι αυτό που λέμε ότι για να χυθεί αίμα, πρέπει κάποιος να αποφασίσει να το ρίξει…
Η μάχη είναι ένα μπαλάκι. Υπομονής, στρατηγικής και παραπλάνησης. Εκτός των περιπτώσεων εκείνων που ένα μαχητικό πυροβολεί εξ αποστάσεως γυναικόπαιδα. Εκεί λοιπόν που οι Επίλεκτες Δυνάμεις Καταστολής πίστευαν ότι είχαν διασπάσει ανεπανόρθωτα εκείνη τη διαδήλωση, ομοθυμίας και σύμπνοιας, στην απροσδιοριστία του καπνού και των χημικών που είχαν μολύνει την ατμόσφαιρα, άρχισαν να διαφαίνονται φιγούρες που έσερναν στις παρυφές του πεδίου της μάχης κάποια τελάρα. Κάποιος αστυνομικός, είχε την αντίληψη να καταλάβει τι συνέβαινε και φώναξε «Μολότοφ!». Πριν προλάβει η φωνή του να ακουμπήσει τα αυτιά των συναδέλφων του, σκούρα μπουκάλια φάνηκαν στον αέρα, και άρχισαν να πέφτουν σαν τη βροχή. Με την παλιά τακτική των τοξοτών φυσικά, με το ίδιο νόμισμα να γυαλίζει. Μια μικρή φλογίτσα στο μέρος του καπακιού, αγκαλιάζοντας το σφηνωμένο στουπί, περιμένει στέρεο έδαφος, για να σπάσει το γυαλί και να συναντηθεί με αυτό που λαχταρά, το οινόπνευμα. Κι αν κάποιος πιστεύει στις ειλικρινείς ενώσεις και στο πεπρωμένο, πρέπει να παραδεχτεί ότι η μοίρα μιας βόμβας μολότοφ είναι να σκάσει κάπου.
Εκείνοι βέβαια που πετούν μια μολότοφ, αν θέλουμε να είμαστε καλοπροαίρετοι, δεν την πετούν με σκοπό να προκαλέσουν το θάνατο ενός ανθρώπου. Το κάνουν με άλλους σκοπούς, τον εκφοβισμό, την αναμπουμπούλα, τη διάσπαση του αντιπάλου, και το ρήγμα στη συντεταγμένη και οργανωμένη τακτική του. Δεδομένου βέβαια του γεγονότος πώς αν κάποιος δει τη φωτιά να τον κυνηγάει, θα απομακρυνθεί. Απλό και κατανοητό, ανθρώπινο κατά τα λοιπά. Αυτά εντάσσονται στα αυτονόητα μιας μάχης. Οι πιο έμπειροι αστυνομικοί όταν είδαν τους αντιπάλους τους να παίρνουν φόρα, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς κρατούσαν, κατάλαβαν και έτρεξαν πίσω, στην ασφάλεια των πούλμαν που είχαν στηθεί μπροστά από το υπουργείο, διακόπτοντας την κυκλοφορία. Είναι η δύναμη της συνήθειας που μετατρέπεται σε προνοητικότητα. Σε αυτές τις περιστάσεις που ισχύει το «ο σώσον εαυτόν σωθήτω», και το «τρεχάτε ποδαράκια μου», εκείνοι που έχουν συνηθίσει τη φυγή, ξεφεύγουν πιο εύκολα. Οι βόμβες λοιπόν έσκασαν, όπως όφειλαν, και με τις φλόγες να απλώνονται σαν νερό στο οδόστρωμα δημιουργήθηκε ένα εντυπωσιακό θέαμα. Οι φλόγες, εδώ και εκεί, και από πάνω ο καπνός να παίρνει ένα χρώμα πορτοκαλί. Μαύρες φιγούρες, με ασπίδες και κράνη να αποφεύγουν τις παγίδες, να ελίσσονται ανάμεσα σε ξαφνικές αναφλέξεις, και να βγάζουν κραυγές, που αλλοιώνονταν από το γερό σφίξιμο των εξαρτημάτων στα κεφάλια τους. Και οι άλλες μαύρες φιγούρες, οι αντίπαλες, να πισωπατούν πάλι, με το βλέμμα εντεινόμενο προς το πεδίο της μάχης, με το βλέμμα του ακοντιστή, που βλέπει το ακόντιο να καρφώνεται στο χορτάρι και περιμένει να δει αν η βολή βρήκε στόχο, ή αν απεδείχθη τζούφια.
Όταν οι στρατοί αποτραβήχτηκαν, να πάρουν ανάσες, και να καταμετρήσουν απώλειες και επιτυχίες, ο δρόμος είχε γεμίσει με τα απομεινάρια της αστικής μάχης που προηγήθηκε, υπό το βλέμμα των περαστικών, που έστριβαν αμέσως να φύγουν, τη στιγμή που οι θαμώνες των κοντινών καφέ, έστεκαν μαρμαρωμένοι πάνω από τους καφέδες τους. Και ενώ ο καπνός διαλυόταν από ένα δυνατό αέρα, άρχισε να φαίνεται το σώμα ενός αστυνομικού στο οδόστρωμα. Αυτός είχε μείνει πίσω. Δίπλα σε γυαλιά και πέτρες, καμένα απομεινάρια πανιών που είχαν πάνω τους ευγενή συνθήματα και κομμάτια υφάσματος, διακρινόταν πλέον ξεκάθαρα το αναίσθητο σώμα, λεπτό και ωχρό, ενός νέου παιδιού, που ανήκε στα σώματα ασφαλείας. Το πρόσωπό του ήταν μαύρο, σαν απανθρακωμένος κειτόταν ανάσκελα χωρίς κράνος και ασπίδα. Του τα είχαν αφαιρέσει δύο μαυροφορεμένοι, και τα σήκωναν στο αέρα σαν πολύτιμα λάφυρα, ενός πολέμου που για μια ακόμη φορά δεν είχε νικητή και χαμένο. Η μόνη σταθερότητα στην κατάσταση πήγαζε από την οργή των καταστηματαρχών, που για ακόμη μια φορά έβριζαν τη τύχη τους και επεδείκνυαν τις άδειες φόδρες των παντελονιών τους. «Κάθε τρεις και λίγο επισκευές και μερεμέτια μετά τις καταστροφές. Ακόμη κι αυτά τα ψίχουλα που βγάζουμε, εκεί τα δίνουμε» είπε ένας θυμωμένος μαγαζάτορας ηλεκτρικών ειδών στην εφημερίδα που διάβαζε ο Παλιός, προκαλώντας ένα νεύμα του κεφαλιού του αστυνομικού, συμφωνίας και κατανόησης. Και ο αγανακτισμένος μαγαζάτορας και ο Παλιός άλλωστε, ήταν νοικοκύρηδες, έκαστος στο είδος του.
Και ήταν τότε που η πόρτα άνοιξε, και μπήκε στο γραφείο ο Ανεξάρτητος. Με ένα πακέτο τσιγάρα ανάμεσα στα τροχισμένα δόντια του. Και ένα ύψος που μαρτυρούσε απόγνωση.
«Εφημερίδα διαβάζεις μωρέ;» ρώτησε ο καραφλός μπάτσος, με απορία, και το στόμα του πήρε τη κάτω βόλτα.
Ο Παλιός σήκωσε τα μάτια από το έντυπο και με μια δυσπιστία του αντέταξε.
«Τι να διαβάσω δηλαδή;»
«Να μη διαβάσεις! Να δεις τηλεόραση, να ενημερωθείς» είπε καγχάζοντας και βγάζοντας επιτέλους το πακέτο τα τσιγάρα από το στόμα, για να ακούγεται καλύτερα, «να δεις τα χάλια μας»…
«Δε σε καταλαβαίνω, η μάλλον…δε καταλαβαίνω πού το πάς;»
«Ξέρεις για το συνάδελφο» είπε ειρωνικά, «που του πήραν την ασπίδα και το κράνος;»
«Διάβασα ένα σχετικό ρεπορτάζ, δηλαδή τι ρεπορτάζ χαμός έγινε»…
«Δηλαδή δεν ξέρεις τίποτα;»
«Τι εννοείς;» άρχισε να δυσανασχετεί ο Παλιός.
Ο Ανεξάρτητος, πετώντας τα τσιγάρα πάνω στο γραφείο και απλώνοντας τα πόδια σαν πασάς πάνω του, είπε, αφού πήρε δυο βαθιές ανάσες, μια κίνηση ψεύτικης συντριβής.
«Ο μαλάκας αυτός, ήταν το τσουτσέκι που έχουμε στα πόδια μας καθημερινά φίλε! Αυτός είναι υπεύθυνος που μας κράζουν σήμερα!»
«Ο Νέος;»
«Ακριβώς! Αυτός ο χέστης!»
«Μα πώς…Πού το έμαθες εσύ;»
«Αυτό σου λέω τόση ώρα ρε φίλε, τον είδα στην τηλεόραση!»
«Βγήκε στην τηλεόραση, μα πώς…τι είπε;»
«Τώρα πριν από λίγο. Ήθελε και ζωντανή μετάδοση το κουνάβι! Βγήκε σε ένα κωλοκάναλο και μίλησε σε μια γλείφτρα κατίνα με ένα μαρκούτσι να!»
«Είσαι σίγουρος;» άρχισε να δυσπιστεί, για άλλο λόγο τώρα, ο Παλιός.
«Αφού ξέρεις, ο Ανεξάρτητος δεν κάνει ποτέ λάθος, είναι γατόνι!» βαυκαλίστηκε σιάζοντας ένα φανταστικό γιλέκο.
Ένα γέλιο, που έβγαινε με μεγάλη ευχαρίστηση από το στόμα του Παλιού, πλημμύρισε το γραφείο. Και γελούσε, και γελούσε, ξεκαρδιζόταν, μέχρι που τα μάτια του συνάντησαν εκείνα του Ανεξάρτητου, που σπινθήριζαν με οργή. (Του κόπηκε η κομπορρημοσύνη του Ανεξάρτητου). Έτσι λοιπόν κόπασε η αγαλλίαση, για την ακρίβεια, ο Παλιός το βούλωσε και είπε με χαμηλή φωνή στον άλλο.
«Δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι δε λαθεύεις ποτέ!» τόνισε τις λέξεις υπαινικτικά.
Ο Ανεξάρτητος σαν να θυμήθηκε κάτι, και μάλιστα κάτι που δεν του άρεσε, που τον είχε εκθέσει, απάντησε γκρινιάζοντας. Βαριεστημένα…
«Ε, τώρα μη με πάς στην υπόθεση με το παιδί σου…Μου το χτυπάς τόσο καιρό, δε βαρέθηκες ακόμα; Άλλωστε ήταν παρεξήγηση»…
«Τι παρεξήγηση μωρέ; Που πέρασες το παιδί μου, οκτώ χρονών πουλαράκι για κατάσκοπο, και του έψαχνες τη τσάντα και το στόμα για κρυφή κάμερα;» φώναξε αγανακτισμένος. «Μα και στο στόμα!»
«Για παν ενδεχόμενο το έκανα, έπρεπε να λάβω μέτρα ασφαλείας…Με ξάφνιασε…Που θες ρε φίλε να ήξερα, ότι η γυναίκα σου ήθελε να πάει στην εφορία (η εφορία ήταν ένα τετράγωνο αριστερά από το τμήμα και το σπίτι του Παλιού άλλα δύο τετράγωνα δεξιά του) και στον άφησε στο σβέρκο τον μπόμπιρα; Ε; Τι είμαι μέντιουμ, και εν πάση περιπτώσει, εσύ έφταιξες που το άφησες στο γραφείο μόνο του το παιδί! Ξέρεις ότι τα μουσουλμανάκια σε αυτή την ηλικία ανατινάζουν λεωφορεία; Τέλος πάντων, φύλαγε τα ρούχα σου να ‘χεις τα μισά, ξέρω εγώ! Είδες πόσοι άλλοι δικοί μας την έχουν πατήσει από κρυφές κάμερες και δεν ξέρω και εγώ τι άλλο;»…
Ο Παλιός σήκωσε με παράδοση το βλέμμα προς το Θεό, αν ήταν ποτέ δυνατόν, του κλείδωσε στη ντουλάπα το παιδί, και για να δικαιολογηθεί άρχισε τις γεωπολιτικές αναλύσεις. Έλεος! είπε από μέσα του, αλλά δε συνέχισε τη συζήτηση, ήξερε που θα κατέληγε άλλωστε, το είχε εξαντλήσει το θέμα. Αποφάσισε να επιστρέψει στα σημαντικά της ημέρας. Δυο ανάσες, ένα μπούχτισμα το έβγαλε, κι ήταν αληθινό.
«Τι έγινε με το Νέο πες, άσε τα άλλα»…
«Τι να πω μωρέ, το μαλακισμένο»…
«Τι είδες;»
«Τον έβγαλαν ζωντανά από το νοσοκομείο, εδώ που τα λέμε δεν έπαθε και τίποτα το σοβαρό, ξεροκατάπινε μωρέ σαν τη τιτίκα, μάλλον λιποθύμησε ο χέστης απ’ το φόβο του!» γελούσε θριαμβευτικά λες και είχε τιμηθεί με εκατομμύρια επαίνους ανδρείας. Και στηλίτευε από την άλλη, το πρώτο σπέρμα της δειλίας σ’ αυτό τον κόσμο.
«Στο θέμα μας»…
«Να μωρέ, τι να σου πω; Τα είχανε πάρει όλα τα ψάρια στη διαδήλωση, ξέρεις στο κέντρο, εκείνη με τους απολυμένους ενός εργοστασίου. Ε, είχαμε κανονίσει να μπούνε πέντε δικοί μας μέσα…ξέρεις να σπάσουνε τίποτα, να γίνει λίγο… νταβαντούρι, να μη φανεί… κακή η κυβέρνηση και τα ρέστα. Η διαδήλωση ήταν εύκολη υπόθεση, γι’ αυτό οι επικεφαλείς βάλανε στην πρώτη σειρά τους νέους, ξέρεις μωρέ σε εκείνη την πρώτη σειρά που τρώει πάντα τις πρώτες ξυλιές, μετά αρχίζει να βαράει με τα παλούκια, να αντεπιτίθεται, να ρίχνει κανένα χημικό, και τέλος - μετά ο καθένας στο σπιτάκι του! Τι να στα λέω τώρα μωρέ τα ξέρεις»…
«Και;» τον προέτρεψε με περιέργεια ο Παλιός. Ταυτόχρονα σκεφτόταν ότι οι παλιές εποχές, όταν ξεκινούσε κι αυτός, είχαν υποθέσεις με υπόβαθρο. Ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση είχε σχηματίσει εκείνος.
«Ε, τι και! Εκεί που όλα πηγαίνανε ρολόι, θα γκάριζαν και θα έφευγαν, εμφανίζονται τα καθίκια με τις μολότοφ, και αρχίσανε γιουρούσι. Παραδόξως όλα τα ψάρια κινήθηκαν γρήγορα, υποχώρησαν, εκτός του μαλάκα»…
«Και;» άλλη μια φορά ο Παλιός.
«Και εκεί που πισωπατούσε ο μαλάκας, κάτι πάτησε φαίνεται - το όρνιο! – και γλίστρησε. Μια μολότοφ τον βρήκε στο ψαχνό. Με κάποιο τρόπο, έσβησαν τη φωτιά οι άλλοι, αλλά δε πρόλαβαν να τον μαζέψουνε. Έπεφταν βροχή οι μολότοφ και φοβήθηκαν. (Εγώ θα τον άφηνα να καεί σαν κοτόπουλο, είπε γελώντας, κάνοντας μια τρομακτική παρέκκλιση από την αφήγησή του!) Τι να λέμε τώρα… Φαίνεται ότι έχασε τις αισθήσεις του τη στιγμή ακριβώς που είδε τη μολότοφ να του καίει τον κώλο…Και έπεσε κάτω αναίσθητος. Πήγανε δυο τύποι από τους άλλους, του πήρανε τι του πήρανε, και τον άφησαν σαν γδαρμένο να πάνε οι δικοί μας να τον μαζέψουνε. Αυτά»…
«Και τι είπε στην τηλεόραση;»
Η ερώτηση εξόργισε τον Ανεξάρτητο, γιατί ακριβώς του θύμισε τις απαντήσεις του νεαρού οργάνου της τάξεως, Φουρκίστηκε αμέσως, έσφιξε τις γροθιές και άρχισε.
«Ρεζίλι ο μαλάκας, ρεζίλι από τα λίγα! Και ήταν αυτός φίλε, εκατό τοις εκατό, τον κατάλαβα από αυτή τη φωνή του ασβού που έχει…Του είχαν καλύψει το πρόσωπο, με μωσαϊκό, με τετραγωνάκια μωρέ πως τα λεν αυτά;»…
«Ναι κατάλαβα, τι είπε ακριβώς;»
«Είπε τόσο χοντρές μαλακίες, που από τον πονοκέφαλο που με έπιασε μετά, δε θυμάμαι ακριβώς»…
«Τι;»
«Κλαιγόταν μωρέ, σαν τη μυξοπαρθένα, ο χέστης, να τον δουν να το λυπηθούν όλα τα μυρμήγκια από τους καναπέδες τους! Τι να σου λέω! Έλεγε, είμαι παιδί φτωχό, μπήκα για τα σίγουρα λεφτά στην αστυνομία με κόπο και ιδρώτα, είπε κι άλλα ο μαλάκας, όπως ότι και καλά έστειλαν τους νέους εκεί επειδή όλο το προσωπικό φυλάει πολιτικούς, εφοπλιστές και δημοσιογράφους, και κάτι για τα γήπεδα άσχετο είπε! Ο μαλάκας!»
«Και τι μωρέ δε λέει αλήθεια» έσπευσε να υπερασπιστεί το Νέο ο Παλιός.
«Και τι σημαίνει αυτό ρε Παλιέ, ότι πρέπει να τα λέμε και μόνοι μας, θα μας τρελάνεις εντελώς; Όσο δε το παραδέχεσαι, τόσο περισσότερο βαριέται ο άλλος να στο κοπανάει. Και τη σήμερον έχει σημασία μόνο το τι λέγεται»…
«Βρε πως δεν πέθανε ο μικρός να λέμε, γιατί»…
«Τι γιατί ρε μούχλα;» τινάχτηκε από τη θέση του ο Ανεξάρτητος. « Τι την πέρασαν την αστυνομία τα ψάρια όλα, μη γαμήσω τώρα κανά φελέκι εδώ μέσα; Που νομίζουνε ότι μπαίνουν ρε; Σε παρθεναγωγείο; Στην αστυνομία μπαίνουν ρε! Τι περιμένουν να ‘χουν τα πιστόλια στις κασέλες; Αυτός είναι ο ρόλος μας ρε φίλε! Εγώ όταν μπήκα στην αστυνομία είχε όραμα να κόψω κώλους, το κατάλαβες, χωρίς να ξέρω ποιανού και γιατί, αυτά να τα βρουν οι ψυχίατροι! Δεν τους είπε κανείς να μπουν στην αστυνομία για τουρισμό! Και τι θέλουνε δηλαδή τα τσουτσέκια δε κατάλαβα;…Σου είπα που τα έριξε και στους συνδικαλιστές, ο νεοσσός του κώλου; Τι ήθελες ρε μαλάκα» απευθύνθηκε στο γραφείο του Νέου, που τώρα ήταν άδειο, αλλά σαν να ήταν αυτός εκεί «τι ήθελες ρε καραγκιόζη των καναλιών να σου πετάξουν οι κουκουλοφόροι; Αγιασμό;»…
Παραλήρημα πραγματικό. Τόσο που ο Παλιός δεν είπε τίποτα. Δεν έκανε και τίποτα το καινούργιο. Και εκεί που πήγαινε να σκεφτεί κάτι, πώς είχε φτάσει να γίνει αστυνομικός φέρ’ ειπείν, κι όχι ένας τίμιος τραπεζοϋπάλληλος όπως ο πατέρας του, εκείνη την ώρα έγινε κάτι αναμενόμενο για ένα αστυνομικό τμήμα. Άνοιξε η πόρτα, βγήκε πρώτα ένα πόδι που ανεβοκατέβαινε σαν σε καμπαρέ, μια γόβα στιλέτο και μια γάμπα ελαφρώς ατροφική και μαραζιάρα. Ήταν η Μόνιμη.
Μπήκε ολόκληρη μέσα και στυλώθηκε πάνω στα γοβάκια της. Έμοιαζε γυναίκα του τρίτου κόσμου και όμως φορούσε ένα ταγέρ, που ήθελε (το ταγέρ) να αναδείξει τα προσόντα του μοντέλου του, αλλά σκάλωσε στο κοκαλομάνι που λεγόταν Μόνιμη. Κρατούσε ένα μπλε φάκελο με τέτοια χάρη, και μασούσε την τσίχλα σαν αλανιάρα κατσίκα, που ο καθένας θα ορκιζόταν, πώς είχε πάρει το ύφος της αθώας μαθητριούλας εντελώς υστερόβουλα. Ήθελε πράγματι να πετύχει ένα διπλό στόχο. Με τα καλά νέα που έφερνε, ήθελε να γίνει ποθητή και να φύγει από κει μέσα με μια υπόσχεση για ένα ραντεβού. Από τον Ανεξάρτητο. Κι όπου ήθελε αυτός. Μάλλον, όπου ήθελε αυτή, ο Ανεξάρτητος ήταν αρκετά αγροίκος για να σκέφτεται τις στιγμές που προηγούνταν και ακολουθούσαν το σεξ.
«Γεια σας παιδιά!» άρχισε την κουβέντα της μιλώντας σαν ξανθιά που διαφημίζει προσθετική στήθους.
«Γεια σου και σένα!» είπαν με μια φωνή και οι δύο, δυνατά, αλλά ένα καλό αυτί θα καταλάβαινε πίσω από την ένταση, την αγωνία τους να ξεμπερδεύουν γρήγορα με δαύτη.
«Ήρθα να πω κάτι και θα φύγω» είπε, παίρνοντας το ύφος του μεγάλου ευεργέτη, του ανθρώπου που βυθίστηκε στη γραφειοκρατία, και τη νίκησε κατά κράτος. Νίκησε το κράτος! Τα φρύδια της έφτιαχναν μικρούς ανεστραμμένους κώνους, και πετάριζε τα βλέφαρα, σουφρώνοντας τα χείλη προς τον Ανεξάρτητο. Ο Παλιός, γνήσια νυφίτσα των κοινωνικών σχέσεων, κατάλαβε ότι θα γελούσε με τη ψυχή του.
«Τα δύο θέματα που σε απασχολούσαν, μωρό μου, τα έλυσα» είπε με μια περισπούδαστη υπερηφάνεια. Και συνέχισε με ένα διάφανο υπαινιγμό στις κινήσεις της, προδοτικό θα τον λέγαμε. «Τα έφερα εις πέρας!» τόνισε μετά σηκώνοντας μόνο το δεξί φρύδι, και βάζοντας στο πρόσωπό της μια μάσκα μοιραίας γυναίκας, που μπορούσε να υποσχεθεί τα πάντα. Και που τώρα ήταν βέβαιη πως θα έπαιρνε όσα δικαιωματικά της ανήκαν.
«Ευχαριστώ, ήμουν σίγουρος ότι θα τα κατάφερνες» απάντησε ο Ανεξάρτητος χτυπώντας θεατρινίστικα τις παλάμες στην καρδιά του.
Η Μόνιμη περίμενε τη συνέχεια, να ακούσει κάποια πρόταση από το στόμα του, γιατί δεν μπορούσε εκείνη, σαν την πρώτη τυχούσα, λυσσάρα, να του προτείνει έξοδο, ή ότι άλλο κακό προκύπτει από τις εξόδους. Το είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, και ο Ανεξάρτητος με πραγματικά γελοίες δικαιολογίες το ‘χε αποφύγει. Τι ζητούσε δηλαδή; Να συμπεριφερθεί σαν γνήσιος άντρας… Το είχε πάρει προσωπικά όμως, σχεδόν εκδικητικά, αλλά ποτέ δεν του χαλούσε τα χατίρια. Έλεγε «θα πέσει» και το πίστευε. Άγνωστο γιατί, του έκανε τα χατίρια με την ευλάβεια της τσιμπημένης, και με μια αίσθηση αδικίας. Έμοιαζε να της αρέσει αυτός μαζοχισμός. Αν κάποια στιγμή τις σταματούσε τις χάρες, ο Ανεξάρτητος θα έκανε την καρδιά του λάστιχο και θα την έπαιρνε, να πάει στην ευχή! Ήταν κάτι που ο Ανεξάρτητος φοβόταν, αλλά που δε θα παρέλειπε να κάνει προκειμένου να συνεχίζει να έχει την εύνοιά της. Αλλά εκείνη είχε ακολουθήσει άλλη οδό, αναποτελεσματική για εκείνη και ήρεμη για τον Ανεξάρτητο. Μια ξιπασιά χωρίς καθόλου πραγματική πονηριά. Κι ήταν η γυναίκα που μπορούσε να τα φέρει όλα σε πέρας.
«Δε θα μου πεις τίποτα;» του είπε στεγνά.
«Ε,…εεε…Ευχαριστώ….τι άλλο; Ε,…είσαι πολύ γλυκιά»…
Και αμέσως, επειδή ήξερε τι ήθελε να ακούσει από τον καράφλα, αλλά σιγά να μην το άκουγε, και εκείνος το ήξερε τι ήθελε εκείνη να ακούσει, έσπευσε σαν ένα πληγωμένο ελάφι να φύγει. Και του είπε ξεμπροστιάζοντας τις παλιές, χαζές δικαιολογίες του. Φυσώντας με μια κίνηση αξιοπρέπειας την φράντζα που είχε πέσει στα μάτια της.
«Ελπίζω να μην πεθάνει ο εικοστός έβδομος θείος σου, που του είχες αδυναμία»…
Και έκλεισε με πάταγο την πόρτα πίσω της, για να ξεφυσήξει άνετα το στόμα του. «Φτηνά τη γλίτωσα!» είπε ψιθυριστά στον Παλιό, που κρατούσε τα χείλια να μη ξεκαρδιστεί.
«Γελάς ε; Είδες τι τραβάω; Εσύ που να τα πάθεις αυτά, έχεις παρκάρει στο…γκαράζ της γυναίκας σου»…Το είπε πιστεύοντας ότι αυτό θα πληγώσει τον παλιό, θα του θυμίσει όλα τα ζευγάρια παντόφλες που η γυναίκα του ακουμπούσε στο σβέρκο του.
«Χίλιες φορές γκαράζ! Αν αποφασίσεις ποτέ να την επισκευάσεις… (και εννοούσε, εντελώς φλεγματικά, τη Μόνιμη) να περάσεις (Χα! Χα! Χοντροκομμένα, εσώψυχα) …απ’ το σπίτι μου»…
Και ο Ανεξάρτητος, έλεγε από μέσα του, «κοίτα γέλιο ο μαλάκας». Αλλά από την άλλη τον κυρίευσε και ένα αίσθημα εφησυχασμού. Η Μόνιμη είχε κάνει καλά τη δουλειά της. Τα «δύο θέματα» που τον απασχολούσαν τα είχε διευθετήσει. Αν υπήρχαν καλλιστεία για την καλύτερη υπάλληλο, θα έπαιρνε όλα τα στέμματα, κι εκείνος θα ήταν κάτω στα τραπέζια και θα φώναζε σαν τρελός για το νούμερό της.
Ο Παλιός δεν είχε περιέργεια (παραδόξως) να μάθει τι σήμαιναν αυτές οι δύο λέξεις, τα «δύο θέματα». Αλλά και να είχε, ο Ανεξάρτητος δε θα του έλεγε απολύτως τίποτα. Δε θα του έλεγε ότι, δύο φίλοι του, επίσης καραφλοί είχαν μπλέξει σε ένα καβγά με κάτι μετανάστες, και για να υπερασπιστούν τη σωματική τους ακεραιότητα από εκείνους τους εγκληματίες, αναγκάστηκαν να τους μαχαιρώσουν. Οι μετανάστες τους επιτέθηκαν για να τους κλέψουν. Το ότι μαχαιρώθηκαν εκείνοι ήταν εντελώς τυχαίο. Θα μπορούσαν να είχαν μαχαιρωθεί οι φίλοι του πρώτα. Ήταν μια ξεκάθαρη περίπτωση αυτοάμυνας σε μια κοινωνία που έχει αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα, με όλους αυτούς τους ξένους που μπαίνουν στη χώρα. Οι φίλοι του Ανεξάρτητου ήταν καλά παιδιά, ενώ οι μετανάστες ήταν ξένοι. Αυτά ακριβώς τα λόγια είχε πει ο Ανεξάρτητος στη Μόνιμη, όταν της ζήτησε να κάνει ότι μπορεί για να κρύψει το φάκελο της υπόθεσης, μη μπλεχτούνε εισαγγελείς, και τρέχουν και δε φτάνουν. «Δε φτάνει που μπαίνουν έτσι παράνομα στη χώρα, παίρνουν τις δουλειές του κοσμάκη και τον κλέβουν κι από πάνω! Είναι ξένοι μωρέ!» είχε τονίσει στη Μόνιμη, κι εκείνη, συμφωνώντας απολύτως με την κοινωνιολογική του ανάλυση του έκλεισε το μάτι. Εκ των υστέρων όχι μόνο χάθηκε ο φάκελος της υπόθεσης, αλλά και οι μετανάστες απελάθηκαν. Ο Ανεξάρτητος άναψε τσιγάρο, και το φούμαρε με μια μεγάλη ευχαρίστηση που όλα πήγαιναν τόσο καλά.
Ο Παλιός, που όση ώρα ο συνάδελφός του τα έλεγε με τη Μόνιμη, διάβαζε και την εφημερίδα, και προπονημένος καθώς ήταν στο να αυτονομεί το ένα αυτί από το άλλο, έπεσε πάνω σε ένα μονόστηλο που του κέντρισε το ενδιαφέρον. Έσπευσε να το μοιραστεί με τον Ανεξάρτητο.
«Άκουσε ρε τι έγινε! Τελικά όχι μόνο πήραν το κράνος αλλά το κατούρησαν κι από πάνω. Εδώ ο δημοσιογράφος γράφει ότι ένας συνταξιούχος πήρε το κράνος από τα χέρια ενός κουκουλοφόρου, κατέβασε τα βρακιά του μπροστά στο δρόμο, και άρχισε να κατουράει μέσα του. Ύστερα το ξαναέδωσε στον τύπο κι αυτός το κλώτσησε και πάλι προς το μέρος των αστυνομικών!»
«Ναι μωρέ, κάπου το πήρε το αφτί μου. Είχαν χωθεί στην πορεία των απολυμένων και κάτι συνταξιούχοι, φαφούτηδες και ψωριάρηδες, με κάτι άδειες κατσαρόλες, και μετά άρχιζαν να πετάνε κι αυτοί κάτι μισοφαγωμένα κουλούρια στην αστυνομία. Μολότοφ και κουλούρια! Που πάμε ρε!»
Ο Παλιός είχε μείνει με ένα μειδίαμα απορίας στο πρόσωπο. Δεν ήξερε πώς να χαρακτηρίσει αυτό που μόλις είχε διαβάσει. Γελοίο ή δραματικό; Απλώς ψέλλισε ένα «που πάμε ρε», αρπάζοντας ασυναίσθητα τις λέξεις από τον άντρα απέναντί του, και είδε τον Ανεξάρτητο, μέσα από τούφες καπνού, να του λέει «αυτό ξαναπές το!»…
¨
Ήταν μια νύχτα κρύα. Τα καλοριφέρ στο τμήμα δε λειτουργούσαν, έπιανες τις σωλήνες και ένιωθες μια κοφτερή αίσθηση κρύου στις παλάμες σου. Έξω έβρεχε από ώρα, και τώρα το νερό της βροχής κυλούσε σαν βουβό ποτάμι, ανάμεσα στα πεζοδρόμια και τους δρόμους, στα σκάμματα που οδηγούσαν στους υπονόμους. Μπορούσες να το ακούσεις γιατί ο περισσότερος κόσμος ήταν πλέον, και από νωρίς, στην θαλπωρή της οικογενειακής εστίας. Περασμένα μεσάνυχτα.
Ο Ανεξάρτητος όμως είχε δουλειά. Του έφεραν στο γραφείο μια Νιγηριανή, που την έπιασαν να κάνει πιάτσα σε ένα κακόφημο δρόμο, πίσω από τις αυστηρές προσωπίδες των πολυκατοικιών, σε μια γειτονιά με πολλά κόκκινα φωτάκια και απεριόριστη ηδονή. Οι δύο που την έφεραν, είχαν ξαναπεράσει από εκείνο το δρόμο τόσες φορές που θα μπορούσαν να είναι και κάτοικοι της γειτονιάς. Εκείνο το βράδυ βολτάριζαν με το περιπολικό, και από την πολλή ανία («δεν υπάρχει μεγαλύτερη βαρεμάρα να κυνηγάς, να προλαμβάνεις το έγκλημα, όλο το ζουμί είναι μετά το φόνο και σ’ αυτό είναι που μπορεί να φανεί χρήσιμη η αστυνομία, άλλωστε όλα τα εγκλήματα είναι απρόβλεπτα, μπορούν να φυτρώσουν παντού σαν τη βλακεία», αυτά λέγανε οι δύο μπάτσοι, που είχαν αφήσει στα πόδια του συνοδηγού, να ξεκουράζονται άδεια κουτάκια μπύρας) αποφάσισαν να προσαγάγουν εκείνη τη νεαρή αφρικανή, που μάλλον έκανε τη δουλειά της μόνη της, δεν είχε βρει ακόμη μάνατζερ.
Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο, την πλησίασαν, την έψαξαν σε σώμα και τσάντα, και πριν προλάβει να αντιδράσει την έπιασαν και την έβαλαν στα πίσω καθίσματα, με χειροπέδες και φοβερούς εκφοβισμούς –ευτυχώς ο ένας εξ’ αυτών ήξερε αγγλικά και έσωσε την τιμή σου σώματος. Ο αστυνομικός βρήκε στην τσάντα, μπηγμένη στη φόδρα της, ένα μικρό φακελάκι με χάπια έκσταση, και χωρίς να το σκεφτεί το έχωσε στην τσέπη του. Ο ίδιος συνεννοήθηκε μαζί της, εκείνη είπε ότι δεν είχε χαρτιά, και ο αστυνομικός την ενημέρωσε ότι θα την πήγαιναν στο τμήμα. Την είπε και πόρνη αλλά αυτή δε το δέχτηκε. Δικαιολογήθηκε ότι εκεί έξω, με τη φούστα σηκωμένη στα μπούτια, ένα ανοικτό μπλουζάκι, και ένα ψιλό ζακετάκι, περίμενε τον αρραβωνιαστικό της να γυρίσει από τη δουλειά. Φυσικά κανείς δεν τη πίστεψε, και μπήκαν στο περιπολικό για να φύγουν.
Στη διάρκεια της διαδρομής, ο γλωσσομαθής αστυνομικός, πρότεινε στη νεαρή αφρικανή ένα συμβιβασμό, που ήταν γνωστός στον οδηγό, ο οποίος τραγουδούσε ένα λαϊκό τραγούδι δίπλα του αμέριμνος. Το είχαν κάνει αρκετές φορές και αυτός ήταν ο λόγος που οι γυναίκες τους είχαν ηρεμήσει από τότε που ξεκίνησαν τις νυχτερινές βάρδιες. Εκείνη θα άνοιγε τα πόδια της, και μετά θα την άφηναν να φύγει, χωρίς να την πειράξουν. Θα έλεγε κανείς, μια συμφωνία κυρίων. Η γυναίκα δέχθηκε και ο οδηγός χώθηκε σε ένα σκοτεινό στενό, για να παρκάρει. Έπειτα βγήκε από το περιπολικό, και ακούμπησε στη λαμαρίνα του καπό για να καπνίσει. Θα κρατούσε τσίλιες μέχρι ο δεύτερος να πάει πίσω στα καθίσματα να πηδήξει τη νεαρή. Και μόλις τέλειωνε θα άλλαζαν θέσεις. Μπήκαν στον κόλπο της σαν γουρούνια που κυλιούνται στα σκατά, με σάλιο να σκορπίζεται από δω και από κει, τη στιγμή που τέλειωναν πάνω από μια φοβισμένη γυναίκα. Αν κάποιος μπορούσε να κοιτάξει από μακριά την κατάσταση αυτό που θα έβλεπε ήταν μια πορτοκαλιά καύτρα, σαν πολύτιμη χάντρα, μέσα στη νύχτα και θα άκουγε τον ελαφρύ, μα ευδιάκριτο ήχο, που έβγαζαν οι σούστες του αυτοκινήτου, από το ανέβα κατέβα.
Φυσικά, οι δύο αστυνομικοί, οι νυχτερινοί εραστές, δεν τήρησαν το λόγο τους. Μπήκαν στο περιπολικό και την πήγαν στο τμήμα, να την περιλάβει ο Ανεξάρτητος. Και εκεί είναι τώρα η Νιγηριανή σκυμμένη μπροστά από τον Ανεξάρτητο. Φοβισμένη, με τα δάκρυα να έχουν γεμίσει το πρόσωπό της, ρουφώντας συνέχεια τα ρουθούνια της, έχει αρπάξει το φύλο του Ανεξάρτητου και το έχει βάλλει στο στόμα της, κάνοντας παλινδρομικές κινήσεις. Ο καραφλός μπάτσος σήκωνε το κεφάλι προς το ταβάνι, με κλειστά τα μάτια, κάνοντας ακανόνιστες κυκλικές κινήσεις που μαρτυρούσαν την ηδονή που τον πλημμύριζε σύγκορμο. Και οι δύο είχαν ιδρώσει, ο ένας από την ευχαρίστηση και η άλλη από το φόβο. Και όταν η νεαρή κουράστηκε και θέλησε να απαλλαγεί για λίγο από το μόριο του καραφλού, εκείνος της τράβηξε με βία τα μαλλιά, και την χτύπησε αρκετές φορές με αιφνιδιαστικά χαστούκια. «Ρούφα μωρή, και σκάσε!» της είπε με ένα βλέμμα, ανακατεύοντας την επιτακτική προσταγή του και την αχαλίνωτη εξουσία, που απέρρεε από την κατάσταση του. Τη δική του κατάχρηση και τη δική της αδυναμία να αντιδράσει, έστω βογγώντας. Και το πιο τρομακτικό από όλα ήταν η σιωπή με την οποία υπέμενε την κατάσταση. Ακούγονταν εκεί μέσα ανάσες ηδονής αργόσυρτες, από τη μια, και από την άλλη ρουθουνίσματα, που είχαν αντικαταστήσει το κλάμα, την απόγνωση. Το ευχαριστιόταν ο Ανεξάρτητος, ακουμπισμένος στο γραφείο, με τα παντελόνια του να έχουν σχηματίσει μια στοίβα στο ύψος των αστραγάλων του. Η εξουσία, εκείνος ο τόνος της αλαζονείας, λαμπύριζε στα μάτια του, κάτι που έκανε τη μικρή να φοβάται περισσότερο. «Ρούφα μαύρο σκυλί!» της είπε μετά, χτυπώντας την με το γόνατο στο στομάχι, κι εκείνη έβγαλε σπαραγμούς, αλλά δεν τόλμησε να απαλλαγεί από τη βίαιη παλινδρόμηση, που της επέβαλλε ο Ανεξάρτητος. Της κρατούσε με δύναμη το κρανίο, αυστηρά προσηλωμένο πάνω στο φύλο του, και υποβοηθούσε και αυτός το έργο της. Η νεαρή υπάκουε, και περίμενε το τέλος, αφήνοντας το σάλιο της να κατεβαίνει στο στήθος της, που φούσκωνε από την ταραχή. Δε μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο. Και όταν ο Ανεξάρτητος τελείωσε, το στόμα της γέμισε με κάτι που της φάνηκε φαρμάκι, και έσπευσε να το ξεράσει, την ώρα που ο καραφλός είχε γείρει πίσω, μετρώντας την ανάσα του, τους ταχείς παλμούς του, τα αποτελέσματα της εργασίας του.
Με μια ευδαιμονία απίστευτη, ανάσαινε πιο αργά για να νιώσει καλύτερα στο πετσί του αυτό που μόλις είχε κάνει. Και για το οποίο ένιωθε εκπληκτικά. Κατέληξε λέγοντας «για αυτά κάνετε μόνο!» και έβγαλε ένα γέλιο που φόβισε τη νεαρή. Εκείνη σύρθηκε στο υγρό πάτωμα, με τα χέρια να καλύπτουν το πρόσωπό της, σαν να φοβόταν μια νέα επίθεση. Όμως, η βιαιότητα όλη είχε βγει πριν ο καραφλός αποφασίσει να τη ταπεινώσει εντελώς. Περπάτησε, γυμνός από τη μέση και κάτω, και φτάνοντας ακριβώς από πάνω της, την έφτυσε λέγοντας «Ούτε να στον χώσω δεν αξίζεις!», και μετά έφτυσε εκ νέου, αφήνοντας ανάμνηση στην ανήμπορη κοπέλα, μια κλωτσιά στο τρεμάμενα πλευρά της. Έπειτα κουμπώθηκε και έκατσε στο γραφείο για να απολαύσει ένα τσιγάρο, με θέα ένα ρημαγμένο τοπίο, και του άρεσε που αυτός το είχε ρημάξει. Με την μύτη σηκωμένη, και έχοντας πάρει το ύφος της τεστοστερόνης, σήκωσε το τηλέφωνο και διέταξε έναν άλλο να έρθει να την μαζέψει.
Την ίδια ώρα η Μόνιμη κατέβαινε τις σκάλες του αστυνομικού τμήματος, έχοντας χώσει στην τσάντα της το κινητό της, και το έκανε λες και είχε βάλλει εκεί μέσα κάποιον μικρό θησαυρό. Είχε απαθανατίσει με την κάμερα του μικροσκοπικού χαφιέ, του κινητού της, όλο το μεγαλείο του άξεστου μπάτσου που νόμιζε ότι αγαπούσε. Είχε πάει στο τμήμα, μέσα στη νύχτα, γνωρίζοντας ότι θα ήταν μόνος, και είχε πολύ πονηρές βλέψεις. Μέσα σ΄ αυτές ήταν να μπει στο γραφείο, αιφνιδιάζοντάς τον, και έπειτα να κρύψει το κλειδί στο βρακάκι της. Είχε προμηθευτεί και δύο μπουκάλια κρασί, γιατί εκείνα θα επέτρεπαν στον Ανεξάρτητο να ψάξει το κλειδί της πόρτας –μόνο έτσι. Ακούγοντας εκείνες τις γρήγορες και βίαιες ανάσες, με το αφτί κολλημένο στην πόρτα, τα μουγγανητά και τη σάρκα να παφλάζει, αποφάσισε να το διακινδυνεύσει με την αποφασιστικότητά της, και άνοιξε λίγα εκατοστά την πόρτα του γραφείου. Κανείς δε την πήρε είδηση, είχαν άλλες δουλειές. Από εκεί, εκείνη την αποκαλυπτική χαραμάδα, βιντεοσκόπησε τον Ανεξάρτητο, να κάνει σε κάποια άλλη (και μάλιστα μαύρη) αυτό που ευχόταν να δοκιμάσει πάνω στην ίδια. Αυτό δε μπορούσε να το ανεχτεί. Είχε αποφασίσει να τον καταστρέψει, και σε αυτό θα την βοηθούσε μια φίλη της που δούλευε σε ένα μεγάλο κανάλι της χώρας.
Και βγαίνοντας από την μεγάλη πύλη του τμήματος, ξεστόμισε ένα «Ζώο!», κάτι που μια διαβολική σύμπτωση του σύμπαντος, έβαλε, την ίδια ακριβώς στιγμή, να συμπέσει με τα ίδια ακριβώς λόγια, στο στόμα του Ανεξάρτητου. «Ζώο!» είπε κι αυτός γελώντας απέναντι από την ετοιμόρροπη κοπέλα.
Αυτό που η Μόνιμη δεν είδε, δεν το πρόσεξε, ή τέλος πάντων δε την ένοιαξε να διακρίνει, ήταν ότι το χέρι με το οποίο ο Ανεξάρτητος κρατούσε το κεφάλι της νεαρής κοπέλας, ενώ εκείνη είχε το φύλο του στο στόμα της, κοσμούταν με ένα περιφανή αγκυλωτό σταυρό.
Διήγημα
Ο Νέος μπήκε στο γραφείο, με ένα μήλο καρφωμένο στο στόμα. Είδε τον Ανεξάρητο, πίσω από το γραφείο, να τον κοιτά βλοσυρά, περιστρέφοντας ένα χαρτοκόπτη στα δάχτυλά του.
«Ωραίος στόχος έγινες!» του είπε μειδιώντας.
(Η ώρα ήταν μία μετά τα μεσάνυχτα. Τηρουμένων των αναλογιών, υπήρχε ησυχία).
Για μια στιγμή σκέφτηκε, ότι μπορεί και να το εννοούσε. Τον θεωρούσε άλλωστε σαλεμένο τύπο, ένα απίστευτο πηγάδι ανάδευσης ψυχοπαθολογικών αγκυλώσεων. Πολύ πιο απλά, η βίδα είχε λασκάρει αλμπάνικα. Είδε το στόμα του να σπάει, με εκείνη την επίδειξη ανωτερότητας που διέκρινε τον καραφλό μπάτσο ( τον Ανεξάρητο), και βγάζοντας το καπέλο του, έκατσε, στο ακριβώς απέναντι γραφείο. Δίπλα στη πόρτα. Σε αμυντική σχεδόν στάση.
«Που το βρήκες ρε;» τον ρώτησε.
«Στο ψυγείο, που θες να το βρήκα» του απάντησε ο Νέος βαριεστημένα, ψάχνοντας κάποια χαρτιά, αλλά στην ουσία προσπάθησε να ξεφύγει, με αξιοζήλευτη ελαφρότητα, από μια ακόμη συζήτηση που θα κατέληγε σε φιάσκο. Έτρεμε κατά βάθος, αλλά δημοσίως δεν ήθελε να αποτελεί μόνο τον ευαίσθητο κορμό ενός μικρού φυτού, ένα μαλθακό κοτσάνι, μέσα σε ολόκληρο το σώμα. Ένας ακόμα ψαρωμένος χέστης.
«Εν ώρα υπηρεσίας δε τρώμε, δε σου το έμαθαν στην κωλοακαδημία που πήγες!» είπε με σφιγμένα χείλια, γέρνοντας απειλητικά μπροστά ο καραφλός μπάτσος. Τελείως κοροϊδευτικά.
«Έλα μωρέ, άσε το παιδί…» πετάχτηκε μέσα από τους φακέλους της βιβλιοθήκης ο Παλιός, κάνοντας ταυτόχρονα ένα νεύμα στο Νέο, ότι και καλά δεν έγινε τίποτα. Και έτσι ήταν. Ο Παλιός είχε βρει τον τρόπο, με ένα χιούμορ της συμφοράς, να επαναφέρει τις ισορροπίες, όποτε αυτές κινδύνευαν. Το πρόσωπο του Ανεξάρτητου, είχε μονίμως ένα στεγνό χαμόγελο, προκλητικά απαθές, είτε έβλεπε ντοκιμαντέρ, είτε ένα στυγερό φόνο. Συνεπώς δε μπορούσε κανείς να ξέρει πότε σοβαρολογούσε και πότε έκανε την πλάκα του. Όποτε προδιδόταν κάποιο συναίσθημα, υπεύθυνα ήταν τα μάτια και τα φρύδια του – μεγάλα σαν μάλλινες σκεπές πάνω από τα ανύπαρκτα βλέφαρα.
Ο καραφλός μπάτσος έσυρε προς τα έξω το τελευταίο συρτάρι του γραφείου του, και στη συνέχεια άφησε πάνω του ένα μισό μπουκάλι ουίσκι και ένα πλαστικό ποτήρι. Κοίταξε μέσα από το μπουκάλι την παραμορφωμένη φάτσα του Νέου, που έδειχνε εκτός από φοβισμένος και γελοίος. Γέλασε και πάλι μόνος του.
Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ο Ανεξάρτητος ήταν ήρεμος και μάλλον ψιλοβαριόταν. Προερχόταν από ξένοιαστο σαββατοκύριακο, και έδειχνε ήπιο το ηφαίστειο που συνήθως σιγόβραζε μέσα του. Σήμερα ήρθε για υπηρεσία στις οκτώ το βράδυ, και θα έκανε νυχτερινή βάρδια, όπως όλοι. Στη διάρκεια της απουσίας του, ο Παλιός, αυτός ο ψιλόλιγνος σαρανταπεντάρης με λίγα μαλλιά και γυαλιά μυωπίας, είχε διαφωτίσει το Νέο σχετικά με τις απρόσμενες εκρήξεις του Ανεξάρητου, που ήταν σχετικά νέος στο τμήμα, αλλά είχε γρήγορη ανέλιξη. Ρωτώντας πηγαδάκια και φρεάτια δεν έβγαλε άκρη. Όσοι του απάντησαν, του είπαν ένα ξερό «επιλογή άνωθεν» και τέρμα. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι είχε έρθει στο τμήμα με μετάταξη, ύστερα από ένα οκτάμηνο που βρισκόταν σε διαθεσιμότητα.
Μεσολάβησαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής. Ο Ανεξάρτητος πήρε το τηλεκοντρόλ στο χέρι, και άρχιζε να ψάχνει στην τηλεόραση για ένα πρόγραμμα που να τον ικανοποιούσε. Σταδιακά η ταχύτητα με την οποία άλλαζε τα κανάλια ανέβαινε. Η οθόνη γέμισε από απροσδιόριστα στοπ καρέ, που άλλαζαν με μια συνεχή ροή, και ενώ μεσολαβούσε μεταξύ τους ένα μαύρο φόντο. Τελικά, αφού δε βρήκε κάτι που να τον ικανοποιεί, πλάκωσε το τηλεκοντρόλ με την παλάμη του δεξιού του χεριού, με μια κίνηση δυνατή πάνω στο κόντρα πλακέ του γραφείου του, που συντάραξε τους δύο συναδέλφους του. Σαν να μην έκανε απολύτως τίποτα, έριξε ένα βιαστικό ξεφύλλισμα στο Playboy, που έχασκε δίπλα του ανοιχτό. Το είχε ξεκοκαλίσει. Δίστασε στην όγδοη φορά…
Τον κοίταξαν για λίγο, και επέστρεψαν στις δουλειές τους αμίλητοι. Ο Παλιός στην αρχειοθέτηση, και το ψάρι, ο Νέος, στα απλωμένα χαρτιά πάνω στο γραφείο του.
«Μα δε βλέπει κανείς τσόντα σε αυτή τη χώρα πλέον!» αγανάκτησε, ξεφυσώντας και αρχίζοντας γελάκια. Πράγμα που ήταν προάγγελος μιας νέας προσπάθειας του να πειράξει το νέο. «Για αυτό έχουμε γεμίσει πουστάρες αδελφές» βαυκαλίστηκε κουνώντας το κεφάλι του, για την τραγική διαπίστωσή του, στρέφοντας παράλληλα το βλέμμα του προς τον νεαρό αστυνομικό.
«Ε, ψιτ… Νέε!» σήκωσε τον τόνο της φωνής του.
«Τι έγινε» ρώτησε ο είκοσι δύο ετών αστυνομικός, ένας ξανθός συνεσταλμένος με μια απορία στα μάτια, σαν να έλεγε δε με παρατάς στην ησυχία μου.
«Δε μου λες ρε, γαμάς καθόλου, ή τσάμπα τα φοράς τα γαλόνια;»
Ο Παλιός βλεφάρισε προς το μέρος του, και αμέσως μετά προς το μέρος του μικρού. Ο τελευταίος δίστασε.
«Αυτά… πώς να το πω… είναι προσωπικά θέματα…» απάντησε βγάζοντας δύο κόκκινες κηλίδες στα μάγουλα ο νέος, χωρίς γέλιο όμως, μάλλον ενοχλημένος που αναγκάστηκε να απαντήσει έστω και έτσι. Σοβάρεψε και είπε «άσε με τώρα, έχω δουλειά…»
«Τι είναι αυτά ρε! Σαν κάτι κυράτσες κάνεις στη τηλεόραση…Απλό είναι ρε το θέμα, τον καρφώνεις σε καμιά τσουλίτσα ή όχι;» φώναξε ειρωνικά κουνώντας το χέρι. «Μπας κι είσαι και συ αδελφή, έτσι… τρυφερούδι που είσαι, δε θα σου… κακόπεφτα…» είπε κουνώντας τα φρύδια, και ξύνοντας το καβάλο του, έτσι όπως καθόταν με τις αρίδες του απλωμένες στο γραφείο.
Ο Νέος τον κοίταξε τόσο άγρια, με τα σαγόνια του να τρίβονται, αλλά κατέπνιξε το θυμό του. Προσπάθησε να δώσει τέρμα στη συζήτηση, μέσω της σιωπηλής του περιφρόνησης. Μα δε καταλαβαίνει ότι κανείς δε γουστάρει να συναναστρέφεται μαζί του αναρωτήθηκε, και άρχισε να πιέζει περισσότερο το στυλό πάνω σε ένα έγγραφο της υπηρεσίας. Έβγαλε εκεί την πρώτη έκρηξη του. Αθόρυβα.
Ο Ανεξάρητος καταλαβαίνοντας ότι το είχε ξηλώσει, έξυσε το κεφάλι με τα ακροδάχτυλα, και κοίταξε τον Παλιό, ο οποίος του είπε με ένα σαφέστατο νεύμα ότι το παράκανε. Άλλωστε δεν είχε πολύ όρεξη για χαβαλέ. Επιπλέον, τα έντερά του τον ειδοποιούσαν ότι αργά η γρήγορα θα έπρεπε να τα ξεφρακάρει. «Οκέι, εντάξει σταματάω…»Σήκωσε ψηλά τα χέρια, σε μια ψεύτικη κίνηση αποδοχής. «Κανείς δεν έχει χιούμορ σ’ αυτό τον στάβλο τελικά»…
Σηκώθηκε βαριεστημένα, έβγαλε το πουκάμισό του έξω από το παντελόνι, αφήνοντας να αναπνεύσει τελείως η τεράστια κοιλιά του. Δεν ήταν πλαδαρός. Η κοιλιά του ήταν σίδερο και οι πλάτες του τεράστιες. Ο Παλιός ήξερε ότι είχε κάνει παλιότερα και άρση βαρών. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα, με τα χέρια στο φερμουάρ, σχηματίζοντας έναν ρόμβο με τα δυο του πόδια, σε μια στιγμή που κοντοστάθηκε. «Πάω για ένα πουτσοκάτουρο!» είπε και γυρνώντας και πάλι προς τους συναδέλφους του τόνισε «δε θα αργήσω»...
Πριν κλείσει την πόρτα, τους έκλασε κανονικά στα μούτρα, ενώ θα μπορούσε να κρατήσει το αέριο μέχρι το μπάνιο. «Αχχχ!» ανακουφίστηκε. Απερίγραπτη μπόχα. Μηδενική ευγένεια.
«Άντε στο διάολο μαλάκα, στο βόθρο σου»… είπε χαμηλόφωνα ο Νέος, όταν πλέον η πόρτα είχε κλείσει και τα βήματα ακούστηκαν μακρινά στον άδειο διάδρομο του τμήματος.
«Θα το συνηθίσεις» είπε ο Παλιός πίσω από ένα φάκελο, που τοποθετούσε στα αρχεία. «Κοίτα τη δουλειά σου κι άσε τον να λαλάει…»
Δε θα περίμενε κανείς άλλη απάντηση από τον Παλιό. Ήταν οικογενειάρχης, με δύο μικρά παιδιά, και γενικώς φιλήσυχος άνθρωπος. Ο Νέος τον οίκτιρε από μέσα του, αλλά βρισκόταν στην ίδια ακριβώς κατάσταση με τον άντρα απέναντί του, δε μπορούσε να κάνει τίποτα. Τουλάχιστον αυτός φοβόταν στα είκοσι δύο. Δε μπορούσε να σηκώσει κεφάλι από τόσο νωρίς, γιατί μπορούσε κάποιος να τον βάλει στο μάτι.
Τα αρχεία της αστυνομίας, τα εσωτερικά, ανοίγουν επιλεκτικά. Και η κακή φήμη, η έγγραφη, ανεξάρτητα από το λόγο δημιουργίας της, προκαλεί τριβές και προκαταλήψεις. Είναι ο λεγόμενος πρότερος επαγγελματικός βίος.
¨
Το γραφείο στο οποίο ξεκουράζονταν ο Παλιός, ο Νέος, και ο Ανεξάρτητος, ήταν ένα συνηθισμένο γραφείο. Άσπροι τοίχοι, συμβατικά γραφεία, και ένας πολιτικός χάρτης της χώρας, που μονίμως κρεμόταν στραβά. Όταν έμπαινε κανείς στο γραφείο, έβλεπε τον χάρτη, και η κλίση που είχε, οδηγούσε τα μάτια στο σπασμένο παράθυρο που δεν επισκευαζόταν επίτηδες, γιατί ούτως η άλλως κάποιος θα το ράγιζε στην επόμενη επίθεση σε βάρος του τμήματος.
Το πολύπαθο αστυνομικό τμήμα βρισκόταν στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο παμπάλαιες πολυκατοικίες, σε ένα πολύ κεντρικό σημείο της πόλης. Όποτε ξεσπούσαν ταραχές στο κέντρο, και έπρεπε οι διαδηλώσεις να διασπαστούν, το συγκεκριμένο τμήμα πλήρωνε τα σπασμένα, γιατί βρισκόταν σε ένα δρόμο πολύ στενό, στον οποίο δεν χωρούσαν ούτε τα περιπολικά. Άλλοι συνάδελφοι τους, άλλων αστυνομικών τμημάτων χαρακτήριζαν όσους δούλευαν εκεί «αποκλεισμένους». Το χτυπούσαν με κάθε ευκαιρία οι «γνωστοί άγνωστοι» των δρόμων. Ακόμη και για την ανθρωπιστική κρίση στο Νταρφούρ το χτύπησαν, όπως ενημέρωνε κάποτε μια προχειροφτιαγμένη προκήρυξη (κάποιος αστυνόμος αναρωτήθηκε μετέπειτα τι σκατά είναι το Νταρφούρ, και όταν πείστηκε ότι δεν είναι μάρκα τυριού, ρώτησε τον Παλιό που ήξερε γεωγραφία και διαφωτίστηκε).
Έπεφταν μολότοφ στο πεζοδρόμιο, και κοτρόνες στα χαμηλά παράθυρα. Καπνός και ταραχή. Κανείς δε μπορούσε να αντιδράσει. Ήξεραν τι τους περίμενε, αλλά πάντα το μόνο που μπορούσαν να κάνουν, ήταν να ελπίζουν στην γρήγορη κατανάλωση των πυρομαχικών από πλευράς διαδηλωτών. Μια φορά ένας φρουρός πήγε να καεί ζωντανός μέσα σε ένα φυλάκιο, που δεν ήταν ικανό να προστατεύσει ούτε καναρίνι. Την επομένη η μάνα του βγήκε σε ένα δελτίο ειδήσεων παρέα με έναν συνδικαλιστή και έκραξε την ηγεσία της Αστυνομίας, που δε προστάτευε τα μέλη της.
Οι κάτοικοι στις γύρω πολυκατοικίες είχαν πάρει χαμπάρι τι συνέβαινε, και είχαν στήσει στα παράθυρά τους, μεγάλες σιδεριές, σαν προστατευτικά. Κανείς από το τμήμα δεν σκέφτηκε να κάνει το ίδιο. Ο διευθυντής έλεγε με ένα αξιοζήλευτο, όσο και άκαμπτο σθένος: «Εμείς είμαστε εξουσία ρε, τι να τα κάνουμε τα σίδερα;» Και ύστερα έπαιρνε τηλέφωνο στα κεντρικά να στείλουν μάστορες για τις ζημιές.
Εκείνο το πρωί ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, με εξαίρεση τρία μαύρα σύννεφα, που κουνιόνταν απειλητικά πάνω από τις συνοικίες της πόλης, μέχρι να αποφασίσουν ποιο ακριβώς σημείο θα κατέβρεχαν. Κατά τις έντεκα και τέταρτο, ο Ανεξάρτητος πέρασε το κατώφλι του τμήματος, με το νέο αστυφύλακα που καθόταν στο φυλάκιο, να τον κοιτά παράξενα. Βλέποντας ότι το βλέμμα του ψάρακα τον ακολούθησε από τη στιγμή που πάρκαρε το παπάκι του, μέχρι τη στιγμή που περνούσε τη μεγάλη πύλη του κτηρίου, αποφάσισε να σταματήσει μια στιγμή. Γύρισε με ένα φοβερό ύφος, και γρύλισε «Τι κοιτά ρε σπυριάρη!» αλλά μετά, αντιλαμβανόμενος ότι η φωνή του ακούστηκε με αντίλαλο στη μεγάλη σκάλα του τμήματος, γλύκανε «Πρώτη φορά βλέπεις άνθρωπο να γυμνάζει το σώμα του;» Το αναρωτήθηκε αυτό με ένα υποτυπώδες χαμόγελο, αμφίσημο. Σήκωσε το δεξί του χέρι και χαιρέτησε το νέο με ένα τρόπο που ο τελευταίος δεν κατάλαβε και πολύ καλά, προτάσσοντας το δεξί χέρι στο ύψος του θώρακά του. Με τα δάχτυλα ενωμένα και την παλάμη ελαφρώς ανιούσα. Σε περίπτωση που τα άνοιγε, θα ήταν σαν να τον μούτζωνε.
Ο νέος έμεινε με το στόμα ανοιχτό, να κοιτάει τον Ανεξάρτητο που ανέβαινε δύο δύο τα σκαλιά, σείοντας τη σκάλα που ήταν συνομίλικη με το τμήμα, σαράντα επτά ετών. Οι αρουραίοι είχαν πιο καθαρές τρύπες απ’ ότι το κτήριο της Ασφάλειας. Ο καραφλός φορούσε σπορτέξ παπούτσια, με ένα φούτερ, που το κοσμούσαν ρόμβοι σε πολλούς χρωματισμούς. Το περίεργο ήταν ότι φορούσε το υφασμάτινο παντελόνι της υπηρεσίας, αλλά και το ανάλογο καπέλο. Το σύνολο συμπλήρωνε ένα τζιν μπουφάν, με τρεις κονκάρδες στη δεξιά μπροστινή τσέπη, και φυσικά το μαύρο γυαλί ηλίου. Ο καραφλός είχε ένα κόκκινο λαιμό και μεγάλες κηλίδες ιδρώτα κάτω από τις μασχάλες. Είχε πάει αξημέρωτα γυμναστήριο, και μάλλον ήθελε να συνδυάσει και της δουλειές που είχε κείνο το πρωί. Τη δουλειά του στο τμήμα, και τη δουλειά του στο διάδρομο και τα βαράκια. Μετά την κάπως απροσδόκητη επισήμανση του Ανεξάρτητου, ο νέος ίσιωσε το καπέλο στο κεφάλι του και ξαναμπήκε στο φυλάκιο, μουρμουρίζοντας ότι δεν ήταν και τόσο άσχημη η ενδυματολογική επιλογή τελικά.
Όταν βρέθηκε στο διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο του, στάθηκε και αφουγκράστηκε τη σιωπή. Πήρε ανάσες. Που είχαν πάει όλοι; Σήμερα εξαφανίστηκαν που ήθελε να την κάνει; Σήμερα που ήθελε να πάει για ιππασία; Κατευθύνθηκε προς τα κει, περνώντας από άλλα γραφεία, των οποίων οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες. Άλλος κοιμόταν με τα χέρια πάνω στο γραφείο, άλλος σήκωνε το φλιτζάνι του καφέ με πρησμένα μάτια, κι άλλος αναπαυτικά ξεφύλλιζε τους 4 Τροχούς. Δε μίλησε σε κανέναν, ως συνήθως. Όσοι τον κοιτούσαν και είχε διάθεση να απαντήσει, ένευε κάπως ακατανόητα, και το έκανε λες και το γειά του ήταν χρυσάφι. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα της τουαλέτας (κοινή για τους πολλούς άνδρες και τις λίγες γυναίκες και λίγα μέτρα από το δικό του γραφείο) και ξεπετάχτηκε με μια χαρτοπετσέτα στα χέρια η Μόνιμη.
Μόλις τον είδε, ίσιωσε το πουκάμισό της, και σηκώνοντας το κεφάλι ώστε να επιδεικνύει την καλοφτιαγμένη φράντζα της, συνέχισε να περπατά πάνω στις γόβες της σαν βάρκα που την έδερναν τα κύματα. «Καλημέρα μωρό μου!» είπε με σουφρωμένα χείλη στον Ανεξάρτητο, και τον προσπέρασε ρίχνοντας κλεφτές ματιές πάνω από τον ώμο της. Ο καραφλός μπήκε στο παιχνίδι, όπως γινόταν καιρό τώρα, και κούνησε τα αυτιά του επιδεικτικά όπως οι σκύλοι. «Γεια σου και σένα!» είπε και πριν ανοίξει την πόρτα του γραφείου του, έβγαλε τη γλώσσα έξω και έκανε μια κίνηση απαίσια, όπως όταν ήτανε έτοιμος να ξεράσει πάνω από τον μπιντέ, μετά από νυχτερινή κραιπάλη.
Ξεφύσηξε δυνατά γιατί τη γλίτωσε φθηνά. Θα μπορούσε να τον κολλήσει στον τοίχο και να του τσαμπουνάει διάφορες αηδίες. Το είχε κάνει και στο παρελθόν με μεγάλη επιτυχία. Σήμερα όμως δε θα μπορούσε να μπει μετά στο γραφείο του και να κατσικωθεί για ώρες απέναντι του, και να τον ρωτά αν αγαπά την Τέχνη και τα Γράμματα. Σήμερα ο Ανεξάρητος θα έφευγε (ήδη ένιωθε στα χέρια του την χαίτη του αλόγου), παρά το γεγονός ότι ήρθε κάπως αργοπορημένος. Όλο αυτό το παιχνιδάκι δεν τον ικανοποιούσε πλήρως, το θεωρούσε όμως μια ακόμη υποχρέωση, αναντίρρητη, που εντασσόταν στις τεράστιες αρμοδιότητές του, ως αρσενικού. «Πρέπει να ευχαριστούμε τις γυναίκες! Τουλάχιστον με τα λόγια όταν δε το επιτρέπει η κατάστασή τους!» είχε πει στον Παλιό μια μέρα, όταν τον ρώτησε σχετικά με τη Μόνιμη, γιατί την άκουσε που έλεγε από δω και από κει, τελείως ανυπόστατα, ότι ήταν σύντροφός της. Εκείνο το σχόλιο του Ανεξάρτητου, το κάπως καυστικό μέσα στη μεγαλομανία του, η Μόνιμη δε το είχε ακούσει. Αν το άκουγε πιθανότατα θα απογοητευόταν, αλλά πάλι θα μπορούσε να πει ότι αυτά τα έλεγε για όλες τις περιπτώσεις πλην της δικής της, για να μπορεί να συνεχίζει απτόητη το στενό μαρκάρισμα. «Κοίτα αν έχω καιρό να αδειάσω το… ντεπόζιτο ίσως, με δύο τρία ουίσκι παραπάνω και ένα… DVD με την Πάμελα να παίζει, μπορεί και να έκανα το ψυχικό» είχε πει μια άλλη μέρα στον Παλιό ο Ανεξάρτητος, όταν εκείνος τον ψάρευε με γαλιφιές, που δεν περιγράφονται. Το τελευταίο σχόλιο η Μόνιμη το είχε ακούσει όμως. Από τον Παλιό. Της το μετέφερε πάραυτα. Ο Παλιός θα έπρεπε να ήταν κατάσκοπος στον Ψυχρό Πόλεμο. Κάλλιστα. Ο τρόπος με τον οποίο κολλούσαν πάνω του οι πληροφορίες και η επιδεξιότητα με την οποία τις διαχειριζόταν, ήταν μεγάλη μαστοριά.
Η Μόνιμη ήταν μια πενηντάρα στο νερό, με ακαταμάχητες τάσεις προς τον παλιμπαιδισμό. Το δέρμα της είχε το σκούρο καφέ της σοκολάτας, σε μια αποτυχημένη πάντως εκδοχή – άγνωστο, στην προκειμένη περίπτωση, αν το σολάριουμ αποτύγχανε ή το δέρμα άρχιζε να σαπίζει, και να φεύγουν δερμάτινες ξερές κρούστες από δω και από κει. Ντυνόταν σαν πιπίνι, και στα μαύρα ίσια μαλλιά της (πάντα περιποιημένα), είχε κοτσάρει μια φούξια ανταύγια, την οποία πετούσε στον αέρα και μιλούσε με χαμηλή, αργόσυρτη και σεξουλιάρικη φωνή. Που και που συμπλήρωνε την εικόνα της με μια τσίχλα. Φράουλα ήταν, και αυτό το καταλάβαινε όποιος της μιλούσε και εκείνη του απαντούσε. Τα κόκαλά της, μόλις που καλύπτονταν από το δέρμα της, ενώ τα γυαλιά με τον κόκκινο σκελετό που φορούσε, αναδείκνυαν ακόμη περισσότερο τα κόκαλα στα μάγουλα και το σαγόνι, που κόντευαν να γίνουν ατροφικά. Σκελετός με μακιγιάζ εν ολίγοις. Το έντονο κραγιόν που συνήθως φορούσε, χανόταν μέσα στις χαράδρες των ζαρωμένων χειλιών της.
Η Μόνιμη δούλευε στο τμήμα των ταυτοτήτων, αλλά έχαιρε της εκτίμησης όλου του τμήματος. Είχε άπειρες διασυνδέσεις και όλοι τη φώναζαν «Η αποτελεσματική γραφειοκράτισσα». Οι κατά καιρούς διευθυντές τις έκαναν τεμενάδες, ενώ οι συνδικαλιστές τη θεωρούσαν φίλη στους εσωτερικούς ανταγωνισμούς. Εθρυλείτο ότι υπήρξε η πρώτη παλακίδα, του πρώτου διευθυντή του τμήματος. Επίσης είχε ένα σκυλάκι τσιουάουα, που το έφερνε στο τμήμα, και το έχωνε μέσα σε ένα ψαθί, μέχρι την ώρα που έφευγε. Μια μέρα το έδωσε στον Ανεξάρτητο να το πάρει αγκαλιά, αλλά εκείνος το έπιασε ανάποδα από τα πόδια, όπως τους λαγούς από τα αυτιά, και ρώτησε αν τρώγεται. Έτσι η Μόνιμη κατάλαβε ότι η αγάπη που είχε για τα ζώα, ήταν ένα χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να διαταράξει της σχέση της με τον Ανεξάρτητο, όποτε αυτή κι αν επισημοποιούταν.
Μπαίνοντας στο γραφείο του, όπως ο καθένας θα έμπαινε στο σπίτι του, ο Ανεξάρτητος αντίκρισε ένα θέαμα που τον ξάφνιασε. Ένα μικρό παιδάκι καθόταν στο γραφείο του Παλιού. Ήταν τόσο μικρό, που τα πόδια του δεν έφταναν στο πάτωμα. Όμως είχε γραπώσει με τα δύο κατάλευκα χέρια του ένα Game Boy, και το κουνούσε πέρα δώθε, γουρλώνοντας τα μάτια και πατώντας τόσο δυνατά τα κουμπιά, που νόμιζες ότι σε λίγο θα πεταγόντουσαν από τη θέση τους. Ήταν ένα αγόρι στην ηλικία του δημοτικού, μικροκαμωμένο, μέσα σε μια φόρμα, καστανό, με εντυπωσιακά φρύδια. Το ζελέ στα μαλλιά του ήταν περισσότερο από τις τρίχες. Εξείχε θριαμβευτικά πάνω από το μέτωπο ένα τσουλούφι, που έμοιαζε με κύμα. Είχε αφήσει τη τσάντα του πάνω στο γραφείο, ενώ λίγο πιο δίπλα βρισκόταν ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς με τυρί και μορταδέλα. «Fuck, Fuck!» τσίριζε με σφιχτά δόντια. Είχε απορροφηθεί και το πρόσωπό του έπαιρνε μια σκληρή μορφή. Το παιχνίδι μάλλον δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες των δικών του ικανοτήτων. Φυσικά είχε γραμμένο τον Ανεξάρτητο, η μήπως όχι…
Ο Ανεξάρτητος περνώντας από μπροστά του, νυχοπατώντας καλύτερα, άπλωσε το χέρι και πήρε το σάντουιτς. Το άρπαξε. Ήθελε να δει αν ο μικρός ήταν σε θέση να αντιδράσει που κάποιος του πήρε το φαγητό, η είχε αποβλακωθεί τελείως, από τόσο νωρίς.
«Μη νομίζεις ότι δε σε είδα φιλαράκι!» είπε χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από το παιχνίδι του.
Ο Ανεξάρτητος ξαφνιάστηκε για μια ακόμη φορά, με την περίεργη στάση του μικρού. Και τον τρόπο με τον οποίο του απευθύνθηκε.
«Τι είπες;» ρώτησε τσαλακώνοντας το πρόσωπο του με απορία.
«Κοίτα, τώρα που χόρτασα, μπορείς να το φας»…
Ο καραφλός μπάτσος χαμογέλασε, πιθανόν και να σκέφτηκε ότι τα φαινόμενα απατούν, και ότι το παιδάκι ήταν ευγενικό κατά βάθος. Όπως οφείλουν να είναι όλα τα παιδάκια.
«Το άφησα όταν είδα μια μύγα πατικωμένη ανάμεσα στο ψωμί και το τυρί. Ήταν μπλιάχχ…» είπε με φυσικότητα ο μικρός, και έστριψε εντυπωσιακά προς τα δεξιά με το Game Boy. Κάτι, κάποιος θα έστριψε προφανώς και μέσα στο παιχνίδι που του ρουφούσε τα μάτια.
Ο Ανεξάρτητος ένιωσε μια αναγούλα. Έβγαλε τη μπουκιά από το στόμα και την κοιτούσε με αηδία.
«Αλλά μην αγχώνεσαι! Η κοιλιά σου είναι τόσο μεγάλη που δε θα το καταλάβεις…» γέλασε ο μικρός με θράσος, σηκώνοντας επίτηδες τους ώμους του.
Δεν ήθελε και πολύ ο καραφλός. Το αίμα του ανέβαινε σταδιακά στο κεφάλι, και την έβλεπες την κοκκινίλα, που κατέκλυζε το πρόσωπο. Τα μάτια έγιναν δυο σχισμές, και τα αυτιά του κουνιόντουσαν τόσο τρεμουλιαστά, που σε λίγο θα ανέδιδαν καυτό καπνό. Με μια φωνή, που στην αρχή ήταν άτονη, ανατριχιαστική, και στη συνέχεια βγήκε από το ορθάνοιχτο στόμα, όπως το νερό από τη μάνικα του πυροσβέστη, με τέτοια σφοδρότητα, συνταράζοντας την νωθρότητα του γραφείου, ο Ανεξάρτητος άρχισε επιτέλους τις ερωτήσεις.
«Τι είσαι; Ποιος σε έφερε εδώ, μικρή και θλιβερή κουράδα;»
Το παιδί ανασκουμπώθηκε, και με την άκρη του ματιού, κοίταξε τον καραφλό άνδρα που έσφιγγε τις γροθιές. Τα σπορτέξ του έτρεμαν. Ο θυμός είχε φτάσει μέχρι τα κάτω άκρα. Το θέμα είχε ξεφύγει. Το παιχνίδι χόντρυνε.
Ο Ανεξάρτητος πλησίασε τον μικρό, έβαλε τα χέρια του πάνω στο γραφείο, και έσκυψε από πάνω του, καλύπτοντάς τον με μια σκιά, τόσο φοβερή, που ο μπόμπιρας τα έχασε.
«Τι στο διάολο κάνεις εδώ μέσα, μικρή μύξα του κερατά;» ρώτησε πιάνοντας τη μύτη του μικρού. Όχι δυνατά πάντως. Απαιτητικά παρόλα αυτά.
Αυτό ήταν. Το παιδί βούρκωσε, και κατέβασε το στόμα του στο σαγόνι. Εκείνη τη στιγμή, είχε ένα τέτοιο φόβο, και μια τέτοια έκπληξη, λες και είχε δει τριανταπέντε διαφορετικά είδη φαντασμάτων.
«Θα μου πεις; Διαφορετικά θα αναγκαστώ να σε καταπιώ σα μια μικρή και ασήμαντη μύγα…» είπε χαμογελώντας. Τα δόντια του άστραψαν.
Δευτερόλεπτα σιωπής και αμηχανίας μεσολάβησαν. Ύστερα το παιδί έβαλε μια τσιρίδα, που έκανε το τζάμι του παραθύρου να τρίξει. Μετά έριξε και ένα κλάμα, και στη συνέχεια έπιασε τα μαλλιά του και φώναξε.
«Άσε με να φύγω! Μπαμπά που είσαι; Έλα να με πάρεις από δω!»
Μπαμπά; Τι ζητάει τέτοια ώρα το μικρό, αναρωτήθηκε ο Ανεξάρτητος. Τι να τον αφήσω, λες και τον πόνεσα κάνει. Ο μικρός είναι μεγάλο μούτρο, θεατρίνος του κερατά. Το κλάμα ήταν φτιαχτό για να γλιτώσει τις συνέπειες του θράσους του. Αυτά σκέφτηκε αστραπιαία ο Ανεξάρτητος. Δεν ήταν όμως κάτι που τον έβαλε σε πιο βαθιές σκέψεις. Δε το συνήθιζε ούτως ή άλλως. Πέρασαν άλλωστε πολλά από το μυαλό του. Πιθανότατα το παιδί είχε εξαφανιστεί, και το είχαν φέρει στο τμήμα, μέχρι κάποιος να αποφασίσει να το ψάξει. Αλλά σε αυτή την περίπτωση θα ήταν φοβισμένο, θα έτρεμε, δε θα είχε μια γλώσσα να! Ή μήπως ήταν κάτι ακόμη χειρότερο; Κάτι που δεν εξηγείται με το ψυχρό φως της κοινής λογικής; Κατάσκοπος! Αυτό ήταν. Ο Ανεξάρτητος είχε ανακαλύψει την περίτεχνη συνομωσία που πήγαιναν να του στήσουν. Δεν ήξερε ποιοι ήταν, αλλά σημασία είχε ότι είχε καταλάβει την πλεκτάνη. Και δεν υπάρχει καλύτερος να τρόπος να καλύψεις μια συνομωσία, από την αθωότητα και το γλυκό μουτράκι ενός παιδιού. Τα μάτια του γυάλιζαν, όπως τα μάτια του ροντβάιλερ, που βλέπει ότι ο κλέφτης του σπιτιού ήταν τόσο χαζός που πιάστηκε η μπλούζα του στο φράχτη, την ώρα που προσπαθούσε να γίνει καπνός.
«Ποιος μπαμπάς ρε πινέζα! Άφησέ τα αυτά και πες ποιος είσαι, και πώς μπήκες εδώ μέσα!»
Το παιδί σκυθρώπιασε. Ο Ανεξάρτητος είχε πάρει φόρα. Του άρεσε που η αλαζονεία του μικρού κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος όταν τον ακούμπησε. Γιατί πέραν του γεγονότος ότι συμμετείχε, μικρό παιδί, σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις, ήταν και προκλητικό. Ο Ανεξάρτητος δεν αγαπούσε τα μικρά παιδιά. Πόσο μάλλον το συγκεκριμένο, που θα μπορούσε να τον είχε δηλητηριάσει…
Ο Ανεξάρτητος δε παντρευόταν, γιατί πίστευε ότι τα παιδιά δεν είναι απαραίτητα. Ακόμη περισσότερο θεωρούσε ότι δεν ανήκαν σε αυτό που λέμε ανθρωπότητα. Ήταν απλώς ένα ακόμη όπλο του συστήματος, που όφειλες να του τα ακουμπάς, από τις πάνες μέχρι τα ακίνητα που θα του έγραφες στην κληρονομιά.
Επιπλέον ξάφνιασε το μικρό, που είχε αρκετό νιονιό, ώστε να θεωρεί πώς όταν ένα μικρό παιδί βρίσκεται σε ένα αστυνομικό τμήμα, θα έπρεπε να του συμπεριφερθούν καλά. Να του αγοράσουν κρουασάν και χυμό. Να το προστατέψουν. Ο μικρός ατύχησε. Έπεσε πάνω στην περίπτωση. Και ο φόβος του μεγάλωνε. Δε μιλούσε.
«Δε μιλάς έτσι; Ωραία λοιπόν, αφού το θέλεις έτσι, θα σε κάνω εγώ να μιλήσεις…»
Ο Ανεξάρτητος άπλωσε τα τεράστια χέρια του, και άρπαξε τον μικρό. Εκείνος κουνούσε τα πόδια και φώναζε μπαμπά, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ήταν σφιγμένος πλέον από δύο τανάλιες. Ο Ανεξάρτητος του έκλεισε το στόμα με το ένα χέρι. Τον έβαλε ανάμεσα στα πόδια του, τον εγκλώβισε και έτσι το παιδί ματαιοπονούσε, δε μπορούσε να ξεφύγει πλέον. Έμοιαζε με τσιπούρα στο παραγάδι. Έσυρε τον μικρό μέχρι την αλουμινένια βιβλιοθήκη, με τα συρόμενα φύλλα. Εκεί όπου για αιώνες ο Παλιός αρχειοθετούσε υποθέσεις. Στη μια υπήρχαν ράφια, στην άλλη όχι. Τον έχωσε στην άδεια πλευρά, και στη συνέχεια του πίεζε το κεφάλι προς τα κάτω. Ώσπου κατάφερε να κλείσει το φύλλο.
«Αν κάνεις καμιά μαλακία θα στις βρέξω! Κατάλαβες;»
Το κλάμα του μικρού ακουγόταν μέσα από το αλουμίνιο, διαθλασμένο, σαν ένα μικρό κουτάβι που βολοδέρνει στη παγωνιά.
«Ακούς εκεί! Έχεις μεγάλη γλώσσα ρε πινέζα, αλλά σε κανόνισα. Τι νομίζετε εσείς τα σκατά, ότι όλοι σας προσκυνάνε; Εγώ στην ηλικία σου, σήκωνα τσουβάλια με στάρι!»
Ο Ανεξάρτητος τέντωνε το λαιμό προς τη βιβλιοθήκη. Είχε ένα διδακτικό ύφος, ενώ μιλούσε με το χέρι σηκωμένο. Καθόταν πλέον με τα πόδια απλωμένα στο γραφείο. Αυτό που πέταξε ήταν άσχετο. Ήθελε όμως να το πει. Μια σύντομη εικόνα από τα παιδικά χρόνια του ήρθε στο μυαλό, και σκέφτηκε να την εκμεταλλευτεί, για να καυτηριάσει την ανεμελιά των παιδιών τη σήμερον ημέρα.
Το παιδί έκλαψε πιο δυνατά.
«Σκάσε ρε! Θα σε κουρέψω γουλί, και σου σπάσω το διάολο με τον οποίο έπαιζες…»
Το παιδί σώπασε απότομα. Το Game Boy δεν ήθελε με τίποτα να το χάσει. Για τα μαλλία δε θα έλεγε όχι.
«Στην Αφρική πεινάνε τα παιδιά ρε, και εσύ αφήνεις το φαγητό σου μισοτελειωμένο;»
Κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα. Έγειρε πίσω και ψαχούλεψε το σάντουιτς. Δεν υπήρχαν άλλες μύγες μέσα. Το κατάπιε και ρεύτηκε. Τελικά δεν μπόρεσε κανείς να τον εμποδίσει. Πήγε για ιππασία. Μόνο που ξέχασε το παιδί στη ντουλάπα.
ª
Εκείνη η μέρα δε θα μπορούσε εύκολα να διακριθεί από οποιαδήποτε άλλη. Εκείνη τη μέρα όμως, συνέβη κάτι το πρωτόγνωρο, κάτι απόλυτα πρωτοφανές, σχεδόν ιστορικό. Τα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων, από τα αριστερά μέχρι τα δεξιά, τα φύλλα εντός του συστήματος και εκείνα εκτός του συστήματος, οι ελαφριές εφημερίδες, οι δύσπεπτες, οι της κοινωνικής κριτικής και του κουτσομπολιού, ακόμη και οι αθλητικές, συνέκλιναν σε μια θλιβερή διαπίστωση: ότι δεν υπάρχει κράτος. Αυτή τη φορά, τον κόμπο έφτασε στο χτένι η αστυνομία, ο φορέας της κρατικής καταστολής.
Ο Παλιός διάβαζε με ενδιαφέρον τα νέα. Το σινάφι του είχε γίνει πρώτο θέμα στα έντυπα, και ο χλευασμός πέρασε γρήγορα, πρώτα στα ραδιόφωνα και ύστερα στις τηλεοράσεις. «Ευτυχώς που δεν του πήραν τα σώβρακα» ήταν ο τίτλος μιας καυστικής εφημερίδας, με μεγάλη απήχηση στο κοινό νου, και ιδίως στην τσέπη του. Αυτή είχε στα χέρια του και ο Παλιός. Η γραμματοσειρά ήταν χτυπητή, ελκυστική και κάλυπτε σχεδόν όλο το πρωτοσέλιδο. Χαμηλά στη πρώτη σελίδα, με μικρότερα, αλλά ευδιάκριτα γράμματα, αναγραφόταν με οργή: «Δε μπορούν να μοιράσουν δυο γαϊδουριών άχυρα – Κόλαση χθες στο κέντρο της πόλης από καταστρεπτική ολιγωρία της αστυνομίας – Μια μικρή διαδήλωση έκλεισε το κέντρο για πέντε ώρες – Ζημιές σε βιτρίνες και καταστήματα – Το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως αναμένεται να πάρει κεφάλια». Στο κέντρο του πρωτοσέλιδου, βρισκόταν μια φωτογραφία «που αποκαλύπτει τη γύμνια της αστυνομίας και αποδεινύει την ανικανότητα των οργάνων της να λειτουργήσουν στοιχειωδώς φυσιολογικά», όπως δραματικά ενημέρωνε ο διευθυντής της εφημερίδας στο κύριο άρθρο στη δεύτερη σελίδα – κάτω από μια διαφήμιση γνωστής κρέμας για την ανόρθωση των γλουτών. Το άρθρο με εμφανή την σκωπτική του τάση, κατέληγε, «αλλά έτσι είναι, αν μετατρέπεις την αστυνομία, σε δημοσιοϋπαλληλικό και κομματικό μαντρί, αυτά παθαίνεις».
Ο Παλιός μυρίστηκε από τόσο νωρίς το σάλο, το αίμα που θα έτρεχε από τα κομμένα κεφάλια των αξιωματικών, την ήχο που θα έκαναν τα γαλόνια καθώς θα άφηναν την περίοπτη θέση στις υπηρεσιακές στολές, καθώς επίσης και το σκίσιμο ενός ακόμη χαρτοφυλακίου, αυτό που ανήκει στον εκάστοτε πολιτικό προϊστάμενο, τον Υπουργό Δημοσίας Τάξεως, που σίγουρα, αργά ή γρήγορα, θα πήγαινε στο σπίτι του, με τη ρετσινιά του ανίκανου. Όλα αυτά βεβαίως ανάλογα με τη σφοδρότητα των επισημάνσεων από μέρους των μέσων μαζικής ενημέρωσης, και ανάλογα με τη διατήρηση του θέματος στο προσκήνιο.
Η φωτογραφία ήταν πραγματικός κόλαφος. Όλες οι εφημερίδες την είχαν στα πρωτοσέλιδά τους, και με περιπαικτική διάθεση, κατακεραύνωναν τους υπαιτίους. Ένας κουκουλοφόρος, ένας «γνωστός άγνωστος», όπως ομόθυμα τον χαρακτήριζαν οι επεξηγηματικές λεζάντες, σε μια ολόσωμη απεικόνιση που ανέδιδε μια αίσθηση θριαμβευτική, είχε σηκώσει στα χέρια του ένα κράνος που ανήκε σε έναν αστυνομικό των Επίλεκτων Δυνάμεων Καταστολής, και το επεδείκνυε όπως ο αρχηγός της εκάστοτε ομάδας, που κάθε χρόνο σηκώνει την κούπα του Τσάμπιονς Λίγκ. Το χειρότερο από όλα ήταν ότι ο κουκουλοφόρος, είχε αποσπάσει από το απρόσεκτο όργανο και την ασπίδα του, και τώρα την πατούσε ο «γνωστός άγνωστος» με κάτι μαύρες μπότες. Με τέτοια διάθεση λες και κάτω από τα πόδια του βρισκόταν πεθαμένο ολόκληρο το σύστημα. «Τι είναι αυτό που κρατά ο κουκουλοφόρος; Κράνος ή μήπως το κεφάλι του υπουργού» αναρωτιόταν μια εφημερίδα, ενώ μια άλλη πιο νεανική κατέληγε «Είναι βέβαιο πως αν ο κουκουλοφόρος προσπαθήσει να σερφάρει πάνω στα κράνη των οργάνων, κανείς δε θα το πάρει χαμπάρι!».
Το θέμα πήρε τεράστιες διατάσεις σε πολύ μικρό χρόνο, λόγω της συμβολικής διάστασης που πολλοί του απέδωσαν. Το περιστατικό είχε ξεπεράσει την απερισκεψία ενός μεμονωμένου συμβάντος, και είχε καταστεί ένας μεγεθυντικός φακός, που αποκάλυπτε τα τρωτά σημεία ενός συστήματος. Ακόμη και ένα μικρό παιδί μπορούσε να εξηγήσει, κατά τα άλλα, τι ακριβώς συνέβη εκείνο το μεσημέρι στο κέντρο της πόλης, στην περιφέρεια και τις παρυφές μιας διαδήλωσης διακοσίων απολυμένων από ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας, που έκλεισε λόγω χρεών και κατάρρευσης των μετοχών του στο χρηματιστήριο. Έπαθε αυτό που ένας καλός δημοσιογράφος θα χαρακτήριζε, στην εν λόγω περίπτωση και μεταφορικώς, «ξεχείλωμα».
Τη στιγμή ακριβώς που η ειρηνική πορεία κατέληγε, με τα συνθήματα και τα πανό της, στα κεντρικά του Υπουργείου Εργασίας, που αν θέλουμε να αυτοχαρακτηριζόμαστε ευρωπαίοι, και να ξεφύγουμε από εκείνα που μας χαρακτηρίζουν χωριάτες, μάλλον θα πρέπει να το πούμε Υπουργείο Απασχόλησης, τη στιγμή λοιπόν εκείνη, παρεισέφρησε από τα πλάγια των διαδηλωτών, μια ομάδα κουκουλοφόρων, με μαύρα ρούχα και παλούκια στα χέρια. Έτρεξαν μπροστά από εκείνους που κρατούσαν το μπροστινό πανό, και άρχισαν να χτυπούν με τα παλούκια, μερικά ήταν και μακρόστενα δύσκαμπτα σίδερα, αλλά οι παρατεταγμένες δυνάμεις της εξουσίας δεν αντιδρούσαν. Επίθεση χωρίς απάντηση. Στρατιωτάκια ακούνητα…
Η νέα εντολή του νέου υπουργού ήταν ότι θα άρχιζαν τα αντίποινα μόνο αν οι επιτιθέμενοι επέμεναν προκλητικά. Αν κάποιος αντιδρούσε σπασμωδικά, και είχαμε αίμα ή θάνατο, θα έκαιγε τον υπουργό, που την επομένη θα κυκλοφορούσε φωτογραφία του παντού, με το μουστάκι και τη φράντζα του Χίτλερ. Και από κάτω με μεγάλα, ματωμένα γράμματα, θα αναγραφόταν «Φασίστα γύρνα στο τάφο σου».
Οι ασπίδες προτάχθηκαν, και δυνατοί γδούποι ακούγονταν καθώς τα ξύλα και τα σίδερα τις χτυπούσαν, υπό την τρανταχτή φωνή κάποιου εργαζομένου, που διαμέσου της ντουντούκας, ζητούσε εκ μέρους των συναδέλφων του, την αποκατάστασή τους.
Όπως είναι γνωστό, ο παρατηρητής σε μια μάχη συνήθως συγκινείται από τον πιο αδύναμο, ταυτίζεται μαζί του, θυμάται τον Δαυίδ και τη σφεντόνα του, και εν τέλει αφήνει την άνετη θέση του για να ριχτεί στη μάχη. Τα μέλη των Επίλεκτων Δυνάμεων Καταστολής ήταν προφανώς περισσότερα από τους άτακτους μαυροφορεμένους, αλλά επειδή οι διαδηλωτές (νοικοκυραίοι χωρίς αμφιβολία, πλήν άνεργοι νοικοκυραίοι) έβλεπαν ότι δυσκολεύουν την κρατική καταστολή, οι απρόσκλητοι σύντροφοί τους, πείσθηκαν και άρχισαν να συμμετέχουν ενεργά. Ήταν μια χρυσή ευκαιρία να αποδείξουν την επιμονή και τη δύναμή τους. Τα πανό άρχισαν να ανεβοκατεβαίνουν, τα κοντάρια έγιναν και αυτά παλούκια, και χτυπούσαν στο ψαχνό. Τα πανό, έγιναν με τη σειρά τους απλές λινάτσες, που εμπόδιζαν την ορατότητα των αστυνομικών. Οι αστυνομικοί πίσω από τις ασπίδες και κάτω από τα κράνη, ένοιωθαν σαν πολιορκημένοι υπερασπιστές, που αν κάποιος επικεφαλής δεν τους έδινε την διαταγή να απαντήσουν, σίγουρα θα ποδοπατούνταν, γιατί η ορμή τις διαδήλωσης ήταν τέτοια και τόσο δυνατή που προοδευτικά τους καταπονούσε. Δεν είχαν χρησιμοποιήσει ακόμη τα γκλόμπς, κι αυτό ήταν σίγουρα μια χτυπητή παράβαση των καθηκόντων τους.
Αλλά επειδή η υπομονή έχει τα όριά της, δόθηκε σήμα, να αντιδράσουν μεθοδικά. Έτσι και έγινε. Εκεί που πισωπατούσαν, άρχισαν να επιτίθενται, με τα γκλόμπ να βγαίνουν από τα ανοίγματα του μεγάλου προστατευτικού κλοιού που είχαν σχηματίσει οι ασπίδες, και να σημαδεύουν ό,τι οι άλλοι άφηναν ακάλυπτο. Στη συνέχεια, ξεπετάχτηκαν από την αμέσως επόμενη σειρά που βρισκόταν από πίσω, κάποιοι τύποι με μακριές προβοσκίδες, και μπουκάλες που περιείχαν χημικά. Άρχισαν να ραντίζουν με μανία, τη στιγμή που από ακόμα πιο πίσω, κάποιοι άλλοι, πετούσαν δακρυγόνα στο σώμα των διαδηλωτών, ακολουθώντας μια παλιά τακτική των τοξοτών, θα έλεγε κανείς. Η αντεπίθεση ήταν καλά οργανωμένη και οι διαδηλωτές πισωπάτησαν, αυτοί τώρα, και άρχισαν να σκορπίζουν με τα χέρια στο στόμα και τα μάτια τους. Έμοιαζαν με τις σφήκες που κλείνονται σε πλαστικά μπουκάλια πορτοκαλάδας. Οι μαυροφορεμένοι δεν είχαν πρόβλημα ωστόσο, γιατί φορούσαν ακριβώς τις ίδιες προβοσκίδες με τους αστυνομικούς. Αυτό πρέπει να εκληφθεί ως σημαντικός παράγων εμπειρίας, γιατί αν αναλογιστεί κανείς το τσούξιμο και τη δύσπνοια των απλών διαδηλωτών, τότε πρέπει κανείς να αναλογιστεί τις προσωπικές ευθύνες που φέρει κάποιος, όταν αποφασίζει από πρόβατο να γίνει λιοντάρι, από μέρος να αποτελέσει σύνολο, και από νοικοκύρης παρτιζάνος.
Η μάχη όμως είναι μια διελκυστίνδα, ακόμη και αν οι δυνάμεις καταστολής χρησιμοποίησαν αθέμιτα μέσα, σε μια σύγκρουση που μέχρι εκείνη τη στιγμή αναγόταν σε εκείνες τις ρομαντικές ξιφομαχίες, που ο ένας ιππότης καρφώνει στην καρδιά έναν άλλο ιππότη για να κερδίσει την καρδιά της πριγκίπισσας με τη ζώνη αγνότητας. Είναι αυτό που λέμε ότι για να χυθεί αίμα, πρέπει κάποιος να αποφασίσει να το ρίξει…
Η μάχη είναι ένα μπαλάκι. Υπομονής, στρατηγικής και παραπλάνησης. Εκτός των περιπτώσεων εκείνων που ένα μαχητικό πυροβολεί εξ αποστάσεως γυναικόπαιδα. Εκεί λοιπόν που οι Επίλεκτες Δυνάμεις Καταστολής πίστευαν ότι είχαν διασπάσει ανεπανόρθωτα εκείνη τη διαδήλωση, ομοθυμίας και σύμπνοιας, στην απροσδιοριστία του καπνού και των χημικών που είχαν μολύνει την ατμόσφαιρα, άρχισαν να διαφαίνονται φιγούρες που έσερναν στις παρυφές του πεδίου της μάχης κάποια τελάρα. Κάποιος αστυνομικός, είχε την αντίληψη να καταλάβει τι συνέβαινε και φώναξε «Μολότοφ!». Πριν προλάβει η φωνή του να ακουμπήσει τα αυτιά των συναδέλφων του, σκούρα μπουκάλια φάνηκαν στον αέρα, και άρχισαν να πέφτουν σαν τη βροχή. Με την παλιά τακτική των τοξοτών φυσικά, με το ίδιο νόμισμα να γυαλίζει. Μια μικρή φλογίτσα στο μέρος του καπακιού, αγκαλιάζοντας το σφηνωμένο στουπί, περιμένει στέρεο έδαφος, για να σπάσει το γυαλί και να συναντηθεί με αυτό που λαχταρά, το οινόπνευμα. Κι αν κάποιος πιστεύει στις ειλικρινείς ενώσεις και στο πεπρωμένο, πρέπει να παραδεχτεί ότι η μοίρα μιας βόμβας μολότοφ είναι να σκάσει κάπου.
Εκείνοι βέβαια που πετούν μια μολότοφ, αν θέλουμε να είμαστε καλοπροαίρετοι, δεν την πετούν με σκοπό να προκαλέσουν το θάνατο ενός ανθρώπου. Το κάνουν με άλλους σκοπούς, τον εκφοβισμό, την αναμπουμπούλα, τη διάσπαση του αντιπάλου, και το ρήγμα στη συντεταγμένη και οργανωμένη τακτική του. Δεδομένου βέβαια του γεγονότος πώς αν κάποιος δει τη φωτιά να τον κυνηγάει, θα απομακρυνθεί. Απλό και κατανοητό, ανθρώπινο κατά τα λοιπά. Αυτά εντάσσονται στα αυτονόητα μιας μάχης. Οι πιο έμπειροι αστυνομικοί όταν είδαν τους αντιπάλους τους να παίρνουν φόρα, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς κρατούσαν, κατάλαβαν και έτρεξαν πίσω, στην ασφάλεια των πούλμαν που είχαν στηθεί μπροστά από το υπουργείο, διακόπτοντας την κυκλοφορία. Είναι η δύναμη της συνήθειας που μετατρέπεται σε προνοητικότητα. Σε αυτές τις περιστάσεις που ισχύει το «ο σώσον εαυτόν σωθήτω», και το «τρεχάτε ποδαράκια μου», εκείνοι που έχουν συνηθίσει τη φυγή, ξεφεύγουν πιο εύκολα. Οι βόμβες λοιπόν έσκασαν, όπως όφειλαν, και με τις φλόγες να απλώνονται σαν νερό στο οδόστρωμα δημιουργήθηκε ένα εντυπωσιακό θέαμα. Οι φλόγες, εδώ και εκεί, και από πάνω ο καπνός να παίρνει ένα χρώμα πορτοκαλί. Μαύρες φιγούρες, με ασπίδες και κράνη να αποφεύγουν τις παγίδες, να ελίσσονται ανάμεσα σε ξαφνικές αναφλέξεις, και να βγάζουν κραυγές, που αλλοιώνονταν από το γερό σφίξιμο των εξαρτημάτων στα κεφάλια τους. Και οι άλλες μαύρες φιγούρες, οι αντίπαλες, να πισωπατούν πάλι, με το βλέμμα εντεινόμενο προς το πεδίο της μάχης, με το βλέμμα του ακοντιστή, που βλέπει το ακόντιο να καρφώνεται στο χορτάρι και περιμένει να δει αν η βολή βρήκε στόχο, ή αν απεδείχθη τζούφια.
Όταν οι στρατοί αποτραβήχτηκαν, να πάρουν ανάσες, και να καταμετρήσουν απώλειες και επιτυχίες, ο δρόμος είχε γεμίσει με τα απομεινάρια της αστικής μάχης που προηγήθηκε, υπό το βλέμμα των περαστικών, που έστριβαν αμέσως να φύγουν, τη στιγμή που οι θαμώνες των κοντινών καφέ, έστεκαν μαρμαρωμένοι πάνω από τους καφέδες τους. Και ενώ ο καπνός διαλυόταν από ένα δυνατό αέρα, άρχισε να φαίνεται το σώμα ενός αστυνομικού στο οδόστρωμα. Αυτός είχε μείνει πίσω. Δίπλα σε γυαλιά και πέτρες, καμένα απομεινάρια πανιών που είχαν πάνω τους ευγενή συνθήματα και κομμάτια υφάσματος, διακρινόταν πλέον ξεκάθαρα το αναίσθητο σώμα, λεπτό και ωχρό, ενός νέου παιδιού, που ανήκε στα σώματα ασφαλείας. Το πρόσωπό του ήταν μαύρο, σαν απανθρακωμένος κειτόταν ανάσκελα χωρίς κράνος και ασπίδα. Του τα είχαν αφαιρέσει δύο μαυροφορεμένοι, και τα σήκωναν στο αέρα σαν πολύτιμα λάφυρα, ενός πολέμου που για μια ακόμη φορά δεν είχε νικητή και χαμένο. Η μόνη σταθερότητα στην κατάσταση πήγαζε από την οργή των καταστηματαρχών, που για ακόμη μια φορά έβριζαν τη τύχη τους και επεδείκνυαν τις άδειες φόδρες των παντελονιών τους. «Κάθε τρεις και λίγο επισκευές και μερεμέτια μετά τις καταστροφές. Ακόμη κι αυτά τα ψίχουλα που βγάζουμε, εκεί τα δίνουμε» είπε ένας θυμωμένος μαγαζάτορας ηλεκτρικών ειδών στην εφημερίδα που διάβαζε ο Παλιός, προκαλώντας ένα νεύμα του κεφαλιού του αστυνομικού, συμφωνίας και κατανόησης. Και ο αγανακτισμένος μαγαζάτορας και ο Παλιός άλλωστε, ήταν νοικοκύρηδες, έκαστος στο είδος του.
Και ήταν τότε που η πόρτα άνοιξε, και μπήκε στο γραφείο ο Ανεξάρτητος. Με ένα πακέτο τσιγάρα ανάμεσα στα τροχισμένα δόντια του. Και ένα ύψος που μαρτυρούσε απόγνωση.
«Εφημερίδα διαβάζεις μωρέ;» ρώτησε ο καραφλός μπάτσος, με απορία, και το στόμα του πήρε τη κάτω βόλτα.
Ο Παλιός σήκωσε τα μάτια από το έντυπο και με μια δυσπιστία του αντέταξε.
«Τι να διαβάσω δηλαδή;»
«Να μη διαβάσεις! Να δεις τηλεόραση, να ενημερωθείς» είπε καγχάζοντας και βγάζοντας επιτέλους το πακέτο τα τσιγάρα από το στόμα, για να ακούγεται καλύτερα, «να δεις τα χάλια μας»…
«Δε σε καταλαβαίνω, η μάλλον…δε καταλαβαίνω πού το πάς;»
«Ξέρεις για το συνάδελφο» είπε ειρωνικά, «που του πήραν την ασπίδα και το κράνος;»
«Διάβασα ένα σχετικό ρεπορτάζ, δηλαδή τι ρεπορτάζ χαμός έγινε»…
«Δηλαδή δεν ξέρεις τίποτα;»
«Τι εννοείς;» άρχισε να δυσανασχετεί ο Παλιός.
Ο Ανεξάρτητος, πετώντας τα τσιγάρα πάνω στο γραφείο και απλώνοντας τα πόδια σαν πασάς πάνω του, είπε, αφού πήρε δυο βαθιές ανάσες, μια κίνηση ψεύτικης συντριβής.
«Ο μαλάκας αυτός, ήταν το τσουτσέκι που έχουμε στα πόδια μας καθημερινά φίλε! Αυτός είναι υπεύθυνος που μας κράζουν σήμερα!»
«Ο Νέος;»
«Ακριβώς! Αυτός ο χέστης!»
«Μα πώς…Πού το έμαθες εσύ;»
«Αυτό σου λέω τόση ώρα ρε φίλε, τον είδα στην τηλεόραση!»
«Βγήκε στην τηλεόραση, μα πώς…τι είπε;»
«Τώρα πριν από λίγο. Ήθελε και ζωντανή μετάδοση το κουνάβι! Βγήκε σε ένα κωλοκάναλο και μίλησε σε μια γλείφτρα κατίνα με ένα μαρκούτσι να!»
«Είσαι σίγουρος;» άρχισε να δυσπιστεί, για άλλο λόγο τώρα, ο Παλιός.
«Αφού ξέρεις, ο Ανεξάρτητος δεν κάνει ποτέ λάθος, είναι γατόνι!» βαυκαλίστηκε σιάζοντας ένα φανταστικό γιλέκο.
Ένα γέλιο, που έβγαινε με μεγάλη ευχαρίστηση από το στόμα του Παλιού, πλημμύρισε το γραφείο. Και γελούσε, και γελούσε, ξεκαρδιζόταν, μέχρι που τα μάτια του συνάντησαν εκείνα του Ανεξάρτητου, που σπινθήριζαν με οργή. (Του κόπηκε η κομπορρημοσύνη του Ανεξάρτητου). Έτσι λοιπόν κόπασε η αγαλλίαση, για την ακρίβεια, ο Παλιός το βούλωσε και είπε με χαμηλή φωνή στον άλλο.
«Δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι δε λαθεύεις ποτέ!» τόνισε τις λέξεις υπαινικτικά.
Ο Ανεξάρτητος σαν να θυμήθηκε κάτι, και μάλιστα κάτι που δεν του άρεσε, που τον είχε εκθέσει, απάντησε γκρινιάζοντας. Βαριεστημένα…
«Ε, τώρα μη με πάς στην υπόθεση με το παιδί σου…Μου το χτυπάς τόσο καιρό, δε βαρέθηκες ακόμα; Άλλωστε ήταν παρεξήγηση»…
«Τι παρεξήγηση μωρέ; Που πέρασες το παιδί μου, οκτώ χρονών πουλαράκι για κατάσκοπο, και του έψαχνες τη τσάντα και το στόμα για κρυφή κάμερα;» φώναξε αγανακτισμένος. «Μα και στο στόμα!»
«Για παν ενδεχόμενο το έκανα, έπρεπε να λάβω μέτρα ασφαλείας…Με ξάφνιασε…Που θες ρε φίλε να ήξερα, ότι η γυναίκα σου ήθελε να πάει στην εφορία (η εφορία ήταν ένα τετράγωνο αριστερά από το τμήμα και το σπίτι του Παλιού άλλα δύο τετράγωνα δεξιά του) και στον άφησε στο σβέρκο τον μπόμπιρα; Ε; Τι είμαι μέντιουμ, και εν πάση περιπτώσει, εσύ έφταιξες που το άφησες στο γραφείο μόνο του το παιδί! Ξέρεις ότι τα μουσουλμανάκια σε αυτή την ηλικία ανατινάζουν λεωφορεία; Τέλος πάντων, φύλαγε τα ρούχα σου να ‘χεις τα μισά, ξέρω εγώ! Είδες πόσοι άλλοι δικοί μας την έχουν πατήσει από κρυφές κάμερες και δεν ξέρω και εγώ τι άλλο;»…
Ο Παλιός σήκωσε με παράδοση το βλέμμα προς το Θεό, αν ήταν ποτέ δυνατόν, του κλείδωσε στη ντουλάπα το παιδί, και για να δικαιολογηθεί άρχισε τις γεωπολιτικές αναλύσεις. Έλεος! είπε από μέσα του, αλλά δε συνέχισε τη συζήτηση, ήξερε που θα κατέληγε άλλωστε, το είχε εξαντλήσει το θέμα. Αποφάσισε να επιστρέψει στα σημαντικά της ημέρας. Δυο ανάσες, ένα μπούχτισμα το έβγαλε, κι ήταν αληθινό.
«Τι έγινε με το Νέο πες, άσε τα άλλα»…
«Τι να πω μωρέ, το μαλακισμένο»…
«Τι είδες;»
«Τον έβγαλαν ζωντανά από το νοσοκομείο, εδώ που τα λέμε δεν έπαθε και τίποτα το σοβαρό, ξεροκατάπινε μωρέ σαν τη τιτίκα, μάλλον λιποθύμησε ο χέστης απ’ το φόβο του!» γελούσε θριαμβευτικά λες και είχε τιμηθεί με εκατομμύρια επαίνους ανδρείας. Και στηλίτευε από την άλλη, το πρώτο σπέρμα της δειλίας σ’ αυτό τον κόσμο.
«Στο θέμα μας»…
«Να μωρέ, τι να σου πω; Τα είχανε πάρει όλα τα ψάρια στη διαδήλωση, ξέρεις στο κέντρο, εκείνη με τους απολυμένους ενός εργοστασίου. Ε, είχαμε κανονίσει να μπούνε πέντε δικοί μας μέσα…ξέρεις να σπάσουνε τίποτα, να γίνει λίγο… νταβαντούρι, να μη φανεί… κακή η κυβέρνηση και τα ρέστα. Η διαδήλωση ήταν εύκολη υπόθεση, γι’ αυτό οι επικεφαλείς βάλανε στην πρώτη σειρά τους νέους, ξέρεις μωρέ σε εκείνη την πρώτη σειρά που τρώει πάντα τις πρώτες ξυλιές, μετά αρχίζει να βαράει με τα παλούκια, να αντεπιτίθεται, να ρίχνει κανένα χημικό, και τέλος - μετά ο καθένας στο σπιτάκι του! Τι να στα λέω τώρα μωρέ τα ξέρεις»…
«Και;» τον προέτρεψε με περιέργεια ο Παλιός. Ταυτόχρονα σκεφτόταν ότι οι παλιές εποχές, όταν ξεκινούσε κι αυτός, είχαν υποθέσεις με υπόβαθρο. Ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση είχε σχηματίσει εκείνος.
«Ε, τι και! Εκεί που όλα πηγαίνανε ρολόι, θα γκάριζαν και θα έφευγαν, εμφανίζονται τα καθίκια με τις μολότοφ, και αρχίσανε γιουρούσι. Παραδόξως όλα τα ψάρια κινήθηκαν γρήγορα, υποχώρησαν, εκτός του μαλάκα»…
«Και;» άλλη μια φορά ο Παλιός.
«Και εκεί που πισωπατούσε ο μαλάκας, κάτι πάτησε φαίνεται - το όρνιο! – και γλίστρησε. Μια μολότοφ τον βρήκε στο ψαχνό. Με κάποιο τρόπο, έσβησαν τη φωτιά οι άλλοι, αλλά δε πρόλαβαν να τον μαζέψουνε. Έπεφταν βροχή οι μολότοφ και φοβήθηκαν. (Εγώ θα τον άφηνα να καεί σαν κοτόπουλο, είπε γελώντας, κάνοντας μια τρομακτική παρέκκλιση από την αφήγησή του!) Τι να λέμε τώρα… Φαίνεται ότι έχασε τις αισθήσεις του τη στιγμή ακριβώς που είδε τη μολότοφ να του καίει τον κώλο…Και έπεσε κάτω αναίσθητος. Πήγανε δυο τύποι από τους άλλους, του πήρανε τι του πήρανε, και τον άφησαν σαν γδαρμένο να πάνε οι δικοί μας να τον μαζέψουνε. Αυτά»…
«Και τι είπε στην τηλεόραση;»
Η ερώτηση εξόργισε τον Ανεξάρτητο, γιατί ακριβώς του θύμισε τις απαντήσεις του νεαρού οργάνου της τάξεως, Φουρκίστηκε αμέσως, έσφιξε τις γροθιές και άρχισε.
«Ρεζίλι ο μαλάκας, ρεζίλι από τα λίγα! Και ήταν αυτός φίλε, εκατό τοις εκατό, τον κατάλαβα από αυτή τη φωνή του ασβού που έχει…Του είχαν καλύψει το πρόσωπο, με μωσαϊκό, με τετραγωνάκια μωρέ πως τα λεν αυτά;»…
«Ναι κατάλαβα, τι είπε ακριβώς;»
«Είπε τόσο χοντρές μαλακίες, που από τον πονοκέφαλο που με έπιασε μετά, δε θυμάμαι ακριβώς»…
«Τι;»
«Κλαιγόταν μωρέ, σαν τη μυξοπαρθένα, ο χέστης, να τον δουν να το λυπηθούν όλα τα μυρμήγκια από τους καναπέδες τους! Τι να σου λέω! Έλεγε, είμαι παιδί φτωχό, μπήκα για τα σίγουρα λεφτά στην αστυνομία με κόπο και ιδρώτα, είπε κι άλλα ο μαλάκας, όπως ότι και καλά έστειλαν τους νέους εκεί επειδή όλο το προσωπικό φυλάει πολιτικούς, εφοπλιστές και δημοσιογράφους, και κάτι για τα γήπεδα άσχετο είπε! Ο μαλάκας!»
«Και τι μωρέ δε λέει αλήθεια» έσπευσε να υπερασπιστεί το Νέο ο Παλιός.
«Και τι σημαίνει αυτό ρε Παλιέ, ότι πρέπει να τα λέμε και μόνοι μας, θα μας τρελάνεις εντελώς; Όσο δε το παραδέχεσαι, τόσο περισσότερο βαριέται ο άλλος να στο κοπανάει. Και τη σήμερον έχει σημασία μόνο το τι λέγεται»…
«Βρε πως δεν πέθανε ο μικρός να λέμε, γιατί»…
«Τι γιατί ρε μούχλα;» τινάχτηκε από τη θέση του ο Ανεξάρτητος. « Τι την πέρασαν την αστυνομία τα ψάρια όλα, μη γαμήσω τώρα κανά φελέκι εδώ μέσα; Που νομίζουνε ότι μπαίνουν ρε; Σε παρθεναγωγείο; Στην αστυνομία μπαίνουν ρε! Τι περιμένουν να ‘χουν τα πιστόλια στις κασέλες; Αυτός είναι ο ρόλος μας ρε φίλε! Εγώ όταν μπήκα στην αστυνομία είχε όραμα να κόψω κώλους, το κατάλαβες, χωρίς να ξέρω ποιανού και γιατί, αυτά να τα βρουν οι ψυχίατροι! Δεν τους είπε κανείς να μπουν στην αστυνομία για τουρισμό! Και τι θέλουνε δηλαδή τα τσουτσέκια δε κατάλαβα;…Σου είπα που τα έριξε και στους συνδικαλιστές, ο νεοσσός του κώλου; Τι ήθελες ρε μαλάκα» απευθύνθηκε στο γραφείο του Νέου, που τώρα ήταν άδειο, αλλά σαν να ήταν αυτός εκεί «τι ήθελες ρε καραγκιόζη των καναλιών να σου πετάξουν οι κουκουλοφόροι; Αγιασμό;»…
Παραλήρημα πραγματικό. Τόσο που ο Παλιός δεν είπε τίποτα. Δεν έκανε και τίποτα το καινούργιο. Και εκεί που πήγαινε να σκεφτεί κάτι, πώς είχε φτάσει να γίνει αστυνομικός φέρ’ ειπείν, κι όχι ένας τίμιος τραπεζοϋπάλληλος όπως ο πατέρας του, εκείνη την ώρα έγινε κάτι αναμενόμενο για ένα αστυνομικό τμήμα. Άνοιξε η πόρτα, βγήκε πρώτα ένα πόδι που ανεβοκατέβαινε σαν σε καμπαρέ, μια γόβα στιλέτο και μια γάμπα ελαφρώς ατροφική και μαραζιάρα. Ήταν η Μόνιμη.
Μπήκε ολόκληρη μέσα και στυλώθηκε πάνω στα γοβάκια της. Έμοιαζε γυναίκα του τρίτου κόσμου και όμως φορούσε ένα ταγέρ, που ήθελε (το ταγέρ) να αναδείξει τα προσόντα του μοντέλου του, αλλά σκάλωσε στο κοκαλομάνι που λεγόταν Μόνιμη. Κρατούσε ένα μπλε φάκελο με τέτοια χάρη, και μασούσε την τσίχλα σαν αλανιάρα κατσίκα, που ο καθένας θα ορκιζόταν, πώς είχε πάρει το ύφος της αθώας μαθητριούλας εντελώς υστερόβουλα. Ήθελε πράγματι να πετύχει ένα διπλό στόχο. Με τα καλά νέα που έφερνε, ήθελε να γίνει ποθητή και να φύγει από κει μέσα με μια υπόσχεση για ένα ραντεβού. Από τον Ανεξάρτητο. Κι όπου ήθελε αυτός. Μάλλον, όπου ήθελε αυτή, ο Ανεξάρτητος ήταν αρκετά αγροίκος για να σκέφτεται τις στιγμές που προηγούνταν και ακολουθούσαν το σεξ.
«Γεια σας παιδιά!» άρχισε την κουβέντα της μιλώντας σαν ξανθιά που διαφημίζει προσθετική στήθους.
«Γεια σου και σένα!» είπαν με μια φωνή και οι δύο, δυνατά, αλλά ένα καλό αυτί θα καταλάβαινε πίσω από την ένταση, την αγωνία τους να ξεμπερδεύουν γρήγορα με δαύτη.
«Ήρθα να πω κάτι και θα φύγω» είπε, παίρνοντας το ύφος του μεγάλου ευεργέτη, του ανθρώπου που βυθίστηκε στη γραφειοκρατία, και τη νίκησε κατά κράτος. Νίκησε το κράτος! Τα φρύδια της έφτιαχναν μικρούς ανεστραμμένους κώνους, και πετάριζε τα βλέφαρα, σουφρώνοντας τα χείλη προς τον Ανεξάρτητο. Ο Παλιός, γνήσια νυφίτσα των κοινωνικών σχέσεων, κατάλαβε ότι θα γελούσε με τη ψυχή του.
«Τα δύο θέματα που σε απασχολούσαν, μωρό μου, τα έλυσα» είπε με μια περισπούδαστη υπερηφάνεια. Και συνέχισε με ένα διάφανο υπαινιγμό στις κινήσεις της, προδοτικό θα τον λέγαμε. «Τα έφερα εις πέρας!» τόνισε μετά σηκώνοντας μόνο το δεξί φρύδι, και βάζοντας στο πρόσωπό της μια μάσκα μοιραίας γυναίκας, που μπορούσε να υποσχεθεί τα πάντα. Και που τώρα ήταν βέβαιη πως θα έπαιρνε όσα δικαιωματικά της ανήκαν.
«Ευχαριστώ, ήμουν σίγουρος ότι θα τα κατάφερνες» απάντησε ο Ανεξάρτητος χτυπώντας θεατρινίστικα τις παλάμες στην καρδιά του.
Η Μόνιμη περίμενε τη συνέχεια, να ακούσει κάποια πρόταση από το στόμα του, γιατί δεν μπορούσε εκείνη, σαν την πρώτη τυχούσα, λυσσάρα, να του προτείνει έξοδο, ή ότι άλλο κακό προκύπτει από τις εξόδους. Το είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, και ο Ανεξάρτητος με πραγματικά γελοίες δικαιολογίες το ‘χε αποφύγει. Τι ζητούσε δηλαδή; Να συμπεριφερθεί σαν γνήσιος άντρας… Το είχε πάρει προσωπικά όμως, σχεδόν εκδικητικά, αλλά ποτέ δεν του χαλούσε τα χατίρια. Έλεγε «θα πέσει» και το πίστευε. Άγνωστο γιατί, του έκανε τα χατίρια με την ευλάβεια της τσιμπημένης, και με μια αίσθηση αδικίας. Έμοιαζε να της αρέσει αυτός μαζοχισμός. Αν κάποια στιγμή τις σταματούσε τις χάρες, ο Ανεξάρτητος θα έκανε την καρδιά του λάστιχο και θα την έπαιρνε, να πάει στην ευχή! Ήταν κάτι που ο Ανεξάρτητος φοβόταν, αλλά που δε θα παρέλειπε να κάνει προκειμένου να συνεχίζει να έχει την εύνοιά της. Αλλά εκείνη είχε ακολουθήσει άλλη οδό, αναποτελεσματική για εκείνη και ήρεμη για τον Ανεξάρτητο. Μια ξιπασιά χωρίς καθόλου πραγματική πονηριά. Κι ήταν η γυναίκα που μπορούσε να τα φέρει όλα σε πέρας.
«Δε θα μου πεις τίποτα;» του είπε στεγνά.
«Ε,…εεε…Ευχαριστώ….τι άλλο; Ε,…είσαι πολύ γλυκιά»…
Και αμέσως, επειδή ήξερε τι ήθελε να ακούσει από τον καράφλα, αλλά σιγά να μην το άκουγε, και εκείνος το ήξερε τι ήθελε εκείνη να ακούσει, έσπευσε σαν ένα πληγωμένο ελάφι να φύγει. Και του είπε ξεμπροστιάζοντας τις παλιές, χαζές δικαιολογίες του. Φυσώντας με μια κίνηση αξιοπρέπειας την φράντζα που είχε πέσει στα μάτια της.
«Ελπίζω να μην πεθάνει ο εικοστός έβδομος θείος σου, που του είχες αδυναμία»…
Και έκλεισε με πάταγο την πόρτα πίσω της, για να ξεφυσήξει άνετα το στόμα του. «Φτηνά τη γλίτωσα!» είπε ψιθυριστά στον Παλιό, που κρατούσε τα χείλια να μη ξεκαρδιστεί.
«Γελάς ε; Είδες τι τραβάω; Εσύ που να τα πάθεις αυτά, έχεις παρκάρει στο…γκαράζ της γυναίκας σου»…Το είπε πιστεύοντας ότι αυτό θα πληγώσει τον παλιό, θα του θυμίσει όλα τα ζευγάρια παντόφλες που η γυναίκα του ακουμπούσε στο σβέρκο του.
«Χίλιες φορές γκαράζ! Αν αποφασίσεις ποτέ να την επισκευάσεις… (και εννοούσε, εντελώς φλεγματικά, τη Μόνιμη) να περάσεις (Χα! Χα! Χοντροκομμένα, εσώψυχα) …απ’ το σπίτι μου»…
Και ο Ανεξάρτητος, έλεγε από μέσα του, «κοίτα γέλιο ο μαλάκας». Αλλά από την άλλη τον κυρίευσε και ένα αίσθημα εφησυχασμού. Η Μόνιμη είχε κάνει καλά τη δουλειά της. Τα «δύο θέματα» που τον απασχολούσαν τα είχε διευθετήσει. Αν υπήρχαν καλλιστεία για την καλύτερη υπάλληλο, θα έπαιρνε όλα τα στέμματα, κι εκείνος θα ήταν κάτω στα τραπέζια και θα φώναζε σαν τρελός για το νούμερό της.
Ο Παλιός δεν είχε περιέργεια (παραδόξως) να μάθει τι σήμαιναν αυτές οι δύο λέξεις, τα «δύο θέματα». Αλλά και να είχε, ο Ανεξάρτητος δε θα του έλεγε απολύτως τίποτα. Δε θα του έλεγε ότι, δύο φίλοι του, επίσης καραφλοί είχαν μπλέξει σε ένα καβγά με κάτι μετανάστες, και για να υπερασπιστούν τη σωματική τους ακεραιότητα από εκείνους τους εγκληματίες, αναγκάστηκαν να τους μαχαιρώσουν. Οι μετανάστες τους επιτέθηκαν για να τους κλέψουν. Το ότι μαχαιρώθηκαν εκείνοι ήταν εντελώς τυχαίο. Θα μπορούσαν να είχαν μαχαιρωθεί οι φίλοι του πρώτα. Ήταν μια ξεκάθαρη περίπτωση αυτοάμυνας σε μια κοινωνία που έχει αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα, με όλους αυτούς τους ξένους που μπαίνουν στη χώρα. Οι φίλοι του Ανεξάρτητου ήταν καλά παιδιά, ενώ οι μετανάστες ήταν ξένοι. Αυτά ακριβώς τα λόγια είχε πει ο Ανεξάρτητος στη Μόνιμη, όταν της ζήτησε να κάνει ότι μπορεί για να κρύψει το φάκελο της υπόθεσης, μη μπλεχτούνε εισαγγελείς, και τρέχουν και δε φτάνουν. «Δε φτάνει που μπαίνουν έτσι παράνομα στη χώρα, παίρνουν τις δουλειές του κοσμάκη και τον κλέβουν κι από πάνω! Είναι ξένοι μωρέ!» είχε τονίσει στη Μόνιμη, κι εκείνη, συμφωνώντας απολύτως με την κοινωνιολογική του ανάλυση του έκλεισε το μάτι. Εκ των υστέρων όχι μόνο χάθηκε ο φάκελος της υπόθεσης, αλλά και οι μετανάστες απελάθηκαν. Ο Ανεξάρτητος άναψε τσιγάρο, και το φούμαρε με μια μεγάλη ευχαρίστηση που όλα πήγαιναν τόσο καλά.
Ο Παλιός, που όση ώρα ο συνάδελφός του τα έλεγε με τη Μόνιμη, διάβαζε και την εφημερίδα, και προπονημένος καθώς ήταν στο να αυτονομεί το ένα αυτί από το άλλο, έπεσε πάνω σε ένα μονόστηλο που του κέντρισε το ενδιαφέρον. Έσπευσε να το μοιραστεί με τον Ανεξάρτητο.
«Άκουσε ρε τι έγινε! Τελικά όχι μόνο πήραν το κράνος αλλά το κατούρησαν κι από πάνω. Εδώ ο δημοσιογράφος γράφει ότι ένας συνταξιούχος πήρε το κράνος από τα χέρια ενός κουκουλοφόρου, κατέβασε τα βρακιά του μπροστά στο δρόμο, και άρχισε να κατουράει μέσα του. Ύστερα το ξαναέδωσε στον τύπο κι αυτός το κλώτσησε και πάλι προς το μέρος των αστυνομικών!»
«Ναι μωρέ, κάπου το πήρε το αφτί μου. Είχαν χωθεί στην πορεία των απολυμένων και κάτι συνταξιούχοι, φαφούτηδες και ψωριάρηδες, με κάτι άδειες κατσαρόλες, και μετά άρχιζαν να πετάνε κι αυτοί κάτι μισοφαγωμένα κουλούρια στην αστυνομία. Μολότοφ και κουλούρια! Που πάμε ρε!»
Ο Παλιός είχε μείνει με ένα μειδίαμα απορίας στο πρόσωπο. Δεν ήξερε πώς να χαρακτηρίσει αυτό που μόλις είχε διαβάσει. Γελοίο ή δραματικό; Απλώς ψέλλισε ένα «που πάμε ρε», αρπάζοντας ασυναίσθητα τις λέξεις από τον άντρα απέναντί του, και είδε τον Ανεξάρτητο, μέσα από τούφες καπνού, να του λέει «αυτό ξαναπές το!»…
¨
Ήταν μια νύχτα κρύα. Τα καλοριφέρ στο τμήμα δε λειτουργούσαν, έπιανες τις σωλήνες και ένιωθες μια κοφτερή αίσθηση κρύου στις παλάμες σου. Έξω έβρεχε από ώρα, και τώρα το νερό της βροχής κυλούσε σαν βουβό ποτάμι, ανάμεσα στα πεζοδρόμια και τους δρόμους, στα σκάμματα που οδηγούσαν στους υπονόμους. Μπορούσες να το ακούσεις γιατί ο περισσότερος κόσμος ήταν πλέον, και από νωρίς, στην θαλπωρή της οικογενειακής εστίας. Περασμένα μεσάνυχτα.
Ο Ανεξάρτητος όμως είχε δουλειά. Του έφεραν στο γραφείο μια Νιγηριανή, που την έπιασαν να κάνει πιάτσα σε ένα κακόφημο δρόμο, πίσω από τις αυστηρές προσωπίδες των πολυκατοικιών, σε μια γειτονιά με πολλά κόκκινα φωτάκια και απεριόριστη ηδονή. Οι δύο που την έφεραν, είχαν ξαναπεράσει από εκείνο το δρόμο τόσες φορές που θα μπορούσαν να είναι και κάτοικοι της γειτονιάς. Εκείνο το βράδυ βολτάριζαν με το περιπολικό, και από την πολλή ανία («δεν υπάρχει μεγαλύτερη βαρεμάρα να κυνηγάς, να προλαμβάνεις το έγκλημα, όλο το ζουμί είναι μετά το φόνο και σ’ αυτό είναι που μπορεί να φανεί χρήσιμη η αστυνομία, άλλωστε όλα τα εγκλήματα είναι απρόβλεπτα, μπορούν να φυτρώσουν παντού σαν τη βλακεία», αυτά λέγανε οι δύο μπάτσοι, που είχαν αφήσει στα πόδια του συνοδηγού, να ξεκουράζονται άδεια κουτάκια μπύρας) αποφάσισαν να προσαγάγουν εκείνη τη νεαρή αφρικανή, που μάλλον έκανε τη δουλειά της μόνη της, δεν είχε βρει ακόμη μάνατζερ.
Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο, την πλησίασαν, την έψαξαν σε σώμα και τσάντα, και πριν προλάβει να αντιδράσει την έπιασαν και την έβαλαν στα πίσω καθίσματα, με χειροπέδες και φοβερούς εκφοβισμούς –ευτυχώς ο ένας εξ’ αυτών ήξερε αγγλικά και έσωσε την τιμή σου σώματος. Ο αστυνομικός βρήκε στην τσάντα, μπηγμένη στη φόδρα της, ένα μικρό φακελάκι με χάπια έκσταση, και χωρίς να το σκεφτεί το έχωσε στην τσέπη του. Ο ίδιος συνεννοήθηκε μαζί της, εκείνη είπε ότι δεν είχε χαρτιά, και ο αστυνομικός την ενημέρωσε ότι θα την πήγαιναν στο τμήμα. Την είπε και πόρνη αλλά αυτή δε το δέχτηκε. Δικαιολογήθηκε ότι εκεί έξω, με τη φούστα σηκωμένη στα μπούτια, ένα ανοικτό μπλουζάκι, και ένα ψιλό ζακετάκι, περίμενε τον αρραβωνιαστικό της να γυρίσει από τη δουλειά. Φυσικά κανείς δεν τη πίστεψε, και μπήκαν στο περιπολικό για να φύγουν.
Στη διάρκεια της διαδρομής, ο γλωσσομαθής αστυνομικός, πρότεινε στη νεαρή αφρικανή ένα συμβιβασμό, που ήταν γνωστός στον οδηγό, ο οποίος τραγουδούσε ένα λαϊκό τραγούδι δίπλα του αμέριμνος. Το είχαν κάνει αρκετές φορές και αυτός ήταν ο λόγος που οι γυναίκες τους είχαν ηρεμήσει από τότε που ξεκίνησαν τις νυχτερινές βάρδιες. Εκείνη θα άνοιγε τα πόδια της, και μετά θα την άφηναν να φύγει, χωρίς να την πειράξουν. Θα έλεγε κανείς, μια συμφωνία κυρίων. Η γυναίκα δέχθηκε και ο οδηγός χώθηκε σε ένα σκοτεινό στενό, για να παρκάρει. Έπειτα βγήκε από το περιπολικό, και ακούμπησε στη λαμαρίνα του καπό για να καπνίσει. Θα κρατούσε τσίλιες μέχρι ο δεύτερος να πάει πίσω στα καθίσματα να πηδήξει τη νεαρή. Και μόλις τέλειωνε θα άλλαζαν θέσεις. Μπήκαν στον κόλπο της σαν γουρούνια που κυλιούνται στα σκατά, με σάλιο να σκορπίζεται από δω και από κει, τη στιγμή που τέλειωναν πάνω από μια φοβισμένη γυναίκα. Αν κάποιος μπορούσε να κοιτάξει από μακριά την κατάσταση αυτό που θα έβλεπε ήταν μια πορτοκαλιά καύτρα, σαν πολύτιμη χάντρα, μέσα στη νύχτα και θα άκουγε τον ελαφρύ, μα ευδιάκριτο ήχο, που έβγαζαν οι σούστες του αυτοκινήτου, από το ανέβα κατέβα.
Φυσικά, οι δύο αστυνομικοί, οι νυχτερινοί εραστές, δεν τήρησαν το λόγο τους. Μπήκαν στο περιπολικό και την πήγαν στο τμήμα, να την περιλάβει ο Ανεξάρτητος. Και εκεί είναι τώρα η Νιγηριανή σκυμμένη μπροστά από τον Ανεξάρτητο. Φοβισμένη, με τα δάκρυα να έχουν γεμίσει το πρόσωπό της, ρουφώντας συνέχεια τα ρουθούνια της, έχει αρπάξει το φύλο του Ανεξάρτητου και το έχει βάλλει στο στόμα της, κάνοντας παλινδρομικές κινήσεις. Ο καραφλός μπάτσος σήκωνε το κεφάλι προς το ταβάνι, με κλειστά τα μάτια, κάνοντας ακανόνιστες κυκλικές κινήσεις που μαρτυρούσαν την ηδονή που τον πλημμύριζε σύγκορμο. Και οι δύο είχαν ιδρώσει, ο ένας από την ευχαρίστηση και η άλλη από το φόβο. Και όταν η νεαρή κουράστηκε και θέλησε να απαλλαγεί για λίγο από το μόριο του καραφλού, εκείνος της τράβηξε με βία τα μαλλιά, και την χτύπησε αρκετές φορές με αιφνιδιαστικά χαστούκια. «Ρούφα μωρή, και σκάσε!» της είπε με ένα βλέμμα, ανακατεύοντας την επιτακτική προσταγή του και την αχαλίνωτη εξουσία, που απέρρεε από την κατάσταση του. Τη δική του κατάχρηση και τη δική της αδυναμία να αντιδράσει, έστω βογγώντας. Και το πιο τρομακτικό από όλα ήταν η σιωπή με την οποία υπέμενε την κατάσταση. Ακούγονταν εκεί μέσα ανάσες ηδονής αργόσυρτες, από τη μια, και από την άλλη ρουθουνίσματα, που είχαν αντικαταστήσει το κλάμα, την απόγνωση. Το ευχαριστιόταν ο Ανεξάρτητος, ακουμπισμένος στο γραφείο, με τα παντελόνια του να έχουν σχηματίσει μια στοίβα στο ύψος των αστραγάλων του. Η εξουσία, εκείνος ο τόνος της αλαζονείας, λαμπύριζε στα μάτια του, κάτι που έκανε τη μικρή να φοβάται περισσότερο. «Ρούφα μαύρο σκυλί!» της είπε μετά, χτυπώντας την με το γόνατο στο στομάχι, κι εκείνη έβγαλε σπαραγμούς, αλλά δεν τόλμησε να απαλλαγεί από τη βίαιη παλινδρόμηση, που της επέβαλλε ο Ανεξάρτητος. Της κρατούσε με δύναμη το κρανίο, αυστηρά προσηλωμένο πάνω στο φύλο του, και υποβοηθούσε και αυτός το έργο της. Η νεαρή υπάκουε, και περίμενε το τέλος, αφήνοντας το σάλιο της να κατεβαίνει στο στήθος της, που φούσκωνε από την ταραχή. Δε μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο. Και όταν ο Ανεξάρτητος τελείωσε, το στόμα της γέμισε με κάτι που της φάνηκε φαρμάκι, και έσπευσε να το ξεράσει, την ώρα που ο καραφλός είχε γείρει πίσω, μετρώντας την ανάσα του, τους ταχείς παλμούς του, τα αποτελέσματα της εργασίας του.
Με μια ευδαιμονία απίστευτη, ανάσαινε πιο αργά για να νιώσει καλύτερα στο πετσί του αυτό που μόλις είχε κάνει. Και για το οποίο ένιωθε εκπληκτικά. Κατέληξε λέγοντας «για αυτά κάνετε μόνο!» και έβγαλε ένα γέλιο που φόβισε τη νεαρή. Εκείνη σύρθηκε στο υγρό πάτωμα, με τα χέρια να καλύπτουν το πρόσωπό της, σαν να φοβόταν μια νέα επίθεση. Όμως, η βιαιότητα όλη είχε βγει πριν ο καραφλός αποφασίσει να τη ταπεινώσει εντελώς. Περπάτησε, γυμνός από τη μέση και κάτω, και φτάνοντας ακριβώς από πάνω της, την έφτυσε λέγοντας «Ούτε να στον χώσω δεν αξίζεις!», και μετά έφτυσε εκ νέου, αφήνοντας ανάμνηση στην ανήμπορη κοπέλα, μια κλωτσιά στο τρεμάμενα πλευρά της. Έπειτα κουμπώθηκε και έκατσε στο γραφείο για να απολαύσει ένα τσιγάρο, με θέα ένα ρημαγμένο τοπίο, και του άρεσε που αυτός το είχε ρημάξει. Με την μύτη σηκωμένη, και έχοντας πάρει το ύφος της τεστοστερόνης, σήκωσε το τηλέφωνο και διέταξε έναν άλλο να έρθει να την μαζέψει.
Την ίδια ώρα η Μόνιμη κατέβαινε τις σκάλες του αστυνομικού τμήματος, έχοντας χώσει στην τσάντα της το κινητό της, και το έκανε λες και είχε βάλλει εκεί μέσα κάποιον μικρό θησαυρό. Είχε απαθανατίσει με την κάμερα του μικροσκοπικού χαφιέ, του κινητού της, όλο το μεγαλείο του άξεστου μπάτσου που νόμιζε ότι αγαπούσε. Είχε πάει στο τμήμα, μέσα στη νύχτα, γνωρίζοντας ότι θα ήταν μόνος, και είχε πολύ πονηρές βλέψεις. Μέσα σ΄ αυτές ήταν να μπει στο γραφείο, αιφνιδιάζοντάς τον, και έπειτα να κρύψει το κλειδί στο βρακάκι της. Είχε προμηθευτεί και δύο μπουκάλια κρασί, γιατί εκείνα θα επέτρεπαν στον Ανεξάρτητο να ψάξει το κλειδί της πόρτας –μόνο έτσι. Ακούγοντας εκείνες τις γρήγορες και βίαιες ανάσες, με το αφτί κολλημένο στην πόρτα, τα μουγγανητά και τη σάρκα να παφλάζει, αποφάσισε να το διακινδυνεύσει με την αποφασιστικότητά της, και άνοιξε λίγα εκατοστά την πόρτα του γραφείου. Κανείς δε την πήρε είδηση, είχαν άλλες δουλειές. Από εκεί, εκείνη την αποκαλυπτική χαραμάδα, βιντεοσκόπησε τον Ανεξάρτητο, να κάνει σε κάποια άλλη (και μάλιστα μαύρη) αυτό που ευχόταν να δοκιμάσει πάνω στην ίδια. Αυτό δε μπορούσε να το ανεχτεί. Είχε αποφασίσει να τον καταστρέψει, και σε αυτό θα την βοηθούσε μια φίλη της που δούλευε σε ένα μεγάλο κανάλι της χώρας.
Και βγαίνοντας από την μεγάλη πύλη του τμήματος, ξεστόμισε ένα «Ζώο!», κάτι που μια διαβολική σύμπτωση του σύμπαντος, έβαλε, την ίδια ακριβώς στιγμή, να συμπέσει με τα ίδια ακριβώς λόγια, στο στόμα του Ανεξάρτητου. «Ζώο!» είπε κι αυτός γελώντας απέναντι από την ετοιμόρροπη κοπέλα.
Αυτό που η Μόνιμη δεν είδε, δεν το πρόσεξε, ή τέλος πάντων δε την ένοιαξε να διακρίνει, ήταν ότι το χέρι με το οποίο ο Ανεξάρτητος κρατούσε το κεφάλι της νεαρής κοπέλας, ενώ εκείνη είχε το φύλο του στο στόμα της, κοσμούταν με ένα περιφανή αγκυλωτό σταυρό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου